28 Δεκ 2025

ΛΑΖΑΡΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ: Η ΛΕΒΕΝΤΙΚΗ ΓΡΑΦΙΔΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Image

Λάζαρος Λαζάρου

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Η λεβέντικη γραφίδα της μνήμης

[Αλήθεια, Επιφυλλίδες, 28 Δεκ 2025, σ.18]


Διαβάζω την τελευταία πρό­ταση του ανά χείρας βιβλίου του Νίκου Νικολάου-Χα­τζημιχαήλ «20 διηγήματα» (εκδό­σεις Κάρβας, 2014, επιμέλεια Θ. Πυλαρινού) και το κλείνω, μαζί και τα μάτια μου. Μέσα στο βλέμμα μου, χωρίς να βλέπω, έχω ολόκληρη την Αμμόχωστο με τα γραφικά της χωριουδάκια όπως το Βασίλι, ο γε­νέθλιος τόπος του συγγραφέα. Ξα­νανοίγω τα μάτια μου κι είμαι βαθιά πεπεισμένος πως ο Χατζημιχαήλ γράφει, για να μην ξεχάσει τη γη του. Γράφει για τον νόστο της επι­στροφής, για τους ανθρώπους και τη φύση εκείνου του τόπου. Είμαι ακόμα βέβαιος για τη λυρική του ικανότητα, τις καθαρές του προτά­σεις, την ικανότητά του να αναπα­ριστά τα γεγονότα μέσα από γλαφυρές εικόνες. Κι όλα αυτά γιατί είναι συγγραφέας της συγκίνησης. Μέσα από τα 20 του διηγήματα, ο Χατζημιχαήλ κάνει βουτιά στην παιδική του ηλικία, φωτίζει τα χρό­νια της αθωότητας, της σκληρής βιοπάλης μα και της αξιοπρεπούς φτώχειας. Έτσι, στις σελίδες των διηγημάτων ξαναζωντανεύει η οδός Δημοκρατίας, το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη», η καφετέρια «Μποκάτσιο» (διήγημα «Επιστροφή στην ευτυχία»), ο πατέρας του ο μάστρο Μιχάλης («Η καρδερίνα γύρισε»), ο θείος Πέτρος («Ξέρεις ποδήλα­το;»), ο Τζον Λούης («Ο γητευτής των μυρμηγκιών»), ο Φώταρος με τα ξόβεργα των μελισσοφάγων («Τα πουλιά κλαίνε»), ο Σώζος και η Ζαλιχέ («Η γητεύτρα»), οι ιστο­ρίες του γέρο Κρίνου («Ο κρατήρας με τις εφτά λαβές»), το πρώτο σφύ­ριγμα («Η Ελβίρα»), ιστορίες που άκουγε μικρός («Οι Τσερκέζοι», «Η κόρνα», «Το θαύμα», «Ο άν­θρωπος με το πιδκιαύλιν»), η αντι­μετώπιση των φοβιών του συγγρα­φέα («Τέρας χωρίς κεφάλι», το μο­ναδικό παιχνίδι που παίξανε μόνο μια φορά («Η μαύρη μοτοσυκλέτα»), «Η γητεύτρα», «Η Λάμπουσα»), οι μηχανικές κατασκευές του φίλου του παππού του συγγραφέα («Το αεικίνητον»).

Υπάρχουν και 3 διηγήματα που ανα­φέρονται στα τραγικά γεγονότα της τουρκικής εισβολής. Το διήγημα «Το ενθυμητάριο» αναφέρεται στην αιχμαλωσία του πατέρα του συγ­γραφέα τον Αύγουστο του 1974, μέσα από τον συμβολισμό του κομ­πολογιού, φτιαγμένου από κουκού­τσια ελιάς, σαν αυτές τις λυσσα­σμένες που τον τάιζαν οι Τούρκοι τότε: «ένα ματωμένο κομπολόι από κουκούτσια της ευλογημένης ελιάς (...), ένα ενθυμητάρι, για να λει­τουργεί ως πυξίδα, για την ορθή πορεία της πατρίδας προς το μέλ­λον». Το διήγημα «Η κιθάρα» ανα­φέρεται στη συγκλονιστική επίσκεψη του γιου του πρόσφυγα στην πατρική του εστία, αντικρίζοντας το σκληρό πρόσωπο των εποίκων: «Η κιθάρα είναι δική μου τώρα» (...) «η «κουρτίνα» τραβήχτηκε και στα έκπληκτά του μάτια ξεδιπλώθηκε μια ελληνική σημαία. Πάγωσε. Τη σημαία την είχαν κάνει κουρτίνα».

Άφησα τελευταίο το διήγημα «Η πόλη όλη» που κατά τη γνώμη μου είναι το πιο συγκλονιστικό. Σε αυτό το διήγημα καταγράφονται οι δρα­ματικές στιγμές των Αμμοχωστιανών που προσπαθούσαν να γλιτώ­σουν από την τουρκική βαρβαρό­τητα, μέσα από τα μάτια ενός πα­παγάλου, του Κόκο, που υπήρχε στην πραγματικότητα και ήταν το σημείο αναφοράς του δημόσιου κήπου της πόλης. Έχω την εντύ­πωση πως ο Κόκο είναι η ίδια η πόλη της Αμμοχώστου, που αργό­τερα την περίφραξαν με συρματό­πλεγμα: «Έψαξε πόντο πόντο όλο το κλουβί, μήπως βρει μια χαρα­μάδα, μια τόση δα μικρή τρύπα, για να ξεφύγει από αυτή τη φυλακή». Με λόγο καθηλωτικό ο Χα­τζημιχαήλ αποτυπώνει το δράμα του παπαγάλου που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή, όπως την Αμ­μόχωστο σήμερα, συνειδητοποιών­τας πόσο ανατρεπτική είναι η ζωή: «Τώρα κατάλαβε πόσο γεμάτες ήταν οι μέρες του παλιά και πόσο άδεια ήταν η ζωή του τώρα». Κι όταν ο παπαγάλος καταφέρνει να αποδράσει από το κλουβί του, πετά περήφανος πάνω από την πόλη του μα η πραγματικότητα είναι σκληρή: «Μόνο γάτους είχε πια η πόλη, φί­δια, σκυλιά κι έναν παπαγάλο. Τι φρικτό! Απίστευτο». Όμως ο πα­παγάλος θα επιλέξει να μείνει εκεί για πάντα, όπως πάντα θα ελπίζουν οι πρόσφυγες στην επιστροφή τους, και θα το φωνάξει πολλές φορές: «Την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοος...».

Ο Χατζημιχαήλ με τον λυρισμό του, τη συγκινητική του γραφή και τη λεβεντιά του λόγου του αποδει­κνύει πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι κι ότι ισχύει η ρήση του Στάνισλαβ Γέρζυ Λετς πως «μπορούμε να κλεί­σουμε τα μάτια μας στην πραγμα­τικότητα, αλλά όχι στις αναμνήσεις».


 

22 Δεκ 2025

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

Image

Νίκος Παναγιώτου:
Όταν σωπάσαν τα πουλιά
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
εκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία 2024

[ΑΝΕΥ, τχ. 96, φθινόπωρο 2025. σελ. 50] 

Δεν μπορείς, καθώς ακουμπάς βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, παρά να σταματήσεις έστω για λίγο, για να θαυμάσεις την εξωτερική τους εμφάνιση. Να απολαύσεις την αισθητική τους. Ο Νίκος είναι πολυτάλαντος, και κομμάτι από το ταλέντο του αποτυπώνεται κάθε φορά και στα βιβλία του. Εξακολουθώ να μιλώ για την όψη του βιβλίου. Μάστορας καθώς είναι στη φωτογραφική και στην εικόνα γενικά, αντιμετωπίζει το αντικείμενο «βιβλίο» με στοργή σαν ένα παιδί δικό του. Με μάτια και με χέρια το κανακεύει, ωσότου εξέλθει της πύλης του τυπογραφείου, αλλά και πέραν αυτής. Δεν ξέρω αν είναι πολύ εύκολο ή πολύ δύσκολο το έργο του τυπογραφείου μαζί του, σίγουρα όμως δεν θα είναι κάτι από τα ίδια, τα συνηθισμένα.

Ας προχωρήσω όμως στα ενδότερα. Διάβασα το βιβλίο όχι μόνο μια φορά, και πήρα και πολλές σημειώσεις. Ο λόγος ήταν γιατί το διάβασμά του συνέπεσε με φάσεις επεξεργασίας του νέου μου βιβλίου «Θησαύρισμα». Διαφορετική η φύση του δικού μου βιβλίου (μελέτη) από το «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (μυθιστόρημα) του Χατζημιχαήλ. Κοινό σημείο το ότι κάποια πρόσωπα και πράγματα του μυθιστορήματος καλύπτονταν με κάποιον τρόπο και στο δικό μου έργο. Έτσι εξηγούνται και οι σημειώσεις και το διάβασμά του δυο φορές, αλλά και το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απόκτηση και το διάβασμα του έργου ίσαμε σήμερα, που γράφω για το βιβλίο. Αυτά όμως τα εισαγωγικά δεν ενδιαφέρουν παρά μόνο εμένα κι ίσως και τον συγγραφέα του μυθιστορήματος, τον οποίο θα μπορούσα να καταστήσω κοινωνό και μόνο μ’ ένα επιστολικό δελτάριο.

Προχωρώ γιατί ο στόχος μου είναι ευρύτερος. Να προσεγγίσω κι αυτόν που έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά και πιθανόν νέο αναγνώστη ή γενικά βιβλιόφιλο.

Πολλές φορές οι παρουσιαστές βιβλίων ή κριτικοί χρησιμοποιούν, για να εντυπωσιάσουν, όρους βαρύγδουπους και «ανακαλύπτουν» στα βιβλία πράγματα που οι συγγραφείς οι ίδιοι ούτε φαντάστηκαν ούτε και είχαν πρόθεση, βέβαια, να εκφράσουν. Στο δικό μου κείμενο ούτε όροι ηχηροί θα χρησιμοποιηθούν ούτε θα επιδιωχθεί ανακάλυψη καινοφανών όψεων και πραγμάτων. Και τούτο επειδή, εκτός άλλων λόγων, ο ίδιος ο συγγραφέας φρόντισε στο «Επιμύθιον» να διατυπώσει τις σκέψεις και προθέσεις του γι’ αυτό που είχε στο νου του να συνθέσει με το υλικό που είχε συγκεντρώσει.

Σχεδίαζε να γράψει -αντιγράφω τα δικά του λόγια– «αν ήταν δυνατό ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας» (σ. 260). Όσον αφορά το αποτέλεσμα γράφει πάλι ο ίδιος: «Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους» (σ. 261).

Σύμφωνα με τις προθέσεις του, το έργο που δημιούργησε είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο αποτυπώνονται πραγματικά γεγονότα, που εκτυλίσσονται στην Κύπρο, και σε μεγάλο μέρος τους ειδικότερα στην Καρπασία, στα πρώτα 40 περίπου χρόνια της αγγλοκρατίας, με περιγραφές, οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία μυθοπλασίας, αντλημένα από την οικογενειακή παράδοση, όπως διασωζόταν από συγγενείς και συγχωριανούς. Εκείνο που καθιστά το συγκεκριμένο έργο μυθιστόρημα ιστορικό κι όχι ένα Χρονικό είναι οι χαρακτήρες που μορφοποιούνται σ’ αυτό, με προεξάρχοντα εκείνον του Παπαγιάννη, γύρω από τον οποίο πλέκεται η όλη ιστορία. Αλλιώς, το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Χρονικό για τον Κόσμο της Κύπρου ή της Καρπασίας έστω της περιόδου 1879-1922, αφού ακόμη και τα λεγόμενα στοιχεία μυθοπλασίας είναι κατά το πλείστον στο βάθος τους πληροφορίες πολιτικές, γεωγραφικές, λαογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές.

Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πέρα από τις λογοτεχνικές του αρετές, και για το γεγονός ότι μέσα απ’ αυτό αναδεικνύεται μια μορφή από τις ελάσσονες, όχι, δηλαδή, προβεβλημένη και γνωστή, «αιρετική» εν πολλοίς, που έδρασε στα μεταβατικά χρόνια από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία. Κι αυτό το πρόσωπο έτυχε να είναι προπάππος του συγγραφέα από τη μητέρα του, πράγμα που έδωσε την ώθηση στον συγγραφέα να συγκεντρώσει τις σκόρπιες κουβέντες του οικογενειακού περιβάλλοντος, να ερευνήσει και μελετήσει σε βάθος τα πού και πότε και πώς και γιατί των πραγμάτων, και με πολλή αγάπη και μεράκι να μετουσιώσει το υλικό του σε έργο λογοτεχνικό.

Ο κεντρικός ήρωας, λοιπόν, είναι ο Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο Παπαγιάννης, άλλως Παπασπάθας, ιερέας του χωριού Βασίλι της Καρπασίας. Πατέρας του ήταν ο καλοφωνάρης Παπαθεόδουλος και μάνα του κόρη του καδή Χατζηλοΐζου από την Αμμόχωστο. Έμαθε γράμματα στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου στην Αμμόχωστο. Νυμφεύτηκε τη Ρουμπίνη, μια όμορφη συγχωριανή του με καμπόση περιουσία, που προστέθηκε στην επίσης μεγάλη δική του, η οποία πέθανε στη γέννα της, χαρίζοντάς του μια κόρη, τη Μαρία. Η ζωή του κυλούσε στο χωριό του και στη γύρω περιοχή, στα κτήματα και τις καλλιέργειές του, καβάλα στον Πήγασό του πεταγόταν κάποτε στο Βαρώσι για διάφορες δουλειές και για να δει τους προύχοντες συγγενείς του της γνωστής οικογένειας Λουίζου, να τους συμβουλευθεί για κάτι που τον απασχολούσε ή να συμμετάσχει σε χαρές και λύπες τους. Δεν παρέλειπε να επισκέπτεται και το καφενείο στην Αγία Ζώνη, καθώς και το χάνι, όπου μάθαινε και πολλά τρέχοντα νέα, αλλά και το σπίτι του κουμπάρου του, όπου καμιά φορά διανυκτέρευε κιόλας. Στη Λευκωσία ελάχιστες φορές χρειάστηκε να πάει, όχι, βέβαια, με τον Πήγασο, αλλά με άμαξα, είτε για να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο για τα παραπτώματα και την τιμωρία του, όπως θα δούμε, είτε για να συμμετάσχει στην ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄. Γυρνώντας πίσω στα του Βαρωσιού και στις επισκέψεις και διανυκτερεύσεις στου κουμπάρου του, σημειώνω πως αυτά έδωσαν τροφή για σχόλια γύρω από την ερωτική ζωή του, η οποία εμπλουτίστηκε με πιο σταθερό δεσμό στο χωριό του με την Αρχοντού, με την οποία απέκτησε και μια κόρη.

Ηγετική φυσιογνωμία, αναγνωριζόταν ως τέτοια και από τους συντοπίτες του και όχι μόνο. Έλεγαν πως είχε επιρροή, πως ο λόγος του είχε βάρος, πως έτυχε να σώσει κόσμο μέχρι και από την κρεμάλα και πως είχε, με τις γητειές και τις εν γένει γιατρικές του, απτά θεραπευτικά αποτελέσματα. Είχε τη γνώμη τη δική του και δεν δίσταζε να παίρνει θέση σε διάφορα σημαντικά θέματα που απασχολούσαν τον δημόσιο βίο, κάποτε απέναντι στη δεσπόζουσα θέση της προϊσταμένης αρχής, που στην περίπτωσή του, ως κληρικού, ήταν η εκκλησιαστική ιεραρχία. Η στάση του αυτή σε συγκεκριμένο θέμα, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, είχε σοβαρές συνέπειες. Και κοντά στην εν λόγω απειθαρχία η θέση του επιβαρύνθηκε και από κάποιες ερωτικές του παρανομίες, υπαρκτές ή καθ’ υποψία, μη αποδεκτές προπάντων για έναν ιερωμένο.

Από τα τρία σημαντικά δημόσιου ενδιαφέροντος θέματα της περιόδου που καλύπτει το βιβλίο (εκλογές για το Νομοθετικό το 1891, αρχιεπισκοπικό 1900-1910 και Ενωτικό Ψήφισμα 1921) το πρώτο, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ήταν το μείζον. Ήταν εκεί που η στάση του Παπασπάθα αμφισβητήθηκε και κτυπήθηκε λυσσαλέα, επειδή ακριβώς υποστήριξε την υποψηφιότητα του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ για τη θέση μέλους του Νομοθετικού στην επαρχία Αμμοχώστου, θέση που, βάσει του υφιστάμενου τότε Συντάγματος, ανήκε στους μη Οθωμανούς, δηλαδή τους Έλληνες. Η στάση αυτή, όπως έχει ήδη λεχθεί, ήταν αντίθετη με την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας και της πλειοψηφίας του λαού, που θεωρούσαν προδοσία την απώλεια μιας από τις εννιά έδρες που αναλογούσαν στους Έλληνες (τρεις ήταν για τους Οθωμανούς και έξι για τους επισήμους) και κατά συνέπεια τη διατάραξη της ούτως ή άλλως ετεροβαρούς ισορροπίας μεταξύ των δυο πλευρών, αφού επί ισοψηφίας (με τη συνήθη σύμπραξη κυβερνητικών και Οθωμανών) τη νικώσα είχε ο Αρμοστής.

Γιατί όμως ο ήρωάς μας τήρησε αυτή τη στάση, που τον έφερε σε αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ιεραρχία του στοίχισε χυδαίες ύβρεις, προπηλακισμούς, τον χαρακτηρισμό του ως Ιούδα Ισκαριώτη και προδότη της πατρίδας, και την τιμωρία του με αργία από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα; Ο λόγος ήταν γιατί νοιαζόταν για την πρόοδο και την προκοπή της κοινότητάς του, της Καρπασίας και της Κύπρου γενικότερα, και πίστεψε, με βάση την ως τότε δράση του Γιαγκ και τις εξαγγελίες των Άγγλων τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους, πως θα έφερναν νέον αέρα προόδου στον τόπο. Μετά από την τουρκική κακοδιοίκηση και βαρβαρότητα, τη διακυβέρνηση αναλάμβανε λαός ευρωπαϊκός, ανεπτυγμένος. Ανέτελλε νέα εποχή που γεννούσε προσδοκίες για καλύτερες μέρες, που όμως γρήγορα φάνηκε πως δεν έρχονταν. Ακολούθησε η διάψευση, η ματαίωση, η απογοήτευση.

Συνέχεια της εκλογικής διαδικασίας υπήρξε η δίκη στο Τρίκωμο, που καταλαμβάνει αρκετές σελίδες, και όπου, όπως ήταν φυσικό, παρών ως μάρτυρας ήταν κι ο Παπαγιάννης. Η δίκη έγινε γιατί ο Γιαγκ κίνησε αγωγή για την ακύρωση της εκλογής των Λιασίδη και Σιακαλή, με το σκεπτικό ότι υπήρξε γενικός εκφοβισμός του λαού και διαφθορά για την καταπολέμηση της υποψηφιότητας Γιαγκ και την προώθηση εκείνης των Λιασίδη και Σιακαλή. Το δικαστήριο επέβαλε πρόστιμα στον μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο Παπαδόπουλο και στον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο και επιμερισμό των εξόδων της δίκης, εκτός από τους προαναφερθέντες, και στους ανθυποψηφίους του Γιαγκ.

Έκφανση του διχασμού, των κομματικών παθών υπήρξε και το δεκάχρονο αρχιεπισκοπικό, στο οποίο και πάλι ο Παπαγιάννης έλαβε μέρος, υποστηρίζοντας τον εκλεγέντα τελικά Κύριλλο Παπαδόπουλο, στην ενθρόνιση του οποίου ήταν παρών ως ένας από τους αντιπροσώπους.

Αξιοσημείωτο γεγονός που έχει άμεση σχέση με τον ήρωά μας ήταν η επίσκεψή του στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, ο οποίος και ήρε την αργία, η οποία ως τότε τον βάραινε.

Με τα προλεχθέντα έχει σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα ως μιας δυναμικής ηγετικής μορφής, πείσμονος, που όχι σπάνια βάδιζε έξω από την πεπατημένη ή την οδό που θα ανέμενε κανείς από έναν ιερωμένο. Αρκεί να αναφερθούν οι ερωτικές του σχέσεις, και το θέμα της αργίας του, που δεν έγινε μόνο στην περίπτωση Γιαγκ. Προηγήθηκε το γεγονός ότι πάντρεψε τον συγγενή του Ευαγγέλη με τη Μαρίτσα την περίοδο της σαρακοστής. Δεν ήταν άγιος, αλλά εκ του κόσμου τούτου, γήινος που δεν τον απασχολούσαν αυτού του τύπου ηθικά διλήμματα. Αν μέναμε όμως μόνο σ’ αυτές τις πλευρές της προσωπικότητάς του, θα τον αδικούσαμε, όσο κι αν και μόνο μ’ αυτές συγκεντρώνει την κατανόηση και την αγάπη μας. Μπορεί να ήταν εριστικός, ήταν όμως επίσης τρυφερός, όπως αποδεικνύεται σε πλείστες όσες περιπτώσεις, και άνθρωπος της προσφοράς, αφού προσέφερε από τη δική του περιουσία για την ανέγερση μεγαλύτερης εκκλησιάς και σχολείου στο χωριό του.

Με γλώσσα λιτή, αλλά καλοδουλεμένη, ακολουθώντας ευθύγραμμη διήγηση ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τα γεγονότα και ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα κυρίως, και με απλές πινελιές αποτυπώνει πρόσωπα και πράγματα από τον περίγυρο του βασικού ήρωα, τόσο τον στενό όσο και τον ευρύτερο. Με άλλα λόγια θεωρητικά ο μικρόκοσμος του Παπαγιάννη εντάσσεται στο όλο, αλλά στην πράξη ο φακός του συγγραφέα κατά κανόνα εστιάζει στο μέρος, στα έργα και τις ημέρες του Παπασπάθα, και τα μείζονα γεγονότα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο ως φόντο, ωσάν σχόλια στα δρώμενα του παπά.

Εντυπωσιακά στοιχεία στο βιβλίο είναι ο στρωτός, άμεσος και στρογγύλος λόγος και η επιμονή στη λεπτομέρεια. Η προσπάθεια του συγγραφέα να μην αφήνει μετέωρες τις πληροφορίες του, αλλά να τις τεκμηριώνει, δίνοντας εξηγήσεις για τα πάντα, διέτρεχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι αποσκοπούσε στην αναζήτηση παραγεμισμάτων, που θα επιτελούσαν ρόλο συγκολλητικό ανάμεσα στα διάφορα συμβάντα, και θα δημιουργούσαν την εντύπωση ότι αποτελούσαν στοιχεία εμβόλιμα. Είναι αλήθεια πως στις πλείστες περιπτώσεις κερδίζει τον αναγνώστη η απολύτως εξακριβωμένη εγκυρότητα των πληροφοριών που παρατίθενται και δεν ενοχλεί η ύπαρξη ακόμη και κάποιων ασήμαντων πληροφοριών (π.χ. μακρακιστές, Κύρος Ιωαννίδης, Γεωργιάδης Σαμψών, που πάει να γίνει γιατρός, λεπτομέρειες από το Έλλις Φαουντέισιον), που θα μπορούσαν ίσως να λείπουν χωρίς να ζημιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο το έργο.

Με λόγο άμεσο, όπως έχουμε ήδη πει, χωρίς δολιχοδρομίες και αχρείαστους υπαινιγμούς, που δεν συνάδουν, άλλωστε με το ύφος και ήθος του κεντρικού ήρωα, χωρίς τεχνικές περίτεχνες ούτε καν την απλή της αναδρομής (flashback), ο συγγραφέας αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία κεντά σ’ ένα καμβά, όπου αποτυπώνονται προσωπικότητες της Κύπρου πολιτικές και εκκλησιαστικές, απλοί άνθρωποι, τόποι και χωριά, ζώα και φυτά, εκκλησιές και μοναστήρια, πανηγύρια, καφενεία και χάνια, μέσα μεταφοράς, ασχολίες των ανθρώπων, τρόποι διασκέδασης, πάθη και εγκλήματα, αρχαιότητες και σκεύη της εποχής, ένας κόσμος ζωντανός, ο κόσμος της Κύπρου μιας συγκεκριμένης εποχής.

Με αυτό το υλικό, και με σύνεργα τη μαστοριά του ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κατόρθωσε να αποκρυσταλλώσει ένα έργο, λογοτεχνικό και ιστορικό εν ταυτώ, που διαβάζεται εύκολα, ευχάριστα και προσπορίζει στον αναγνώστη αισθητική συγκίνηση και ψυχική ικανοποίηση.

3/9/2025

-----------------------
βιογραφικά

Ο Νίκος Παναγιώτου είναι γνωστός ως συγγραφέας, εκπαιδευτικός, ερευνητής και γενικά εργάτης του πνεύματος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1941. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκαμε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών απ' όπου πήρε τον τίτλο Master of Arts στη διοίκηση καλλιτεχνικών οργανισμών. Κατέχει επίσης διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καθώς και δίπλωμα δημοσίων σχέσεων από το International Correspondence Schools του ΛονδίνουΥπηρέτησε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, ως λειτουργός εκδόσεων του υπουργείου Παιδείας και ως λειτουργός και διευθυντής της Μορφωτικής Υπηρεσίας του ίδιου υπουργείου, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2001. Υπηρέτησε επίσης ως διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη. 

Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για τον Νίκο Παναγιώτου στον πιο κάτω σύνδεσμο:







 

17 Δεκ 2025

ΦΡΑΝΣΕΛΙΝΑ ΣΕΡΕΖΗ

Image
ΦΡΑΝΣΕΛΙΝΑ ΣΕΡΕΖΗ

Ο άνθρωπος, που έκανε λιγότερο δύσκολη και πολύ πιο ευχάριστη μια επιτυχημένη, λαμπρή πορεία, πολλών δεκαετιών, του φίλτατου Κώστα Σερέζη ως ανθρώπου της δημοσιογραφίας, των γραμμάτων και των Τεχνών, η αγαπημένη του Φρανσελίνα, η αγαπημένη της Γκαλερί ΑΡΓΩ της Κύπρου και της Αθήνας, δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένειά της. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τη σκεπάσει. Πιο κάτω το μήνυμα που έλαβα πριν λίγο από τον ίδιο:

Σήμερα Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου, τα χαράματα, η Φρανσελίνα έφυγε από κοντά μας, λίγες μέρες προτού συμπληρώσει τα 75 της χρόνια, ύστερα από λιγόμηνη νοσηλεία για καρκίνο. Τις τελευταίες στιγμές της ήταν στα χέρια της Αλέξιας, που ξαγρύπνησε πλάι της όλο το βράδυ. 

Θα την αποχαιρετήσουμε την Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι, από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών.


[Ο πίνακας είναι έργο του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, 1984, λάδι σε καμβά 65Χ 52 εκ.]

Ο φίλος Κώστας Σερέζης γράφει στο μήνυμά του:

Μέσα στην ταπείνωση του σώματος έζησα ακόμη πιο μεγάλη την αξιοπρέπεια της Φρανσελίνας. Κι αυτό είναι που θα τραβώ με καμάρι αλλά και με πίκρα αγιάτρευτη σ’ όλο το σύντομο υπόλοιπο της ζωής μου. Μέσα από τη δοκιμασία ανέδειξε για μια ακόμη φορά ποιος είναι ο άνθρωπος που έζησε πλάι μου για 50 χρόνια. Είναι η στερνή φορά που την έζησα προτού η παρουσία της μεταφερθεί πλέον στο χώρο της μνήμης. Αλλά πάντοτε θα είναι ζωντανή, όσο ζούμε οι δικοί της άνθρωποι, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.

Αντιμετώπισε τις δύσκολες περιπέτειες της υγείας της επί τέσσερις μήνες με θάρρος, με καρτερία, προπαντός με την πηγαία εκείνη ευγένεια που την χαρακτήριζε ως άνθρωπο στην καθημερινότητά της, ειλκικρινής, δοτική, γενναιόψυχη. Αν ο καρκίνος είχε πρόσωπο θα έπρεπε να ντρέπεται που ταλαιπώρησε έναν τέτοιον άνθρωπο.

Δυο μέρες πριν, είχαν έρθει από το Αμβούργο ο γιός μας οικογενειακώς και από τη Λεμεσό τ' αδέλφια της. Κάποια στιγμή είπε χθες το βράδυ στην Αλέξια, όταν ήταν μόνες: "Τώρα ήρθαν όλοι". Το ερμηνεύουμε σήμερα πως είναι σαν να έλεγε "Τώρα που ήρθαν όλοι είναι η ώρα να φύγω". Την πρώτη νύχτα που διανυκτέρευσα πλάι στο κρεβάτι της, για να υπάρχει μια παρουσία, εκτός από εκείνην των νοσηλευτριών, μου είπε, όταν το έμαθε: "Μην το κάνεις δεν θ' αντέξεις", χρησιμοποίησε μάλιστα πιο δυνατή έκφραση, θέλοντας να με αποτρέψει από μια κούραση που θα ενέτεινε επιπλέον τα προβλήματα υγείας μου. Μέσα στον πόνο της νοιαζόταν για τους άλλους. Ψυχούλα! Το υποκοριστικό της λέξης είναι από τρυφερότητα που διατυπώνεται, κανονικά θα πρέπει να είναι σε μεγέθυνση. Ήταν ανακούφιση για κείνην αλλά και για μένα, να της υγραίνω τα χείλη με νερό, που της το έδινα γουλιά-γουλιά... Φύλακας άγγελός της όμως ήταν η Αλέξια σε κάθε στιγμή. Όταν τη ρώτησα αν η ιδιωτική νοσοκόμα που κάλεσα ένα άλλο βράδυ ήταν εξυπηρετική, είπε με την αδύναμη πια φωνούλα της: "ναι αλλά πιο καλή είναι η Αλέξια". "Τώρα θα πιούμε νερό και θα πάμε", είπε χθες βράδυ αινιγματικά στην Αλέξια, και ίσως να είναι δηλωτικό του τέλους που το έβλεπε πλέον σε στιγμές. Λίγο μετά, μόνη της, τράβηξε το σωληνάκι από τη μύτη που ήταν ζωτικής σημασίας και επί δέκα λεπτά, πρού κλείσει οριστικά τα μάτια, την είχε με τα χέρια της στα χάδια η Αλέξια. "Η μαμά έφυγε όπως ήθελε· στα χέρια μου. Όπως με κράτησε στην πρώτη μου ανάσα, την κράτησα κι εγώ στην τελευταία της".
Μήνυμα της Αλέξιας που μου το έστειλε όταν εγκαταλείψαμε την κλινική του πόνου, όπου δεν ήταν δυνατόν να μιλήσουμε ήρεμα όταν βρεθήκαμε οι τρεις μας μέσα στην οδύνη του χαμού, έστω κι αν ήταν αναμενόμενος, έστω κι ήρθε ως λύτρωση. Προηγήθηκε από μένα ο Αλέξανδρος, λίγο μετά τη διαδικασία γνωμάτευσης του τέλους από τους γιατρούς. Το τέλος αγαπημένου προσώπου είναι σαν να αφαιρείς ένα κομμάτι από πάνω σου. Εδώ πρέπει να αναφέρω μαζί με τις ευχαριστίες μου τον διαπρεπή ογκολόγο της κλινικής "Άγιος Σάββας" Δημήτρη Τρυφωνόπουλο, ο οποίος είχε υπό τη επιστημονική και ανθρώπινη φροντίδα του τη Φρανσελίνα όλη αυτή την περίοδο. Συμπτωματικά η μητέρα του γιατρού, η Γιολάντα Τρυφωνοπούλου, ήταν η παιδίατρος που μεγάλωσε τα παιδιά μας ως την ενηλικίωσή τους. Κάποτε μάλιστα, στα χρόνια εκείνα, είχαν βρεθεί τα παιδιά μας μαζί του, σχεδόν συνομήλικα, κι έπαιξαν για λίγο. Παιγνίδια στο παιγνίδι της τύχης.

Από σήμερα κιόλας το σπίτι φαντάζει άδειο. Όσο κι αν ακούω παντού τα βήματά της, τον ψίθυρο της φωνής της, τη μουσική στην κλασική της διάσταση από το δορυφορικό πρόγραμμα, τις πρωινές της κουβέντες με την Αλέξια για την γκαλερί και για το τι θα κάνουν κάθε μέρα, τη γνώμη της για ό,τι έκανα, τη μυρουδιά από τα ανεπανάληπτα φαγητά της, την ευγενική της παρότρυνση να κάνω κάτι για πρόσωπα που αγαπούσε, μα πάνω απ' όλα για τη Δανάη της και τον Κωνσταντίνο της, τα εγγόνια της, τα οποία, μακριά όπως είναι στη Γερμανία τα λαχταρούσε πάντα, αλλά και για το τελευταίο εγγόνι της, την εφτάχρονη Βικτώρια. Στα χέρια της μεγάλωσε κι είναι πρόβλημα πως η μικρούλα, θα βιώσει την απουσία της, η οποία με άδεια της διεύθυνσης την επισκέφθηκε στην κλινική για να έχει το μικρό μας βλαστάρι την ύστατη εικόνα της.

Η Βικτώρια σ' ένα της σχέδιο προς τη γιαγιά της έκανε ένα ηφαίστειο που έβγαζε λάβα, η οποία στην κορυφή του βουνού είχε πάρει το σχήμα καρδιάς και η αφιέρωση με όσα γράμματα έμαθε ως τώρα: "λάβα καριά". 'Ετσι: "καριά", αντί "καρδιά".

Ίσως η λάβα της Βικτώριας να είναι η καλύτερη αφιέρωση όλων, με τον πιο ειλικρινή και αγνό τρόπο, προς τον άνθρωπό μας που έφυγε, αδειάζοντας την καρδιά μας.

Κώστας Σερέζης







Β' ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

Image

"ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
μυθιστόρημα
από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία
1879-1921



1878: το νέο αφεντικό της Κύπρου είναι η Αγγλία. Η αλλαγή αυτή σκόρπισε χαρά και ελπίδες στον ελληνικό πληθυσμό, γιατί πίστεψε πως ο τόπος θ’ αποκτούσε, επιτέλους, τη λευτεριά του. Οι Έλληνες του νησιού, με την άφιξη των Άγγλων έθεσαν αμέσως το ζήτημα της Ένωσης με την Ελλάδα και προσδοκούσαν ότι πολύ σύντομα το όνειρό τους θα γινόταν πραγματικότητα. Στη συνέχεια όμως, φάνηκαν οι προθέσεις των νέων αφεντάδων: δεν είχαν καμιά διάθεση να το συζητήσουν και δήλωσαν με έμφαση ότι στην Κύπρο ήρθαν για να μείνουν. Στην αρχή έδειξαν ένα φιλικό κάπως πρόσωπο, ύστερα όμως, η στάση τους άλλαξε. Όσο το ελληνικό στοιχείο διεκδικούσε με διάφορους τρόπους την εθνική του αποκατάσταση τόσο αυτοί γίνονταν όλο και πιο φιλότουρκοι, πιο σκληροί και επέβαλλαν αβάσταχτους φόρους.

      Σε ένα μικρό χωριό της Καρπασίας, ένας νεαρός ιερέας προσπαθεί να επιβιώσει μετά από ένα τρομερό και απροσδόκητο χτύπημα της μοίρας. Γκρεμίζεται ο ουρανός στο κεφάλι του. Αναστατώνεται η ζωή του. Γίνεται άλλος άνθρωπος, νευρικός, απότομος και συμπεριφέρεται σκληρά σε δικούς του και ξένους. Έρχεται σε σύγκρουση ακόμα και με την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή∙ δυο φορές τον τιμωρούν με αργία γιατί θεωρούν απαράδεκτες τις ερωτικές του δραστηριότητές του.

      Οι Άγγλοι παραχωρούν ένα μικρό αλλά ελεγχόμενο βήμα ελευθερίας, το Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Άγγλος λοχαγός Αρθούρος Γιαγκ, επιτυχημένος ως Διοικητής της Αμμοχώστου, εκμεταλλεύεται ένα παράθυρο του νόμου και υποβάλλει υποψηφιότητα για το Νομοθετικό Συμβούλιο. Οι Έλληνες Κύπριοι αυτή την ενέργεια την εκλαμβάνουν ως τέχνασμα για να τους αφαιρέσουν μια βουλευτική έδρα, ξεκινούν εκστρατεία εναντίον του και πετυχαίνουν να μην εκλεγεί. Ο Γιαγκ δεν το αποδέχεται και τους οδηγεί σε δίκη, γιατί σε πολλά μέρη της περιφέρειάς του, την ημέρα της ψηφοφορίας, είχαν γίνει επεισόδια. Ο κόσμος διχάζεται. Ο νεαρός ιερέας υποστηρίζει τον Γιαγκ, αλλά χαρακτηρίζεται ως προδότης της πατρίδας από συμπατριώτες του, που δεν συμφωνούσαν μαζί του. Εμπλέκεται στη δίκη, που κράτησε εφτά μέρες, τη μεγαλύτερη δίκη που έγινε ποτέ επί αγγλοκρατίας, ως ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας.

      Σε λίγα χρόνια πεθαίνει ο Αρχιεπίσκοπος αλλά η κομματική παρέμβαση δίχασε πάλι τον κόσμο και μέχρι να γίνει κατορθωτή η διαδοχή χρειάστηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο ιερέας κατορθώνει να επιβιώσει, λαμβάνοντας το μέρος του ενός υποψηφίου ως ένας εκ των εξήντα εκλεκτόρων, που τελικά τον εξέλεξαν ως Αρχιεπίσκοπο. Όμως, αλλεπάλληλες απίστευτες διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες ταράζουν τη ζωή του.

      Η κακή αγγλική διοίκηση, με το μπέρδεμα που πέτυχαν με τις εισηγήσεις τους για νέες καλλιέργειες, οι ανομβρίες, η ακρίδα και άλλα κακά που χτύπησαν τον τόπο έφεραν πραγματική πείνα, που οδήγησε σε ομαδικό ρεύμα μετανάστευσης και ο τόπος άρχισε να ερημώνεται. Ακόμα κι ο Νικόλας, ο γιος του Χατζημιχαήλ του κτηματία γείτονα τού ιερέα, μεταναστεύει και αντιμετωπίζει αμέτρητες δυσκολίες για πολλές μέρες στο αμπάρι του ατμόπλοιου «Πατρίς», με το οποίο ταξιδεύει στην Αμερική κι ακόμα χειρότερες στη ζωή του στα ξένα.

      Ο τυφοειδής πυρετός και η ευλογιά θερίζουν στα χωριά τους και χτυπά ανελέητα τις δύο οικογένειες…

     

      





 

15 Δεκ 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ για το μυθιστόρημα "ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

Image

 Γιώργος Φράγκος*
Νόστος 
με άδολη αγάπη μικρού παιδιού

[ο Φιλελεύθερος, 15 Δεκεμβρίου 2025, Κυπριακή πεζογραφία, σελ. 27]

 

Το μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» αποτελεί το πιο φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο συγγραφικό εγχείρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, έως τώρα. Πρόκειται για ιστορι­κή αναδίφηση σε συγκεκριμένη εποχή έχοντας σε πρώτο πλάνο το γενεαλογικό δέντρο του συγγραφέα και τη ζωή των προπατόρων του. Το έργο τοποθετείται χρονολογικά στα πρώτα αποικιοκρατικά χρόνια μέχρι και το τέλος της δεύτε­ρης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Κεντρικό θέατρο των δρωμένων η γενέτειρα του Ν.Ν.Χ., το κατεχόμενο χω­ριό Βασίλι της επαρχίας Αμμοχώστου, στη χερσόνησο της Καρπασίας. Κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο ο προ-προπάππος του συγγραφέα Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο περιπετειώδης βίος του και η γεμάτη αρχές και ιδανικά πολιτεία του.

Το όλο έργο είναι γραμμένο σε γλώσσα γλαφυρή, παραστατική, έμπλεη συναισθημάτων και λυρισμού. Εξάλλου, σε αυτό το ύφος μάς έχει συνηθίσει ο Ν.Ν.Χ. και στις τρεις συλλογές διηγημάτων του που έχουν προηγηθεί: «Η κόρη του δραγουμάνου», «20 διηγήμα­τα» και «Φυσορρόος», το 2003, το 2014 και το 2019, αντιστοίχως. Η αφήγηση των δρωμένων, αν και εξόχως ενδιαφέρουσα είναι γραμμική, επίπεδη και με χρονολο­γική σειρά. Δηλαδή, δεν υπάρχουν χρονικά σκαμπανε­βάσματα, αναμνήσεις, αναπολήσεις ή και εξιστόρηση πρωθύστερων γεγονότων. Αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, αδικεί τόσο τον κεντρικό μύθο όσο και το κε­ντρικό του πρόσωπο. Ο αναγνώστης δεν αιφνιδιάζεται, δεν εκπλήσσεται, αν και το ενδιαφέρον του παραμένει αμείωτο από την αρχή μέχρι το τέλος. Χρονολογικές μετατάξεις, παραλληλισμοί με πιο σύγχρονες εποχές, ίσως κάποιοι υπαινιγμοί επί τούτου, θεωρώ πως θα ενί­σχυαν εμφανώς τη συνολική αισθητική αξία του έργου. Μια αξία, που επαναλαμβάνω, ουδόλως αμφισβητώ.

Ο Παπαγιάννης, ως ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, είναι μια πλήρης, μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα από την αρχή. Ένας στέρεος, στιβα­ρός χαρακτήρας με βούληση, με αρχές, με αγωνιστικό πνεύμα, με φιλοπονία, ευαισθησία αλλά και δυναμισμό. Τον παρακολουθούμε να δοκιμάζεται σκληρά και ως πατριώτης αλλά και ως οικογενειάρχης. Αντιμετωπίζει με παρρησία τόσο τα σκληρά κτυπήματα της μοίρας, όσο και τους προπηλακισμούς, τους αφορισμούς, τη διαπόμπευση για τη στάση του στα κοινά, εκκλησιαστι­κά και πολιτικά. Δεν λυγίζει ποτέ και μέχρι το βαθύ γή­ρας υπηρετεί αυτό που θεωρεί ιερό, σωστό και δίκαιο. Πάντοτε δε οι πράξεις του συνάδουν με τα λόγια του.

Πιστεύω πως το όλο έργο βρίσκεται στις παρυφές του ιστορικού μυθιστορήματος, τις οποίες βέβαια, θα μπορούσε να ξεπεράσει και να μπει στα ενδότερα του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Αυτό θα γινόταν κατορθωτό αν οι αναφορές στη θέσπιση και λειτουργία του Νομοθετικού Συμβουλίου από τους Άγγλους αποι­κιοκράτες ήταν λιγότερο ακροθιγείς, περισσότερο ανα­λυτικές και εμπεριστατωμένες. Τα ίδια ισχύουν και για το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα και τη μακρά αντιπαλότητα γύρω από αυτό. Πιστεύω πως η εκτενής καταγραφή της δικαστικής διαδικασίας που αφορούσε την προσφυγή του Άγγλου Διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ για ακύρωση των εκλογών, θα μπορούσε να λάβει μικρό­τερη έκταση και με λιγότερες λεπτομέρειες για μαρτυ­ρίες που, ούτως ή άλλως, επαναλαμβάνονται. Αυτό θα μπορούσε να αποβεί επωφελές ούτως ώστε να φωτι­στούν καλύτερα τα του Νομοθετικού Συμβουλίου και τα του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, που ταλαιπώρησε την πατρίδα μας για μια δεκαετία.

Για να μην μείνω μόνο στις παρατηρήσεις, θεωρώ πως το κοινωνικό ζήτημα της μαζικής μετανάστευσης στην Αμερική, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φωτίζεται με αισθητική επάρκεια, αλλά και με πληρό­τητα όσον αφορά την ουσία του φαινομένου. Το ίδιο αξιομνημόνευτη βρίσκω και την περιγραφή των αλλα­γών στην αγροτική ζωή της ευρύτερης περιοχής Καρ­πασίας και τη στροφή προς την καπνοκαλλιέργεια. Το γεγονός επέφερε σημαντικές αλλαγές στον κοινωνικό ιστό αλλά και στο γεωργικό επάγγελμα.

Ο συγγραφέας, με άδολη αγάπη μικρού παιδιού, με συγκίνηση και νοσταλγία, ανα­φέρεται με ζεστά και φωτεινά χρώματα στο χωριό Βασίλι και τις γύρω κοινότητες, το Λεονάρισσο, τη Βουκολίδα, τον Άγιο Αντρόνικο, τη Γαλάτεια, τη Γιαλούσα, το Μπογάζι κλπ. Αυτός ο πατριδολατρικός νόστος είναι διάχυτος και στα λογοτεχνικά έργα του Ν.Ν.Χ. που έχουν προηγηθεί.

Ο ακραία διχαστικός λόγος και η κατάταξη όσων δεν συμβάδιζαν με το ρεύμα στην κατηγορία των προδοτών της πατρίδας κατατρύχει τη φυλή μας στους αιώνες. Ο Παπαγιάννης χαρακτηρίστηκε Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας μόνο και μόνο διότι είδε με συμπάθεια την υποψηφιότητα Γιαγκ για το Νομο­θετικό Συμβούλιο και εμπιστεύτηκε το όραμά του για την πρόοδο και την ευημερία της Αμμοχώστου και της Καρπασίας.

Ο Παπαγιάννης κινδύνεψε να καταστεί θύμα βι­αιοπραγίας γι’ αυτή του τη στάση και η ρετσινιά του προδότη τον κατάτρεχε για χρόνια και τον συνέθλιβε ψυχικά. Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε να επανα­λαμβάνεται αυτό το σενάριο στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία; Πόσες και πόσες φορές δεν αφορίζουμε την άλλη άποψη χαρακτηρίζοντας την προδοσία; Πιστεύω πως ο συγγραφέας, έμμεσα και υπαινικτικά, θα μπορού­σε, έστω ακροθιγώς, να θίξει τη μοιραία διαχρονικότη­τα αυτής της κατάρας που μαστίζει την ελληνική φυλή.

Ο Ν.Ν.Χ. σωστά αναδεικνύει το πνευματικό κληρο­δότημα του Παπαγιάννη στο τέλος του βιβλίου, που δεν είναι κάτι άλλο πέρα από τον ανθρωπισμό, τη δοτικότητα, την αλληλεγγύη και τον αλτρουισμό του. Το υλικό του κληροδότημα, που δεν ήταν βέβαια αμελητέο, ήταν μια εκκλησία κι ένα σχολείο στο χωριό Βασίλι. Αυτό συμβαίνει πάντα, όταν συνάδουν τα λόγια με τις πράξεις.

Κλείνοντας εκφράζω την πεποίθηση ότι το μυθιστό­ρημα του Ν.Ν.Χ. κέρδισε το στοίχημα τόσο από πλευράς νοηματικού φόρτου όσο και από πλευράς αισθητικού κάλλους. Ως εκ τούτου, καταλαμβάνει αξιοσημείωτη θέση στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία.


* Ο Γιώργος Φράγκος είναι ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.


Image




3 Δεκ 2025

ΝΕΦΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

 

Image

Μια τιμητική ανάρτηση στο εξαιρετικό περιοδικό 
ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
[τχ.26, Δεκέμβριος 2025] 
    
Image

Image



Συγκινεί τον αναγνώστη ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, ήδη από τον τίτλο του μυθιστορήματος Όταν σωπάσαν τα πουλιά. Γνωρίζοντας τον συγγραφέα από τα άλλα έργα του ‒τόσο τα λογοτεχνικά όσο και τα εικαστικά- τον τοποθετούμε στη Γενιά της Εισβολής των Κυπρίων λογοτεχνών. Ο τίτλος, εν προκειμένω, προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη χρονολόγηση και τη θεματική του έργου -τότε, που η αγαπημένη πόλη του Ν.Ν-Χ. καταλήφθηκε από τους Αττίλες, τότε που τα πουλιά σίγησαν. Τα πουλιά είναι αγαπημένα σύμβολα του συγγραφέα και μπορεί να αντιπροσωπεύουν εποχές ή να ενσαρκώνουν αξίες όπως η ειρήνη και η ελευθερία –όμοια με το δημοτικό τραγούδι, όπου τα πουλιά συμπάσχουν και συντρέχουν τον άνθρωπο. Πολύ γνωστό το διήγημα του Ν.Ν-Χ. Η πόλη όλη, με πρωταγωνιστή τον στοιχειωμένο παπαγάλο της Αμμοχώστου, που έζησε στο τουρκοπατημένο Βαρώσι, στην Αμμόχωστο, παρατηρώντας τα γεγονότα στην εγκλωβισμένη και έρημη πόλη. Μετά τον βίαιο εκτοπισμό του 1974, οι φτερωτοί αγγελιοφόροι παρέμειναν στην κατεχόμενη γη, αποκομμένοι από τους ανθρώπους -δεν έχουν ευχάριστα κελαϊδίσματα και μηνύματα να μεταδώσουν. Λυγμικοί οι τίτλοι στο έργο του Ν.Ν-Χ., μεταδίδουν στον αναγνώστη την ανησυχία και την έγνοια του για την πόλη-φάντασμα, που βουβή υπομένει τη βαριά της μοίρα.

Ηθογραφικό μυθιστόρημα το σύγγραμμα του Ν.Ν-Χ. -λογοτεχνικό είδος που επικράτησε στη νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1880-1930 -εδράζεται σε ιστορική βάση. Ο ερευνητής-συγγραφέας ακολουθεί την τεχνοτροπία της εποχής στη λογοτεχνία -με τα αντιπροσωπευτικά έργα του κοσμοκαλόγερου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του διανοούμενου Κωσταντίνου Θεοτόκη. Ο Απόστολος Σαχίνης στη μελέτη του για το νεοελληνικό μυθιστόρημα του 19ου και του 20ου αιώνα αναφέρει: «το ηθογραφικό μυθιστόρημα, στα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα και με την είσοδο του νέου αιώνα, το αστικό μυθιστόρημα και το νεοελληνικό μυθιστόρημα κράτησε, από τη γέννησή του ως το 1930, την ακόλουθη πορεία: ήταν πρώτα ιστορικό, έπειτα ηθογραφικό, τέλος αστικό». Ο Ν.Ν-Χ. σκιαγραφώντας χαρακτήρες Ελλήνων της Κύπρου της περιόδου της διαδοχής των κατακτητών, αβίαστα και απαραίτητα αναφέρεται σε ιστορικές στιγμές που επιδρούν άμεσα στη ζωή τους.

Το μυθιστόρημα Όταν σωπάσαν τα πουλιά, προϊόν ενδελεχούς έρευνας -μελέτης αρχείων, συλλογής πληροφοριών από προφορικές μαρτυρίες, καταγραφής προσωπικών βιωμάτων- εμπλουτίζει με θαυμαστό τρόπο την Μικροϊστορία (Ιστορία από Κάτω) -επιστημονική κοινωνική Ιστορία- με λογοτεχνική μαεστρία. Επί παραδείγματι, πώς και πόσο επηρέασαν τη ζωή των απλών ανθρώπων τρεις μάστιγες, η ανομβρία, οι ακρίδες και η βαρύτατη φορολογία -οθωμανικό χαράτσι που κληροδότησαν οι Οθωμανοί στους Άγγλους κατακτητές. Oι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων, δεν θα παραδίδονταν στους νεοτέρους με τόση ευαισθησία και σοβαρότητα, αν ο πολυγραφότατος Έλληνας Κύπριος συγγραφέας Ν.Ν-Χ. δεν είχε εγκύψει με τόση στοργή επάνω στην καθημερινότητα των Κυπρίων μιας εποχής και μιας κοινωνίας που ανεπιστρεπτί παρήλθε.

Τομές στους χαρακτήρες των ηρώων, και ζωντάνεμα της καθημερινής ζωής στην επαρχία Αμμοχώστου των αρχών του 20ου αι., επιτυγχάνει ο συγγραφέας-αφηγητής. Ακολουθεί με θαυμαστό και ευρηματικό τρόπο την τεχνοτροπία της εποχής του λογοτέχνη και διανοούμενου Κωνσταντίνου Θεοτόκη –ταξινομώντας το έτσι στην κατηγορία των ηθογραφιών. Ο συγγραφέας αντλεί από βιώματα και ανεξίτηλες αναμνήσεις του ιερέα προπάππου του. Αρχές της Αγγλοκρατίας στην Αμμόχωστο με τις μάταιες ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου για ελευθερία αναπτερωμένες -«οι πολιτισμένοι Άγγλοι δεν είναι οι βάρβαροι Οθωμανοί»- και ματαιωμένες στο τέλος.

Ο χωρο-χρόνος διαγράφεται σποραδικά σε όλη την έκταση της αφήγησης, διασώζοντας τοπωνύμια, μνήμες και μνημεία: Βαρώσι, Καρπασία, Τρίκωμο, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μοναστήρι Αποστόλου Αντρέα, Παναγία η Κανακαριά -βαρύτατη πολιτιστική κληρονομιά, που έχει ήδη παραχαραχτεί από τους κατακτητές. Η τοπική διάλεκτος -αν και οι διάλογοι στο γλωσσικό ιδίωμα, όπως συνηθίζεται στις ηθογραφίες, απουσιάζουν-αποτυπώνεται με πλήθος γλωσσικά στοιχεία που έχουν ήδη λησμονηθεί, με την αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι αγροτικοί πληθυσμοί βίαια διωγμένοι από την πατρώα γη καταφεύγουν στα αστικά κέντρα ξεσπιτωμένοι, πρόσφυγες. Αναφορές στην κυπριακή διάλεκτο αναδύονται στην αφήγηση του συγγραφέα στη ζωή των προγόνων του και καταμαρτυρούν την ελληνικότητα της Κύπρου. Ο Ν.Ν-Χ. -γεννημένος ο ίδιος κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι.- κρατά στη μνήμη του πληθώρα λαογραφικών στοιχείων τα οποία και καταγράφει: τους νερόμυλους, την καρέτα του παππού, τις τσαγκαροποδίνες, τον κοριποστάτη,  τη λάμπα πετρελαίου. Ακόμα και εδέσματα σπάνια για λεχώνες αναφέρει: πουργουρόσουπα και κουλουράκια λεχουζούθκια -είδη διατροφής που χάθηκαν στον χρόνο. Διάσπαρτα τα ελληνικά/χριστιανικά ονόματα Αμμοχωστιανών: Αρχοντού, Ρουμπίνη, Ευαγγέλης, Μιρτής, Δημητρός, Λιασίδης, Σιακαλλής, Εμφιετζής. Η πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσι) καταγράφεται ως Βαρώσια και οι πρώτοι μήνες του καλοκαιριού ως Πρωτογιούνης και Δευτερογιούνης. Ενισχύει σημαντικά την επιστήμη της λαογραφίας της Κύπρου το μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ.

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Παπαγιάννης, ο επιλεγόμενος Παπασπάθας -με το άλογό του τον Πήγασο- ιερέας στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Μορφή επιβλητική, ηγετική. Με άξονα τα δεινά της πατρίδας -κοινωνικά και εθνικά- επιχειρούνται τομές στον χαρακτήρα του ιερέα προγόνου του συγγραφέα, καθώς ξεδιπλώνονται οι σελίδες και η πλοκή του μυθιστορήματος. Εν είδει βιογραφικού ημερολογίου του ιερέα  εκτυλίσσεται το κοινωνικό μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ., με έντονη σκιαγράφηση του κεντρικού ήρωα του, μέσα από τη ζωή και δράση του οποίου καταγράφονται καίρια ιστορικά γεγονότα: από τον έναν κατακτητή στον άλλον η Κύπρος το 1878,  οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο στην Κύπρο -ένα είδος βουλής, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1878, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διοίκησης του νησιού από τους Βρετανούς, καθώς επίσης το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910 και το πρώτο Ενωτικό Δημοψήφισμα της 25η Μαρτίου του 1921. Ο Παπαγιάννης, φλογερός πατριώτης, πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία. Χαρακτηριστικά λέει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια, θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Τον διέψευσαν τα γεγονότα τον Παπαγιάννη –στο τέλος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα, αναλαμβάνει δράση ενάντια  στην ανθελληνική στάση των Άγγλων. 

Η στοχοθετημένη αφήγηση του Ν.Ν-Χ. στο τελευταίο του μυθιστόρημα αποκαλύπτει λάθη και πάθη των ηρώων αναδεικνύοντας τις αρετές αλλά και τα ελαττώματα του λαού της Κύπρου που έχτισαν, μέσα από αντίξοες συνθήκες, κοινωνίες με συλλογική συμπεριφορά και δράση που πέτυχαν την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στο νησί της Ανατολικής Μεσογείου. Τέλος, δεν μπορεί να παραληφθεί ο διδακτικός-παραινετικός χαρακτήρας του έργου. Ο ερευνητής-συγγραφέας, συνειδητά επιχειρεί και θαυμάσια το επιτυγχάνει να νουθετήσει τις νέες γενιές, παραδίδοντας τους ατόφια την παράδοση και την ιστορία του τόπους τους, μέσα από τις αληθινές ιστορίες πραγματικών προσώπων.







27 Νοε 2025

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ στο ιστολόγιο του "Πλανόδιου"

 

Image

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ
Ἡ Ἁγία Ρόδη ἡ ποιήτρια

ΖΟΥΣΕ ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ἔξω ἀπὸ τὸ χω­ριὸ στὴν ἄκρη τοῦ δά­σους. Ἡ ἡλι­κία της ἀκα­θό­ρι­στη. Ἀκό­μα καὶ οἱ πιὸ ἡλι­κιω­μέ­νοι ἔλε­γαν ὅτι πάν­τα ἔτσι τὴν θυ­μόν­του­σαν: μιὰ στα­λιὰ ὕπαρ­ξη, ντυ­μέ­νη στὰ μαῦ­ρα, πάν­τα μὲ ἕνα με­γά­λο μαῦ­ρο τρι­γω­νι­κὸ μαν­τῆ­λι στὸ κε­φά­λι, ποὺ τὸ ἔλε­γε τσί­πα, καὶ στὸ ἀρι­στε­ρό της χέ­ρι τὸ μπα­στοῦ­νι της, κρε­μα­σμέ­νο ἀπὸ τὸν καρ­πό, ποὺ τὸ κρα­τοῦ­σε πιὸ πο­λὺ γιὰ προ­στα­σία πα­ρὰ γιὰ βοή­θη­μα στὸ περ­πά­τη­μα. Προ­στα­σία ἀπὸ τὰ σκυ­λιά, βέ­βαια, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ τὴν ἀγα­ποῦ­σαν καὶ ἀνη­συ­χοῦ­σαν ὅταν ἀρ­γοῦ­σε νὰ κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή της. Τὸ σα­κί­διό της κι αὐ­τὸ μαῦ­ρο, πά­νι­νο, κρε­μό­τα­νε πό­τε στὸν ζερ­βὸ καὶ πό­τε στὸν δε­ξό της ὦμο καὶ πε­ριεῖ­χε τὰ λί­γα τρό­φι­μα ποὺ τῆς ἔδι­ναν· δε­χό­ταν μό­νο ἐκεῖ­να ποὺ εἶ­χε ἀπό­λυ­τη ἀνάγ­κη, γιὰ νὰ μὴν αὐ­ξά­νε­ται τὸ βὰ­ρος ποὺ κου­βα­λοῦ­σε. Τὸ μαν­τῆ­λι της ἦταν δε­μέ­νο μὲ τέ­τοιον τρό­πο, ποὺ τὸ κε­φα­λά­κι της φαι­νό­ταν σκο­τει­νὸ σχε­δὸν ἀνὺ­παρ­κτο καὶ μό­νο τὰ μι­κρο­σκο­πι­κά της μά­τια στρι­φο­γύ­ρι­ζαν ἀστα­μά­τη­τα στὸν ρυθ­μὸ τοῦ δε­ξιοῦ πάν­τα τα­νυ­σμέ­νου χε­ριοῦ της· εἶ­χε κι αὐ­τὸ ἕνα πα­ρά­ξε­νο πε­ρι­στρο­φι­κὸ τρέ­μου­λο, ὅπως καὶ τὸ κε­φά­λι της, ποὺ σί­γου­ρα προ­ερ­χό­ταν εἴ­τε ἀπὸ κά­ποια πά­θη­ση, εἴ­τε ἀπὸ γη­ρα­τειά. Κα­νέ­νας δὲν εἶ­χε δεῖ πο­τὲ τὸ χέ­ρι της σὲ κα­τά­στα­ση ἠρε­μί­ας. Δὲν εἶ­χε δόν­τια, τὰ σου­ρω­μέ­να χεί­λη της ἦταν τρα­βηγ­μέ­να πρὸς τὰ μέ­σα κι ἔκα­ναν τὸ μι­κρό της πη­γού­νι νὰ φαί­νε­ται λί­γο με­γα­λύ­τε­ρο. Δυ­σκο­λευό­ταν στὶς λέ­ξεις ποὺ εἶ­χαν σῖγ­μα, αὐ­τὸ ὅμως δὲν ἐνο­χλοῦ­σε κα­νέ­ναν μιὰ καὶ τὸ νόη­μα τῶν λό­γων της ἔβγαι­νε ἀμέ­σως χω­ρὶς κα­μιὰ προ­σπά­θεια.

Ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἕνα πα­ρά­ξε­νο πλά­σμα ποὺ σί­γου­ρα εἶ­χε δρα­πε­τεύ­σει ἀπὸ κά­ποιο πα­ρα­μύ­θι. Ζοῦ­σε σ’ ἕνα σπι­τά­κι, ἐκεῖ ποὺ τε­λειώ­νει τὸ δά­σος καὶ ξε­κι­νᾶ μιὰ ἀπέ­ραν­τη κοι­λά­δα, ἡ ὁποία φτά­νει μέ­χρι τὶς πα­ρυ­φὲς τοῦ Πεν­τα­δά­κτυ­λου. Τὸ πε­ριε­χό­με­νο τοῦ φτω­χι­κοῦ της σπι­τιοῦ λι­τό. Τὰ ἐν­τε­λῶς ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ νὰ ἐπι­βιώ­σει: ἕνα κρε­βά­τι-τά­βλα, δη­λα­δὴ τρεῖς τέσ­σε­ρεις σα­νί­δες ἑνω­μέ­νες καὶ τέσ­σε­ρα χα­μη­λά στρογ­γυ­λὰ πό­δια, μιὰ κρε­μα­στὴ ξύ­λι­νη κα­τα­σκευή, στὴν ὁποία φύ­λα­γε τὸ τυ­ρὶ καὶ ὅ,τι ἄλ­λο φα­γώ­σι­μο τῆς ἔδι­ναν, κὶ ἕνα μι­κρὸ τρα­πε­ζά­κι ποὺ εἶ­χε μό­νι­μα ἐπά­νω μιὰ λάμ­πα πε­τρε­λαί­ου. Στὸν τοῖ­χο ἦταν μιὰ τε­τρά­γω­νη ἐσο­χή-εἰ­κο­νο­στά­σι κι ἐκεῖ μέ­σα φύ­λα­γε ἕνα καὶ μο­να­δι­κὸ πα­λιὸ εἰ­κό­νι­σμα, τὴν Ἁγία Ρό­δη, ἡ ὁποία φω­τι­ζό­ταν ἀμυ­δρὰ ἀπὸ τὸ φυ­τι­λά­κι ποὺ ἔκαι­γε στὸ λά­δι μιᾶς πρά­σι­νης κον­τό­χον­τρης καν­τή­λας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκό­μα ἕνα ἀπο­ξη­ρα­μέ­νο κρί­νο, ἀπὸ τὸν ἐπι­τά­φιο, με­ρι­κὰ φυ­τί­λια κι ἕνα κου­τὶ σπίρ­τα. Ἡ ἐσο­χὴ κα­λυ­πτό­ταν μὲ ἕνα εἰ­δι­κὸ κουρ­τι­νά­κι ποὺ χω­ρι­ζό­ταν στὰ δύο, ἀπὸ τὴ βά­ση τοῦ κεν­τη­μέ­νου σταυ­ροῦ ὣς κά­τω. Κα­νέ­νας δὲν γνώ­ρι­ζε για­τί εἶ­χε προ­τι­μή­σει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖ­νο τὸ σπι­τά­κι, μα­κριὰ ἀπὸ τὸ χω­ριό. Δὲν εἶ­χε συγ­γε­νεῖς· οὔ­τε στε­νοὺς οὔ­τε μα­κρι­νούς. Κα­νέ­νας δὲν γνώ­ρι­ζε ἀπὸ ποῦ ἦρ­θε, κά­ποιοι μό­νο ἔλε­γαν πὼς ἦταν Μι­κρα­σιά­τισ­σα, μὰ δὲν τὸ ἔλε­γαν μὲ σι­γου­ριά, ὑπό­θε­ση ἔκα­ναν. Ὅλοι ὅμως γνώ­ρι­ζαν τ’ ὄνο­μά της, για­τί ἦταν ἡ μό­νη ἐρώ­τη­ση, στὴν ὁποία ἀπαν­τοῦ­σε ἀμέ­σως: Χα­τζη­ρο­δοῦ.

Ἡ φή­μη της ἔφτα­νε καὶ στὰ πιὸ μα­κρι­νὰ χω­ριά τῆς πε­ριο­χῆς· ἦταν ἡ Χα­τζη­ρο­δοῦ, ἡ ποι­ή­τρια, καὶ δὲν τὸ ἔλε­γαν αὐ­τὸ κο­ροϊ­δευ­τι­κά. Τὴν ἀπο­κα­λοῦ­σαν ποι­ή­τρια, για­τὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἦταν ποι­ή­τρια. Κά­θε πρωὶ ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ μιὰ πε­ριο­δεία στὰ γύ­ρω χω­ριά, ποὺ διαρ­κοῦ­σε μέ­χρι τὸ ἀπό­γευ­μα. Καὶ κά­θε μέ­ρα ἀκο­λου­θοῦ­σε δια­φο­ρε­τι­κὴ δια­δρο­μή. Ὄχι γιὰ νὰ ζη­τια­νέ­ψει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ που­λή­σει τὰ ποι­ή­μα­τά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυ­πω­μέ­να βι­βλία ἢ φυλ­λά­δες· ἦταν ποι­ή­μα­τα ποὺ ἔφτια­χνε καὶ ἀπάγ­γελ­λε ἐπι­τό­που με­τὰ ἀπὸ πα­ραγ­γε­λία. Ξε­κι­νοῦ­σε τὸ πρωῒ μὲ ἀρ­γὸ στα­θε­ρὸ βῆ­μα καὶ γύ­ρι­ζε τὸ ἀπό­γευ­μα στὸ φτω­χι­κό της, πλή­ρως ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νη.

Μό­λις τὴ βλέ­πα­με νὰ ξε­προ­βάλ­λει στὸ δρο­μά­κι πρὸς τὸ σπί­τι μας, τρέ­χα­με σὰν ἀστρα­πὴ νὰ προ­λά­βου­με ὁ ἕνας τὸν ἄλ­λον, γιὰ νὰ πά­ρου­με δε­κά­ρες ἀπὸ τὸ συρ­τά­ρι τοῦ μπου­ρό, ποὺ ἔβα­ζαν γι’ αὐ­τὸ τὸν σκο­πὸ ὁ πα­τέ­ρας κι ἡ μη­τέ­ρα. Ὅταν πλη­σί­α­ζε ἀρ­κε­τά, χαι­ρε­τοῦ­σε τρα­γου­δι­στά. Ἂν βρι­σκό­ταν κά­ποιο κά­θι­σμα δί­πλα της κα­θό­ταν, μὰ ἡ ἐπί­σκε­ψή της δὲν διαρ­κοῦ­σε καὶ πο­λύ· μό­νο ὅσο χρεια­ζό­ταν, γιὰ νὰ ται­ριὰ­ξει με­ρι­κὰ στι­χά­κια καὶ νὰ πά­ρει την ἀν­τα­μοι­βή της.

Βά­ζα­με τὴ δε­κά­ρα στὸ χέ­ρι ποὺ ἔτρε­με, καὶ λέ­γα­με μιὰ λέ­ξη, συ­νή­θως τὸ ὄνο­μά μας ἢ μιὰ δύ­σκο­λη πο­λυ­σύλ­λα­βη ἢ κά­τι ποὺ βλέ­πα­με μπρο­στά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταί­ρια­ζε τοὺς στί­χους. Αὐ­τὴ ἀνε­βο­κα­τέ­βα­ζε τὸ χέ­ρι με­ρι­κὲς φο­ρές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν τσέ­πη της γιὰ νὰ κρύ­ψει μέ­σα τὸ νό­μι­σμα καὶ ὁ χρό­νος με­ρι­κῶν δευ­τε­ρο­λέ­πτων ποὺ με­σο­λα­βοῦ­σε τῆς ἦταν ἀρ­κε­τός γιὰ νὰ συν­τά­ξει τὸ ποί­η­μά της, ποὺ τὸ ἔλε­γε χω­ρὶς κομ­πα­σμό. Ἐγὼ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τῆς βά­ζω τὶς πιὸ δύ­σκο­λες λέ­ξεις ποὺ γνώ­ρι­ζα, μὰ γι’ αὐ­τὴν πο­τὲ δὲν ὑπῆρ­χε κα­μιὰ δυ­σκο­λία. Στὴ στιγ­μὴ τὴ συν­ταί­ρια­ζε μὲ ἄλ­λες γιὰ νὰ ὁμοιο­κα­τα­λη­κτεῖ. Κά­πο­τε ποὺ τῆς εἶ­χα βά­λει στὸ χέ­ρι μιὰ δε­κά­ρα καὶ πρό­φε­ρα τὸ δι­κό της ὄνο­μα, αὐ­τὴ χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βὴ μᾶς ἀπάγ­γει­λε τὴ σύν­θε­σή της:

Εἶ­μαι μό­νη μου στὸν κό­σμο καὶ μὲ λὲν Χα­τζη­ρο­δούν
Κι ἂν ἔβλα­ψα ψυ­χὴ Θε­οῦ σὰν Τὸν δοῦν νὰ τοῦ τὸ ποῦν

 Δὲν ἔβλα­ψε πο­τὲ κα­νέ­ναν. Κά­πο­τε ὅμως, στὴν ὥρα τους, ἐφαρ­μό­ζον­ται οἱ ἀπα­ρά­βα­τοι κα­νό­νες τοῦ σύμ­παν­τος. Ἡ ἑκα­τό­χρο­νη ποι­ή­τρια, ἕνα ἀπό­γευ­μα, ἔκλει­σε γιὰ πάν­τα τὰ μά­τια, κα­θὼς ἦταν ἀκουμ­πι­σμέ­νη σ’ ἕνα πε­ζού­λι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία τοῦ χω­ριοῦ. Ἐκεί­νη τὴ στερ­νὴ στιγ­μὴ ταί­ρια­ξε καὶ τοὺς τε­λευ­ταί­ους της στί­χους, γι’ αὐ­τὸν ποὺ στε­κό­τα­νε μπρο­στά της, πε­ρι­μέ­νον­τας:  

Ἦρ­θες νὰ πά­ρεις τὴν ψυ­χὴ κρα­τῶν­τας τὸ σπα­θί σου
Μὰ νὰ τὴν πά­ρεις δὲν μπο­ρεῖς τὴν Ποί­η­ση μα­ζί σου

 Τὴν ἔθα­ψαν τὸ ἴδιο ἀπό­γευ­μα. Καὶ ὅταν πῆ­γε μιὰ ἐπι­τρο­πὴ στὸ σπι­τά­κι της, σὲ μιὰ γω­νιὰ βρῆ­καν ἕνα μι­κρὸ θη­σαυ­ρό. Ἕναν σω­ρὸ μὲ νο­μί­σμα­τα, σκε­πα­σμέ­νο μὲ κου­ρέ­λια καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα ἀν­τι­κεί­με­να. Ἦταν, κυ­ρί­ως, χι­λιά­δες δε­κά­ρες καὶ εἰ­κο­σά­ρες, οὐ­σια­στι­κὰ ἄχρη­στες γι’ αὐ­τήν, ἀν­τὶ­δω­ρα γιὰ τὸν ἀμη­τὸ τῆς σο­φί­ας της, ποὺ πρό­σφε­ρε στὸν κό­σμο μέ­σῳ τῶν ποι­η­μά­των της στὴν πο­λύ­χρο­νη ζωή της.

Στὸ σπι­τά­κι της δί­πλα ἔκτι­σαν στὴ μνή­μη της ἕνα μι­κρὸ ἐκ­κλη­σά­κι κι ἔβα­λαν μέ­σα τὴν εἰ­κό­να ποὺ βρῆ­καν στὸ φτω­χι­κό της. Εἶ­ναι γνω­στὸ σὰν τὸ ξω­κκλή­σι τῆς Ἁγί­ας Ρό­δης τῆς ποι­ή­τριας, μὰ τώ­ρα, δυ­στυ­χῶς, με­τὰ τὴ βάρ­βα­ρη εἰ­σβο­λὴ στὸ νη­σί, μό­νο κά­ποια ἐρεί­πια ὑπάρ­χουν. Χά­θη­κε καὶ ἡ εἰ­κό­να. Ποιός ξέ­ρει σὲ ποιό σα­λό­νι στὴν Εὐ­ρώ­πη ἢ στὴν Ἀμε­ρι­κὴ θὰ βρί­σκε­ται, ὡς δια­λε­χτὸ καὶ μο­να­δι­κὸ ἀπό­κτη­μα, ὅπως τό­σα ἄλ­λα κλεμ­μέ­να μας.