Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2025

Ο χάλκινος όφις και η Γέννηση του Χριστού (Άγιος Λουκάς αρχιεπίσκοπος Κριμαίας)

Image

Πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια περιπλανιόταν ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Αἰγύπτου μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν θεόπτη προφήτη Μωυσῆ. Κύριος ὁ Θεὸς ἔτρεφε τὸν λαό Του μὲ τὸ θεόσταλτο μάννα. Ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος αὐτὸς μέσα στὴν ἔρημο. Μὲ πολὺ δυσκολία ἔβρισκαν νερὸ νὰ πιοῦν. Καὶ ἄρχισε ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ νὰ γογγύζει στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μωυσῆ, γιατί τοὺς ξεσήκωσε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄναψε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξ αἰτίας τοῦ γογγυσμοῦ τους καὶ τοὺς τιμώρησε σκληρά.

Μὲ διαταγὴ Του ἦλθε ἕνα μεγάλο πλῆθος δηλητηριωδῶν φιδιῶν, τὰ ὁποία τοὺς δάγκωναν μὲ ἀποτέλεσμα χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ πεθαίνουν. Νὰ τὸ θυμόμαστε καὶ ἐμεῖς αὐτό, πόσο φοβερὸ καὶ ὀλέθριο πράγμα εἶναι νὰ γογγύζει κανεὶς στὸν Θεό.

Ὁ λαός, τρομοκρατημένος ἀπὸ τὰ φίδια, ἱκέτευε τὸν Μωυσῆ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεὸ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν σκληρὴ αὐτὴ τιμωρία. Ὁ Κύριος τούς σπλαχνίστηκε καὶ διέταξε τὸν Μωυσῆ νὰ φτιάξει ἕνα μεγάλο χάλκινο φίδι καὶ νὰ τὸ βάλει σ’ ἕνα κοντάρι ποὺ ἔμοιαζε μὲ σταυρό, «Ὅποιος δαγκώνεται ἀπὸ κάποιο φίδι καὶ κοιτάξει μὲ ἐλπίδα αὐτὸ τὸ χάλκινο ὄφι δὲν θὰ πεθάνει ἀλλὰ θὰ ζήσει», εἶπε ὁ Κύριος.

Ὁ Μωυσῆς κατασκεύασε ἀπὸ χαλκὸ ἕνα μεγάλο φίδι καὶ τὸ ἔβαλε πάνω σ’ ἕνα κοντάρι ὅμοιο μὲ σταυρό. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ὁλοκάθαρη προτύπωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σώζει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας ὅλους αὐτούς, ποὺ μὲ βαθειὰ πίστη στρέφονται σ’ Αὐτὸν καὶ μὲ δάκρυα προσκυνοῦν τὸ σταυρό Του, μὲ τὸν ὁποῖο ἔσωσε τὸν κόσμο στὸν φοβερὸ Γολγοθᾶ. Αὐτὸς βάσταξε τὸ ὑπερβολικὰ μεγάλο βάρος τῶν ἁμαρτιῶν ὅλου του κόσμου ἐπάνω στὸ σταυρό.

Σκεφθεῖτε ποιός, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες ἀσώματες ἀγγελικὲς δυνάμεις, θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου καὶ νὰ μὴν ἰσοπεδωθεῖ ἀπὸ αὐτές. Ποιός; παρὰ μόνος Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἀκαταπαύστως ὑμνοῦν ὅλες οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις, κράζοντας σ’ Αὐτόν: Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος! Ποιὸς παρὰ μόνο ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο στὸν πανηγυρικὸ ἐκεῖνο ὕμνο, «Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός, γνῶτε ἔθνη καὶ ἡττᾶσθε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία «Θεὸ ἰσχυρό, ἐξουσιαστή, ἄρχοντα εἰρήνης». Ὁ ὄφις, τὸν ὁποῖο ἔφτιαξε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔβαλε σὲ ξύλο ὅμοιο μὲ σταυρό, κατασκευάστηκε ἀπὸ χαλκό, ἐπειδὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα χρόνια ὁ χαλκὸς ἐθεωρεῖτο ὁ ἰσχυρότερος ἀπὸ ὅλα τὰ μέταλλα. Μήπως γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ χάλκινος ὄφις ὑπῆρξε ἡ προτύπωση τοῦ κρεμασμένου ἐπάνω στὸ σταυρὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου;

Δὲν ἦταν μόνο μία ἡ φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς τιμώρησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἐξαιτίας τοῦ γογγυσμοῦ. Καὶ ἄλλες δύο φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σαράντα ἐτῶν, κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, ξέσπασε ὁ Θεὸς ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ σκληροτράχηλου καὶ χοντροκέφαλου λαοῦ. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἤθελε νὰ ἐξολοθρέψει τελείως ὅλον αὐτὸν τὸν λαὸ καὶ νὰ δημιουργήσει ἀπὸ τὸν Μωυσῆ ἕνα ἄλλο πιστὸ λαό. Μόνο μετὰ τὶς ἱκεσίες τοῦ μεγάλου Μωυσῆ δὲν πραγματοποίησε ὁ Θεὸς τὸ σχέδιό Του.

Πρώτη φορὰ αὐτὸ ἔγινε στὸ Ὅρος Σινᾶ, ὅπου ὁ Μωυσῆς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ θεόγραφο νόμο. Σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες βρισκόταν ὁ Μωυσῆς πάνω στὸ ὄρος. Ὁ λαὸς ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ εἶπε στὸν Ἀαρών, τὸν ἀδελφό του Μωυσῆ, νὰ κατασκευάσει ἕνα χρυσὸ μοσχάρι. Αὐτὸ τὸ μοσχάρι τὸ ὀνόμασαν θεό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀρνήθηκαν.

Δεύτερη φορὰ αἰτία τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀνταρσία τῶν Κορέ, Δαθάν καὶ Ἀβιρών καὶ τῆς ὁμάδας τους, ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀαρών. Αὐτὴ ἡ ἀνταρσία ἦταν ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐπέλεξε τὸν Μωυσῆ νὰ ἐκτελέσει τὸ θέλημά Του στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ. Αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα εἶχε σχεδὸν ἴδιο βάρος μὲ τὴν προσκύνηση τοῦ χρυσοῦ μόσχου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἐξέγερση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του.

Ἂν ὁ Μέγας Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τοῦ προφήτη Μωυσῆ τρεῖς φορὲς λυπήθηκε τὸν σκληροτράχηλο καὶ χοντροκέφαλο λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ πρεσβεῖες τῶν μεγάλων ἁγίων ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ μεταβάλλουν τὰ σχέδια καὶ τὶς ἀποφάσεις Του. Αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀλλάζουν. Ὅμως ἂς μὴν τολμήσει κανένα τολμηρὸ καὶ βλάσφημο στόμα νὰ πεῖ, ὅτι τὸ Θεῖο θέλημα εἶναι ἀσταθές.

Ὁ Θεὸς μας εἶναι ἡ ζωντανὴ ἀγάπη, ὅπως μᾶς τὸ ἀποκάλυψε ὁ μέγας ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολή του. Ὅμως Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Καὶ αὐτό, ποὺ στοὺς ἀναιδεῖς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀστάθεια τῆς Θείας βουλήσεως, στὴν πραγματικότητα εἶναι, εἴτε ταυτόχρονη, εἴτε διαδοχικὴ φανέρωση τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων γνωρισμάτων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀπέραντης ἀγάπης του καὶ τῆς ἀκριβοῦς δικαιοσύνης Του. Καὶ τὸ καλύτερο παράδειγμα γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶναι ἡ διήγηση γιὰ τὸ χάλκινο φίδι.

Ὁ σκληροτράχηλος λαός, ὁ ὁποῖος γόγγυσε ἐνώπιων τοῦ Θεοῦ, τιμωρήθηκε σκληρὰ μὲ τὰ φίδια, ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως ὅμως τὸν κάλυψε τὸ τεράστιο κύμα τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης Του, ἐπειδὴ τὸ χάλκινο φίδι ἀποτελοῦσε προτύπωση τοῦ ἀσύγκριτα μεγάλου γεγονότος, τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καὶ ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας, διὰ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὸν σκληροτράχηλο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ σ’ αὐτὸ τὸν φοβερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ μακάριο τόπο, ὅπου ὑψώθηκε ὁ χάλκινος ὄφις. Γιὰ πολλὰ ἀκόμα χρόνια θὰ περιπλανᾶται αὐτὸς ὁ λαὸς στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Ἂς τὸν ἀφήσουμε γιὰ ἄλλα χίλια χρόνια, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ λαὸς αὐτός, ἂν καὶ ἔφτασε στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δὲν ἔπαψε νὰ παροργίζει τὸν Θεό, ἐγκαταλείποντάς Τον καὶ λατρεύοντας θεοὺς τῶν ἐθνῶν, τὸν Βάαλ καὶ τὴν Ἀστάρτη. Ἂς τὸν ἀφήσουμε καὶ μέχρι τὴν Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, καὶ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ ἀπίστου λαοῦ, ἂς πᾶμε στὴ γεμάτη χάρη νέα ἐποχή, ἀρχὴ τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα.

Δὲν λησμόνησε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ποτὲ δὲν ἀνακαλεῖ τὸ λόγο Του, τὸ χάλκινο φίδι, τὸ ὁποῖο ὕψωσε μπροστὰ στὰ μάτια ὅλου του κόσμου καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσε τὴν προτύπωση τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο διὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ἂς πάρουμε, ἀδελφοί μου, μία βαθιὰ ἀνάσα, διαβάζοντας στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο τὰ λόγια του Ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ: «Καὶ καθὼς Μωυσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμω, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχη ζωὴν αἰώνιον. Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰω. 3, 14-17).

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐπαγγελία ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο, στὴν πρώτη καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου, ὅπου διαβάζουμε τὸν χαρμόσυνο εὐαγγελικὸ λόγο του:

«Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὒχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 9-10).

Γι’ αὐτὴ τὴν μεγάλη καὶ λαμπρότατη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων προετοιμαστήκαμε μὲ νηστεία σαράντα ἡμερῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ἀκούσαμε πολλὲς φορὲς τοὺς εὐλογημένους καὶ χαρμόσυνους εἱρμοὺς τοῦ κανόνα τῶν Χριστουγέννων. Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸν πρῶτο καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ νόημά του:

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε».
Γεννιέται ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ, δοξαζόμενος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ πατήσει στὴ γῆ… Ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν συναντήσουμε.
«Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε».
Τώρα τὸ Θεῖο βρέφος βρίσκεται ἤδη στὴ φάτνη σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν νοῦ μας στοὺς οὐρανούς.
«Ἄσατε τῷ Κυρίω, πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».

Πιστεύουμε ὅτι τὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕνα τρόπο ἀκατανόητο γιά μᾶς, τὴν αἰσθάνεται καὶ ὅλη ἡ κτήση. Μαζὶ μὲ τοὺς βοσκοὺς καὶ τοὺς μάγους ἂς προσκυνήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ Θεῖο βρέφος καὶ ἂς Τοῦ προσφέρουμε ὡς δῶρο τὶς γεμάτες πίστη καὶ σεβασμὸ καρδιές μας. Μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια ἂς Τοῦ προσφέρουμε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ μᾶς δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ ζωὴ τὴν αἰώνια, τῆς ὁποίας δὲν θὰ ὑπάρχει τέλος. Ἀμήν.

(Ἀπό τό βιβλίο: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», τ. Γ΄, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη)
(Πηγή: www.imaik.gr)

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2025

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Τίποτε το θαυμασιότερο και τιμιότερο από το σπήλαιο και τη φάτνη!

Image

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: Aυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανένα περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ομιλία 58, Στην κατά σάρκα σωτηριώδη Γέννησι του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού

1 Η τωρινή τελετή είναι της παρθενικής γέννας. Και κατ’ ανάγκη ο λόγος θα συνυψωθή με το μέγεθος της εορτής και θα προχωρήση μέσα στο μυστήριο, όσο είναι εφικτό και θεμιτό και επιτρεπτό από τον καιρό, ώστε να φανερώση και σε μας κάτι από τη μέσα του δύναμι. Εντείνετε λοιπόν και σεις, παρακαλώ, αδελφοί, και υψώσατε μαζί τη διάνοια, ώστε, σαν να πυρσεύθηκε λαμπρώς από θείο μετέωρο, να αντιληφθή καθαρώτερα το φως της θείας επιγνώσεως. Διότι σήμερα βλέπω μια ομοτιμία ουρανού και γης και άνοδο των κάτω προς τα επέκεινα όλων, που είναι εφάμιλλη προς τη συγκατάβασι των άνω.

Ό,τι και αν είναι ο ουρανός των ουρανών, ό,τι και αν είναι τα υπερώα ύδατα που στεγάζουν τα ουράνια, όποιος και αν είναι ο υπερκόσμιος τόπος η στάσις η τάξις, δεν έχει τίποτε το θαυμασιώτερο και τιμιώτερο από το σπήλαιο και τη φάτνη και από τα βρεφικά ραντιστήρια και σπάργανα. Διότι τίποτε ανάμεσα σε όσα έγιναν ανά τους αιώνες από τον Θεό δεν είναι κοινωφελέστερο ή θειότερο από τα γενέθλια του Χριστού, τα οποία εορτάζομε σήμερα.

2 Ο προαιώνιος και απερίληπτος και παντοκράτωρ Λόγος γεννάται τώρα κατά σάρκα σε σπήλαιο ως ανέστιος, άστεγος, άοικος, είναι βαλμένος ως βρέφος επάνω στη φάτνη και βλέπεται με οφθαλμούς και ψηλαφίζεται με χέρια και περιτυλίσσεται με σειρές σπαργάνων.

Δεν πρόκειται για νοερά ουσία που εφέρθηκε σε κτίσι ενώ πρωτύτερα δεν υπήρχε· δεν πρόκειται για σάρκα που ήλθε σε γένεσι και έπειτα από λίγο θα διαλυθή· δεν πρόκειται για σάρκα και νου που ενώθηκαν μεταξύ τους προς συγκρότησι ενός λογικού ζώου· αλλά πρόκειται περί Θεού και σαρκός που εμίχθηκαν διά νου ασυγχύτως προς συγκρότησι μιας θεανδρικής υποστάσεως, η οποία εισχώρησε τελευταίως σε παρθενική κοιλία, στην οποία και από την οποία μ’ ευδοκία του Πατρός και συνεργία του Πνεύματος ήλθε σε ουσιοποίησι ο υπερούσιος Λόγος, που τώρα λύεται από την γαστέρα και γεννάται ως βρέφος χωρίς να λύση τα σύμβολα της παρθενίας αλλά τηρώντας τα ανέπαφα.

Εγεννήθηκε απαθώς, όπως συνελήφθηκε απαθώς, διότι η τεκούσα όπως εφάνηκε ανωτέρα εμπαθούς ηδονής κατά την σύλληψι, έτσι εφάνηκε ανωτέρα ωδίνων και κατά τη γέννησι διότι κατά την φωνή του Ησαΐου «πριν να έλθη σ’ αυτήν ο πόνος των ωδίνων τον διέφυγε» κι’ εγέννησε σαρκικώς τον προαιώνιο Λόγο, του οποίου όχι μόνο η θεότης είναι ανεξιχνίαστη, αλλά και ο τρόπος της ενώσεως με την σάρκα είναι απερινόητος και η συγκατάβασις ανυπέρβλητη και το θείο και απόρρητο ύψος του προσλήμματος υπεροχικό κάθε νου και κάθε λόγου, ώστε ούτε αυτό να μη μπορή να δεχθή καμμιά σύγκρισι με την κτίσι.

Διότι, κι’ αν βλέπης κατά σάρκα τον γεννηθέντα τώρα από απείρανδρη κόρη, αλλά και πάλι υπερβαίνει τη σύγκρισι· διότι, λέγει, «είναι ωραίος στην όψι περισσότερο από τους ανθρώπους». Δεν είπε ωραιότερος, αλλά απλώς ωραίος, για να μη συγκρίνη τα ασύγκριτα, δηλαδή την ομόθεη φύσι με τους απλούς ανθρώπους.

3
«Σε έχρισε», λέγει, «ο Θεός ο Θεός σου με έλαιο αγαλλιάσεως επάνω από τους συντρόφους σου». Ο ίδιος είναι και Θεός και άνθρωπος τέλειος· ο ίδιος είναι Θεός, και ο χρίων και ο χριόμενος. Διότι, λέγει, «σε έχρισε ο Θεός ο Θεός σου»· ο από τον Θεό Πατέρα ο Λόγος χρίεται σαν άνθρωπος.

Και χρίεται με το συναΐδιο και ομοφυές Πνεύμα διότι αυτό είναι το έλαιο της αγαλλιάσεως, γι’ αυτό και ο ίδιος πάλι είναι Θεός, και το θείο χρίσμα και ο χριόμενος. Πραγματικά, και αν ακόμη χρίεται σαν άνθρωπος, αλλά ως Θεός έχει μέσα του την πηγή του χρίσματος. Γι’ αυτό και εκείνος που βλέπει θείως είδε και προανήγγειλε ως μετόχους Αυτού όλους όσοι χρίονται από τον Θεό· διότι μόνο του Θεού είναι ιδιότης να μη μετέχη αλλά να μετέχεται και να έχη μετόχους τους αγαλλιωμένους κατά το Πνεύμα.

Τέτοιος είναι σ’ εμάς ο γεννώμενος τώρα σε πενιχρό σπήλαιο και από εμάς υμνούμενος ως βρέφος επάνω στη φάτνη.

4 Διότι αυτός που παρήγαγε τα πάντα εκ μη όντων, επίγεια και επουράνια, όταν είδε τα λογικά κτίσματά του ν’ αχρειώνωνται από πόθο των μεγαλυτέρων, τους χαρίζει τον εαυτό του, του οποίου τίποτε μεγαλύτερο ούτε ίσο ούτε πλησίον δεν υπάρχει και προβάλλεται για μέθεξι από τους επιθυμούντας· για να μπορούμε στο εξής να χρησιμοποιούμε ακινδύνως την άφεσι του κρείττονος, εξ αιτίας της οποίας στην αρχή καταντήσαμε στον έσχατο κίνδυνο, και, ποθώντας ο καθένας μας να γίνη Θεός, να μη είμαστε μόνο ακατάκριτοι, αλλά και να επιτυγχάνωμε την επιθυμία.

Λύει δε παραδόξως την πρόφασι της αρχικής πτώσεως, που ήταν η παρατηρουμένη στα όντα διαφοροποίησις, δηλαδή η υπεροχή και η ελάττωσις, και ο από αυτά φθόνος και δόλος, καθώς και οι φανερές και αφανείς έριδες. Θέλοντας δηλαδή ο αρχέκακος να μη είναι κανενός αγγέλου κατώτερος, αλλά να εξομοιωθή σ’ εξοχότητα και με τον ίδιο τον κτίστη, υπέστη πρώτος τη φοβερή πτώσι, χωρίς να έχη προηγηθή άλλος.

Έπειτα, αφού εβλήθηκε [κυριεύτηκε] από φθόνο κι’ έβαλε με δόλο, έσυρε και τον Αδάμ προς τον πυθμένα του άδη, με την ιδία έφεσι, οπότε κατέστησε την πτώσι γι’ αυτόν μεν δυσθεράπευτη και χρειαζόμενη την εξαισία παρουσία του Θεού, που τώρα επραγματοποιήθηκε, για ν’ ανακληθή, για τον εαυτό του δε τελείως αθεράπευτη, διότι είχε αποκτήσει την έπαρσι όχι από μέθεξι, αλλά από αυτοκακία, και είχε γίνει πλήρωμα κακίας και προεβαλλόταν για μέθεξι του κακού από τους θέλοντας.

5 Αφού λοιπόν ο Θεός τώρα ευδόκησε να λύση την πρόφασι της υπερηφανείας που κατέρριπτε τα λογικά πλάσματά του, εξομοιώνει το παν με τον εαυτό του· και επειδή αυτός είναι ίσος με τον εαυτό του κατά φύσι και ομότιμος, καθιστά και τη φύσι κατά χάρι ίση με εαυτήν και ομότιμη.

Κι’ αυτό πώς;


Ο ίδιος ο από τον Θεό Θεός Λόγος, που εκένωσε εαυτόν απορρήτως και κατέβηκε από άνω στην ανθρωπίνη εσχατιά, και την συνέδεσε με τον εαυτό του άλυτα, που εταπεινώθηκε κι’ επτώχευσε σαν εμάς, έκαμε επάνω τα κάτω ή μάλλον συνήγαγε τα δύο σε ένα, αναμιγνύοντας την ανθρωπότητα με την θεότητα, κι’ έτσι υπέδειξε σε όλους την ταπείνωσι ως οδό που φέρει προς τα άνω, παρουσιάζοντας σήμερα τον εαυτό του για παράδειγμα σε ανθρώπους και σε αγίους αγγέλους.

6 Από αυτό τώρα οι άγγελοι έλαβαν την ιδιότητα του αμεταστρόφου [να είναι αμετάβλητοι προς το κακό], αφού έμαθαν εμπράκτως από τον Δεσπότη ότι η οδός της υψώσεως και της προς αυτόν ομοιώσεως δεν είναι η έπαρσις, αλλά η ταπείνωσις· από αυτό οι άνθρωποι έχουν το ευκολοδιόρθωτο, αφού αναγνωρίσουν ότι η ταπείνωσις είναι οδός ανακλήσεως.

Από αυτό ο αρχέκακος, που είναι η ίδια η έπαρσις, καταισχύνθηκε και κατανικήθηκε, ενώ προηγουμένως εφανταζόταν ότι κάπως εστεκόταν και ήταν κάτι. Ενώ άλλους μεν από επιθυμία του μεγαλυτέρου είχε υποδουλώσει και καταρρίψει, άλλους δε ήλπιζε να υποδουλώση από μωρία, εφάνηκε καλώς σαν παίγνιο από εκείνους που προηγουμένως είχαν απατηθή κακώς.

Και τώρα που εγεννήθηκε ο Χριστός, πατείται από εκείνους που προηγουμένως ήταν κάτω από τα πόδια του, οι οποίοι δεν είναι υπερόπτες τώρα, όπως εσυμβούλευε αυτός ο διαφθορεύς, αλλά συμβαδίζουν με τους ταπεινούς, όπως υπέδειξε με πράξεις ο Σωτήρ, και διά της ταπεινώσεως αποκτούν την υπερκόσμιο ύψωσι.

7 Γι’ αυτό ο Θεός, που κάθεται επάνω στα Χερουβίμ, ευρίσκεται σήμερα ως βρέφος επάνω στη γη· αυτός που είναι αθέατος από τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, που δεν μπορούν να ιδούν ατενώς [που δεν μπορούν να τον ατενίσουν] όχι μόνο τη φύσι του αλλ’ ούτε την αίγλη της δόξης του, γι’ αυτό και επισκιάζουν τα μάτια με τις πτέρυγες, βλέπεται αισθητώς και υποπίπτει στους σαρκικούς οφθαλμούς, αφού έγινε σάρκα· αυτός που ορίζει τα πάντα και δεν ορίζεται από κανένα περιλαμβάνεται σε μία πρόχειρη και μικρή φάτνη· αυτός που κατέχει και συσφίγγει το παν με την χεριά του περιτυλίσσεται σε μικρά σπάργανα και σφίγγεται με απλά δέματα [δεσίματα, κόμπους που κάνουν στα σπάργανα]· αυτός που έχει τον πλούτο των ακενώτων θησαυρών τέτοια πτωχεία υφίσταται εκουσίως, ώστε ούτε τόπο να μη ευρίσκη στο κατάλυμα γι’ αυτό και εισέρχεται σε σπήλαιο, και μάλιστα την ώρα που τίκτεται, ο γεννηθείς από τον Θεό αχρόνως και απαθώς και ανάρχως.

Και (τι θαύμα!) δεν ενδύεται μόνο την κάτω ευρισκομένη φύσι διά γεννήσεως αυτός που είναι συμφυής με τον ύψιστο Πατέρα, ούτε υφίσταται αυτήν την άκρα πτωχεία μόνο γεννώμενος σε πενιχρό σπήλαιο, αλλά καταδέχεται ευθύς εξ αρχής με την κυοφορία του ακόμη την εσχάτη καταδίκη της φύσεώς μας και τοποθετείται και απογράφεται μαζί με τους δούλους ο φύσει δεσπότης του παντός, οπωσδήποτε κάνοντας τη δουλεία να μη είναι κατά τίποτε ατιμότερη της δεσποτείας, μάλλον δε αναδεικνύοντας και τιμιωτέρους από δεσπότη τους κάτω τότε δούλους, αν βέβαια θα αντιλαμβάνονταν και θα υπήκουαν στο μεγαλείο της χάριτος· διότι ο φαινόμενος να είναι τότε δεσπότης της γης δεν είχε συναριθμηθή με τον βασιλέα των ουρανών, αλλά μόνο όλοι οι υπόδουλοι, και δεν συγκατελέγη με αυτούς ο τότε κυρίαρχος της γης, αλλά ο ουράνιος.

8 Ψάλλει κάπου προς τον Θεό ο Δαβίδ, που εξ αιτίας του τώρα γεννηθέντος από την πατριά του είναι θεοπάτωρ, «τα χέρια σου με έκαμαν και μ’ έπλασαν, συνέτισέ με και θα μάθω τις εντολές σου». Γιατί το λέγει αυτό; Διότι μόνο στου πλάστη τα χέρια είναι να παράσχη την πραγματική κατανόησι.

Όποιος συνετίσθηκε και κατενόησε την τιμή που έλαβε η φύσις μας από τον Θεό με το να πλασθή από τα χέρια του κατά την εικόνα, αφού αντιληφθή τη φιλανθρωπία του, θα προστρέξη σ’ αυτόν, θα ακούση και θα μάθη τις εντολές του πόσο περισσότερο, αν κατανοήση κατά το δυνατό το μέγα τούτο μυστήριο της αναπλάσεως και ανακλήσεώς μας;

Όταν έπλασε με το χέρι του την από τη γη φύσι μας κι’ εμφύσησε ο ίδιος ζωή, αυτός που όλα τα άλλα τα παρήγαγε με μόνο το λόγο, την άφησε να κατευθύνεται από τους δικούς της λογισμούς, εφ’ όσον ήταν κτισμένη λογική και κυρία της γνώμης της.

Αυτή τότε, απομονωμένη, εξαπατήθηκε από τη συμβουλή του πονηρού και μη μπορώντας ν’ ανθέξη στην επιβουλή δεν εφύλαξε το κατά φύσι, αλλά εγλύστρησε προς το παρά φύσι γι’ αυτό τώρα όχι μόνο την αναπλάττει με το χέρι κατά τρόπο παράδοξο, αλλά και την κρατεί κοντά του, αφού όχι μόνο την επήρε και την εσήκωσε από την πτώσι, αλλά και την ενδύθηκε αφράστως και συνδέθηκε με αυτήν αδιαιρέτως και εγεννήθηκε Θεός μαζί και άνθρωπος από γυναίκα, για ν’ αναλάβη την ίδια εκείνη φύσι που έπλασε στους προπάτορες, από παρθένο μάλιστα γυναίκα, για να καταστήση τον άνθρωπον νέον.

9 Πραγματικά, αν ήταν από σπέρμα, δεν θα ήταν νέος άνθρωπος, ούτε, αφού θα ήταν της παλαιάς μερίδος και κληρονόμος εκείνου του πταίσματος θα μπορούσε να δεχθή μέσα του το πλήρωμα της άφθαρτης θεότητος και να γίνη πηγή του αγιασμού ανεξάντλητης κι’ έτσι όχι μόνο εκείνων των προπατόρων δεν θα μπορούσε ν’ αποπλύνη με περισσή δύναμι τον από την αμαρτία μολυσμό, αλλά ούτε στους απογόνους των δεν θα επαρκούσε για αγιασμό.

Όπως δηλαδή δεν πρόκειται να αρκέση σε μια πόλι ύδωρ τοποθετημένο σε σκεύος για να πίνη διαρκώς, αλλά χρειάζεται να φέρη πηγή, οπότε ποτέ δεν θα παραδοθή στους εχθρούς από δίψα, έτσι δεν μπορούσε ν’ αρκέση για συνεχή αγιασμό σε όλους ούτε άνθρωπος ούτε άγιος άγγελος που έχει αποκτήσει από μετοχή την ιδιότητα του αγιάζειν, αλλά η κτίσις εχρειαζόταν κρήνη που να έχη την πηγή μέσα της και με αυτόν τον τρόπο οι πλησιάζοντες αυτήν και χορταίνοντες από αυτήν να μένουν αήττητοι από τους επιτιθεμένους εναντίον των εμφύτων ασθενειών και στερήσεών της.

Γι’ αυτό δεν ήλθε άγγελος ούτε άνθρωπος, αλλ’ ήλθε ο ίδιος ο Κύριος και μας έσωσε, αφού έγινε για μας κατά τον τρόπο μας άνθρωπος και έμεινε αναλλοίωτος Θεός.

Οικοδομώντας τώρα τη νέα Ιερουσαλήμ και ανεγείροντας για τον εαυτό του ναό με εμψύχους λίθους και συνάγοντάς μας ως Εκκλησία ιερά και παγκόσμια, εγκαθιστά στο θεμέλιο της, που είναι ο Χριστός, την αένναη πηγή της χάριτος.

Διότι η πλήρης ζωή και δεσποτική και αΐδιος, η πάνσοφη και παντοδύναμη φύσις ενώνεται μ’ εκείνη τη φύσι που από αβουλία απατήθηκε και από ασθένεια υποδουλώθηκε στον Πονηρό και από στέρησι θείας ζωής είναι πεταμένη στους μυχούς [στα βαθύτατα σημεία] του άδη, για να εισφέρη σ’ αυτήν σοφία και δύναμι και ελευθερία και ζωή αδιάπτωτη.

Συνεχίζεται
Από τον τόμο «Γρηγορίου Παλαμά, έργα 11» των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Παναγιώτης Κ. Χρήστου.

Η Ιερή Σχιζοφρένεια των Χριστουγέννων

Μαρτσέλο Βενετσιάνι

Image

Η Santa Allegria (Άγια Χαρά) είναι ίσως ο πιο ταιριαστός τίτλος για να περιγράψει το αγνό χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Αυτή η επίσημη και εορταστική συνάντηση μεταξύ του ιερού και των δώρων, μεταξύ της Γέννησης και του γλεντιού, κάνει τα Χριστούγεννα και τις μακροχρόνιες συνέπειές τους μια χαρούμενη περίοδο, αν και μερικές φορές με μια βαρετή και κουραστική χροιά. Αλλά πολλοί άνθρωποι βιώνουν τα Χριστούγεννα με μια ιερή σχιζοφρένεια και, γιά όσο μέ αφορά, με μια νότα χαρούμενης μελαγχολίας. Αυτό δεν είναι σημερινό, όχι μόνο ως ηλικιωμένο άτομο, αλλά συνέβαινε καί σάν νέος, και έπειτα ως ώριμος ενήλικας. Τα Χριστούγεννα, πολλοί κόμποι ξεμπλέκονται, συμπεριλαμβανομένων των κόμπων στο λαιμό.

Από πού προέρχεται αυτή η σχιζοφρένεια; Από μια άλυτη κατάσταση ζωής, από μια ασάφεια που σέρνουμε στις μέρες μας και που τα Χριστούγεννα εκδηλώνεται με διαυγή σαφήνεια. Καταρχάς, τα Χριστούγεννα είναι μια οικογενειακή γιορτή και είναι αναπόφευκτο όλοι οι κόμποι που μας κάνουν να αγαπάμε και να υποφέρουμε για την οικογένειά μας να κορυφώνονται και να ενώνονται: η αγάπη τους αλλά και οι ελλείψεις τους, η παρουσία τους αλλά και οι απουσίες τους, η φροντίδα και η καλοσύνη τους αλλά και οι απογοητεύσεις και οι παρεξηγήσεις τους, η αφοσίωσή τους και οι προδοσίες τους, τα δώρα και τα βάρη τους. Τα Χριστούγεννα, όλα όσα μας συνδέουν με την οικογένειά μας γίνονται ορατά, σαν μια εξέταση, ένας έλεγχος, ένα είδος μαγνητικής τομογραφίας βαθιά στην ψυχή και το μυαλό μας, είτε συναισθηματικοί είτε καταναγκαστικοί, δεσμοί που επουλώνονται ή δεσμοί που ασφυκτιούν, δεσμοί αγάπης ή αλυσίδες. Οι πολλές ώρες που περνάμε μαζί, ανάμεσα σε διαλείμματα και ατελείωτα γεύματα, η αδράνεια της παρέας, σου φέρνουν πίσω, σαν μια ζωντανή σκηνή της γέννησης, μια διάσταση ξεχασμένη από καιρό, μια διάσταση στην οποία δεν είμαστε πλέον συνηθισμένοι. Ξαναανακαλύπτεις την οικογένεια στην πληρότητά της, οι οικογενειακές σχέσεις αναβιώνουν, ένας κύκλος μαζεύεται γύρω από την εστία. Μερικές φορές θέλεις να φύγεις από το χριστουγεννιάτικο σπίτι για να αναπνεύσεις, να επανασυνδεθείς με τον εαυτό σου, ακόμα και με τη μοναξιά και τα προβλήματά σου. Αλλά ξέρεις ήδη ότι μόλις τελειώσει αυτή η συλλογική συνεδρία που ονομάζεται χριστουγεννιάτικες διακοπές, την οποία ίσως περιμένεις εδώ και καιρό, θα νιώσεις νοσταλγία. Πριν, στην πραγματικότητα, ανυπομονούσες να ζήσεις αυτή την ατμόσφαιρα, ήθελες να ξαναζήσεις εκείνες τις αγαπημένες στιγμές, να δεις τους αγαπημένους σου επιτέλους χαλαρούς και ενωμένους γύρω από το τραπέζι. Αντίθετα, τώρα, καθώς το βιώνετε, ονειρεύεστε να ξεφύγετε από αυτό.

Έπειτα ομολογείς ότι νιώθεις αμφίβιος, ή μάλλον το αντίθετο: δεν νιώθεις άνετα ούτε μέσα ούτε έξω από αυτό το σύμπαν. Νιώθεις σαν ψάρι έξω από το νερό όταν είσαι έξω και σαν πουλί σε κλουβί όταν είσαι μέσα. Nec tecum nec sine te vivere possum, έλεγαν οι αρχαίοι: δεν μπορούμε να ζήσουμε ούτε μαζί τους ούτε χωρίς αυτούς. Τα Χριστούγεννα, αυτή η κατάσταση εκρήγνυται και νιώθεις σαν να είσαι χωρισμένος στα δύο.

Η ίδια σχιζοφρένεια αντικατοπτρίζεται στην υπερβολική κατανάλωση χριστουγεννιάτικων λιχουδιών, στην υπερβολική δόση δώρων, φωτιστικών, τελετουργιών και παιχνιδιών, φιλιών και ευχών. Όλα όσα μπορεί να σε ευχαριστούν καταλήγουν να σε χορταίνουν, να σε κουράζουν, να σε ανακατεύουν μέχρι αηδίας. Όλη η χριστουγεννιάτικη καλοσύνη μετατρέπεται σε απόρριψη και κατάρες, γίνεται αφόρητη, δύσπεπτη. Μερικές φορές νιώθεις σαν κόκκορας σε πάχυνση και βλέπεις τη χριστουγεννιάτικη ζωή σου ως ένα πεπτικό σωλήνα με τη μορφή ενός διαδρόμου που συνδέει την κουζίνα με το μπάνιο.

Αλλά η σχιζοφρένεια επηρεάζει επίσης τη θρησκευτική φύση της εορτής και έτσι γίνεται ιερή σχιζοφρένεια: συνειδητοποιείς ότι όπου αυξάνεται η ιερότητα, αυξάνεται και ο πειρασμός της βεβήλωσης. Ζεις σε μια αδύνατη κατάσταση, ανάμεσα στο αγγελικό και το κτηνώδες, ανάμεσα στο αρνί του Θεού και το διαβολικό κατσίκι, χωρίς δυνατότητα μεσολάβησης αλλά μόνο εναλλαγής· και συνειδητοποιείς ότι κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών δείχνεις τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό σου. Τα Χριστούγεννα, δεν γίνεσαι καλύτερος, αλλά γίνεσαι καλύτερος από κάθε άποψη: καλύτερος αλλά και πιο μισαλλόδοξος, πιο παχύς και πιο νωθρός, πιο πνευματικός και πιο υλιστικός, πιο στοργικός και πιο ευέξαπτος.

Τα Χριστούγεννα, νιώθουμε τη σχέση μας με τον Θεό πιο βαθιά, και όταν αυτή η σχέση δεν υπάρχει, νιώθουμε ακόμη πιο αποξενωμένοι από αυτήν: γι' αυτό τα Χριστούγεννα νιώθουμε πιο θρησκευόμενοι ή πιο αθεϊστές από ό,τι τις συνηθισμένες μέρες. Πράγματι, πολλοί αισθάνονται πιο θρησκευόμενοι και πιο αθεϊστές ταυτόχρονα. Η σχιζοφρένεια γίνεται πιο εμφανής επειδή ο Θεός γίνεται ξανά ορατός, ακόμη και σε μια σκηνή γέννησης, και πρέπει να αντιδράσουμε στην παρουσία ή την εμφάνισή του. Τα Χριστούγεννα είναι το σημείο συνάντησης μεταξύ της γοητείας και της απογοήτευσής μας.

Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές είναι επίσης μια δοκιμασία για μια ζωή απελευθερωμένη από την αναγκαιότητα και την εργασία, στο έλεος της ελευθερίας και των υποχρεώσεων που, παραδόξως, προκύπτουν ακριβώς όταν είμαστε ελεύθεροι. Όσο μας σέρνει η συνηθισμένη ρουτίνα της ζωής, ξεφεύγουμε από το νόημα της ζωής και των ημερών μας, έχουμε πάρα πολλές δικαιολογίες, πάρα πολλές υποχρεώσεις, πάρα πολλά πράγματα να κάνουμε. Αλλά τα Χριστούγεννα είμαστε σε παύση, στριμωγμένοι μπροστά στον καθρέφτη, είμαστε πιο γυμνοί και ανυπεράσπιστοι μπροστά στη ζωή μας, την κατάστασή μας, τη μοναξιά μας και τις σχέσεις μας. Επομένως, πρέπει να ανταποκριθούμε και ακόμη και να αναλογιστούμε τι αντανακλούν οι καθρέφτες: το πέρασμα του χρόνου, τον κόσμο γύρω μας.

Συνεπώς, διαφωνώ με όσους επιμένουν ότι η πραγματική παραμονή Πρωτοχρονιάς είναι η 1η Σεπτεμβρίου, μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Έχουν μια αποκλειστικά εργασιακή και επαγγελματική αντίληψη για την ανθρώπινη κατάσταση. Αλλά όχι, είναι μεταξύ των Χριστουγέννων και του τέλους του έτους που το νόημα της ζωής ξεδιπλώνεται όπως οι τίτλοι τέλους, μαζί με τις ανοησίες της, τις αλήθειες και τις ματαιοδοξίες της, πιο γλυκές και πιο πικρές, ακόμη και τις ασυνέπειές της. Και τώρα, κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου, πρέπει να συγκεντρωθούμε, να τα βάλουμε κάτω και να κάνουμε απολογισμό ενόψει μιας παραμονής Πρωτοχρονιάς που μπορεί να είναι φανταστική και συμβατική, αλλά παρόλα αυτά είναι το σημείο εκκίνησης από το οποίο μπορούμε να ξεκινήσουμε ξανά. Να ξαναγεννηθούμε, να αναιρέσουμε ή να ξανακάνουμε τα ίδια πράγματα όπως πάντα.

Ποιος θα πληρώσει το χρέος των ΗΠΑ;

Alessandro Volpi - 27 Δεκεμβρίου 2025

Ποιος θα πληρώσει το χρέος των ΗΠΑ;


Πηγή: Αλεσάντρο Βόλπι


Η σάρωση των αριθμών για την αμερικανική οικονομία είναι κάπως ανησυχητική. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,3% το τρίτο τρίμηνο, σχεδόν εξ ολοκλήρου λόγω επενδύσεων στην Τεχνητή Νοημοσύνη και την εγχώρια κατανάλωση, εκ των οποίων πάνω από το ένα τρίτο οφείλεται στις αυξημένες αμερικανικές δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης. Ωστόσο, το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ: σχεδόν 34 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ιδιωτικό χρέος και πάνω από 38 τρισεκατομμύρια δολάρια σε δημόσιο χρέος. Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι: για πόσο καιρό θα αποπληρωθούν αυτά τα χρέη; Από την ιδιωτική πλευρά, το χρέος ακινήτων έχει ήδη ξεπεράσει τα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια και η χρηματιστικοποίησή του διακινδυνεύει μια νέα κρίση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, ενώ τα εισοδήματα των κατώτερων μεσαίων τάξεων αγωνίζονται εδώ και καιρό να συμβαδίσουν με τον πληθωρισμό. Ακόμα και το τελευταίο τρίμηνο, αυξήθηκαν λιγότερο από τις αυξήσεις των τιμών. Ένα άλλο σημαντικό μέρος αυτού του χρέους των 34 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατέχεται από αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να βασιστούν στη ρευστότητα και τις αποδόσεις που απολαμβάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Λοιπόν, και πάλι, ποιος θα πληρώσει το χρέος; Πολλά έχουν γραφτεί για το ομοσπονδιακό χρέος και είναι βέβαιο ότι χωρίς αγορές από την Κίνα, τις πετρελαϊκές μοναρχίες και τις χώρες BRICS, η Ευρώπη και τα σταθερά νομίσματα από μόνα τους δεν επαρκούν, ειδικά αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν μπορεί να βασιστεί στο ιστορικό της δικαίωμα ψήφου λόγω της κρίσης του δολαρίου. Θα πρέπει να προστεθεί μια σημαντική παράμετρος. Οι Αμερικανοί βασίζουν την κατανάλωσή τους στο χρέος, το οποίο μέχρι στιγμής έχει στηρίξει το ΑΕΠ και παρέχει μια αγορά για αγαθά από άλλες χώρες, ξεκινώντας από την Ιταλία και τη Γερμανία. Αλλά αν ακόμη και η μεταφορά των αποταμιεύσεων των δουλοπρεπών Ευρωπαίων δεν είναι αρκετή, τότε οι ΗΠΑ πρέπει να επιστρέψουν τη Λατινική Αμερική στην αυλή της και οι δυτικές βιομηχανίες πρέπει να μεταφερθούν στις ΗΠΑ για να παράγουν. Το αμερικανικό φυσικό αέριο πρέπει να είναι η κύρια πηγή προμηθειών σε όλο τον κόσμο και η χρηματοπιστωτική φούσκα πρέπει να συνεχίσει να μεγαλώνει για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη έκρηξη. Αυτές είναι όλες πολύ δύσκολες συνθήκες, οι οποίες είναι ήδη εμφανείς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, 43 εκατομμύρια φοιτητές οφείλουν 1,65 τρισεκατομμύρια δολάρια σε χρέη για να πληρώσουν για τις σπουδές τους: ουσιαστικά, θα πρέπει να εργαστούν για χρόνια για να το αποπληρώσουν.

Το έργο που βρίσκεται μπροστά μας

από την Andrea Zhok - 27 Δεκεμβρίου 2025

Το έργο που βρίσκεται μπροστά μας


Πηγή: Άντρεα Ζοκ


Σε κάθε ιστορική στιγμή, υπάρχουν πολλές αξιόλογες αιτίες, μερικές επείγουσες, αλλά μία κρίσιμη αιτία, ένας επιτακτικός λόγος για κινητοποίηση.
Στον χρόνο και τον τόπο που τυχαίνει να ζούμε, αυτό το κρίσιμο και επιτακτικό κίνητρο πρέπει να είναι η απόρριψη του πολέμου.
Η απόρριψη του πολέμου είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο και δομημένο από έναν γενικό πασιφισμό, μια ειρηνική «κατάσταση του νου». Μπορεί να υπάρχουν πολλές μορφές πολέμου, μερικές φορές ακόμη και απαραίτητοι πόλεμοι, αλλά στο πλαίσιο στο οποίο ζούμε, η επίκληση του πολέμου είναι μια άσκοπη πράξη, που υποκινείται από προσεκτικά συγκαλυμμένους λόγους - στην πραγματικότητα, μια εγκληματική πράξη.
Η τρέχουσα επίμονη στρατηγική που υποδαυλίζει μια κατάσταση πολέμου στην Ευρώπη δεν έχει, προφανώς, καμία σχέση με την πραγματικότητα μιας αμυντικής ανάγκης. Αυτό είναι εμφανές τόσο στο γεγονός ότι η απειλή ενός ρωσικού πολέμου κατάκτησης της Ευρώπης είναι μια αλλόκοτη τρέλα, όσο και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται οι υποτιθέμενες αμυντικές ανάγκες.
Το ότι η Ρωσία δεν έχει ούτε το συμφέρον ούτε την ικανότητα να κατακτήσει την Ευρώπη είναι προφανές σε όποιον δεν έχει χάσει το μυαλό του (ή συνεχίζει να διαβάζει τον κυρίαρχο τύπο): Η Ρωσία, με τα 17 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα της, είναι περισσότερο από τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την ΕΕ, κι όμως κατοικείται από μόνο 145 εκατομμύρια ανθρώπους, το ένα τρίτο του πληθυσμού της ΕΕ. Το κύριο ιστορικό πρόβλημα της Ρωσίας είναι να κρατήσει την αυτοκρατορία της ενωμένη σε μια σχετικά μικρή θέση, όχι να επεκταθεί υπερβολικά αποκτώντας νέες εκτάσεις που κατοικούνται από εχθρικούς πληθυσμούς. Επιπλέον, είναι το κράτος με τους μεγαλύτερους φυσικούς πόρους στον κόσμο, οπότε το να υποθέσουμε ότι θα αναζητούσε νέους πόρους είναι γελοίο.
Επιπλέον, η προσέγγιση στην υποτιθέμενη ευρωπαϊκή αμυντική στρατηγική είναι προφανώς ανόητη σε τεχνικό επίπεδο, καθώς δεν ξεκινά με μια ανάλυση εύλογων σεναρίων πολέμου και των συγκεκριμένων τεχνολογικών και στρατιωτικών αναγκών που πρέπει να καλυφθούν, αλλά με έναν προϋπολογισμό. Αυτό που ενδιαφέρει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι το πόσα χρήματα μπορούν να αποσπάσουν από τις τσέπες των πολιτών τους, όχι ποιες συγκεκριμένες αμυντικές ανάγκες απαιτεί η χώρα τους.
Αλλά όταν μιλάμε για πόλεμο σήμερα, πρέπει να κατανοήσουμε ξεκάθαρα πώς διαστρωματώνεται η πολεμική ορμή. Λειτουργεί σε τρία διακριτά επίπεδα, τα οποία μπορούν να εμφανιστούν μαζί ή ξεχωριστά.

1) Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό που ρητορικά προτείνεται ως πρωτεύον. Συνίσταται στην απεικόνιση του εχθρού ως επικείμενου κινδύνου και στην υποδαύλιση μιας πολεμικής διάθεσης μεταξύ των πολιτών. Δεν περνάει μέρα χωρίς εφημερίδες σε όλη την Ευρώπη να συμβάλλουν στην πολεμική υστερία. Ο νοητικός μηχανισμός είναι γνωστός και επιδιώκεται χωρίς δισταγμό. Γνωρίζουν ότι επαναλαμβάνοντας τις ίδιες χειριστικές αφηγήσεις, αυτές σταδιακά αποκτούν ψυχολογική αξιοπιστία σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Τα συνηθισμένα γεγονότα πρέπει να παρουσιάζονται συνεχώς ως εξαιρετικές απειλές, ο πληθυσμός πρέπει να ενσταλάσσεται με την υποψία ότι δέχεται ήδη ανεπαίσθητη επίθεση από τον εχθρό και πρέπει να λαμβάνονται ολοένα και πιο αποφασιστικά βήματα για την υλική προετοιμασία για τον πόλεμο. Σε μια εποχή υβριδικού και τεχνολογικού πολέμου, είναι εύκολο να εκμεταλλευτούμε την αδιαφάνεια των συστημάτων στα οποία κατοικούμε για να ενσταλάξουμε την υποψία ότι μια διακοπή ρεύματος ή ένα σφάλμα υπολογιστή είναι έργο του εχθρού και ότι όλα αυτά απαιτούν κατάλληλες «απαντήσεις» (ή προληπτικά χτυπήματα).
Δεν είναι δεδομένο ότι οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης επιθυμούν πραγματικά τον πόλεμο, αλλά αυτός ο μηχανισμός συνδυασμένης προετοιμασίας και πρόκλησης τείνει αυθόρμητα προς την κλιμάκωση και, αν δεν σταματήσει εγκαίρως, είναι αναπόφευκτα καταδικασμένος να κλιμακωθεί σε άμεση ένοπλη σύγκρουση.
2) Το δεύτερο επίπεδο είναι η επιτήρηση και ο έλεγχος του πληθυσμού που επιβάλλει η πολεμική ατμόσφαιρα. Αυτή είναι μια από τις πιο ευχάριστες και συναρπαστικές πτυχές για όσους βρίσκονται στην εξουσία, καθώς σβήνει τα στοιχεία του κράτους δικαίου χωρίς να φαίνεται ότι το κάνει. Η εκτελεστική εξουσία υποτάσσει τη νομοθετική και δικαστική εξουσία στο όνομα των «κρατικών λόγων» και στο όνομα του «υπέρτατου αγαθού» της δημόσιας ασφάλειας, ανοίγει τον δρόμο σε κάθε είδους αυθαίρετη δράση. Οι πρόσφατες περιπτώσεις του Ζακ Μποντ και της Ναταλί Γιαμπ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το διαρκές υγρό όνειρο της εξουσίας - δηλαδή, της εξουσίας που ασκείται χωρίς όρια και χωρίς λογοδοσία - γίνεται τελικά εύλογο.
3) Το τρίτο επίπεδο είναι το αρχικό, αυτό που επιτρέπει σε όλα τα άλλα να επιβληθούν. Όταν μιλάμε για «κρατικούς λόγους», το εν λόγω «κράτος» προφανώς δεν είναι πλέον «res publica» αλλά «res private». Αυτό που παρακινεί τον νεοφιλελεύθερο κρατικό μηχανισμό να επικαλείται «κρατικούς λόγους» δεν είναι κίνητρα - αμφισβητήσιμα αλλά αξιοπρεπή - όπως η εθνική δόξα ή η συλλογική ευημερία, αλλά μάλλον η ανταπόκριση στα οικονομικά λόμπι της στιγμής. Όπως ακριβώς μια πανδημία είναι η κατάλληλη στιγμή για να παραδοθεί η πολιτική ατζέντα στα φαρμακευτικά λόμπι, έτσι και ένας πόλεμος στα σύνορα της Ευρώπης είναι μια χρυσή ευκαιρία να παραδοθεί η πολιτική ατζέντα στα λόμπι της βιομηχανίας όπλων.

Αυτά τα τρία επίπεδα, με τους αντίστοιχους ορίζοντές τους, υπονομεύουν κάθε μορφή ζωής για τους Ευρωπαίους πολίτες. Κατ' ελάχιστον, έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των δημόσιων δαπανών σε ιδιωτικές συμβάσεις, μετατρέποντας τις νοσοκομειακές υπηρεσίες, τις συντάξεις και τη δημόσια εκπαίδευση σε οικονομικά περιουσιακά στοιχεία για τους δυτικούς οικονομικούς ολιγάρχες. Δεύτερον, σταθεροποιεί την εξουσία μέσα σε έναν αυτοδιαιωνιζόμενο κύκλο, ο οποίος παρακολουθεί, λογοκρίνει και κυρώνει αυθαίρετα, διασφαλίζοντας έτσι ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από καμία αντισταθμιστική δύναμη. Τελικά, θέτει τις βάσεις για μια σύγκρουση επί τόπου, μια σύγκρουση που οι οικονομικοί ολιγάρχες επιθυμούν να περιοριστεί και να ελεγχθεί, αλλά την οποία -όπως έχει συμβεί στο παρελθόν- μόλις ξεκινήσει, κανείς δεν είναι πραγματικά ικανός να περιορίσει και να ελέγξει.
Σήμερα, για όλους τους Ιταλούς και Ευρωπαίους πολίτες, η αντίθεση στην τρέχουσα πολεμοχαρή τάση με κάθε νομικά εφικτό τρόπο είναι ηθική υποχρέωση, αδιαμφισβήτητη απαίτηση, αδιαπραγμάτευτη αξία.

Ο Kant και το Πρόβλημα της Μεταφυσικής 1 Του Martin Heidegger

Image

Ο Kant και το Πρόβλημα της Μεταφυσικής 1

Του Martin Heidegger

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση
Πρόλογος στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη έκδοση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το θέμα της έρευνας και η διάρθρωσή του
Η ανάλυση της ιδέας μιας θεμελιώδους οντολογίας μέσω της ερμηνείας της Κριτικής του καθαρού λόγου ως θεμελίωσης της μεταφυσικής

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η θεμελίωση της μεταφυσικής ως αρχική σύλληψη

§1. Η παραδοσιακή έννοια της μεταφυσικής
§2. Η αρχική σύλληψη της θεμελίωσης της παραδεδομένης μεταφυσικής
§3. Η θεμελίωση της μεταφυσικής ως «Κριτική του καθαρού λόγου»

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Η θεμελίωση της μεταφυσικής στην πραγμάτωσή της

Α. Ο χαρακτηρισμός της διάστασης της αναδρομής για την πραγμάτωση της θεμελίωσης της μεταφυσικής

Ι. Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του πεδίου της καταγωγής

§4. Η ουσία της γνώσης εν γένει
§5. Η ουσία της περατότητας της γνώσης
§6. Η πηγαία βάση της θεμελίωσης της μεταφυσικής

ΙΙ. Ο τρόπος της αποκάλυψης της καταγωγής

§7. Η προκαταρκτική χάραξη των σταδίων της θεμελίωσης της οντολογίας
§8. Η μέθοδος της αποκάλυψης της καταγωγής

Β. Τα στάδια της πραγμάτωσης του σχεδίου της εσωτερικής δυνατότητας της οντολογίας

Το πρώτο στάδιο της θεμελίωσης
Τα ουσιώδη στοιχεία της καθαρής γνώσης

α) Η καθαρή εποπτεία στην πεπερασμένη γνώση

§ 9. Η διασαφήνιση του χώρου και του χρόνου ως καθαρών εποπτειών
§ 10. Ο χρόνος ως η καθολική καθαρή εποπτεία

β) Η καθαρή νόηση στην πεπερασμένη γνώση

§ 11. Η καθαρή έννοια του νου (Notion)
§ 12. Οι έννοιες ως οντολογικά κατηγορήματα (Κατηγορίες)

Το δεύτερο στάδιο της θεμελίωσης

Η ουσιώδης ενότητα της καθαρής γνώσης

§ 13. Το ερώτημα περί της ουσιώδους ενότητας της καθαρής γνώσης
§ 14. Η οντολογική σύνθεση
§ 15. Το πρόβλημα των κατηγοριών και ο ρόλος της υπερβατολογικής λογικής

Το τρίτο στάδιο της θεμελίωσης

Η εσωτερική δυνατότητα της ουσιώδους ενότητας της οντολογικής σύνθεσης

§ 16. Η διασαφήνιση της υπέρβασης του πεπερασμένου λόγου ως θεμελιώδης πρόθεση της υπερβατολογικής αναγωγής
§ 17. Οι δύο δρόμοι της υπερβατολογικής αναγωγής
α) Ο πρώτος δρόμος
β) Ο δεύτερος δρόμος

§ 18. Η εξωτερική μορφή της υπερβατολογικής αναγωγής

Το τέταρτο στάδιο της θεμελίωσης

Το θεμέλιο της εσωτερικής δυνατότητας της οντολογικής γνώσης

§ 19. Υπέρβαση και αισθητοποίηση
§ 20. Εικόνα και σχήμα
§ 21. Σχήμα και σχηματική εικόνα
§ 22. Ο υπερβατολογικός σχηματισμός
§ 23. Σχηματισμός και υπαγωγή

Το πέμπτο στάδιο της θεμελίωσης

Ο πλήρης ουσιώδης προσδιορισμός της οντολογικής γνώσης

§ 24. Η ανώτατη συνθετική αρχή ως πλήρης ουσιώδης προσδιορισμός της υπέρβασης
§ 25. Η υπέρβαση και η θεμελίωση της metaphysica generalis

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η θεμελίωση της μεταφυσικής στην πρωταρχικότητά της

Α. Ο ρητός χαρακτηρισμός του θεμελίου που τίθεται με τη θεμελίωση

§ 26. Το διαμορφωτικό μέσον της οντολογικής γνώσης ως υπερβατολογική φαντασία
§ 27. Η υπερβατολογική φαντασία ως τρίτη βασική δύναμη

Β. Η υπερβατολογική φαντασία ως ρίζα των δύο κλάδων

§ 28. Η υπερβατολογική φαντασία και η καθαρή εποπτεία
§ 29. Η υπερβατολογική φαντασία και ο θεωρητικός λόγος
§ 30. Η υπερβατολογική φαντασία και ο πρακτικός λόγος
§ 31. Η πρωταρχικότητα του τεθέντος θεμελίου και η υποχώρηση του Kant μπροστά στην υπερβατολογική φαντασία

Γ. Η υπερβατολογική φαντασία και το πρόβλημα της ανθρώπινης καθαρής λογικής

§ 32. Η υπερβατολογική φαντασία και η σχέση της με τον χρόνο
§ 33. Ο εσωτερικός χρονικός χαρακτήρας της υπερβατολογικής φαντασίας

α) Η καθαρή σύνθεση ως καθαρή σύλληψη (Apprehension)
β) Η καθαρή σύνθεση ως καθαρή αναπαραγωγή
γ) Η καθαρή σύνθεση ως καθαρή αναγνώριση

§ 34. Ο χρόνος ως καθαρή αυτο-προσβολή και ο χρονικός χαρακτήρας του εαυτού
§ 35. Η πρωταρχικότητα του τεθέντος θεμελίου και το πρόβλημα της μεταφυσικής

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η θεμελίωση της μεταφυσικής ως επανάληψη

Α. Η θεμελίωση της μεταφυσικής στην ανθρωπολογία

§ 36. Το τεθέν θεμέλιο και το αποτέλεσμα της καντιανής θεμελίωσης της μεταφυσικής
§ 37. Η ιδέα μιας φιλοσοφικής ανθρωπολογίας
§ 38. Το ερώτημα περί της ουσίας του ανθρώπου και το κυρίως αποτέλεσμα της καντιανής θεμελίωσης

Β. Το πρόβλημα της περατότητας στον άνθρωπο και η μεταφυσική του Dasein

§ 39. Το πρόβλημα ενός δυνατού προσδιορισμού της περατότητας στον άνθρωπο
§ 40. Η πρωταρχική επεξεργασία του ερωτήματος του Είναι ως οδός προς το πρόβλημα της περατότητας στον άνθρωπο
§ 41. Η κατανόηση του Είναι και το Dasein στον άνθρωπο

Γ. Η μεταφυσική του Dasein ως θεμελιώδης οντολογία

§ 42. Η ιδέα μιας θεμελιώδους οντολογίας
§ 43. Η έναρξη και η πορεία της θεμελιώδους οντολογίας
§ 44. Ο σκοπός της θεμελιώδους οντολογίας
§ 45. Η ιδέα της θεμελιώδους οντολογίας και η Κριτική του καθαρού λόγου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ι. Σημειώσεις για το βιβλίο περί Kant
ΙΙ. Ernst Cassirer, Φιλοσοφία των συμβολικών μορφών. Τόμος 2: Η μυθική σκέψη. Βερολίνο 1925
ΙΙΙ. Διαλέξεις του Davos: Η Κριτική του καθαρού λόγου του Kant και το έργο μιας θεμελίωσης της μεταφυσικής
IV. Η διαμάχη του Davos μεταξύ Ernst Cassirer και Martin Heidegger
V. Σχετικά με την κριτική του βιβλίου περί Kant από τους Odebrecht και Cassirer
VI. Για την ιστορία της φιλοσοφικής έδρας από το 1866

Παραπομπές
Επίμετρο του εκδότη


ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στο προσωπικό αντίτυπο της πρώτης έκδοσης αυτού του βιβλίου βρέθηκε, τοποθετημένο στη σελίδα του τίτλου, ένα σημείωμα, το οποίο —κρίνοντας από τον γραφικό χαρακτήρα— ανάγεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το κείμενο έχει ως εξής:

Βιβλίο για τον Kant.


Με το S. u. Z. («Sein und Zeit») μόνο· σύντομα
καθίσταται σαφές ότι δεν προσεγγίστηκε το κυρίως ερώτημα
[βλ. 13. Τ.¹ και Destr.²]
μια καταφυγή καθ’ οδόν και
όχι νέες ανακαλύψεις για τη φιλολογία του Kant. –

[Το] είναι-όν (Seiendheit) – αντικειμενικότητα
και «χρόνος»
σχηματισμός (Schematismus)
αλλά συγχρόνως: ο ίδιος ο δρόμος φραγμένος
και καθιστημένος παρερμηνεύσιμος
βλ. IV. ενότητα³

Beiträge αρχή προς νέα αρχή – ενν. αναστοχ. (Begriffe der Reflexion)

εννοείται το Α΄ Μέρος, Γ΄ Τμήμα του «Sein und Zeit».

η Destruktion της ιστορίας της οντολογίας του δεύτερου μέρους του «Sein und Zeit».

η τέταρτη ενότητα του βιβλίου για τον Kant.

Beiträge zur Philosophie (Gesamtausgabe τόμος 65).

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑΣ - ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ (3)

    Συνέχεια από: Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ (3)
Του Jean-Pierre Torrell.
Κεφάλαιο VII :Ας μιλήσουμε για το Άγιο Πνεύμα!

Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ.

Αποτέλεσμα εικόνας για jean pierre torrellΜέχρις εδώ ο Ακινάτης περιορίσθηκε στην περιγραφή των "φυσικών" αποτελεσμάτων τού Πνεύματος τά οποία εργάζονται στην κτίση, την σωματική ή την άψυχη. Μόνον σ' ένα δεύτερο κεφάλαιο επεξεργάζεται την λογική κτίση και περιγράφει μ' έναν μεγάλο πλούτο λεπτομερειών και μία αφθονία αγιογραφικών χωρίων, όπως το συνηθίζει, αυτό που αποδίδεται στο Άγιο Πνεύμα στις σχέσεις μας με τον Θεό. Με ένα λεξιλόγιο που μας είναι πλέον οικείο μπορούμε να δηλώσουμε πώς, αφού είδαμε αυτό που απορρέει από την απέραντη παρουσία του Θεού στον Κόσμο, φτάνουμε τώρα σ' ένα νέο τρόπο παρουσίας του Θεού στον κόσμο, φτάνουμε τώρα σ' έναν νέο τρόπο παρουσίας, που είναι κατά την Χάρη! «Επειδή το Άγιο Πνεύμα προοδεύει σαν αγάπη, μία αγάπη με την οποία ο Θεός αγαπά τον εαυτό του...και δεδομένου ότι αγαπώντας τον Θεό αφομοιωνόμαστε σ'αυτή την αγάπη, λέμε πώς το Άγιο Πνεύμα μάς δόθηκε από τον Θεό! Γι' αυτό ο Απόστολος βεβαιώνει: "ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν"(Ρωμ 5,5)»(SCG IV 21, n. 3575).
            Ακόμη μία φορά δέν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε την σταθερότητα με την οποία ο Ακινάτης επιστρέφει στο σημείο της εκκινήσεως του: Είναι η πρόοδος του πνεύματος σαν Αγάπη που θεμελιώνει αντικειμενικώς τις αναλογίες που είναι έτοιμος να αναπτύξει. 
Και διευκρινίζει ακόμη περισσότερο: «ότι είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πώς, όλο αυτό που έρχεται σε μας από τον Θεό, αναφέρεται σ'αυτόν σαν παραδειγματικό του ποιητικό αίτιο. Και τό ότι ο Θεός είναι ποιητικό αίτιο είναι αυτονόητο, διότι τίποτε από όσα υπάρχουν δέν έρχεται στο Είναι παρά μόνον μέσω τής δυνάμεως του. Παραδειγματικό αίτιο είναι εξίσου αυτονόητο, διότι κάθε τελειότης αντικατοπτρίζει μία κάποια μίμηση της ουσίας του. Αυτό ισχύει όμως εξίσου για τα τρία πρόσωπα. Επομένως θα είναι διά της αναλογίας που ο "λόγος" της σοφίας αποδίδεται στον Υιό, δεδομένου ότι αυτός είναι αντιπροσωπευτικός με ιδιαίτερο τρόπο. Εξίσου, η αγάπη με την οποία αγαπούμε τον Θεό είναι αντιπροσωπευτική ειδικώς του Αγίου Πνεύματος. Γι'αυτό λέμε πώς το έλεος κατοικεί σ' εμάς ιδιαιτέρως μέσω του Αγίου Πνεύματος, παρότι είναι ένα κοινό αποτέλεσμα στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα»(SCG IV 21, n. 3576).
Μας θυμίζει λοιπόν πρώτα απ'όλα πώς η Θεία πράξη δέν περιορίζεται στην δημιουργία αυτού που καλεί στην ύπαρξη. Αυτή είναι επίσης που συντηρεί όλα τα πράγματα στο Είναι. Και αυτό εικάζεται οπωσδήποτε από το γεγονός πώς ο Θεός είναι παρών παντού όπως ακριβώς ο πράττων είναι παρών στο αποτέλεσμά του.
            «Είναι αναγκαίο οπουδήποτε υπάρχει ένα αποτέλεσμα ή ενέργεια του Θεού, εκεί να υπάρχει και ο Θεός που είναι η αιτία του! Γι'αυτό, επειδή το έλεος με το οποίο αγαπούμε το Θεό είναι μέσα μας διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, πρέπει και το Άγιο Πνεύμα επίσης να είναι παρών μέσα μας, έτσι ώστε να παραμένει μέσα μας η αγάπη. Από εδώ και τα λόγια του Αποστόλου (1 Κορ. 3,16) "Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;"Επομένως επειδή διά του Αγίου Πνεύματος γινόμαστε φίλοι του Θεού και επειδή το αγαπώμενο όν, ακριβώς καθαυτό, είναι παρόν σ'αυτόν που το αγαπά, είναι αναγκαίο και ο Πατήρ και ο Υιός να κατοικούν μέσα μας διά της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει και ο Κύριος στο κατά Ιωάννην (14,23). "Και πρός αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν", ή επίσης (1 Ιωάν 3, 24): "Και τούτο ξέρομεν ότι μένει μέσα μας : από το πνεύμα το οποίο μας έδωκε"»(SCG IV 21, n. 3576).
            Το πρώτο αποτέλεσμα της παρουσίας μέσα μας του δώρου του Θεού που είναι η αγάπη συνίσταται λοιπόν στην παρουσία του ίδιου του δωρίσαντος, τού Αγίου Πνεύματος και με αυτό, ολοκλήρου της Αγίας Τριάδος η οποία έρχεται να κατοικήσει στην ψυχή του δικαίου. Οπουδήποτε και αν συναντήσουμε το δόγμα της Χάριτος ή του Αγίου Πνεύματος, μας εκπλήσσει η αμεσότητα με την οποία φθάνουμε, με τον Ακινάτη, στην αλήθεια, ταυτόχρονα στοιχειώδη και υπέρτατη, την οποία οι Μυστικοί όλων των χρόνων τοποθέτησαν στο αποκορύφωμα της εμπειρίας των. Ο Ακινάτης όμως δέν σταματά εδώ και υπογραμμίζει με δύναμη την συμπληρωματική αλήθεια:
            «Είναι φανερό πώς ο Θεός αγαπά πάνω απ' όλα αυτούς τους οποίους έκανε φίλους του μέσω τού Αγίου Πνεύματος. Διότι μόνον μία τόσο μεγάλη αγάπη μπορούσε να προσφέρει ένα τέτοιο αγαθό... Έτσι λοιπόν, δεδομένου ότι κάθε αγαπώμενο όν κατοικεί σ'αυτόν που το αγαπά, είναι αναγκαίο διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος όχι μόνον ο Θεός να κατοικεί σε εμάς αλλά και εμείς να κατοικούμε στον Θεό. Από εδώ και οι λόγοι του Αγίου Ιωάννη (1 Ιωάν 4,16):  "ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ! και εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ μένομεν και αυτός εν ημίν, ότι εκ του πνεύματος αυτού δέδωκεν ημίν"»(SCG IV 21, n. 3577).

N. A. BERDYAEV - Μελέτη II. Η διδασκαλία για τη Σοφία και τον Ανδρόγυνο.

Περιοδικό Put, Απρίλιος 1930, Αρ. 21, σ. 34-62.

N. A. BERDYAEV (BERDIAEV)

Image


ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ JACOB BOEHME

Μελέτη II. Η διδασκαλία για τη Σοφία και τον Ανδρόγυνο.

Ο J. Boehme και το ρεύμα της ρωσικής Σοφιολογίας. (1930 - #351)

I.

Ο Boehme έχει μια πολύ αξιοσημείωτη διδασκαλία για τη Σοφία, ουσιαστικά την πρώτη στην ιστορία της χριστιανικής σκέψης. Η δική του ήταν μια εντελώς πρωτότυπη διαίσθηση. Η σοφιολογία του Boehme δεν μπορεί να εξηγηθεί από επιρροές και δανεισμούς. (Ο Koyre δεν μπόρεσε να βρει καμία πηγή από την οποία ο Boehme να είχε αντλήσει τις διδασκαλίες του για τη Σοφία). Αν ο Boehme στη διαίσθησή του για το Ungrund τείνει να βλέπει το σκοτάδι, τότε στη διαίσθησή του για τη Σοφία τείνει να βλέπει το φως.

Η κατανόηση του Boehme για τη Σοφία έχει τη δική της θεολογική και κοσμολογική πλευρά, αλλά συνολικά είναι κυρίως ανθρωπολογική. Η Σοφία για αυτόν συνδέεται με την καθαρή, την παρθενική, την αγνή και ολοκληρωτικά ακέραια εικόνα του ανθρώπου. Η Σοφία είναι επίσης η αγνότητα και η παρθενία, η ακέραια ολότητα και η αγνότητα του ανθρώπου, η εικόνα και η ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο.

Η διδασκαλία του Boehme για τη Σοφία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διδασκαλία του για την ανδρογυνία, δηλαδή την αρχική ακέραια ολότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος διαθέτει μια ανδρόγυνη, αμφίφυλη, αρρενοθήλεα (αρσενική-θηλυκή) φύση. Ενδογενής στον άνθρωπο ήταν η Σοφία, η Παρθένος. Η πτώση μέσω της αμαρτίας σήμανε επίσης την απώλεια της Παρθένου Σοφίας, η οποία έχει πετάξει στους ουρανούς. Αντ' αυτής, στη γη έχει αναδυθεί το θηλυκό, η Εύα. Ο άνθρωπος θρηνεί με λαχτάρα για τη χαμένη Σοφία του, την χαμένη παρθενική του κατάσταση, την ολότητά του και την αγνότητά του. Ένα μισό ον είναι ένα ον που έχει διαλυθεί, έχοντας χάσει την ακέραια ολότητά του.

Στη διδασκαλία του για την ανδρογυνία, ο Boehme ακολουθεί την ίδια γραμμή που βρίσκεται στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και στην Καμπάλα. «Siehe! ich gebe dir ein gerecht Gleichniss: du seist ein Juengling oder Jungfrau, wie denn Adam alles beides in einer Person war» {«Ιδού, σου δίνω μια σωστή σύγκριση, διότι εσύ χωρίζεσαι είτε σε έναν νεαρό είτε σε μια νεαρά, ενώ ο Αδάμ ήταν και τα δύο σε ένα πρόσωπο»}.

Η μοναδικότητα της διδασκαλίας του Boehme για τη Σοφία είναι ότι πρόκειται πρώτα απ' όλα για μια διδασκαλία για την Παρθένο και την παρθενία. Η Θεία Σοφία μέσα στον άνθρωπο είναι η παρθενία της ψυχής, η Παρθένος, που χάθηκε από τον άνθρωπο με την πτώση λόγω της αμαρτίας και λάμπει στους ουρανούς. «Die Seele sollte sein der schoene Juengling, der geschaffen war; und die Kraft Gottes die schoene Jungfrau, und das Licht Gottes die schoene Perlen-Krone, damit wollte die Jungfrau den Juengling schmuecken» {«Η ψυχή έπρεπε να είναι μία όμορφη νέα, όπως είχε δημιουργηθεί· και η Δύναμη του Θεού μια όμορφη Παρθένος, και το Φως του Θεού ένα όμορφο Στέμμα από Μαργαριτάρια, με το οποίο η Παρθένος ήθελε να στολίσει την νέα»}[ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΜΕ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ;]

Ο Αδάμ, που αρχικά ήταν ανδρόγυνος, στην πτώση του λόγω της αμαρτίας από δικό του λάθος έχασε την Παρθένο του και βρήκε τη γυναίκα. «Adam hat durch seine Lust verloren die Jungfrau, und hat in seiner Lust empfangen das Weib, welche ist eine cagastrische Person; und die Jungfrau wartet seiner noch immerdar, ob er will wieder treten in die neue Geburt so will sie ihn mit grossen Ehren wieder annehmen» {«Ο Αδάμ, λόγω της εμπαθούς επιθυμίας του, έχασε την Παρθένο και, ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ του, γνώρισε τη γυναίκα, η οποία είναι ένα παροδικό, φθαρτό (cagastrisch, δηλώνει την ύπαρξη δεσμευμένη στη φύση, στη γένεση και στην αναγκαιότητα) πρόσωπο. Η Παρθένος, όμως, εξακολουθεί να τον περιμένει, αν θα θελήσει να εισέλθει πάλι (ο Αδάμ) σε μια νέα γέννηση (αναγεννημένος), ώστε να τον δεχτεί ξανά με μεγάλες τιμές»}.

Η Εύα είναι το τέκνο αυτού του κόσμου και έχει δημιουργηθεί για αυτόν τον κόσμο: «die Heva ist zu diesem zerbrechlichen Leben geschaffen worden; denn sie ist die Frau dieser Welt» {«Η Εύα έχει δημιουργηθεί για αυτήν την εύθραυστη ζωή και έτσι είναι η γυναίκα αυτού του κόσμου»}.

Ο ανδρόγυνος είναι επίσης η εικόνα και η ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο:«allein das Bild und Gleichniss Gottes, der Mensch, welcher die zuechtige Jungfrau der Weisheit Gottes in sich hatte: so drang der Geist dieser Welt also hart auf die Bildniss nach der Jungfrau; hiermit seine Wunder zu offenbaren, und besass den Menschen, davon er erst seinen Namen Mensch kriegte, als eine vermischte Person» {«Μόνο ο άνθρωπος έχει εντός του (εν εαυτώ) την εικόνα και την ομοίωση του Θεού, που είναι η αγνή Παρθένος της Σοφίας του Θεού· έτσι το πνεύμα αυτού του κόσμου όρμησε με σφοδρότητα πάνω στην εικόνα που είχε μορφωθεί κατά την Παρθένο, για να φανερώσει με αυτόν τον τρόπο τα θαύματά του, και κατέλαβε τον άνθρωπο, ο οποίος τότε και μόνο τότε έλαβε το όνομα «άνθρωπος», ως ένα σύνθετο πρόσωπο»}.

Η αρχική και αγνή εικόνα του ανθρώπου είναι η εικόνα της παρθενικής νεότητας. Η όψη της Σοφίας είναι συστατικό στοιχείο του ανθρώπου, ως ένα ακέραιο και ολοκληρωμένο ον. Η Παρθένος είναι επίσης η Θεία Σοφία. Και εδώ είναι ένας πολύ σαφής ορισμός της Σοφίας από τον Boehme:«Die Weisheit Gottes ist eine ewige Jungfrau, nicht ein Weib, sondern die Zucht und Reinigkeit ohne Makel, und stehet als ein Bildniss Gottes, ist ein Ebenbild der Dreizahl» {«Η Σοφία του Θεού είναι αιώνια Παρθένος, όχι γυναίκα, αλλά αγνότητα και καθαρότητα χωρίς ψεγάδι, και στέκει ως εικόνα του Θεού, ως ομοίωμα της Τριάδος»}.

Σε άλλο σημείο λέει: «Und die Jungfrau der Weisheit Gottes, welche Gott der Vater durchs Wort ausspricht, ist der Geist der reinen Elements, und wird darum eine Jungfrau genannt, dass sie also zuechtig ist und nicht gebieret, sondern als der flammende Geist im Menschen-Leibe nichts gebieret» {«Και η Παρθένος της Σοφίας του Θεού, την οποία ο Θεός Πατέρας έχει εκφέρει δια του Λόγου, είναι το Πνεύμα του αγνού στοιχείου, και γι' αυτό ονομάζεται Παρθένος, επειδή είναι αγνή (σώφρων και εγκρατής) και δεν γεννά, αλλά, όπως το πύρινο Πνεύμα στον άνθρωπο· δεν γεννά σώμα»}.

Και εδώ είναι μια αντίστοιχη δήλωση:«Dieses Ausgesprochene ist ein Bildniss der hl. Dreizahl, und eine Jungfrau, aber ohne Wesen, sondern eine Gleichniss Gottes: in dieser Jungfrau eroeffnet der heilige Geist die grossen Wunder Gottes des Vaters, welche sind in seinen verborgenen Siegeln» {«Αυτό που λέγεται είναι εικόνα της Αγίας Τριάδας και Παρθένος, αλλά χωρίς ουσία , παρά μόνο ομοίωμα του Θεού· σε αυτή την Παρθένο το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα του Θεού Πατέρα, κρυμμένο στις σφραγίδες του»}.

«Diese Weisheit Gottes, welche ist eine Jungfrau der Zierheit und Ebenbild der Dreizahl, ist in ihrer Figur eine Bildniss gleich den Engeln und Menschen, und nimmt ihren Urstand im Centro auf dem Kreuz, als eine Blume des Gewaechses aus dem Geiste Gottes»(«Αυτή η Σοφία του Θεού, που είναι παρθενικό στολίδι και ομοίωμα της Αγίας Τριάδας, είναι κατά τη μορφή της μια εικόνα όμοια με τους αγγέλους και τους ανθρώπους, και παίρνει την αρχική της θέση στο κέντρο του Σταυρού, ως ένα λουλούδι που φυτρώνει από το Πνεύμα του Θεού»}.

Ο Boehme επαναλαμβάνει πολλές φορές ότι «Die Weisheit Gottes ist eine ewige Jungfrau» {«η Σοφία του Θεού είναι αιώνια Παρθένος»}. Η Σοφία, η αιώνια Παρθένος, η παρθενικότητα είναι ένα ουράνιο στοιχείο μέσα στον άνθρωπο. Ο Boehme διδάσκει κατηγορηματικά ότι η Σοφία είναι αδημιούργητη, άκτιστη: «die Jungfrau ist ewig, ungeschaffen und ungeboren: sie ist Gottes Weisheit und ein Ebenbild der Gottheit» («Η Παρθένος είναι αιώνια, άκτιστη και αγέννητη· είναι η Σοφία του Θεού καθ’ ομοίωσιν της Θεότητας»}.

Για τον Boehme, επομένως, ο άνθρωπος είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό πλάσμα, μέσα του υπάρχει το αιώνιο, το ουράνιο, το Θείο στοιχείο, το στοιχείο της Σοφίας. Η ψυχή ήταν σαν παρθένος, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με παρθενική και αγνή ψυχή, δηλαδή σ’ αυτήν αντιστοιχούσε το ουράνιο και θεϊκό στοιχείο.

Είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε την Παρθένο Σοφία στον άνθρωπο. «Denn er weiss die Jungfrau nun nirgends zu suchen als im Menschen, da er sie zum ersten hat erblicket» {«Έτσι ξέρει τώρα να αναζητά την Παρθένο μόνο στον άνθρωπο, γιατί εκεί την είδε για πρώτη φορά»}. Αυτό τείνει να εξηγήσει τον κυρίως ανθρωπολογικό χαρακτήρα των διδασκαλιών του για τη Σοφία. Η εμφάνιση του ανθρώπου, του ανδρόγυνου, του παρθένου ανθρώπου, και η εμφάνιση των γήινων μισών του ανθρώπου, του αρσενικού και του θηλυκού, είναι διάφορες στιγμές μιας ανθρωπογονικής και κοσμογονικής διαδικασίας, διάφορα στάδια της δημιουργίας του κόσμου. Μεταξύ αυτών των δύο στιγμών βρίσκεται η καταστροφή.

Ο γήινος άνθρωπος έχει ουράνιους προγόνους. «Die Bildniss ist in Gott eine ewige Jungfrau in der Weisheit Gottes gewesen, nicht eine Frau, auch kein Mann, aber sie ist beides gewesen; wie auch Adam beides war vor seiner Heven, welche bedeutet den irdischen Menschen, darzu thierisch: denn nichts bestehet in der Ewigkeit, was nicht ewig gewesen ist» «Στον Θεό η Εικόνα είναι μια αιώνια Παρθένος που κατοικεί στη Σοφία του Θεού, όχι θήλυ, ούτε άρρεν, αλλά και τα δύο ταυτόχρονα. Έτσι ήταν ο Αδάμ και τα δύο πριν από την πτώση του, που συμβολίζει τον γήινο άνθρωπο και, επιπλέον, το ζωώδες στοιχείο. Διότι τίποτα δεν υφίσταται στην αιωνιότητα, αν δεν είναι εκ φύσεως αιώνιο».

Η ανδρόγυνη, σοφιακή εικόνα του Αδάμ είναι επίσης ο ουράνιος και προϋπάρχων άνθρωπος. Και γι' αυτό μόνο αυτός ως τέτοιος κληρονομεί την αιωνιότητα."Adam war vor seiner Eva die zuechtige Jungfrau, kein Mann und kein Weib, er hatte beide Tincturen, die im Feuer und die im Geiste der Sanftmuth, und haette koennen selber auf himmlische Art, ohne Zerreissung gebaeren, waere er nur in der Proba bestanden. Und waere je ein Mensch aus dem andern geboren worden, auf Art, wie Adam in seiner jungfraeulichen Art ein Mensch und Bildniss Gottes ward: denn was aus dem Ewigen ist, das hat auch ewige Art zu gebaeren, sein Wesen muss ganz aus dem Ewigen gehen, sonst bestehet nichts in Ewigkeit" {«Ο Αδάμ ήταν, πριν την Εύα του, η αγνή Παρθένος· ούτε άρρεν ούτε θήλυ, είχε και τις δύο όψεις, στο πυρ και στο πνεύμα της πραότητας· και διέθετε εν εαυτώ την ικανότητα κατά ουράνιο τρόπο χωρίς σχίσμα, να γεννα, αν μόνο είχε περάσει τη δοκιμασία. Και ο άνθρωπος θα γεννιόταν πάντα κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τον τρόπο που ο Αδάμ στην παρθενική του φύση έγινε άνθρωπος και εικόνα του Θεού· διότι ό,τι προέρχεται από το Αιώνιο, αυτό έχει επίσης αιώνιο τρόπο να γεννά· η ουσία του πρέπει να προέρχεται ολοκληρωτικά από το Αιώνιο, αλλιώς δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να υφίσταται στην αιωνιότητα»}.

Ο άνθρωπος αποκοιμήθηκε στην αιωνιότητα και ξύπνησε μέσα στο χρόνο. Αρχικά δεν εμφανίστηκε μέσα στο χρόνο, διότι είναι παιδί της αιωνιότητας. Η σοφιακή και ανδρόγυνη πτυχή, ο παρθενικός άνθρωπος είναι επίσης ένα σημάδι της αιωνιότητας στον άνθρωπο. Η απώλεια της Παρθένου από τον άνθρωπο, δηλαδή της ανδρόγυνης εικόνας, είναι μια απώλεια του Παραδείσου. "Adam war ein Mann und auch ein Weib, und doch der keines, sondern eine Jungfrau, voller Keuschheit, Zucht und Reinigkeit, als das Bild Gottes; er hatte beide Tincturen vom Feuer und Licht in sich, in welcher Conjunction die eigene Liebe, als das jungfraeuliche Centrum stund, als der schoene paradeisische Rosen- und Lustgarten, darinnen er sich selber liebete" {«Ο Αδάμ ήταν άνδρας και επίσης γυναίκα, και όμως δεν ήταν κανένα από τα δύο, παρά μόνον Παρθένος, πλήρης αγνότητας, εγκράτειας και καθαρότητας, ένα ον κατ' εικόνα του Θεού. Είχε μέσα του (εν εαυτώ) και τα δύο στοιχεία, τη φωτιά και το φως, σε συνδυασμό με τα οποία υπήρχε μία μοναδικη αγάπη, εδραζόμενη στο παρθενικό κέντρο, ως τον όμορφο παραδεισένιο κήπο των ρόδων και της ηδονής, όπου θα είχε αγάπη για τον εαυτό του».

Συνεχίζεται

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΗΣ ΘΕΟΣΟΦΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙΑ ΤΟΥ. ΜΟΝΟ Ο ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΦ Ο ΑΓΝΟΣ ΑΚΟΥΓΕ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ.

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής (13)

Συνέχεια από Δευτέρα 15. Δεκεμβρίου 2025

Image
Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 10

Πρώτο Μέρος

Κεφάλαιο δεύτερο


Οι σωκρατικές θέσεις της σκωτσέζικης σχολής του St. Andrews

5. Η τρίτη θέση στις αποτιμήσεις ορισμένων μελετητών και η συμβολή της παρούσας έρευνας


Όσοι μας έχουν παρακολουθήσει έως εδώ δεν θα εκπλαγούν αν, ήδη από τη διατύπωσή της, η θέση σύμφωνα με την οποία ο Σωκράτης  ανακαλυψε την δυτική ιδέα της ψυχής, έχει, τρόπον τινά, απωθηθεί από την κριτική συνείδηση.

Αναμφίβολα, όπως λέγαμε, καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι τη διατύπωσαν εκείνοι ακριβώς οι μελετητές που είχαν την τόλμη να αποδώσουν στον Σωκράτη ό,τι ιστορικά υπήρξε έργο του Πλάτωνα· που είχαν τη θρασύτητα να αντιμετωπίσουν τους διαλόγους του Πλάτωνα σαν να ήταν τα βιβλία που ο Σωκράτης δεν έγραψε ποτέ· που είχαν εκτεθεί στην υποψία ότι ήθελαν να περιορίσουν τον Πλάτωνα στον ρόλο του μεγάλου καλλιτέχνη, ο οποίος θα είχε απλώς δανείσει την πένα του στον δάσκαλό του, γράφοντας κατά κάποιον τρόπο γι’ αυτόν, quasi digito Socratis.

Όμως καθοριστικό υπήρξε επίσης το γεγονός ότι, στο πλαίσιο τού τότε αδιαμφισβήτητου και κοινά αποδεκτού παραδείγματος —το οποίο συμμερίζονταν και οι ίδιοι οι εισηγητές της θέσης— η πρωτοτυπία της μεθόδου με την οποία αυτή συναγόταν αποτελούσε μια ιδιόμορφη ανωμαλία, που έπρεπε πάση θυσία να εξορκιστεί. Με άλλα λόγια, συνέβη και σε αυτή τη θέση ό,τι είχε συμβεί με την αποκατάσταση του Αριστοφάνη ως σωκρατικής πηγής, την οποία τόσο ο Burnet όσο και ο Taylor υπερασπίστηκαν με θαρραλέα αποφασιστικότητα σε εποχές όπου μια τέτοια στάση θεωρούνταν απειλή για το προνόμιο που αποδιδόταν στις κανονικές πηγές και για την ίδια τη συνοχή του παραδείγματος που συμμεριζόταν η επιστημονική κοινότητα.

Το ίδιο το δοκίμιο στο οποίο αυτή η θέση παρουσιάστηκε με συστηματικό τρόπο, δηλαδή η μελέτη του Burnet με τίτλο The Socratic Doctrine of the Soul, παρέμεινε για χρόνια περιορισμένο στα πρακτικά της British Academy και, εν μέρει λόγω του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, γνώρισε ελάχιστη διάδοση. Γι’ αυτό οι μελετητές, κατά κανόνα, αρκέστηκαν να αναφέρονται σε αυτό το δοκίμιο σχεδόν πάντα από δεύτερο χέρι ή να βασίζονται στην περίληψη και στα αποσπάσματα που παραθέτει ο Taylor στη μονογραφία του για τον Σωκράτη. Έτσι τους έλειπε η αναγκαία άμεση επαφή με την πρωτοτυπία της μεθόδου και, κυρίως, η απαραίτητη γνώση της τεκμηρίωσης που ο Burnet είχε συγκεντρώσει με επιμέλεια για να προσδώσει βάθος και συνοχή στην πρότασή του.

Πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτές οι συνθήκες για να κατανοηθεί, για παράδειγμα, η τοποθέτηση ενός μεγάλου μελετητή όπως ο Guido Calogero, ο οποίος, σχολιάζοντας τη σωκρατική μονογραφία του Taylor, δείχνει ότι έχει διαισθανθεί με οξυδέρκεια πως η θέση του Σωκράτη ως ανακαλύψας την δυτική ιδέα της ψυχής δεν εξαρτάται από τις υπόλοιπες· στη συνέχεια όμως, ελλείψει της άμεσης γνώσης που μόλις αναφέραμε, γράφει κατά λέξη:
«Η τόλμη αυτής της ανασύνθεσης, η οποία δεν βασίζεται σε καμία θετική μαρτυρία αλλά μόνο στην απουσία μεταβατικών τεκμηρίων ανάμεσα στις αρχαίες νατουραλιστικές έννοιες της ψυχής και στην ηθική σύλληψη που προϋποθέτει ο πλατωνισμός, είναι ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη που οδηγεί στο να αποδοθεί στον Σωκράτη η πλατωνική θεωρία των ιδεών».

Όμως, όσοι είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν εκείνη την άμεση επαφή δήλωσαν πρόθυμοι να αποδεχθούν τα συμπεράσματα του burnetιανού δοκιμίου του 1916, έστω κι αν η διαίσθησή τους παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανενεργή ή δεν εισακούστηκε. Θα αρκέσουν ορισμένα παραδείγματα.

Ο πρώτος κατά χρονολογική σειρά φαίνεται να ήταν ο Cornford, για τον οποίο η ανακάλυψη του Σωκράτη συνίστατο στο ότι το αληθινό μας εγώ δεν είναι το σώμα, αλλά η ψυχή. Και με τον όρο ψυχή εννοούσε την έδρα εκείνης της ικανότητας της διαίσθησης που γνωρίζει να διακρίνει το καλό από το κακό και να μας καθοδηγεί στην επιλογή του καλού χωρίς δυνατότητα σφάλματος. Από την πλευρά του, ο Ross, αφού υπέβαλε σε αυστηρή κριτική τις παράδοξες θέσεις της σκωτικής σχολής, διατυπώνει την εξής άποψη:
«Μου φαίνεται εξαιρετικά πιθανό […] ότι ο Σωκράτης υπήρξε ο πρώτος που εισήγαγε στην ελληνική σκέψη την έννοια της ψυχής, νοούμενης όχι πλέον ως ωχρό φάντασμα που σχετίζεται κυρίως με τα όνειρα και με τον θάνατο, αλλά ως το πνευματικό μέρος της ύπαρξής μας. Τόσο στα Απομνημονεύματα όσο και στα πρώιμα έργα του Πλάτωνα […] η έμφαση στη φροντίδα και στην αγωγή της ψυχής είναι επαναλαμβανόμενη. Δεν είναι απίθανο ότι εκείνος που, όπως ο Πλάτων, είχε μαθητεύσει κοντά στον Σωκράτη, να ενδιαφέρθηκε τόσο έντονα για το πρόβλημα της ψυχής και ότι όποιος είχε γνωρίσει τους στοχασμούς για το επέκεινα που ο Σωκράτης είχε αναπτύξει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, θα μπορούσε να παρακινηθεί να αναπτύξει μόνος του αυτές τις σκέψεις και να τις επεξεργαστεί συνδέοντάς τες με τα δόγματα των Πυθαγορείων και με τη δική του θεωρία των ιδεών».


Για την πεπεισμένη προσχώρηση του Jaeger στη θέση των σκωτικών πλατωνιστών έχει ήδη γίνει λόγος αλλού. Εδώ αρκεί να προστεθεί ότι, ακριβώς παραπέμποντας στα λόγια του Jaeger, ακόμη και ο Gigon, παρά τον ριζικό σκεπτικισμό του, κατέληξε να παραδεχθεί ότι σε αυτή τη θέση «υπάρχει αναμφίβολα κάτι αληθινό». Και, αφού σημειώνει ότι όλοι οι Σωκρατικοί συμφωνούν στο να αποδίδουν στον Σωκράτη την ανακάλυψη της προσωποκεντρικής διάστασης της ψυχής, φτάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι ίσως αυτός να ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Σωκρατικοί επέλεξαν τον Σωκράτη (και όχι κάποια άλλη μορφή στοχαστή) ως ήρωα της φιλοσοφικής τους παράδοσης.

Όπως είναι κατανοητό, ο μελετητής εξαναγκάζεται στη συνέχεια, από τις απαιτήσεις της ίδιας του της θέσης, να περιορίσει απότομα —έστω και με την επιδεξιότητα εκείνου που γνωρίζει να χειρίζεται άριστα τα εργαλεία του επαγγέλματός του— την εμβέλεια των ίδιων του των ισχυρισμών. Γι’ αυτό καταλήγει ότι, κατά τη γνώμη του, η σωκρατική ανακάλυψη δεν υπήρξε παρά ένας απλός «παρορμητικός σπινθήρας», στον οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί παρά ένα μετριοπαθές φιλοσοφικό βάρος. Ωστόσο, πέρα από τις πεπεισμένες αναγνωρίσεις όλων των άλλων μελετητών, πρέπει να προστεθεί και αυτή η έγκυρη παραδοχή, η οποία μας φαίνεται τόσο πιο σημαντική όσο συνιστά το μοναδικό άνοιγμα που ο ελβετός φιλόλογος αφήνει, σε ολόκληρο το βιβλίο του, προς την κατεύθυνση μιας «φιλοσοφίας του Σωκράτη».

Σε κάθε περίπτωση, είναι πλέον σαφές ότι πάρα πολλοί μελετητές, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, έχουν αποδώσει αξιοπιστία σε αυτή την ερμηνεία και ότι, μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς διέκριναν τη μεθοδολογική της γονιμότητα στη σημερινή φάση του σωκρατικού ζητήματος (Gigon, Sokrates, σ. 40:
«Είναι λοιπόν πράγματι θεμιτό να διακρίνει κανείς στην παιδευτική προτροπή προς τους ανθρώπους να μη λησμονούν την ψυχή τους κάτι σαν τον αρχικό σωκρατικό παρορμητικό πυρήνα. Θα μπορούσε αυτός ο παρορμητικός πυρήνας να εξηγήσει γιατί οι Σωκρατικοί επέλεξαν ακριβώς τον Σωκράτη και όχι κάποια άλλη μορφή στοχαστή ως ήρωα των λογοτεχνικών τους δημιουργημάτων. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι περισσότερο από έναν παρορμητικό πυρήνα. Δεν πρόκειται για φιλοσοφική διδασκαλία, όπως ακριβώς και οι συνομιλίες του Σόλωνα με τον Κροίσο στον Ηρόδοτο δεν αποτελούν φιλοσοφικές διδασκαλίες. Φιλοσοφικές διδασκαλίες εμφανίζονται μόνον στους Σωκρατικούς, και μάλιστα σχεδόν τόσες όσοι είναι και οι ίδιοι οι Σωκρατικοί».


Πρβλ. R. Hackforth, Great Thinkers, 1, Socrates, στο «Philosophy», 8 (1933), σσ. 259-272· H. Kuhn, Sokrates, σσ. 119-142· Pato

ka, Remarques sur le problème de Socrate, σσ. 212-213· M. Pohlenz, L’uomo greco, Firenze 1962, σσ. 26, 52, 116 κ.ε.· R. Mondolfo, Moralisti greci. La coscienza morale da Omero a Epicuro, Milano–Napoli 1960, σσ. 65 κ.ε.· Ch. Werner, La philosophie grecque, Paris 1962, σσ. 46-49· N. Gulley, The Philosophy of Socrates, London–New York 1968, σσ. 192-200· L. Montoneri, Il problema del male nella filosofia di Platone, Padova 1968, σσ. 105-113· D. B. Claus, Psyche. A Study in the Language of the Self before Plato, Yale University 1969, σσ. 255-262, όπου γίνεται λόγος για μια «substantial case for Socratic interest in the psyché» (δεν κατέστη δυνατό να συμβουλευτούμε την επανέκδοση του έργου: Toward the Soul. An Inquiry into the Meaning of Psyche before Plato, New Haven 1981).

Οι ακόλουθοι μελετητές εκτίμησαν ακόμη περισσότερο τη γονιμότητα αυτής της προσέγγισης: Havelock, Cultura orale, σσ. 161-162· W. K. C. Guthrie, Socrates, Cambridge 1971, σσ. 147-164, από όπου παραθέτουμε το εξής χωρίο:
«Με λίγα λόγια, αυτό που ο Σωκράτης σκεφτόταν για την ανθρώπινη psyché ήταν ότι αυτή αποτελεί το αληθινό εγώ. Ο ζωντανός άνθρωπος είναι η psyché, ενώ το σώμα […] δεν είναι παρά το σύνολο των εργαλείων ή οργάνων που χρησιμοποιεί προκειμένου να ζει» (σ. 149)· Reale, Storia della filosofia antica, τόμ. I, σσ. 287-381, ο οποίος, με αφετηρία τη σωκρατική ανακάλυψη της προσωποκεντρικής διάστασης της ψυχής, προχώρησε σε μια νέα ανασυγκρότηση της σωκρατικής σκέψης. Του ίδιου συγγραφέα βλ. επίσης το σχόλιο στο έργο του Πλάτωνα, Φαίδων, Brescia 1995¹⁷, σσ. 20-21.)

Από αυτές τις σκέψεις προκύπτουν οι δύο βασικοί στόχοι της παρούσας μελέτης:

1) Να επανεπιβεβαιωθεί η εγκυρότητα της τελευταίας θέσης των πλατωνιστών του St. Andrews, παρουσιάζοντάς την όχι μόνο στο επίπεδο της διαίσθησης ή της απλής διατύπωσης —όπως έπραξαν οι μελετητές που αναφέραμε— αλλά ελέγχοντάς την και εμβαθύνοντάς την μέσω μιας αναλυτικής επανεξέτασης των πηγών, όπως μέχρι σήμερα δεν έχει επιχειρηθεί από κανέναν.

2) Να αναδειχθεί η σκέψη του Σωκράτη μέσα από ολόκληρο το σύνθετο κίνημα των ποικίλων συνιστωσών της ελληνικής κουλτούρας, σύμφωνα με την προοπτική του «πριν» και του «μετά» τον Σωκράτη, δηλαδή χωρίς να αποδίδονται προνομιακά βάρη σε κανέναν από τους παραδοσιακούς μάρτυρες της σωκρατικής διδασκαλίας και θεωρώντας τα έργα τους πρωτίστως ως τεκμήρια και εκφράσεις της κουλτούρας και της νοοτροπίας της εποχής στην οποία ανήκουν. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης απουσιάζει εδώ εντελώς, καθώς —όπως έχουμε ήδη επισημάνει— η μη συγχρονικότητά του με τον Σωκράτη τον θέτει εκτός συζήτησης.

Και από εκθετική άποψη η ανάλυση κατανέμεται σε δύο μέρη.

Στο πρώτο θα εξετάσουμε, κατά κάποιον τρόπο, την προϊστορία της προσωποκεντρικής διάστασης της ψυχής: τη στιγμή του Ομήρου, τη θρησκευτική ορφική φάση, εκείνη της νατουραλιστικής φιλοσοφίας και, τέλος, την ποίηση και τη θεωρητική σκέψη που είναι σύγχρονες του Σωκράτη, επιχειρώντας να εντοπίσουμε τη συμβολή που αντιστοιχεί σε καθεμία από αυτές τις συνιστώσες. Θα φανεί ότι, πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας άνθρωπος αντιλαμβανόταν την psyché με τρόπο αντίθετο —ή κατά κύριο λόγο αντίθετο— προς τη δυτική σύλληψη. Η εξέταση της μαρτυρίας του Αριστοφάνη θα μας φέρει τελικά αντιμέτωπους με τη σωκρατική σκέψη, συλληφθείσα τόσο στην πολυπλοκότητά της όσο και στην αμεσότητα της κωμικής αναπαράστασης που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό της Αθήνας, το οποίο γνώριζε τον Σωκράτη ως μια κάπως ιδιόρρυθμη μορφή.

Στο δεύτερο μέρος θα εξετάσουμε την πλατωνική πηγή και, ειδικότερα, τα έργα που προηγούνται της ανακάλυψης της μεταφυσικής φύσης της ψυχής, προσπαθώντας να δείξουμε ότι ακριβώς σε αυτή την πρώτη φάση πρέπει να αναζητηθούν, στην αρχική τους καθαρότητα, τα ίχνη της σωκρατικής διδασκαλίας περί psyché. Θα ακολουθήσει η ανάλυση των έργων του Ξενοφώντα και η εξέταση των αποσπασμάτων των λεγόμενων μικρών Σωκρατικών· και στις δύο περιπτώσεις θα προκύψει, με τρόπο πράγματι εντυπωσιακό ως προς την ομοφωνία και τη συνοχή των ενδείξεων, ότι το κέντρο του αρχικού σωκρατισμού υπήρξε η ιδέα της psyché ως ηθικής και διανοητικής συνείδησης του ανθρώπου και η συναφής θέση της «φροντίδας της ψυχής». Στο τελευταίο κεφάλαιο, τέλος, θα ασχοληθούμε με τους ρήτορες, με ιδιαίτερη έμφαση στον Ισοκράτη, ο οποίος αδίκως δεν έχει ποτέ ληφθεί υπόψη ως σωκρατική πηγή. Από αυτή την περαιτέρω εξέταση θα πρέπει να προκύψει με σαφήνεια ότι η ελληνική κουλτούρα προσέλαβε ακριβώς τη σωκρατική διάσταση της ψυχής και όχι τις θεωρητικές επεξεργασίες που της προσέδωσε ο Πλάτων από τον Φαίδωνα και εξής.

Σε κάθε κεφάλαιο επιχειρήσαμε να διευρύνουμε σημαντικά το τεκμηριωτικό υλικό που είχαν ήδη συγκεντρώσει οι σκωτικοί πλατωνιστές, και ιδίως ο Burnet. Με βάση αυτό μας φάνηκε σκόπιμο να τροποποιήσουμε, έστω και εν μέρει, τα συμπεράσματα αυτών των μελετητών, καθώς πειστήκαμε ότι η σωκρατική ανακάλυψη υπήρξε μεν μια πνευματική επανάσταση, αλλά περισσότερο από μια αιφνίδια ανατροπή αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας μακράς και βασανιστικής ιστορικής διαδικασίας. Μακριά από το να μειώνει την πρωτοτυπία του Σωκράτη, αυτή η προσέγγιση, κατά τη γνώμη μας, καθιστά τη μορφή του πιο ιστορικά ενταγμένη και τη σκέψη του πιο φυσική μέσα στο πλαίσιο της εποχής στην οποία ανήκε. Με άλλα λόγια, συμφωνούμε με τον Pohlenz ότι «ο Σωκράτης δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να φέρει στο φως της συνείδησης το συμπέρασμα προς το οποίο ασυνείδητα έτεινε η ελληνική ευαισθησία».

Τέλος Κεφαλαίου

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (99)

  Συνέχεια από: Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

ImageGiovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
XV
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Προφητικές προεικονίσεις
ορισμένων εννοιών της ερμηνευτικής,
όπως εκφράζονται ιδίως στον Φαίδρο


Ένα ρητό του Αισχύλου ως εμβληματική έκφραση του τρόπου με τον οποίο ο Πλάτων μετέδιδε τα μηνύματά του

Ο Gaiser έλεγε ότι, διαβάζοντας γενικά τους πλατωνικούς διαλόγους, πρέπει κανείς να προσπαθεί να συλλάβει την αλήθεια «όχι διαφορετικά από ό,τι προσπαθεί να κατανοήσει τα χρησμικά λόγια των μαντείων. Στους πλατωνικούς διαλόγους μπορεί να εφαρμοστεί ό,τι είπε ο Ηράκλειτος για τον θεό των Δελφών: “Οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλὰ σημαίνει”» (Gaiser, Πλάτων..., σ. 89).

Ο Szlezák διορθώνει αυτή τη θέση του Gaiser ως εξής: «Ο Πλάτων δεν γράφει όπως το Μαντείο των Δελφών, το οποίο, όπως διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα του Ηρακλείτου, “ούτε λέγει, ούτε σιωπά, αλλά υπαινίσσεται” (DK 22 B 93), με τέτοιον τρόπο ώστε όλα τα ουσιώδη να περιέχονται στο κείμενο του χρησμού, έστω και μέσω έμμεσης διαμεσολάβησης. Αυτός ο “δελφικός” τρόπος διαμεσολάβησης απαντάται περιστασιακά και στον Πλάτωνα — αλλά δεν αποτελεί τη δομή των διαλόγων του. Σύμφωνα με τη δική μας ερμηνεία, τα πλατωνικά γραπτά δεν είναι σκοτεινά κατά τον χρησμικό τρόπο (δεν είναι ασαφή με τον τρόπο του μαντείου)· αντιθέτως, ως προς τις σημαντικότερες θέσεις, είναι σαφή και καλά προσδιορισμένα, ακόμη και στα “χωρία της αποσιώπησης” (στα «αποσπάσματα παράλειψης»), τα οποία μας λέγουν χωρίς αμφισημίες και χωρίς αινίγματα ότι οι σημαντικότερες όψεις του εκάστοτε ζητήματος δεν μπορούν να πραγματευθούν εκείνη τη στιγμή»(Girgenti (επιμελητής), Η νέα ερμηνεία του Πλάτωνα..., σ. 30).

Στην πραγματικότητα, όχι λίγες φορές ο Πλάτων «λέγει» και συγχρόνως «δεν λέγει», ακριβώς όπως έκανε το Μαντείο των Δελφών, και μιλά μέσω υπαινιγμών, οι οποίοι γίνονται σαφείς μόνον σε εκείνον που διαθέτει προγενέστερες γνώσεις αποκτημένες με άλλον τρόπο.

Υπάρχει όμως ένα ρητό που, κατά τη γνώμη μου, αποδεικνύεται όχι μόνο καταλληλότερο για να εκφράσει τη γλώσσα με την οποία ο Πλάτων μεταδίδει τα μηνύματά του, αλλά μάλιστα εμβληματικό· είναι εκείνο που ο Αισχύλος θέτει στο στόμα του χαρακτήρα με το οποίο αρχίζει ο Αγαμέμνων του:
Με χαρά μιλώ
σε όσους γνωρίζουν·
από όσους δεν γνωρίζουν κρύβομαι. (Αισχύλος, Αγαμέμνων, vv. 29-30.)

Πράγματι, στον Φαίδρο ο Πλάτων μας έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι τα βιβλία μιλούν μόνον σε εκείνον που ήδη γνωρίζει τα πράγματα που περιέχονται σε αυτά.

Άλλωστε, πώς θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητά —αν όχι με προγνώσεις αποκτημένες με άλλον τρόπο— τελεσίδικα μηνύματα όπως εκείνα του Φαίδωνα, όπου λέγεται ότι ο φιλόσοφος πρέπει να υπερβεί τη θεωρία των Ιδεών· ή το νόημα του Έρωτα ως νοσταλγίας του Ενός στο Συμπόσιο· ή τα μηνύματα που περιέχονται στον Φίληβο, όπου, με ένα λαμπρό δραματουργικό τέχνασμα, ο Πλάτων προσποιείται ότι αποκρύπτει και ταυτόχρονα αποκαλύπτει, δηλαδή λέγει ότι το Αγαθό έχει «κρυφτεί» μέσα στο Ωραίο, ακριβώς σε εκείνο το Ωραίο που, από τη φύση του, είναι αποκαλυπτικό του ίδιου του Αγαθού;

Και πώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την εμβληματική κραυγή «Ἀπόλλων!», ως ένδειξη της κορύφωσης που επιτυγχάνεται στην περιγραφή του Αγαθού στην Πολιτεία, αν δεν γνωρίζαμε ότι ο Απόλλων ήταν σύμβολο του Ενός και ότι, για τον Πλάτωνα, το Αγαθό ταυτιζόταν με το μεταφυσικό Ένα;

Πραγματικά, τέτοια κείμενα, καθώς και όλα τα παρόμοια με αυτά που συζητήσαμε παραπάνω, μιλούν σε όσους γνωρίζουν και σιωπούν απέναντι σε όσους δεν γνωρίζουν.

Συμπερασματικά, αν τα βιβλία δεν μπορούν να είναι παρά μέσα για να ανακαλούν στη μνήμη ορισμένα πράγματα σε όσους ήδη γνωρίζουν, τότε δεν απομένει παρά να εισέλθει κανείς σε εκείνον τον «ερμηνευτικό κύκλο», σύμφωνα με τη δυναμική που περιέγραψα, αν θέλει να κατανοήσει τον Πλάτωνα — ιδίως σε εκείνη την κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης της κουλτούρας της γραφής με την κουλτούρα της προφορικότητας, η οποία, από πολλές απόψεις, συνιστά ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ανθρώπου.

                                                ΤΕΛΟΣ

Ναρκισσισμός πέρα από την ηδονή και δια-υποκειμενικότητα χωρίς νόημα: Αναγνώσεις του Μαξίμου του Ομολογητή, του Γρηγορίου Παλαμά και του Θωμά Ακινάτη σήμερα 2

Συνέχεια από: Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025


Image

Ναρκισσισμός πέρα από την ηδονή και δια-υποκειμενικότητα χωρίς νόημα:
Αναγνώσεις του Μαξίμου του Ομολογητή, του Γρηγορίου Παλαμά και του Θωμά Ακινάτη σήμερα 2


1

Ας αρχίσουμε την έρευνά μας από τον Γρηγόριο Παλαμά. Όπως έχω υποστηρίξει αλλού εκτενώς,[17] για να εξηγηθεί καλύτερα ο παλαμικός ορισμός της διάκρισης ουσίας–ενεργειών, πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχική του αποδοχή της πατερικής διάκρισης μεταξύ ουσίας και θελήσεως στον Θεό. Ο Γρηγόριος ξεκινά εδώ από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα και συνεχίζει μέσω του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του Αθανασίου του Μεγάλου και του Μαξίμου του Ομολογητή έως τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό.[18] Έτσι, για τον Παλαμά, «η θέληση είναι ενέργεια της φύσεως»[19] τόσο στον Θεό όσο και στον άνθρωπο.[ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΦΥΣΕΙΣ ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ] Ο Γρηγόριος αντλεί εδώ συνειδητά από πατερικές πηγές. Ένα ολόκληρο σώμα ελληνικών πατερικών κειμένων διατρέχει το έργο του, ξεκινώντας από τους Καππαδόκες Πατέρες, μαζί με τον Αθανάσιο, τον Κύριλλο, τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Μάξιμο και τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, και καταλήγοντας στην Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο,[20] όπου η διάκριση μεταξύ ακτίστου ουσίας και ακτίστων ενεργειών διατυπώνεται με διάφορους όρους.[ΔΕΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ] Αυτές ορίζονται ως τα πολλαπλά «ονόματα» του Θεού (κατά τον Βασίλειο), ή ως «πρόοδοι» (κατά τον Διονύσιο), ή ως «μετοχές» (κατά τον Διονύσιο και τον Μάξιμο), ή ως «θεότητα» (κατά τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Αναστάσιο Σιναΐτη), ή ως τα άκτιστα «περὶ τὸν Θεόν» (κατά τον Μάξιμο και τον Παλαμά),[21] ή ως «φυσικά σύμβολα» του Θεού (δηλαδή της ίδιας ακτίστου φύσεως με τον Θεό – κατά τον Παλαμά με αναφορά στον Μάξιμο),[22] ή ως «ἀΐδιος καὶ ἀκατάπαυστος δόξα» (κατά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό),[23] ή ως «φιλανθρωπία, πρόνοια και αγαθότητα του Θεού» (κατά τον Παλαμά με αναφορά στον Γρηγόριο Νύσσης),[24] ή ως «σοφία, δύναμις και τέχνη» του Θεού (κατά τον Βασίλειο),[25] ή, τέλος, ως οι «θεῖοι λόγοι τῶν ὄντων» (και πάλι με αναφορά στον Μάξιμο).[26]

Έτσι, για τον ησυχαστή άγιο, «εάν δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ θείας ουσίας και θείας ενεργείας, τότε το γεννᾶν [τον Υἱό]» ή «το ἐκπορεύειν [το Πνεῦμα] δεν διαφέρει από το κτίζειν».[27] Αυτό σημαίνει ότι, για τον Παλαμά, ακολουθώντας την ελληνική πατερική παράδοση, είναι αδύνατον να θεμελιωθεί είτε πραγματική διάκριση μεταξύ Θεού και κόσμου είτε βαθιά σύνδεση μεταξύ τους χωρίς την έννοια των θείων ενεργειών. Στο παλαμικό λεξιλόγιο, ωστόσο, αυτή η διάκριση δεν θίγει ούτε τη θεία ενότητα ούτε τη θεία απλότητα· με άλλα λόγια, σημαίνει απλώς ότι ο Θεός είναι πάντοτε περισσότερος από τις ουσιώδεις εκφράσεις Του· δηλαδή ότι, παραδόξως, η θεότητα δεν εξαντλείται στην κοινωνία της με την κτίση, παρότι η ίδια η θεότητα στο σύνολό της εισέρχεται σε κοινωνία με τα όντα. Με άλλα λόγια, ο Θεός είναι πάντοτε περισσότερος από τις ουσιώδεις εκφράσεις Του. Επιπλέον, όπως θα δούμε αργότερα, τα κτιστά όντα δεν μετέχουν στον Θεό κατὰ φύσιν, αλλά μέσω των δικών τους κτιστών ενεργειών.[ΑΜΦΙΒΟΛΑ. ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΗΔΗ ΤΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ. ΟΥΤΕ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΟΥΤΕ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ. ΠΟΣΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ; ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΕΝΩΣΕΙΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ. ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ Η ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ]

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ενέργειες είναι οντολογικά διαφορετικές από την ουσία. Αντιθέτως, υπάρχει μία θεμελιώδης οντολογική ταυτότητα μεταξύ ουσίας και ενεργειών. Για τον Γρηγόριο, όταν ακούτε τους Πατέρες να ονομάζουν τη θεία ουσία «ἀμέθεκτον», να νοείτε ότι εννοούν την ουσία καθ’ εαυτήν, χωρίς την έκφρασή της προς τον κόσμο. Όταν τους ακούτε να την ονομάζουν «μεθεκτήν», να νοείτε ότι εννοούν την πρόοδο, την έκφραση και την ενέργεια, η οποία προϋπάρχει στον Θεό (…)· και εάν νομίζετε ότι μέσω αυτής της ενέργειας εκφράζεται η ίδια η θεία ουσία, έστω και όχι εξαντλητικά, τότε δεν εξέρχεστε από τα όρια της ευσεβείας…[28] [ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΟΥΤΕ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΟΥΣΙΟΣ. Η ΚΟΙΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΠΩΣ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ; Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ; ΠΑΝΤΑ ΔΙ ΑΥΤΟΥ ΕΓΕΝΕΤΟ. ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ, ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΧΕΙΡΩΝ ΣΟΥ ΜΗ ΠΑΡΙΔΕΙΣ ΟΠΩΣ ΔΕ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΣΗ ΕΙΠΕ Ο ΘΕΟΣ ΑΣ ΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ. Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗΣ ΕΡΗΜΟΥ.]

Έτσι, ο Παλαμάς υποστηρίζει ότι «είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται το όνομα της θείας ουσίας ακόμη και για τις ενέργειες» και ότι «είναι αδύνατον να θεωρηθούν οι ενέργειες ως φύσεις ή όντα διαφορετικά από την ουσία».[29][ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ Ο ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΑΥΤΙΖΕ ΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΘΗ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟ] Επιπλέον, ο Παλαμάς ισχυρίζεται ότι ο Θεός, στην πληρότητα της θεότητάς Του, είναι παρών σε καθεμία από τις ενέργειες και, κατά συνέπεια, όποιος μετέχει σε οποιαδήποτε από αυτές μετέχει αληθινά στον Θεό όπως είναι,[30] διότι σε κάθε ενέργεια «παρίσταται ο Θεός ολόκληρος μέσα στα κτίσματά Του, μεταδίδοντας τον εαυτό Του και μετεχόμενος πλήρως, κατά την εικόνα της ηλιακής ακτίνας, μέσα σε ένα μικρό μέρος της οποίας βλέπουμε ολόκληρο τον ήλιο».[31][ΛΕΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΚΑΘΟΤΙ ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΥΠΟΣΤΑΣΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΤΑ ΟΥΣΙΩΜΕΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ. ΑΥΤΗ Η ΚΑΤΑΠΤΥΣΤΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ. ΑΣ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ. ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΣΙΑ]

Η τελική υφή της διδασκαλίας περί ενεργειών είναι χριστολογική. Στα συγγράμματά του Κατὰ Ἀκινδύνου, ο Παλαμάς παραπέμπει ρητώς στη διδασκαλία του Ιωάννη Χρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία η κατοχή του Πνεύματος από τον Χριστό δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την απόκτηση της πληρότητας των θείων ενεργειών στην ανθρώπινη φύση Του.[32] Για τον Παλαμά, αυτό είναι παράλληλο προς τη θέση του Κυρίλλου, ότι μέσω της υποστατικής ενώσεως (η οποία, βεβαίως, ως γεγονός υπερβαίνει κάθε απλή ανταλλαγή ενεργειών), ο Χριστός μεταδίδει στην ανθρώπινη φύση Του όλες τις ενέργειες της θείας φύσεώς Του,[33][ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ. ΤΑ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ. ΠΝΕΥΜΑ Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑ. ΟΠΟΥ ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ. ΔΕΝ ΣΥΓΧΕΟΝΤΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤEΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ] τις οποίες κατέχει από κοινού με τον Πατέρα και το Πνεύμα.[ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ] Αυτή η θέση επαναλαμβάνεται στο σύνολο του παλαμικού έργου, θεμελιώνοντας έτσι μία χριστολογία των ενεργειών,[34] καθώς ο Παλαμάς κατανοεί το γεγονός του Χριστού ως το ίδιο το θεμέλιο της τελικής του κατανόησης των ενεργειών ως διαλογικών γεγονότων: στον Χριστό δεν έχουμε σύγχυση φύσεων, αλλά απόλυτη και άπειρη υποστατική ένωση μέσω της τελείας περιχωρήσεως των δύο φύσεων, η οποία εκφράζεται μέσα από τον πλήρη διάλογο κτιστών και ακτίστων ενεργειών εντός Του.[ΜΕΤΑ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ ΔΕΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ] Η θεανδρική ενέργεια του Χριστού δεν είναι τίποτε άλλο;;; παρά μία πραγματική και ισορροπημένη διαλογική συνέργεια των δύο φύσεών Του μέσω των αντίστοιχων ενεργειών τους, οι οποίες, μέσω της υποστατικής ενώσεως, συνυπάρχουν και συνενεργούν τελείως. Με άλλα λόγια, ενώ μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι κάθε ενέργεια προέρχεται από τον Πατέρα, διά του Υιού, εν Αγίῳ Πνεύματι, μετά την Ενανθρώπηση οι ενέργειες, ως δωρεές του Πνεύματος προς την κτιστή φύση, λαμβάνονται μέσω αυτής της οντολογικής/διαλογικής συνέργειας των δύο φύσεων του Χριστού στην μία και μοναδική Του υπόσταση.[ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ ΟΜΟΛΟΓΕΙ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΘΕΛΗΜΑ ΥΠΑΚΟΥΟΝΤΑΣ]

Είναι, λοιπόν, απολύτως σαφές ότι, για τον Παλαμά, οι ενέργειες δεν είναι «ουσίες και υποστάσεις γύρω από τον Θεό».[35] Γι’ αυτό και επιμένει σε πολλά σημεία ότι οι ενέργειες δεν είναι ἐνυπόστατες, όπως μόνο τα τρία Πρόσωπα της Τριάδος.[ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΑΒΕΛΛΙΟ][36] Υπάρχει μόνο μία έννοια υπό την οποία οι ενέργειες μπορούν να ονομαστούν «ἐνυπόστατες αλλά όχι αὐθυπόστατες»: «ονομάζονται έτσι, διότι το Πνεύμα εμφυσά την ενέργεια στην υπόσταση ενός άλλου προσώπου, όπου και γίνεται φανερή»[ΤΟ ΦΙΛΟΚΒΕ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΗ],[37] ή, σύμφωνα με άλλη ερμηνεία, «διότι η ενέργεια παραμένει για πάντα στα όντα στα οποία αποστέλλεται».[38] [Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΙ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΙΑ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ]Αυτό υπογραμμίζει τον μόνιμα προσωπικό, διαλογικό, σχεσιακό και μετοχικό χαρακτήρα των ενεργειών, κάτι που θα συζητήσουμε στη συνέχεια.

2

Ίσως;;;; εδώ μπορεί να αρχίσει μια συζήτηση για τη Μεταφυσική Λ του Αριστοτέλη.[ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΝΟΕΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ. Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ] Θα ασχοληθούμε με το ερώτημα αν ο «Πρῶτος Κινοῦν» αποτελεί μόνον μια υπερβατική καθαρή ἐνέργεια/τελικό αίτιο της κτίσεως ή αν αποτελεί ταυτόχρονα και το ποιητικό (αποτελεσματικό) αίτιο της κτίσεως.[ΕΔΩ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΞΕΦΕΥΓΕΙ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΣΟΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΕΝΕΚΕΝ]  Υπάρχει σημαντική συζήτηση μεταξύ των ειδικών γύρω από το ζήτημα αυτό. Οι K. Oehler, S. Broadie, R. Brague και, κατά τη γνώμη μου, ιδίως οι A. Kosman και E. Berti είναι ίσως οι σημαντικότεροι μεταξύ αυτών – αν και η δική μου ερμηνεία προχωρεί λίγο παραπέρα, όπως θα καταστεί σαφές στη συνέχεια. Έτσι, για τον Kosman,[39] η ίδια η έννοια της κυκλικής κινήσεως εντός του Πρώτου Κινούντος υποδηλώνει ἐνέργεια ad extra, ενώ ταυτόχρονα ο Πρῶτος Κινοῦν μπορεί να νοηθεί ως «ἀκίνητος» ακριβώς λόγω αυτής της εσωτερικής κυκλικότητας. Για τον Berti,[40] ο Πρῶτος Κινοῦν είναι επίσης ποιητικό αίτιο[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΟΣ. ΑΛΛΟ Η ΠΟΙΟΤΗΣ ΑΛΛΟ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ]ακριβώς επειδή, ως actus purus, δύναται να ενεργεί ad extra κατά τέλειο τρόπο.

Σε σχέση με το ερώτημα που τέθηκε στις πρώτες γραμμές της προηγούμενης παραγράφου, φαίνεται ότι στην ελληνική Ανατολή ισχύει η δεύτερη εκδοχή, συγκροτώντας μια γραμμή σκέψης η οποία, από φιλοσοφική άποψη, περιλαμβάνει επίσης τον Ιάμβλιχο και τον Πρόκλο, ενώ από θεολογική άποψη συντίθεται από το έργο του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και του Ιωάννη του Δαμασκηνού. Πράγματι, αυτή η ακολουθία συγγραφέων αναφέρεται από τον Παλαμά, στο έργο του οποίου κορυφώνεται ολόκληρη αυτή η γραμμή σκέψης. Φυσικά, το χωρίο που αρχικά διαβάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν το 1071b.[41]

Σύμφωνα με αυτό το κείμενο, «ἐὰν ᾖ τι δυνάμενον κινεῖν ἢ ποιεῖν, μὴ ἐνεργοῦν δέ, οὐκ ἔσται ἀνάγκη κίνησιν εἶναι· τὸ γὰρ δυνάμει ὂν οὐκ ἀνάγκη ἐνεργεῖν», και έτσι δεν κερδίζουμε τίποτε σε σχέση με την κτίση «ἐὰν μὴ ᾖ τι ἐν αὐτοῖς (τουτέστιν ἐν τοῖς εἴδεσιν) ἀρχὴ μεταβολῆς». Επομένως, «δεῖ ἄρα τοιαύτην τινὰ ἀρχὴν εἶναι, ἧς ἡ οὐσία ἐνέργεια». Περαιτέρω, «αὗται δὲ αἱ οὐσίαι δεῖ ἄνευ ὕλης εἶναι· ἀΐδιαι γὰρ δεῖ εἶναι, εἴ τι ἄλλο ἀΐδιον· ἐνέργεια ἄρα». Κατά συνέπεια, ο Πρῶτος Κινοῦν «δεῖ μὲν κατ’ αὑτὸν ἄλλως ἐνεργεῖν, κατ’ ἄλλο δὲ ἄλλως».

Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε καθαρά ότι η ἐνέργεια στο χωρίο αυτό είναι διττή: πρόκειται αφενός για την εσωτερική ἐνέργεια/ἐντελέχεια του Πρώτου Κινούντος και αφετέρου για τη δημιουργική του ἐνέργεια ad extra: «πῶς γὰρ ἔσται κίνησις, ἐὰν μὴ ᾖ τι ἐνεργείᾳ αἴτιον;». Η εσωτερικά τετελεσμένη ύπαρξη καθίσταται έτσι ποιητικό αίτιο και ενεργειακός κινούν της κτίσεως: «ἀνάγκη ἄρα τὸν πρῶτον οὐρανὸν ἀΐδιον εἶναι. ἔστιν οὖν καὶ κινοῦν τι αὐτόν· καὶ ἐπειδὴ τὸ κινοῦν καὶ κινούμενον μέσον, ἔστι τι κινοῦν ἀκίνητον, ἀΐδιον, οὐσία καὶ ἐνέργεια. κινεῖ δὲ οὕτως τὸ ὀρεκτὸν καὶ τὸ νοητόν· κινεῖ γὰρ ἀκίνητον. τὰ δὲ πρῶτα ταὐτὰ ὀρεκτὰ καὶ νοητά· τὸ μὲν γὰρ φαινόμενον ἀγαθὸν ὀρεκτόν, τὸ δὲ ἀληθὲς ἀγαθὸν βουλητόν.»[42]

Ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο ἀκίνητος κινοῦν κινεί τα όντα καθίσταται έτσι ήδη σαφής. Ακόμη σαφέστερα: «ὅτι δὲ ἐν τοῖς ἀκινήτοις ἔστι τέλος, δηλοῖ ἡ διαίρεσις τῶν λεγομένων. τέλος γὰρ λέγεται καὶ οὗ ἕνεκα καὶ οὗ ἡ κίνησις· τούτων δὲ τὸ μὲν ἐν τοῖς ἀκινήτοις, τὸ δ’ οὔ. κινεῖ μὲν οὖν ὡς ἐρώμενον τὸ τέλος, τὰ δὲ ἄλλα κινεῖται κινούμενα. εἰ δέ τι κινεῖται, δύναται ἄλλως ἔχειν. ὥστε ᾗ μὲν ἐνέργεια πρώτη τόπου κίνησις, ᾗ τοῦτο μεταβλητόν, δύναται ἄλλως ἔχειν κατὰ τόπον, κἂν μὴ κατ’ οὐσίαν. ἐπεὶ δ’ ἔστι τι κινοῦν ἀκίνητον, ἐνεργείᾳ ὄν, οὐδαμῶς δύναται ἄλλως ἔχειν.»[43]

Έτσι προστίθενται δύο ακόμη στοιχεία: πρώτον, το τελικό αίτιο καθίσταται ποιητικό αίτιο διὰ τοῦ «ἐρᾶσθαι», και δεύτερον, η ἐξωτερική του ἐνέργεια παράγει μεταβλητά όντα. Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία στο κείμενο ότι αυτή η «ἀγάπη» που κινεί τον κόσμο είναι αμοιβαία· ωστόσο, ο ἀκίνητος κινοῦν, καθόσον είναι νοῦς, έχει ως ἐνέργεια τη ζωή, και αυτή η άριστη ζωή μεταδίδεται στα όντα: «ἔστι δὲ καὶ ζωὴ τῷ Θεῷ· ἡ γὰρ τοῦ νοῦ ἐνέργεια ζωὴ, ὁ δὲ Θεὸς ἐστὶν αὕτη ἡ ἐνέργεια· ἡ δὲ καθ’ αὑτὸν ἐνέργεια αὐτοῦ ζωὴ ἀρίστη καὶ ἀΐδιος. λέγομεν οὖν τὸν Θεὸν ζῷον ἀΐδιον ἄριστον, ὥστε ζωὴ καὶ αἰὼν συνεχὴς καὶ ἀΐδιος ὑπάρχει τῷ Θεῷ· τοῦτο γὰρ ὁ Θεός.»[44]

Αυτή η ζωή είναι νόησις νοήσεως νόησις («νόηση ως νόηση της νοήσεως», κατά τη –ίσως όχι απολύτως ακριβή– μετάφραση του Ross, αφού στο χωρίο αυτό ο Πρῶτος Κινοῦν φαίνεται να νοεί όχι τη νόηση, αλλά τον εαυτό του ως νοούντα). Όπως εξηγείται περαιτέρω:[45] «φαίνεται δ’ ὅτι ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ αἴσθησις καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ διάνοια ἄλλου μὲν ἀεί ἐστιν, αὐτῶν δὲ καθ’ ὁδόν. ἔτι δὲ εἰ τὸ νοεῖν καὶ τὸ νοεῖσθαι ἕτερον, πότερον ἡ ἀγαθότης ἐν ποτέρῳ ὑπάρχει; οὐ γὰρ ταὐτὸ τὸ νοεῖν καὶ τὸ νοούμενον. λέγομεν δὲ ὅτι ἐνίοτε τὸ νοούμενον ἡ ἐπιστήμη ἐστίν. ἐν ταῖς ποιητικαῖς μὲν ἐπιστήμαις ἡ οὐσία καὶ τὸ τί ἦν εἶναι, ἄνευ ὕλης, ἐν δὲ ταῖς θεωρητικαῖς ὁ λόγος καὶ τὸ νοεῖν. ἐπεὶ οὖν ἐν τοῖς ἀΰλοις οὐκ ἔστιν ἕτερον τὸ νοοῦν καὶ τὸ νοούμενον, ἔσται ἡ θεία νόησις μία καὶ ταὐτὴ τῷ νοητῷ.»

Ωστόσο, είναι αδύνατον να σκεφτεί κανείς τη γνώση, την αίσθηση, τη δόξα ή τη νόηση χωρίς να σκεφτεί ταυτόχρονα και το υποκείμενο που γνωρίζει ή νοεί, είτε αυτό ταυτίζεται με το αντικείμενο είτε όχι. Έτσι, η εσωτερική ἐνέργεια της νοήσεως του Πρώτου Κινούντος, η οποία πραγματώνεται ως ζωή –μέσω της νόησης του εαυτού του ως νοούντος– κινεί τα όντα, μεταδίδοντας αυτή την ἐνέργεια/ζωή/νόηση έξω από τον εαυτό του και στρεφόμενη προς τον κόσμο με τρόπο προθετικό. Εν συντομία, έτσι κατανοούσε ο Παλαμάς, ακολουθώντας την ελληνική πατερική γραμμή σκέψης, τον Αριστοτέλη. Το πρόβλημα της διαλογικής αμοιβαιότητας ή της συνέργειας μεταξύ Θεού και κτίσεως (καθώς και εκείνο της Προνοίας) παραμένει βεβαίως άλυτο στον Έλληνα φιλόσοφο.[ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ Ο ΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΡΝΕΙΤΑΙ Η ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ]  Υπάρχουν και άλλα δύσκολα ζητήματα εδώ, όπως έχουν επισημάνει ορισμένοι αριστοτελιστές μελετητές. Δεν αναφέρομαι μόνο στο προαναφερθέν ζήτημα της υπάρξεως της Προνοίας [Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΝΗ ΟΔΟΣ. Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΝ] – είναι αλήθεια ότι μόνο ο Franz Brentano υπήρξε τόσο τολμηρός ώστε να υποστηρίξει μια τέτοια θέση, η οποία αντικρούστηκε πειστικά από τον Zeller και άλλους – αλλά και στο πρόβλημα του κατά πόσον ο Θεός, σύμφωνα με τη Μεταφυσική, διαθέτει αντικειμενική γνώση του κόσμου. Ξεκινώντας από τον Hegel, το ζήτημα αυτό προκάλεσε πληθώρα απαντήσεων, με σημαντικότερη ίσως εκείνη του Kosman,[46] για τον οποίο η έννοια της νόησις νοήσεως δεν σημαίνει απλώς μια αυτοαναφορική αυτοσυνείδηση, αλλά και την ανάγκη μιας προθετικής αναφοράς ad extra. Πρώτον, όμως, αυτή η αναφορά δεν είναι απλώς μια πράξη γνώσης –αντικειμενικής ή μη– αλλά μια πράξη αυτόματης ακτινοβολίας και μεταδόσεως ζωής. Δεύτερον, αυτή η αναφορά φαίνεται να αποτελεί μόνο μια εσωτερική απαίτηση της αριστοτελικής θεο-λογικής, προκειμένου η αυτο-νόηση/ενέργεια του Θεού να έχει ένα «ακροατήριο», έναν δεύτερο «πόλο», ώστε να μην είναι αυθαίρετη ή παράλογη – και όχι μια προθετική σχέση (αμοιβαία ή μη) με όντα που υπάρχουν εκτός Αυτού. Αυτό είναι το σημείο κατάρρευσης της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, και ακριβώς εδώ είναι το σημείο όπου ο Παλαμάς μπορεί να προχωρήσει πολύ πιο πέρα.

3

Για τον Παλαμά, οι άγιοι ενώνονται με τον Θεό, «γίνονται ένα μαζί του» [ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΧΑΡΙΝ. ΜΕΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ ΤΟΥ] Αν αυτό συμβαίνει «κατ’ οὐσίαν», θα οδηγούσε στον Μονοφυσιτισμό (δηλαδή σε σύγχυση κτιστών και ακτίστων οὐσιών)· αν συμβαίνει «καθ’ ὑπόστασιν», θα οδηγούσε, κατά τον Παλαμά, στον Σαβελλιανισμό (μία οὐσία σε πολλές ὑποστάσεις). Αυτό που απομένει είναι να επιτευχθεί η ένωση «κατ’ ἐνέργειαν».[47] Ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί αυτή η ένωση είναι ἀνάκρασις,[48] ένας όρος που δεν μεταφράζεται εύκολα στα αγγλικά· θα μπορούσε να αποδοθεί ως «σύμμειξη/ανάμειξη (commixture)», αν λάβουμε υπόψη το νόημα της ελληνικής λέξης, δηλαδή ότι τα στοιχεία που αναμειγνύονται παραμένουν ασύγχυτα, μολονότι ενοικούν το ένα μέσα στο άλλο. Ο Παλαμάς κατανοεί ακριβώς τη θεοποιό μέθεξη ως ἀνάκρασιν. [ΤΟΤΕ Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΙ;] Αυτό αποτελεί το υπαρξιακό περιεχόμενο της βαπτισματικής υἱοθεσίας (adoption) του ανθρώπου, εν Χριστώ, διά του Πνεύματος, όταν αυτή η υἱοθεσία αναπτύσσεται συνειδητά διά της χάριτος. Το σώμα και η ψυχή, στην απόλυτη ενότητά τους ως νους, επιθυμία και συναισθηματικότητα, γίνονται συναΐδια μέσα σε αυτή τη μεταμορφωτική ψυχοσωματική θέαση του ακτίστου φωτός[49]—η οποία είναι αυτό που τελικά ονομάζουμε ένωση με τον Θεό, μια κατάσταση όπου «ο άνθρωπος γίνεται φως, και βλέπει διά του φωτός, και βλέπει τον εαυτό του διά του φωτός, και ό,τι βλέπει είναι επίσης φως». Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία το εσχατολογικό καθεστώς της ανθρώπινης φύσης εν τω Θεώ φαίνεται να αρχίζει εδώ και τώρα, προκειμένου να ολοκληρωθεί στους έσχατους χρόνους. Αυτό μεταβάλλει επίσης την έννοιά μας περί ιστορικού γίγνεσθαι, το οποίο μπορεί έτσι να καταστεί ένα γίγνεσθαι δημιουργίας κοινού νοήματος, μιας δια-νοηματοσύνης (inter-meaningfulness).

Όμως, το σημαντικότερο στοιχείο της παλαμικής αντίληψης της θεώσεως, ως μεθεκτικής ἀνάκρασεως/αναβάσεως προς τον Θεό διά των θείων ενεργειών που φανερώνονται εν Χριστώ διά του Πνεύματος, είναι ο απολύτως σχεσιακός/κοινωνητικός χαρακτήρας της, πέρα από κάθε μονολογική αριστοτελική ή νεοπλατωνική θεία προθετικότητα. Οι ίδιες οι ενέργειες είναι «σχεσιακές και μεθεκτικές»[50] (δηλαδή διαλογικές ως αναλογικές, για δύο απολύτως συνδεδεμένους λόγους)[ΑΥΤΑ ΛΕΕΙ ΚΑΙ Ο ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΕΝ ΘΕΩΝΕΙ ΥΙΟΘΕΤΕΙ. ΟΠΩΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ]

Για τον Παλαμά, ακολουθώντας τον Διονύσιο και τον Μάξιμο, αυτό οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι οι θείες προόδοι/μεθέξεις/λόγοι, ως εκφράσεις της θείας αγαπητικής βουλήσεως, συνδέονται βαθύτατα με την έννοια της ἀναλογίας.[ΑΥΤΟ ΟΦΕΙΛΕΤΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΕΡΜΑ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΞΕΤΕ. ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΕΙΣΑΓΕΙ Ο ΒΑΡΛΑΑΜ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ SUMMUM BONUM ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ] Πρόκειται για έναν όρο που δηλώνει έναν βαθύ διάλογο συνέργειας, ή καλύτερα συν-ενέργειας, διότι για τους παραπάνω συγγραφείς η αναλογία δεν αναφέρεται σε ομοιότητα οὐσιών αλλά σε ανάλογη δράση μεταξύ διαφορετικών παραγόντων, προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση.[51] Έτσι, η θεία ενέργεια, ως μεθεκτή έκφραση της θείας βουλήσεως, είναι διαλογική, με την έννοια ότι καλεί σε ενεργητική και δραστική ανταπόκριση εκ μέρους εκείνων που τη δέχονται. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος κατανόησης των ενεργειών ως διαλογικών/συν-ενεργητικών γεγονότων αναλογικής μεθέξεως ή, με τους όρους που χρησιμοποιούμε εδώ, ως γεγονότων δημιουργίας κοινού νοήματος—ή, ακόμη καλύτερα, δια-νοηματοσύνης—μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Με τον όρο δια-νοηματοσύνη (ο οποίος αποτελεί ίσως μια όχι απολύτως ακριβή αγγλική απόδοση του ελληνικού όρου δι-εννοημάτωσις που έχω κατά νου), θέλω να δηλώσω ακριβώς αυτή τη συν-ενεργητική διαδικασία δημιουργίας νοήματος, τόσο θεϊκού όσο και ανθρώπινου, από τον αγαπώντα Θεό και τον ανταποκρινόμενο άνθρωπο από κοινού, αρχικά χάριν της προσωπικής ζωής κάθε ανθρώπου· από την άλλη πλευρά, πρόκειται επίσης για την προσφορά του Θεού να «νοηματοδοτηθεί» από τον άνθρωπο και να γίνει ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ—δηλαδή ένας Θεός που σέβεται και διατηρεί την ανθρώπινη ετερότητα, χωρίς να τη διαλύει ή να την απορροφά.

Ο δεύτερος τρόπος κατανόησης των ενεργειών και, μέσω αυτών, της μετοχής, ως αναλογικής/διαλογικής συν-ενέργειας δια-νοηματοσύνης, συνδέεται άμεσα με τον πρώτο. Και αυτός αφορά εκ νέου τον σχεσιακό τους χαρακτήρα, όπως αυτός εκφράζεται τελικά στον εκκλησιακό/κοινωνητικό πυρήνα της παλαμικής κατανόησης της μετοχής. Αν η ενέργεια υπάρχει μόνο ως αναλογική συν-ενέργεια, τότε αυτή η συν-ενέργεια δεν αφορά μόνον την κάθετη σχέση με τον Θεό, αλλά και την οριζόντια σχέση αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε δια-νοηματοσύνη μεταξύ των κτισμάτων. Ο Γρηγόριος αποκλείει κάθε ενδεχόμενο μιας απλώς διανοητικής, αναλογικής ανόδου ή νοηματοδότησης προς τον Θεό, διότι για εκείνον κάτι τέτοιο είναι απλώς φαντασιακό. Κάθε πραγματική άνοδος προς τον Θεό μπορεί να συμβεί μόνο διά της χάριτος/ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, εν Χριστώ, και μόνον ως προαγωγή αμοιβαίας και όχι ατομικής νοηματοσύνης· και αυτό σημαίνει, με τα λόγια του Παλαμά, ότι ο άνθρωπος οφείλει να φέρει μαζί του «κάθε είδους κτίσμα, καθώς ο ίδιος μετέχει σε όλα και είναι επίσης ικανός να μετέχει σε Εκείνον που βρίσκεται υπεράνω των πάντων, ώστε να ολοκληρωθεί η εἰκών τοῦ Θεοῦ».[52]

Σε αυτό το αξιοσημείωτο χωρίο, η οριζόντια μετοχή καθίσταται απόλυτη προϋπόθεση της κάθετης.[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΕΝΔΥΜΑ ΣΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ. ΘΑ ΣΕ ΠΕΤΑΞΟΥΝ ΕΞΩ ΚΑΥΜΕΝΕ. ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΥ] Σε μεταφυσικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι μόνο μέσα στη διαδικασία πραγματώσεως της εκκλησιακής, διαλογικής/αναλογικής, συνεργητικής κοινωνίας και νοηματοσύνης μπορεί να επιτευχθεί η άνοδος προς τον Θεό. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ιδιωτικής ή σολιψιστικής γλώσσας ή νοήματος ενώπιον του Θεού· και επιπλέον, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα «ατομικής» θεωρίας του ακτίστου φωτός ή μετοχής στις θείες ενέργειες (δηλαδή μετοχής σε οποιαδήποτε διαδικασία δια-νοηματοσύνης με τον Θεό) χωρίς ταυτόχρονη πρόοδο σε μια ομοούσια, διαλογική περιχώρηση/δια-νοηματοσύνη όλων των άλλων όντων μέσα μου. Με άλλα λόγια, ο απόλυτος δρόμος προς τη θέα του Θεού είναι η διαλογική πραγμάτωση μιας αυθεντικής εκκλησιακής κοινωνίας ως δια-νοηματοσύνης· για παράδειγμα, μέσω της αμοιβαίας προσευχής, της φιλίας και της ευχαριστιακής μνήμης. Αν οι άλλοι δεν μπορούν να βρουν το νόημά τους μέσα μου, με τους τρόπους που μόλις αναφέρθηκαν, τότε είναι αδύνατο για μένα «να δω το θείο φως» (δηλαδή το τελικό θείο νόημα του γίγνεσθαι-εν-κοινωνία όλων των όντων εν Πνεύματι) και να εισέλθω σε ένωση με τον Θεό. Για να καταστεί η πράξη μου συν-ενέργεια/διάλογος/δια-νοηματοσύνη με τον Θεό, οφείλει να λαμβάνει χώρα ως συν-ενέργεια/διάλογος/δια-νοηματοσύνη με τον άλλον και με «κάθε είδους κτίσμα». Γι’ αυτό και για τον Παλαμά, όπως διαβάζουμε στην Ομολογία του (§7), η Ευχαριστία —την οποία ο ίδιος ονομάζει επίσης κοινωνία και σύναξη όλων των κτισμάτων— τοποθετείται υπεράνω κάθε άλλης εκκλησιαστικής δραστηριότητας, διότι ακριβώς στην Ευχαριστία συντελείται η διπλή αναλογία αυτής της δια-νοηματοσύνης/διαλογικής συν-ενέργειας.

ΕΙΝΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ Η ΠΛΑΝΗ ΚΑΙ Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ. Η "ΟΥΣΙΑ" ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. ΟΙ BODY BUILDERS ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΥΝ ΑΣΠΡΑ ΑΥΓΑ, ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ. Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ. ΘΕΛΟΥΝ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΕΟΣΣΟΥ. ΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΥΝΟΥΧΟΥ.

Σημειώσεις

17 Βλ. το άρθρο μου «Striving for Participation: Palamite Analogy as Dialogical Syn-energy and Thomist Analogy as Emanational Similitude», στο Divine Essence and Divine Energies. Ecumenical Reflections on the Presence of God in Eastern Orthodoxy, επιμ. C. Athanasopoulos & C. Schneider (Cambridge: J. Clarke, 2013), 122–148.

18 Against Acindynus, 1, 4, 10· 1, 7, 15–16· 2, 20, 97–98.

19 To Dionysius, 8. Όλες οι μεταφράσεις των παλαμικών κειμένων είναι δικές μου.

20 Against Acindynus, 2, 10, 37–53.           21 Ό.π., 2, 10, 37–53.

22 Ό.π., 4, 5, 7–9.                                        23 Ό.π., 2, 16, 73.

24 Ό.π., 4, 9, 21.                                          25 Theophanes, 9.

26 Triads, 3, 2, 24.                                        27 Chapters 150, 97–98.

28 Theophanes, 17.

29 Against Acindynus, 2, 17, 86· 2, 14, 63· 3, 13, 42.

30 Ό.π., 5, 27, 114.                                     31 Ό.π., 5, 26, 110.

32 Ό.π., 3, 7, 17.                                         33 Ό.π., 3, 5, 11.

34 Βλ., π.χ., To Athanasius of Cyzicus, 22.

35 Against Acindynus, 1, 7, 30.

36 Against Acindynus, 1, 8, 22· 3, 13, 48.

37 Triads, 3, 1, 9.

38 Dialogue Between Orthodox and Varlaamite, 26.

39 Aryeh Kosman, «Aristotle’s Prime Mover», στο Self-Motion. From Aristotle to Newton, επιμ. M.L. Gill & J.C. Lennox (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1994), 135–153.

40 Enrico Berti, «Unmoved Movers as Efficient Causes in Metaphysics Λ6», στο Aristotle’s Metaphysics Lambda, επιμ. M. Frede & D. Charles (Οξφόρδη: Clarendon Press, 2000), 181–206.

41 Βιβλίο 12, κεφ. 6, στη μετάφραση του W.D. Ross.

42 Ό.π.                                                     43 Ό.π.

44 Ό.π.                                                     45 Βιβλίο 12, κεφ. 9, στη μετάφραση του W.D. Ross.

46 Aryeh Kosman, «Metaphysics Λ9: Divine Thought», στο Aristotle’s Metaphysics Lambda, επιμ. M. Frede & D. Charles (Οξφόρδη: Clarendon Press, 2000), 307–326.

47 Against Acindynus, 3, 14, 51.             48 Ό.π., 2, 9, 28· 5, 4, 11.

49 Ό.π., 2, 3, 50.                                     50 Against Acindynus, 1, 3, 6.

51 Βλ. το έργο μου Eucharistic Ontology, κεφ. 6, §3.

52 Against Acindynus, 7, 11, 36.

Συνεχίζεται