Λάζαρος Λαζάρου
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Η λεβέντικη γραφίδα της μνήμης
[Αλήθεια, Επιφυλλίδες, 28 Δεκ 2025, σ.18]
Λάζαρος Λαζάρου
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Η λεβέντικη γραφίδα της μνήμης
[Αλήθεια, Επιφυλλίδες, 28 Δεκ 2025, σ.18]
[ΑΝΕΥ, τχ. 96, φθινόπωρο 2025. σελ. 50]
Δεν μπορείς, καθώς ακουμπάς βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, παρά να σταματήσεις έστω για λίγο, για να θαυμάσεις την εξωτερική τους εμφάνιση. Να απολαύσεις την αισθητική τους. Ο Νίκος είναι πολυτάλαντος, και κομμάτι από το ταλέντο του αποτυπώνεται κάθε φορά και στα βιβλία του. Εξακολουθώ να μιλώ για την όψη του βιβλίου. Μάστορας καθώς είναι στη φωτογραφική και στην εικόνα γενικά, αντιμετωπίζει το αντικείμενο «βιβλίο» με στοργή σαν ένα παιδί δικό του. Με μάτια και με χέρια το κανακεύει, ωσότου εξέλθει της πύλης του τυπογραφείου, αλλά και πέραν αυτής. Δεν ξέρω αν είναι πολύ εύκολο ή πολύ δύσκολο το έργο του τυπογραφείου μαζί του, σίγουρα όμως δεν θα είναι κάτι από τα ίδια, τα συνηθισμένα.
Ας προχωρήσω όμως στα ενδότερα. Διάβασα το βιβλίο όχι μόνο μια φορά, και πήρα και πολλές σημειώσεις. Ο λόγος ήταν γιατί το διάβασμά του συνέπεσε με φάσεις επεξεργασίας του νέου μου βιβλίου «Θησαύρισμα». Διαφορετική η φύση του δικού μου βιβλίου (μελέτη) από το «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (μυθιστόρημα) του Χατζημιχαήλ. Κοινό σημείο το ότι κάποια πρόσωπα και πράγματα του μυθιστορήματος καλύπτονταν με κάποιον τρόπο και στο δικό μου έργο. Έτσι εξηγούνται και οι σημειώσεις και το διάβασμά του δυο φορές, αλλά και το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απόκτηση και το διάβασμα του έργου ίσαμε σήμερα, που γράφω για το βιβλίο. Αυτά όμως τα εισαγωγικά δεν ενδιαφέρουν παρά μόνο εμένα κι ίσως και τον συγγραφέα του μυθιστορήματος, τον οποίο θα μπορούσα να καταστήσω κοινωνό και μόνο μ’ ένα επιστολικό δελτάριο.
Προχωρώ γιατί ο στόχος μου είναι ευρύτερος. Να προσεγγίσω κι αυτόν που έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά και πιθανόν νέο αναγνώστη ή γενικά βιβλιόφιλο.
Πολλές φορές οι παρουσιαστές βιβλίων ή κριτικοί χρησιμοποιούν, για να εντυπωσιάσουν, όρους βαρύγδουπους και «ανακαλύπτουν» στα βιβλία πράγματα που οι συγγραφείς οι ίδιοι ούτε φαντάστηκαν ούτε και είχαν πρόθεση, βέβαια, να εκφράσουν. Στο δικό μου κείμενο ούτε όροι ηχηροί θα χρησιμοποιηθούν ούτε θα επιδιωχθεί ανακάλυψη καινοφανών όψεων και πραγμάτων. Και τούτο επειδή, εκτός άλλων λόγων, ο ίδιος ο συγγραφέας φρόντισε στο «Επιμύθιον» να διατυπώσει τις σκέψεις και προθέσεις του γι’ αυτό που είχε στο νου του να συνθέσει με το υλικό που είχε συγκεντρώσει.
Σχεδίαζε να γράψει -αντιγράφω τα δικά του λόγια– «αν ήταν δυνατό ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας» (σ. 260). Όσον αφορά το αποτέλεσμα γράφει πάλι ο ίδιος: «Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους» (σ. 261).
Σύμφωνα με τις προθέσεις του, το έργο που δημιούργησε είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο αποτυπώνονται πραγματικά γεγονότα, που εκτυλίσσονται στην Κύπρο, και σε μεγάλο μέρος τους ειδικότερα στην Καρπασία, στα πρώτα 40 περίπου χρόνια της αγγλοκρατίας, με περιγραφές, οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία μυθοπλασίας, αντλημένα από την οικογενειακή παράδοση, όπως διασωζόταν από συγγενείς και συγχωριανούς. Εκείνο που καθιστά το συγκεκριμένο έργο μυθιστόρημα ιστορικό κι όχι ένα Χρονικό είναι οι χαρακτήρες που μορφοποιούνται σ’ αυτό, με προεξάρχοντα εκείνον του Παπαγιάννη, γύρω από τον οποίο πλέκεται η όλη ιστορία. Αλλιώς, το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Χρονικό για τον Κόσμο της Κύπρου ή της Καρπασίας έστω της περιόδου 1879-1922, αφού ακόμη και τα λεγόμενα στοιχεία μυθοπλασίας είναι κατά το πλείστον στο βάθος τους πληροφορίες πολιτικές, γεωγραφικές, λαογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές.
Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πέρα από τις λογοτεχνικές του αρετές, και για το γεγονός ότι μέσα απ’ αυτό αναδεικνύεται μια μορφή από τις ελάσσονες, όχι, δηλαδή, προβεβλημένη και γνωστή, «αιρετική» εν πολλοίς, που έδρασε στα μεταβατικά χρόνια από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία. Κι αυτό το πρόσωπο έτυχε να είναι προπάππος του συγγραφέα από τη μητέρα του, πράγμα που έδωσε την ώθηση στον συγγραφέα να συγκεντρώσει τις σκόρπιες κουβέντες του οικογενειακού περιβάλλοντος, να ερευνήσει και μελετήσει σε βάθος τα πού και πότε και πώς και γιατί των πραγμάτων, και με πολλή αγάπη και μεράκι να μετουσιώσει το υλικό του σε έργο λογοτεχνικό.
Ο κεντρικός ήρωας, λοιπόν, είναι ο Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο Παπαγιάννης, άλλως Παπασπάθας, ιερέας του χωριού Βασίλι της Καρπασίας. Πατέρας του ήταν ο καλοφωνάρης Παπαθεόδουλος και μάνα του κόρη του καδή Χατζηλοΐζου από την Αμμόχωστο. Έμαθε γράμματα στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου στην Αμμόχωστο. Νυμφεύτηκε τη Ρουμπίνη, μια όμορφη συγχωριανή του με καμπόση περιουσία, που προστέθηκε στην επίσης μεγάλη δική του, η οποία πέθανε στη γέννα της, χαρίζοντάς του μια κόρη, τη Μαρία. Η ζωή του κυλούσε στο χωριό του και στη γύρω περιοχή, στα κτήματα και τις καλλιέργειές του, καβάλα στον Πήγασό του πεταγόταν κάποτε στο Βαρώσι για διάφορες δουλειές και για να δει τους προύχοντες συγγενείς του της γνωστής οικογένειας Λουίζου, να τους συμβουλευθεί για κάτι που τον απασχολούσε ή να συμμετάσχει σε χαρές και λύπες τους. Δεν παρέλειπε να επισκέπτεται και το καφενείο στην Αγία Ζώνη, καθώς και το χάνι, όπου μάθαινε και πολλά τρέχοντα νέα, αλλά και το σπίτι του κουμπάρου του, όπου καμιά φορά διανυκτέρευε κιόλας. Στη Λευκωσία ελάχιστες φορές χρειάστηκε να πάει, όχι, βέβαια, με τον Πήγασο, αλλά με άμαξα, είτε για να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο για τα παραπτώματα και την τιμωρία του, όπως θα δούμε, είτε για να συμμετάσχει στην ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄. Γυρνώντας πίσω στα του Βαρωσιού και στις επισκέψεις και διανυκτερεύσεις στου κουμπάρου του, σημειώνω πως αυτά έδωσαν τροφή για σχόλια γύρω από την ερωτική ζωή του, η οποία εμπλουτίστηκε με πιο σταθερό δεσμό στο χωριό του με την Αρχοντού, με την οποία απέκτησε και μια κόρη.
Ηγετική φυσιογνωμία, αναγνωριζόταν ως τέτοια και από τους συντοπίτες του και όχι μόνο. Έλεγαν πως είχε επιρροή, πως ο λόγος του είχε βάρος, πως έτυχε να σώσει κόσμο μέχρι και από την κρεμάλα και πως είχε, με τις γητειές και τις εν γένει γιατρικές του, απτά θεραπευτικά αποτελέσματα. Είχε τη γνώμη τη δική του και δεν δίσταζε να παίρνει θέση σε διάφορα σημαντικά θέματα που απασχολούσαν τον δημόσιο βίο, κάποτε απέναντι στη δεσπόζουσα θέση της προϊσταμένης αρχής, που στην περίπτωσή του, ως κληρικού, ήταν η εκκλησιαστική ιεραρχία. Η στάση του αυτή σε συγκεκριμένο θέμα, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, είχε σοβαρές συνέπειες. Και κοντά στην εν λόγω απειθαρχία η θέση του επιβαρύνθηκε και από κάποιες ερωτικές του παρανομίες, υπαρκτές ή καθ’ υποψία, μη αποδεκτές προπάντων για έναν ιερωμένο.
Από τα τρία σημαντικά δημόσιου ενδιαφέροντος θέματα της περιόδου που καλύπτει το βιβλίο (εκλογές για το Νομοθετικό το 1891, αρχιεπισκοπικό 1900-1910 και Ενωτικό Ψήφισμα 1921) το πρώτο, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ήταν το μείζον. Ήταν εκεί που η στάση του Παπασπάθα αμφισβητήθηκε και κτυπήθηκε λυσσαλέα, επειδή ακριβώς υποστήριξε την υποψηφιότητα του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ για τη θέση μέλους του Νομοθετικού στην επαρχία Αμμοχώστου, θέση που, βάσει του υφιστάμενου τότε Συντάγματος, ανήκε στους μη Οθωμανούς, δηλαδή τους Έλληνες. Η στάση αυτή, όπως έχει ήδη λεχθεί, ήταν αντίθετη με την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας και της πλειοψηφίας του λαού, που θεωρούσαν προδοσία την απώλεια μιας από τις εννιά έδρες που αναλογούσαν στους Έλληνες (τρεις ήταν για τους Οθωμανούς και έξι για τους επισήμους) και κατά συνέπεια τη διατάραξη της ούτως ή άλλως ετεροβαρούς ισορροπίας μεταξύ των δυο πλευρών, αφού επί ισοψηφίας (με τη συνήθη σύμπραξη κυβερνητικών και Οθωμανών) τη νικώσα είχε ο Αρμοστής.
Γιατί όμως ο ήρωάς μας τήρησε αυτή τη στάση, που τον έφερε σε αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ιεραρχία του στοίχισε χυδαίες ύβρεις, προπηλακισμούς, τον χαρακτηρισμό του ως Ιούδα Ισκαριώτη και προδότη της πατρίδας, και την τιμωρία του με αργία από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα; Ο λόγος ήταν γιατί νοιαζόταν για την πρόοδο και την προκοπή της κοινότητάς του, της Καρπασίας και της Κύπρου γενικότερα, και πίστεψε, με βάση την ως τότε δράση του Γιαγκ και τις εξαγγελίες των Άγγλων τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους, πως θα έφερναν νέον αέρα προόδου στον τόπο. Μετά από την τουρκική κακοδιοίκηση και βαρβαρότητα, τη διακυβέρνηση αναλάμβανε λαός ευρωπαϊκός, ανεπτυγμένος. Ανέτελλε νέα εποχή που γεννούσε προσδοκίες για καλύτερες μέρες, που όμως γρήγορα φάνηκε πως δεν έρχονταν. Ακολούθησε η διάψευση, η ματαίωση, η απογοήτευση.
Συνέχεια της εκλογικής διαδικασίας υπήρξε η δίκη στο Τρίκωμο, που καταλαμβάνει αρκετές σελίδες, και όπου, όπως ήταν φυσικό, παρών ως μάρτυρας ήταν κι ο Παπαγιάννης. Η δίκη έγινε γιατί ο Γιαγκ κίνησε αγωγή για την ακύρωση της εκλογής των Λιασίδη και Σιακαλή, με το σκεπτικό ότι υπήρξε γενικός εκφοβισμός του λαού και διαφθορά για την καταπολέμηση της υποψηφιότητας Γιαγκ και την προώθηση εκείνης των Λιασίδη και Σιακαλή. Το δικαστήριο επέβαλε πρόστιμα στον μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο Παπαδόπουλο και στον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο και επιμερισμό των εξόδων της δίκης, εκτός από τους προαναφερθέντες, και στους ανθυποψηφίους του Γιαγκ.
Έκφανση του διχασμού, των κομματικών παθών υπήρξε και το δεκάχρονο αρχιεπισκοπικό, στο οποίο και πάλι ο Παπαγιάννης έλαβε μέρος, υποστηρίζοντας τον εκλεγέντα τελικά Κύριλλο Παπαδόπουλο, στην ενθρόνιση του οποίου ήταν παρών ως ένας από τους αντιπροσώπους.
Αξιοσημείωτο γεγονός που έχει άμεση σχέση με τον ήρωά μας ήταν η επίσκεψή του στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, ο οποίος και ήρε την αργία, η οποία ως τότε τον βάραινε.
Με τα προλεχθέντα έχει σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα ως μιας δυναμικής ηγετικής μορφής, πείσμονος, που όχι σπάνια βάδιζε έξω από την πεπατημένη ή την οδό που θα ανέμενε κανείς από έναν ιερωμένο. Αρκεί να αναφερθούν οι ερωτικές του σχέσεις, και το θέμα της αργίας του, που δεν έγινε μόνο στην περίπτωση Γιαγκ. Προηγήθηκε το γεγονός ότι πάντρεψε τον συγγενή του Ευαγγέλη με τη Μαρίτσα την περίοδο της σαρακοστής. Δεν ήταν άγιος, αλλά εκ του κόσμου τούτου, γήινος που δεν τον απασχολούσαν αυτού του τύπου ηθικά διλήμματα. Αν μέναμε όμως μόνο σ’ αυτές τις πλευρές της προσωπικότητάς του, θα τον αδικούσαμε, όσο κι αν και μόνο μ’ αυτές συγκεντρώνει την κατανόηση και την αγάπη μας. Μπορεί να ήταν εριστικός, ήταν όμως επίσης τρυφερός, όπως αποδεικνύεται σε πλείστες όσες περιπτώσεις, και άνθρωπος της προσφοράς, αφού προσέφερε από τη δική του περιουσία για την ανέγερση μεγαλύτερης εκκλησιάς και σχολείου στο χωριό του.
Με γλώσσα λιτή, αλλά καλοδουλεμένη, ακολουθώντας ευθύγραμμη διήγηση ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τα γεγονότα και ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα κυρίως, και με απλές πινελιές αποτυπώνει πρόσωπα και πράγματα από τον περίγυρο του βασικού ήρωα, τόσο τον στενό όσο και τον ευρύτερο. Με άλλα λόγια θεωρητικά ο μικρόκοσμος του Παπαγιάννη εντάσσεται στο όλο, αλλά στην πράξη ο φακός του συγγραφέα κατά κανόνα εστιάζει στο μέρος, στα έργα και τις ημέρες του Παπασπάθα, και τα μείζονα γεγονότα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο ως φόντο, ωσάν σχόλια στα δρώμενα του παπά.
Εντυπωσιακά στοιχεία στο βιβλίο είναι ο στρωτός, άμεσος και στρογγύλος λόγος και η επιμονή στη λεπτομέρεια. Η προσπάθεια του συγγραφέα να μην αφήνει μετέωρες τις πληροφορίες του, αλλά να τις τεκμηριώνει, δίνοντας εξηγήσεις για τα πάντα, διέτρεχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι αποσκοπούσε στην αναζήτηση παραγεμισμάτων, που θα επιτελούσαν ρόλο συγκολλητικό ανάμεσα στα διάφορα συμβάντα, και θα δημιουργούσαν την εντύπωση ότι αποτελούσαν στοιχεία εμβόλιμα. Είναι αλήθεια πως στις πλείστες περιπτώσεις κερδίζει τον αναγνώστη η απολύτως εξακριβωμένη εγκυρότητα των πληροφοριών που παρατίθενται και δεν ενοχλεί η ύπαρξη ακόμη και κάποιων ασήμαντων πληροφοριών (π.χ. μακρακιστές, Κύρος Ιωαννίδης, Γεωργιάδης Σαμψών, που πάει να γίνει γιατρός, λεπτομέρειες από το Έλλις Φαουντέισιον), που θα μπορούσαν ίσως να λείπουν χωρίς να ζημιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο το έργο.
Με λόγο άμεσο, όπως έχουμε ήδη πει, χωρίς δολιχοδρομίες και αχρείαστους υπαινιγμούς, που δεν συνάδουν, άλλωστε με το ύφος και ήθος του κεντρικού ήρωα, χωρίς τεχνικές περίτεχνες ούτε καν την απλή της αναδρομής (flashback), ο συγγραφέας αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία κεντά σ’ ένα καμβά, όπου αποτυπώνονται προσωπικότητες της Κύπρου πολιτικές και εκκλησιαστικές, απλοί άνθρωποι, τόποι και χωριά, ζώα και φυτά, εκκλησιές και μοναστήρια, πανηγύρια, καφενεία και χάνια, μέσα μεταφοράς, ασχολίες των ανθρώπων, τρόποι διασκέδασης, πάθη και εγκλήματα, αρχαιότητες και σκεύη της εποχής, ένας κόσμος ζωντανός, ο κόσμος της Κύπρου μιας συγκεκριμένης εποχής.
Με αυτό το υλικό, και με σύνεργα τη μαστοριά του ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κατόρθωσε να αποκρυσταλλώσει ένα έργο, λογοτεχνικό και ιστορικό εν ταυτώ, που διαβάζεται εύκολα, ευχάριστα και προσπορίζει στον αναγνώστη αισθητική συγκίνηση και ψυχική ικανοποίηση.
3/9/2025
Ο Νίκος Παναγιώτου είναι γνωστός ως συγγραφέας, εκπαιδευτικός, ερευνητής και γενικά εργάτης του πνεύματος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1941. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκαμε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών απ' όπου πήρε τον τίτλο Master of Arts στη διοίκηση καλλιτεχνικών οργανισμών. Κατέχει επίσης διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καθώς και δίπλωμα δημοσίων σχέσεων από το International Correspondence Schools του Λονδίνου. Υπηρέτησε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, ως λειτουργός εκδόσεων του υπουργείου Παιδείας και ως λειτουργός και διευθυντής της Μορφωτικής Υπηρεσίας του ίδιου υπουργείου, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2001. Υπηρέτησε επίσης ως διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη.
1878:
το νέο αφεντικό της Κύπρου είναι η Αγγλία. Η αλλαγή αυτή σκόρπισε χαρά και
ελπίδες στον ελληνικό πληθυσμό, γιατί πίστεψε πως ο τόπος θ’ αποκτούσε,
επιτέλους, τη λευτεριά του. Οι Έλληνες του νησιού, με την άφιξη των Άγγλων
έθεσαν αμέσως το ζήτημα της Ένωσης με την Ελλάδα και προσδοκούσαν ότι πολύ
σύντομα το όνειρό τους θα γινόταν πραγματικότητα. Στη συνέχεια όμως, φάνηκαν οι
προθέσεις των νέων αφεντάδων: δεν είχαν καμιά διάθεση να το συζητήσουν και
δήλωσαν με έμφαση ότι στην Κύπρο ήρθαν για να μείνουν. Στην αρχή έδειξαν ένα
φιλικό κάπως πρόσωπο, ύστερα όμως, η στάση τους άλλαξε. Όσο το ελληνικό
στοιχείο διεκδικούσε με διάφορους τρόπους την εθνική του αποκατάσταση τόσο
αυτοί γίνονταν όλο και πιο φιλότουρκοι, πιο σκληροί και επέβαλλαν αβάσταχτους
φόρους.
Σε ένα μικρό χωριό της Καρπασίας, ένας
νεαρός ιερέας προσπαθεί να επιβιώσει μετά από ένα τρομερό και απροσδόκητο
χτύπημα της μοίρας. Γκρεμίζεται ο ουρανός στο κεφάλι του. Αναστατώνεται η ζωή
του. Γίνεται άλλος άνθρωπος, νευρικός, απότομος και συμπεριφέρεται σκληρά σε
δικούς του και ξένους. Έρχεται σε σύγκρουση ακόμα και με την ανώτατη
εκκλησιαστική αρχή∙ δυο φορές τον τιμωρούν με αργία γιατί θεωρούν απαράδεκτες
τις ερωτικές του δραστηριότητές του.
Οι Άγγλοι παραχωρούν ένα μικρό αλλά
ελεγχόμενο βήμα ελευθερίας, το Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Άγγλος λοχαγός Αρθούρος
Γιαγκ, επιτυχημένος ως Διοικητής της Αμμοχώστου, εκμεταλλεύεται ένα παράθυρο
του νόμου και υποβάλλει υποψηφιότητα για το Νομοθετικό Συμβούλιο. Οι Έλληνες
Κύπριοι αυτή την ενέργεια την εκλαμβάνουν ως τέχνασμα για να τους αφαιρέσουν
μια βουλευτική έδρα, ξεκινούν εκστρατεία εναντίον του και πετυχαίνουν να μην
εκλεγεί. Ο Γιαγκ δεν το αποδέχεται και τους οδηγεί σε δίκη, γιατί σε πολλά μέρη
της περιφέρειάς του, την ημέρα της ψηφοφορίας, είχαν γίνει επεισόδια. Ο κόσμος
διχάζεται. Ο νεαρός ιερέας υποστηρίζει τον Γιαγκ, αλλά χαρακτηρίζεται ως
προδότης της πατρίδας από συμπατριώτες του, που δεν συμφωνούσαν μαζί του.
Εμπλέκεται στη δίκη, που κράτησε εφτά μέρες, τη μεγαλύτερη δίκη που έγινε ποτέ
επί αγγλοκρατίας, ως ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας.
Σε λίγα χρόνια πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος
αλλά η κομματική παρέμβαση δίχασε πάλι τον κόσμο και μέχρι να γίνει κατορθωτή η
διαδοχή χρειάστηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο ιερέας κατορθώνει να επιβιώσει,
λαμβάνοντας το μέρος του ενός υποψηφίου ως ένας εκ των εξήντα εκλεκτόρων, που
τελικά τον εξέλεξαν ως Αρχιεπίσκοπο. Όμως, αλλεπάλληλες απίστευτες διπλές και
τριπλές οικογενειακές τραγωδίες ταράζουν τη ζωή του.
Η κακή αγγλική διοίκηση, με το μπέρδεμα
που πέτυχαν με τις εισηγήσεις τους για νέες καλλιέργειες, οι ανομβρίες, η
ακρίδα και άλλα κακά που χτύπησαν τον τόπο έφεραν πραγματική πείνα, που οδήγησε
σε ομαδικό ρεύμα μετανάστευσης και ο τόπος άρχισε να ερημώνεται. Ακόμα κι ο
Νικόλας, ο γιος του Χατζημιχαήλ του κτηματία γείτονα τού ιερέα, μεταναστεύει
και αντιμετωπίζει αμέτρητες δυσκολίες για πολλές μέρες στο αμπάρι του
ατμόπλοιου «Πατρίς», με το οποίο ταξιδεύει στην Αμερική κι ακόμα χειρότερες στη
ζωή του στα ξένα.
Ο τυφοειδής πυρετός και η ευλογιά θερίζουν
στα χωριά τους και χτυπά ανελέητα τις δύο οικογένειες…
[ο Φιλελεύθερος, 15 Δεκεμβρίου 2025, Κυπριακή πεζογραφία, σελ. 27]
Το μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν
τα πουλιά» αποτελεί το πιο φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο συγγραφικό εγχείρημα του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, έως τώρα. Πρόκειται για ιστορική αναδίφηση σε
συγκεκριμένη εποχή έχοντας σε πρώτο πλάνο το γενεαλογικό δέντρο του συγγραφέα
και τη ζωή των προπατόρων του. Το έργο τοποθετείται χρονολογικά στα πρώτα
αποικιοκρατικά χρόνια μέχρι και το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 20ου
αιώνα. Κεντρικό θέατρο των δρωμένων η γενέτειρα του Ν.Ν.Χ., το κατεχόμενο χωριό
Βασίλι της επαρχίας Αμμοχώστου, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Κεντρικό πρόσωπο
στο βιβλίο ο προ-προπάππος του συγγραφέα Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο
περιπετειώδης βίος του και η γεμάτη αρχές και ιδανικά πολιτεία του.
Το όλο
έργο είναι γραμμένο σε γλώσσα γλαφυρή, παραστατική, έμπλεη συναισθημάτων και
λυρισμού. Εξάλλου, σε αυτό το ύφος μάς έχει συνηθίσει ο Ν.Ν.Χ. και στις τρεις
συλλογές διηγημάτων του που έχουν προηγηθεί: «Η κόρη του δραγουμάνου», «20
διηγήματα» και «Φυσορρόος», το 2003, το 2014 και το 2019, αντιστοίχως. Η
αφήγηση των δρωμένων, αν και εξόχως ενδιαφέρουσα είναι γραμμική, επίπεδη και με
χρονολογική σειρά. Δηλαδή, δεν υπάρχουν χρονικά σκαμπανεβάσματα, αναμνήσεις,
αναπολήσεις ή και εξιστόρηση πρωθύστερων γεγονότων. Αυτό, κατά την ταπεινή μου
άποψη, αδικεί τόσο τον κεντρικό μύθο όσο και το κεντρικό του πρόσωπο. Ο
αναγνώστης δεν αιφνιδιάζεται, δεν εκπλήσσεται, αν και το ενδιαφέρον του
παραμένει αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Χρονολογικές μετατάξεις,
παραλληλισμοί με πιο σύγχρονες εποχές, ίσως κάποιοι υπαινιγμοί επί τούτου,
θεωρώ πως θα ενίσχυαν εμφανώς τη συνολική αισθητική αξία του έργου. Μια αξία,
που επαναλαμβάνω, ουδόλως αμφισβητώ.
Ο
Παπαγιάννης, ως ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι μια πλήρης,
μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα από την αρχή. Ένας στέρεος, στιβαρός χαρακτήρας
με βούληση, με αρχές, με αγωνιστικό πνεύμα, με φιλοπονία, ευαισθησία αλλά και
δυναμισμό. Τον παρακολουθούμε να δοκιμάζεται σκληρά και ως πατριώτης αλλά και
ως οικογενειάρχης. Αντιμετωπίζει με παρρησία τόσο τα σκληρά κτυπήματα της
μοίρας, όσο και τους προπηλακισμούς, τους αφορισμούς, τη διαπόμπευση για τη
στάση του στα κοινά, εκκλησιαστικά και πολιτικά. Δεν λυγίζει ποτέ και μέχρι το
βαθύ γήρας υπηρετεί αυτό που θεωρεί ιερό, σωστό και δίκαιο. Πάντοτε δε οι
πράξεις του συνάδουν με τα λόγια του.
Πιστεύω
πως το όλο έργο βρίσκεται στις παρυφές του ιστορικού μυθιστορήματος, τις οποίες
βέβαια, θα μπορούσε να ξεπεράσει και να μπει στα ενδότερα του συγκεκριμένου
λογοτεχνικού είδους. Αυτό θα γινόταν κατορθωτό αν οι αναφορές στη θέσπιση και
λειτουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου από τους Άγγλους αποικιοκράτες ήταν
λιγότερο ακροθιγείς, περισσότερο αναλυτικές και εμπεριστατωμένες. Τα ίδια
ισχύουν και για το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα και τη μακρά αντιπαλότητα γύρω από
αυτό. Πιστεύω πως η εκτενής καταγραφή της δικαστικής διαδικασίας που αφορούσε
την προσφυγή του Άγγλου Διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ για ακύρωση των
εκλογών, θα μπορούσε να λάβει μικρότερη έκταση και με λιγότερες λεπτομέρειες
για μαρτυρίες που, ούτως ή άλλως, επαναλαμβάνονται. Αυτό θα μπορούσε να αποβεί
επωφελές ούτως ώστε να φωτιστούν καλύτερα τα του Νομοθετικού Συμβουλίου και τα
του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, που ταλαιπώρησε την πατρίδα μας για μια
δεκαετία.
Για να
μην μείνω μόνο στις παρατηρήσεις, θεωρώ πως το κοινωνικό ζήτημα της μαζικής
μετανάστευσης στην Αμερική, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φωτίζεται με
αισθητική επάρκεια, αλλά και με πληρότητα όσον αφορά την ουσία του φαινομένου.
Το ίδιο αξιομνημόνευτη βρίσκω και την περιγραφή των αλλαγών στην αγροτική ζωή
της ευρύτερης περιοχής Καρπασίας και τη στροφή προς την καπνοκαλλιέργεια. Το
γεγονός επέφερε σημαντικές αλλαγές στον κοινωνικό ιστό αλλά και στο γεωργικό
επάγγελμα.
Ο
συγγραφέας, με άδολη αγάπη μικρού παιδιού, με συγκίνηση και νοσταλγία, αναφέρεται
με ζεστά και φωτεινά χρώματα στο χωριό Βασίλι και τις γύρω κοινότητες, το
Λεονάρισσο, τη Βουκολίδα, τον Άγιο Αντρόνικο, τη Γαλάτεια, τη Γιαλούσα, το
Μπογάζι κλπ. Αυτός ο πατριδολατρικός νόστος είναι διάχυτος και στα λογοτεχνικά
έργα του Ν.Ν.Χ. που έχουν προηγηθεί.
Ο ακραία
διχαστικός λόγος και η κατάταξη όσων δεν συμβάδιζαν με το ρεύμα στην κατηγορία
των προδοτών της πατρίδας κατατρύχει τη φυλή μας στους αιώνες. Ο Παπαγιάννης
χαρακτηρίστηκε Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας μόνο και μόνο διότι
είδε με συμπάθεια την υποψηφιότητα Γιαγκ για το Νομοθετικό Συμβούλιο και
εμπιστεύτηκε το όραμά του για την πρόοδο και την ευημερία της Αμμοχώστου και
της Καρπασίας.
Ο
Παπαγιάννης κινδύνεψε να καταστεί θύμα βιαιοπραγίας γι’ αυτή του τη στάση και
η ρετσινιά του προδότη τον κατάτρεχε για χρόνια και τον συνέθλιβε ψυχικά. Πόσες
και πόσες φορές δεν είδαμε να επαναλαμβάνεται αυτό το σενάριο στη σύγχρονη
κυπριακή ιστορία; Πόσες και πόσες φορές δεν αφορίζουμε την άλλη άποψη
χαρακτηρίζοντας την προδοσία; Πιστεύω πως ο συγγραφέας, έμμεσα και υπαινικτικά,
θα μπορούσε, έστω ακροθιγώς, να θίξει τη μοιραία διαχρονικότητα αυτής της
κατάρας που μαστίζει την ελληνική φυλή.
Ο Ν.Ν.Χ. σωστά αναδεικνύει το πνευματικό κληροδότημα του Παπαγιάννη στο τέλος του βιβλίου, που δεν είναι κάτι άλλο πέρα από τον ανθρωπισμό, τη δοτικότητα, την αλληλεγγύη και τον αλτρουισμό του. Το υλικό του κληροδότημα, που δεν ήταν βέβαια αμελητέο, ήταν μια εκκλησία κι ένα σχολείο στο χωριό Βασίλι. Αυτό συμβαίνει πάντα, όταν συνάδουν τα λόγια με τις πράξεις.
Κλείνοντας εκφράζω την πεποίθηση ότι το μυθιστόρημα του Ν.Ν.Χ. κέρδισε το στοίχημα τόσο από πλευράς νοηματικού φόρτου όσο και από πλευράς αισθητικού κάλλους. Ως εκ τούτου, καταλαμβάνει αξιοσημείωτη θέση στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία.
* Ο Γιώργος Φράγκος είναι ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.
Το μυθιστόρημα Όταν σωπάσαν τα πουλιά, προϊόν ενδελεχούς έρευνας -μελέτης αρχείων, συλλογής πληροφοριών από προφορικές μαρτυρίες, καταγραφής προσωπικών βιωμάτων- εμπλουτίζει με θαυμαστό τρόπο την Μικροϊστορία (Ιστορία από Κάτω) -επιστημονική κοινωνική Ιστορία- με λογοτεχνική μαεστρία. Επί παραδείγματι, πώς και πόσο επηρέασαν τη ζωή των απλών ανθρώπων τρεις μάστιγες, η ανομβρία, οι ακρίδες και η βαρύτατη φορολογία -οθωμανικό χαράτσι που κληροδότησαν οι Οθωμανοί στους Άγγλους κατακτητές. Oι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων, δεν θα παραδίδονταν στους νεοτέρους με τόση ευαισθησία και σοβαρότητα, αν ο πολυγραφότατος Έλληνας Κύπριος συγγραφέας Ν.Ν-Χ. δεν είχε εγκύψει με τόση στοργή επάνω στην καθημερινότητα των Κυπρίων μιας εποχής και μιας κοινωνίας που ανεπιστρεπτί παρήλθε.
Τομές στους χαρακτήρες των ηρώων, και ζωντάνεμα της καθημερινής ζωής στην επαρχία Αμμοχώστου των αρχών του 20ου αι., επιτυγχάνει ο συγγραφέας-αφηγητής. Ακολουθεί με θαυμαστό και ευρηματικό τρόπο την τεχνοτροπία της εποχής του λογοτέχνη και διανοούμενου Κωνσταντίνου Θεοτόκη –ταξινομώντας το έτσι στην κατηγορία των ηθογραφιών. Ο συγγραφέας αντλεί από βιώματα και ανεξίτηλες αναμνήσεις του ιερέα προπάππου του. Αρχές της Αγγλοκρατίας στην Αμμόχωστο με τις μάταιες ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου για ελευθερία αναπτερωμένες -«οι πολιτισμένοι Άγγλοι δεν είναι οι βάρβαροι Οθωμανοί»- και ματαιωμένες στο τέλος.
Ο χωρο-χρόνος διαγράφεται σποραδικά σε όλη την έκταση της αφήγησης, διασώζοντας τοπωνύμια, μνήμες και μνημεία: Βαρώσι, Καρπασία, Τρίκωμο, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μοναστήρι Αποστόλου Αντρέα, Παναγία η Κανακαριά -βαρύτατη πολιτιστική κληρονομιά, που έχει ήδη παραχαραχτεί από τους κατακτητές. Η τοπική διάλεκτος -αν και οι διάλογοι στο γλωσσικό ιδίωμα, όπως συνηθίζεται στις ηθογραφίες, απουσιάζουν-αποτυπώνεται με πλήθος γλωσσικά στοιχεία που έχουν ήδη λησμονηθεί, με την αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι αγροτικοί πληθυσμοί βίαια διωγμένοι από την πατρώα γη καταφεύγουν στα αστικά κέντρα ξεσπιτωμένοι, πρόσφυγες. Αναφορές στην κυπριακή διάλεκτο αναδύονται στην αφήγηση του συγγραφέα στη ζωή των προγόνων του και καταμαρτυρούν την ελληνικότητα της Κύπρου. Ο Ν.Ν-Χ. -γεννημένος ο ίδιος κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι.- κρατά στη μνήμη του πληθώρα λαογραφικών στοιχείων τα οποία και καταγράφει: τους νερόμυλους, την καρέτα του παππού, τις τσαγκαροποδίνες, τον κοριποστάτη, τη λάμπα πετρελαίου. Ακόμα και εδέσματα σπάνια για λεχώνες αναφέρει: πουργουρόσουπα και κουλουράκια λεχουζούθκια -είδη διατροφής που χάθηκαν στον χρόνο. Διάσπαρτα τα ελληνικά/χριστιανικά ονόματα Αμμοχωστιανών: Αρχοντού, Ρουμπίνη, Ευαγγέλης, Μιρτής, Δημητρός, Λιασίδης, Σιακαλλής, Εμφιετζής. Η πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσι) καταγράφεται ως Βαρώσια και οι πρώτοι μήνες του καλοκαιριού ως Πρωτογιούνης και Δευτερογιούνης. Ενισχύει σημαντικά την επιστήμη της λαογραφίας της Κύπρου το μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Παπαγιάννης, ο επιλεγόμενος Παπασπάθας -με το άλογό του τον Πήγασο- ιερέας στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Μορφή επιβλητική, ηγετική. Με άξονα τα δεινά της πατρίδας -κοινωνικά και εθνικά- επιχειρούνται τομές στον χαρακτήρα του ιερέα προγόνου του συγγραφέα, καθώς ξεδιπλώνονται οι σελίδες και η πλοκή του μυθιστορήματος. Εν είδει βιογραφικού ημερολογίου του ιερέα εκτυλίσσεται το κοινωνικό μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ., με έντονη σκιαγράφηση του κεντρικού ήρωα του, μέσα από τη ζωή και δράση του οποίου καταγράφονται καίρια ιστορικά γεγονότα: από τον έναν κατακτητή στον άλλον η Κύπρος το 1878, οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο στην Κύπρο -ένα είδος βουλής, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1878, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διοίκησης του νησιού από τους Βρετανούς, καθώς επίσης το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910 και το πρώτο Ενωτικό Δημοψήφισμα της 25η Μαρτίου του 1921. Ο Παπαγιάννης, φλογερός πατριώτης, πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία. Χαρακτηριστικά λέει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια, θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Τον διέψευσαν τα γεγονότα τον Παπαγιάννη –στο τέλος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα, αναλαμβάνει δράση ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων.
Η στοχοθετημένη αφήγηση του Ν.Ν-Χ. στο τελευταίο του μυθιστόρημα αποκαλύπτει λάθη και πάθη των ηρώων αναδεικνύοντας τις αρετές αλλά και τα ελαττώματα του λαού της Κύπρου που έχτισαν, μέσα από αντίξοες συνθήκες, κοινωνίες με συλλογική συμπεριφορά και δράση που πέτυχαν την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στο νησί της Ανατολικής Μεσογείου. Τέλος, δεν μπορεί να παραληφθεί ο διδακτικός-παραινετικός χαρακτήρας του έργου. Ο ερευνητής-συγγραφέας, συνειδητά επιχειρεί και θαυμάσια το επιτυγχάνει να νουθετήσει τις νέες γενιές, παραδίδοντας τους ατόφια την παράδοση και την ιστορία του τόπους τους, μέσα από τις αληθινές ιστορίες πραγματικών προσώπων.
Ἦταν πραγματικὰ ἕνα παράξενο πλάσμα ποὺ σίγουρα εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ κάποιο παραμύθι. Ζοῦσε σ’ ἕνα σπιτάκι, ἐκεῖ ποὺ τελειώνει τὸ δάσος καὶ ξεκινᾶ μιὰ ἀπέραντη κοιλάδα, ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τὶς παρυφὲς τοῦ Πενταδάκτυλου. Τὸ περιεχόμενο τοῦ φτωχικοῦ της σπιτιοῦ λιτό. Τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἐπιβιώσει: ἕνα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδὴ τρεῖς τέσσερεις σανίδες ἑνωμένες καὶ τέσσερα χαμηλά στρογγυλὰ πόδια, μιὰ κρεμαστὴ ξύλινη κατασκευή, στὴν ὁποία φύλαγε τὸ τυρὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο φαγώσιμο τῆς ἔδιναν, κὶ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ποὺ εἶχε μόνιμα ἐπάνω μιὰ λάμπα πετρελαίου. Στὸν τοῖχο ἦταν μιὰ τετράγωνη ἐσοχή-εἰκονοστάσι κι ἐκεῖ μέσα φύλαγε ἕνα καὶ μοναδικὸ παλιὸ εἰκόνισμα, τὴν Ἁγία Ρόδη, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἀμυδρὰ ἀπὸ τὸ φυτιλάκι ποὺ ἔκαιγε στὸ λάδι μιᾶς πράσινης κοντόχοντρης καντήλας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκόμα ἕνα ἀποξηραμένο κρίνο, ἀπὸ τὸν ἐπιτάφιο, μερικὰ φυτίλια κι ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἡ ἐσοχὴ καλυπτόταν μὲ ἕνα εἰδικὸ κουρτινάκι ποὺ χωριζόταν στὰ δύο, ἀπὸ τὴ βάση τοῦ κεντημένου σταυροῦ ὣς κάτω. Κανένας δὲν γνώριζε γιατί εἶχε προτιμήσει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ σπιτάκι, μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν εἶχε συγγενεῖς· οὔτε στενοὺς οὔτε μακρινούς. Κανένας δὲν γνώριζε ἀπὸ ποῦ ἦρθε, κάποιοι μόνο ἔλεγαν πὼς ἦταν Μικρασιάτισσα, μὰ δὲν τὸ ἔλεγαν μὲ σιγουριά, ὑπόθεση ἔκαναν. Ὅλοι ὅμως γνώριζαν τ’ ὄνομά της, γιατί ἦταν ἡ μόνη ἐρώτηση, στὴν ὁποία ἀπαντοῦσε ἀμέσως: Χατζηροδοῦ.
Ἡ φήμη της ἔφτανε καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ χωριά τῆς περιοχῆς· ἦταν ἡ Χατζηροδοῦ, ἡ ποιήτρια, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν αὐτὸ κοροϊδευτικά. Τὴν ἀποκαλοῦσαν ποιήτρια, γιατὶ πραγματικὰ ἦταν ποιήτρια. Κάθε πρωὶ ξεκινοῦσε γιὰ μιὰ περιοδεία στὰ γύρω χωριά, ποὺ διαρκοῦσε μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Καὶ κάθε μέρα ἀκολουθοῦσε διαφορετικὴ διαδρομή. Ὄχι γιὰ νὰ ζητιανέψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ποιήματά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυπωμένα βιβλία ἢ φυλλάδες· ἦταν ποιήματα ποὺ ἔφτιαχνε καὶ ἀπάγγελλε ἐπιτόπου μετὰ ἀπὸ παραγγελία. Ξεκινοῦσε τὸ πρωῒ μὲ ἀργὸ σταθερὸ βῆμα καὶ γύριζε τὸ ἀπόγευμα στὸ φτωχικό της, πλήρως ἱκανοποιημένη.
Μόλις τὴ βλέπαμε νὰ ξεπροβάλλει στὸ δρομάκι πρὸς τὸ σπίτι μας, τρέχαμε σὰν ἀστραπὴ νὰ προλάβουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ πάρουμε δεκάρες ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ μπουρό, ποὺ ἔβαζαν γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα. Ὅταν πλησίαζε ἀρκετά, χαιρετοῦσε τραγουδιστά. Ἂν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δίπλα της καθόταν, μὰ ἡ ἐπίσκεψή της δὲν διαρκοῦσε καὶ πολύ· μόνο ὅσο χρειαζόταν, γιὰ νὰ ταιριὰξει μερικὰ στιχάκια καὶ νὰ πάρει την ἀνταμοιβή της.
Βάζαμε τὴ δεκάρα στὸ χέρι ποὺ ἔτρεμε, καὶ λέγαμε μιὰ λέξη, συνήθως τὸ ὄνομά μας ἢ μιὰ δύσκολη πολυσύλλαβη ἢ κάτι ποὺ βλέπαμε μπροστά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταίριαζε τοὺς στίχους. Αὐτὴ ἀνεβοκατέβαζε τὸ χέρι μερικὲς φορές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν τσέπη της γιὰ νὰ κρύψει μέσα τὸ νόμισμα καὶ ὁ χρόνος μερικῶν δευτερολέπτων ποὺ μεσολαβοῦσε τῆς ἦταν ἀρκετός γιὰ νὰ συντάξει τὸ ποίημά της, ποὺ τὸ ἔλεγε χωρὶς κομπασμό. Ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ τῆς βάζω τὶς πιὸ δύσκολες λέξεις ποὺ γνώριζα, μὰ γι’ αὐτὴν ποτὲ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ δυσκολία. Στὴ στιγμὴ τὴ συνταίριαζε μὲ ἄλλες γιὰ νὰ ὁμοιοκαταληκτεῖ. Κάποτε ποὺ τῆς εἶχα βάλει στὸ χέρι μιὰ δεκάρα καὶ πρόφερα τὸ δικό της ὄνομα, αὐτὴ χωρὶς χρονοτριβὴ μᾶς ἀπάγγειλε τὴ σύνθεσή της:
Εἶμαι μόνη μου στὸν κόσμο καὶ μὲ λὲν ΧατζηροδούνΣτὸ σπιτάκι της δίπλα ἔκτισαν στὴ μνήμη της ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι κι ἔβαλαν μέσα τὴν εἰκόνα ποὺ βρῆκαν στὸ φτωχικό της. Εἶναι γνωστὸ σὰν τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ρόδης τῆς ποιήτριας, μὰ τώρα, δυστυχῶς, μετὰ τὴ βάρβαρη εἰσβολὴ στὸ νησί, μόνο κάποια ἐρείπια ὑπάρχουν. Χάθηκε καὶ ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει σὲ ποιό σαλόνι στὴν Εὐρώπη ἢ στὴν Ἀμερικὴ θὰ βρίσκεται, ὡς διαλεχτὸ καὶ μοναδικὸ ἀπόκτημα, ὅπως τόσα ἄλλα κλεμμένα μας.