Να παρατηρείς ένα κλαδί που χάνει τα φύλλα του στο πυκνό σκοτάδι έναν ψίθυρο που ανατριχιάζει η νύχτα. Με το θάνατο μας το σύμπαν βεβαιώνει τη συντριβή του το “είναι προς θάνατο” δεν επιφυλάσσεται για το Είναι. Δεν ξέρω για το Είναι ,ξέρω όμως για το ερώτημα τού Είναι γιατί είναι η φωτοστήλη στην οποία στηρίζομαι αφ'ότου το ερώτημα τέθηκε. Χρειάζεται το κενό να διαπρέψει η λάμψη θα λάμπει πάντα απόκρυφο αμαυρό με ένα βλέμμα που ξαναβλέπει αποδημώ όταν σκέφτομαι χελιδόνι φτερούγα της άνοιξης.
Ήταν το στήθος του χρόνου η πρώτη μας αγάπη που μας ζήτησε λέξεις σκάβοντας ξανά στις κοίτες ο στίχος ξαναβρίσκει το δρομολόγιο με διψασμένα χείλη γύρω απ΄την πηγή κι αυτό το ρόδο που άλλοτε φυλλορρούσε φως τη χαρά και το αγκάθι του που εμμένει σαν πόνος γιορτή παλιά με παιδικό τσουλούφι.
Λιπόθυμος στου πλάτανου τα κλώνια όλο το νότο πήγαινε κι όλο εκπλήρωνε τη μοίρα ο σκληροτράχηλος της ελευθερίας ζώστηκε τ' άρματα το κρυφιομύστιο φλάμπουρο αναπέτασσε με το Θερβάντες συμπολεμιστής στο Τζάντε έμαθε να'ναι ΔονΚιχώτης μάθημα στο πρόσωπο που ξυπνά μια χούφτα φως.
Κρατώντας σαν φανάρι από τα μαλλιά το αποκεφαλισμένο νύχτα τραβάει στα Γιάννενα πεσκέσι του πασά μάς συναντήσαμε την ώρα που είχε ανατείλει το πνεύμα άλλαξα το θυμιατό με το σπαθί όταν η λέξη έχει γούβα για να χωρέσει το πράγμα έρχεται το θάμα.
Στο απάνεμο ένα ματσάκι ία άλλαξε η μουσική του ανέμου πάνω στα γυμνά οστά ήχος από βότσαλο στου ρήτορα το στόμα από την κουλούρα της ζωής το σουσάμι τινάζω για τα άγρια που φυλάνε το μύθο αλέθει ο νερόμυλος στις ρεματιές της μνήμης φωταγωγεί τη δράση μου ό,τι στον έρωτα οδηγεί έχει στο μέλλον το κλειδί. Άκου το χτύπο αυτό που μοιάζει με ήχο σε χορδή σε πλήκτρο σε τεντωμένο δέρμα έρχεται πριν τη μουσική στην ερημιά σαν κλάμα μέσα μας σαν λόγος μοίρας,ανέμου πνεύμα δόνηση αέρα πού θάβρω κιθάρα πού άρπα πού φλάουτο βουίζει αδιάκοπα σπάζει των δοχείων ο πηλός η ψυχή ακούει, τα μάτια κλείνουν, η πέτρα πέφτει.
Κι από το σύννεφο πιο θερμό κι από την πέτρα πιο βαρύ κι από τον όγκο των σπιτιών πιο αισθητό γλιστρούν οι μορφές μαζί με το σύννεφο σε μια άχρωμη γκραβούρα μουσική ανθίζει του ποιήματος ο μέσα τόπος θέλεις τα λόγια σου να γίνουν όπλα ,οι ευχές σου ψωμί.
Το χέρι του θεού απομακρύνεται,η σκιά του βαραίνει βάδισα μέσα στης Σπλάντζας τα νερά να οπλίσω είχα τον κόσμο μου στην κόγχη άναψα κερί, φύλαξα τάληρα ισπανικά. Μέσα στο φως που οι ζωγραφιές σκοτεινές απροσδιόριστες περνούν ταχύτατα την προφητεία την παλιά παίρνει στις χούφτες σαν το νερό, οι ελπίδες έγιναν σπίθες. Μέσα απ' τη λάβα της φωνής έρχονται λέξεις τους ύμνους κατοίκησε φλόγα γύριζαν τα αγγεία στα κελεύσματα του κοσμικού τροχού. Τα σπίτια στρέφονται στον άνεμο, σκληραίνει η όψη τους πάνω από τα ανοιχτά μπράτσα του ξεροπόταμου η Λιμπερτέ με βήμα αθόρυβο -είχες την ψυχή σου ακονισμένη έσκιζε το πυκνό σκοτάδι η κύλικα ακόμα δονείται, στράγγιξε το φως το ξεράγκαθο κεντά το λαιμό του πεσμένου κίονα απλάνητες λέξεις ατρόχιστα όνειρα άηχοι θρύλοι κάτω από τα ραντάρ του θορύβου.
ΜΕΓΑΛΟ ΧΙΟΝΙ ΜΙΚΡΟ ΝΕΡΟ Τώρα η νύχτα θα είναι διπλή,όπως η ανάγνωση που εισέρχεται μέσα της ο αναγνώστης με το αίτημά του κυριευμένος από την ερώτηση αφήνει τη μουσική να έρθει. Η συμβολική ανταλλαγή σαμανική προσφορά έχει τους ανεξάντλητους πόρους της δωρεάς, δε θα στερέψει πόθος μας. Θα είχε μια στρατηγική ασφαλώς θα είχε πεποίθηση λόγια πειστικά οργανωμένη θέληση ανθρώπους θεληματικούς πολεμιστήριους, έτοιμους.
Τόπος μας είναι όπου αγαπήσαμε ο μύθος κεραυνός είναι το μεταξύ ήχου και λάμψης της Σκορπονέρας η πέτρα αντιλαλούσε κάτω από το σκαρπίνι τη ζωή φορώ αχυρόστρωμα ταρακουνάω τη λέξη σαν ένα γερό δόντι σαν μια πέτρα χωμένη στη γη ανεβάζει το σίκλο στέρνας νερό ποιός αναξέει του θανάτου τις πέτρες; Σκύβω στη νύχτα είδωλα σιωπηλά πίσω απ' το σκότος κρύα σιωπή σαρώνει τα κατώφλια- L' immortalite. Διαβάζω σε τούτη την πέτρα ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται. Η Παραμυθιά με ανέστησε τα Γιάννινα μ' έφαγαν την ψυχή μου πυρπόλησα . καταμεσής στο θάνατο χτυπώ σήμαντρο ζωής.
Πώς στροβιλίζεσαι έτσι χιονονιφάδα; Μελοκοκκιές σαν γαλάζιες κολώνες ναού. natura naturans χιόνι το νυφικό σου τα δάχτυλά μου γεύτηκαν το όνειρο διάφανο που δεν αποχωρίζεσαι σε ένα πένθιμο σχεδόν μηδέν λιώνεις άφαντη κάτω απ' το χαμόγελο της άνοιξης να την αγγίζουν δε θέλει η άρνησή της κάνει το φωτεινό λευκό.
Κι ήταν ένα βράδυ Σ ένα παράξενο τάνγκο ένα noli me tangere κι η ψυχή μπαινόβγαινε σε όνειρο χρυσάφι βγαίνουν από το φούρνο οι φόρμες οι θεριστές ξεκουράζονται στους γαλάζιους ίσκιους ξεχειλίζουν μέλι οι ώρες . Τσαλαπετεινού πέταγμα στο κοίλωμα των βράχων άλλαξε το τοπίο μονομιάς φτεράκισμα γεμάτο σιωπή. Προχωρούσε όσο του άνοιγε δρόμο η θεωρία και γυρνούσε κάθε τόσο πίσω να τα ξαναβρεί μαζί της. Αναλαμβάνει τους μαιάνδρους στο έρημο τοπίο το χιόνι γίνεται μεγάλο το νερό μικραίνει στίχο το στίχο ξαναορίζονται οι τόποι η Σκορπονέρα Τύμβος δεήσεως. 4.11.24
Κουρμπάνι
Πλαγκτές λέξεις ,λέξεις πέλαγα ιερατικό διονυσιακό μένος αλέθει ο νερόμυλος στις ρεματιές της μνήμης. Στον ακοίμητο πυρήνα στο αχάλαστο αναδύομαι χτυπώ την πόρτα του ιερού ανοίγομαι. Με την αγωνία του μαρτυρίου το μυστήριο πάγωμα της ψυχής ο αβυσσαλέος πόνος,πώς να πώ τη θυσία,τα άρρητα πάθη Ποιός αλήθεια μας βλέπει Πανσέληνε;
Η πορεία του είναι πορεία στα Ιερά τοπόσημα μια διαρκής ψαλμωδία διαψάλματα χερουβικά φτερούγα που κλείνει τα όνειρα λαβωματιές μια βρύση αίμα ποιά μοίρα κοιλοπόναγε τη συμφορά του πριν γεννηθεί; Στο βήμα απάνω στον άμβωνα στο ιερό στη θυμέλη βουβαίνονται οι λέξεις είμαστε βαριά καράβια βαριά από τους εαυτούς μας.
Πόνος μέγας αφάνταστα μας πονά η τυράγνια του το μαρτυρικό του στην τραγική μας γη σφαγή χύνεται το αίμα μέσα απ τις ρίζες βρίσκει ρέμα για το θλιβερό Άδη το παραμύθιο γενέθλιο πεδίο '49 κι ο ένας ο Δεσπότης τους.
Πού θα σέ βρώ; Στη λύπη.
Έρχεται με βήμα αθόρυβο η σκιά σου εσύ που πήρες το σταυρό ευθύνη σου που περιφρόνησες τον ήχο του Μουεζίνη είχες την ψυχή σου ακονισμένη κι έτοιμη έσκιζε το πυκνό σκοτάδι.
Η ομιλία ήταν θύμα η λέξη σφάγιο γύρισε τον τροχό της σιωπής μαντεύοντας τη λάσπη που πλάθει τα φωνήεντα το ρήμα που εχάθη βλάστηση που τη λύπη φανερώνεις κι εσύ σεντόνι που σκεπάζεις το νεκρό σώμα
Πού είσαι της ποιήσεως σώμα;
Πού χάθηκε σε ποιό νερό; Κι όμως η κοίτη το ζητεί και τα υποστατικά μας πάλι με τις νεροδεσιές θα δώσει μες στο φως τον αρχαίο σκοπό.
Η ποίηση μέσα στη γλώσσα, όπως ο ορφός μέσα στο θαλάμι του, ογκώνεται. Δεν αλλάζει το θαλάμι,βρίσκει την υπόστασή του γίνεται του ορφού θαλάμι.
Ξυλόσοφος.Της παλιγγενεσίας το προδρομικό ύψος βάπτισμα πορφυρό, βάφηκε η Σελήνη. Πορφύρα και χοντρές στάλες,χάντρες ρουμπίνι Δεν παρήλθον τα σύμπαντα,οι λέξεις έχουν αποσυρθεί στράγγιξε το φως. Να χαμηλώσουν τ άγια. Η σκουριά πάνω στο σιδερένιο άγαλμα επικάθησε σαν το στεγνωμένο του αίμα. Ξεστράτισε ένα στόμα μας μιλά χωρίς να το βλέπουμε πήρε το αρχαίο μονοπάτι χρίστηκε Μοναδικότητα που γίνεται φως αέναη παρουσία.
Δεν λύγισε ο Δεσπότης μάς μιλά η μορφή του μέσα από το σίδερο που στέκει ορθό στη μνήμη του Στήλη Μένους. 27.6.2025 Παρασκευή Αθήνα Ε
Το νερό και το ελάφι
Όταν οι τυφλές ρόδες της νεκροφόρας κυλούν μποστά μας 'Ετσι ώστε οι λέξεις να σε τραβήξουν κατά δω στην αλφαδιά υποδεικνύοντας γκρεμούς. Αγάπες που δεν μοιάζουν αγάπη, μας δένουν.
Θρηνεί η σπηλιά ο βράχος ιδρώνει. Το είναι του δεν είναι παρά μια πληγή. Τα νεύρα του σαν τεντωμένα σύρματα. Δεν υπάρχει μουσική δεν ηχούν λόγια. Κρημνά αρετής αμίμητο Μαρτύριο.
Πώς θρήνησες το δούλειο ήμαρ ψηλά που σ έφτασε ο πόνος; Δεν άντεχε να βλέπει σκοτεινό τον αιώνα του τον φώτισε με το θυσιασμένο του αίμα . Δεν ήταν άθελα που πήγαινε δεν είχε λόγια Μόνο Πράξη.
“Νυχτερινό αιματοκύλισμα” τι μορφές να δώσει πως γλώσσα να τα κυβερνήσει; Τόνο τον τόνο,τίνος τίνος,τσαμπί καμπάνες το τέλος εκτελούν.Εκτροχιασμένες άμαξες. Μου κράταγε μια σημασία με αυτή να με λυτρώσει.Άρχισε η λίμνη να τρέμει. Γιατί περνάνε οι τροχοί δίπλα χωρίς αμάξι όπως οι πλανήτες γύρω απ τον ήλιο; 21.11.24
Με φώναξες; Εσύ που κρατάς τις σελίδες λευκές;
Εσύ που δεν έχεις καθέδρα;
Χλωμό χορτάρι,στον άνεμο του φόβου
σαν τρίχα ορθώθηκε σκαντζόχοιρου αγκάθι
Στάθηκε πρωτογενής και άκουσε τις πηγές του απείρου
Σ’ένα σκοτάδι που γεννούσε το κρύσταλλο των κορυφών
το κρύσταλλο εκείνο που ήθελε να είναι η χιονονιφάδα
πριν διαλυθεί
Το εσωτερικό χρονικό του Δαιμονυσίου
Όρκος στο μπρούτζινο ανδριάντα σου
που τραγουδούσε με τον άνεμο το στεγνό αίμα
τον άνεμο που πότισε
έχει στα πόδια του λίμνη
ακούει τα καλάμια,των κοριτσιών ψιθυρίσματα και ιαχές
και τα κουπιά των δήμιων
Δεν του είχε αφήσει φως ο πόνος
Σπηλιά κρησφύγετο τον τύλιξε σαν ράσο
χώρισαν το δέρμα του λωρίδες
Εκείνη την ώρα την αφανή τυλίγει της χώρας τα αχανή
Μαύρη σαν ράσο η θλίψη ιδρώτας και αίμα
κι άστραψε στου Τόμαρου τα ύψη η φουστανέλλα Άσπρη
Επεξεργαστείτε τα μοτίβα στην καινούργια όψη
μη λείψει το φως, που μηνύει ο σοφός
κι εδώ θα μπεις χωρίς να έχουν ανοίξει οι εκατό πύλες
Στο μυστικό κρίνο άχραντη λευκότητα
αίνιγμα που δεν μαραίνουν αλμυροί άνεμοι
Δεν τους αφήνω εκεί στο βυθό,τους διεκδικώ
Πικρό τους στάθηκε της λίμνης το νερό
κι είναι της μνήμης δύστροπα τα μονοπάτια
Τόποι μαρτύριο με αίμα εξαγορασμένοι
γενναίοι αυτοί πήρανε τίμημα βαρύ
Δεν είναι του τάφου η πλάκα που σηκώνουμε
είναι βουνά πόνου αφόρητα βουητά
αίματα που ράντισαν αιώνων τραχιά δεσμά
λυκοπαγίδες που έσπασαν του λόγγου άγρια θεριά 20.11.2025 ε.
Μπορεί να κρίνεις αλλά ταυτόχρονα η γραφή σε κρίνει(πάνω εδώ θα κινηθώ)
Νέα Αρχαιότητα ο κατά Μπωντλαίρ μοντερνισμός, Νέοι Χρόνοι όπως τους σχεδιάζει, μια διαρκής υιότητα,άνευ πατρός (Μέ πατριό Αρχιαστυνόμο Τα ποιητικά του αρχεία στεγάζουν πορνεία) είμαι λευκό κοτσίφι με το τσουλούφι μου δώρο των ζωγράφων. Με το γυμνό της ,θάνατος, στα ασπιδοφόρα ατελιέ γυμνά στο χρώμα της ώχρας,των ξεβράκωτων. Στο βάθος του ατελιέ φώλιαζε η κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα έκθετη πηγή Ζωής. Γκυστάβ!Μή μού κάνεις πολύ στραβό το βλέμμα μου όσο η πένα μου. Ο Σάρλ τσαλαπάταγε τις αρβύλες του σέρνοντας τα πόδια του σαν μεγάλες φτερούγες, ο ποιητής άλμπατρος. ---
Με αναγνώσεις παράλληλες η ελληνομάθεια προάγεται, γιατί όσο ρίχνεις στίχους χρυσάφι στο σακούλι της ζητιανιάς τόσο η αδέκαρη μαθητεία σου, κάνει να ζηλεύεται το απόκτημα.
Πόσοι ρυθμοί ακριβοί το δρόμο κεντούσαν; Συμπύκνωσα την ουσία σας ,ποιητές μου Σας απέσταξα μέσα στα σονέτα μου εδώ στην πόλη των αρωμάτων,των αποσταγμάτων ένα μπουκέτο ρόδα εωσφορικά το άρωμά τους δεν θα εξαντλήσουν οι ερχόμενοι αιώνες γιατί τα σφυρηλάτησα σε γρανίτη μπρούντζινο μαύρο έχωσα την πένα μου στα απόκρυφα της γης ανέσυρα τις Μελουζίνες νέες θεές σου οι νέοι καθεδρικοί δεν έχουν διάκοσμο.
Αδελφικά θα σου μιλάω,γιατί ξέρω τι κανάγιες είμαστε όλοι και θά είμαι αμείλικτος κι ίσως με καταλάβεις δε θέλω τις υποκρισίες σου τις επιείκειες τη σιωπή τη μοχθηρία σου θα στείλω εκεί που ξέρεις. Σαν σε αγώνα δρόμου ανεβαίνει ο ήλιος στιχοπλόκος και κάνει να ριμάρουν πρωινό με δειλινό μετράει το ρυθμό κάνει τα βραχέα και τα μακρά με τα δίχρονα να ταιριάζουν.
Σε όλων των δυτικών τα αμπελοχώραφα προσέτρεξα ξινό μου φάνηκε το σταφύλι τους, με τραβάει πάντα το βαθύ συναίσθημα του απλού μας στίχου ,με τις εικόνες του, τη βεβαιότητα, το εσωτερικό κέντρο βάρους, μια πίστη στη ζωή,την καταβολή,το ρυθμό. Ένα ύψος σαν των κορυφών, πλάτος σαν των κυμάτων. Μια αψηφισιά ολόκαρδο μένος,του βίου δοσμένος. Τίποτε δεν ομορφαίνει τους τοίχους της μισερής μου σκήτης. Μοναχικέ μου φυγόκοσμε, πότε θα μπορέσω να φτιάξω από το ζωντανό θέαμα της λυπηρής μου αθλιότητας έργα από τα χέρια μου και από των ματιών μου τις αγάπες; Όντας από φυσικού του ένας Σίσυφος ,άνθρωπος στραμμένος μέσα του, αυτοαναφορικός, κυλούσε την πέτρα του κατάρραχα όλη μέρα και αποβραδύς την εύρισκε στα πόδια του. Η όψη του πήρε ροζ χρώμα σαν να ψήθηκε το μυαλό του στου ποιητή τον καυτό έβενο, θυμώνοντας . Δεν έχει παρά να χαρεί τις καλλονές των μαύρων πρωτοείδωτων κυμάτων. Τέτοιο καράβι. Έχει τη μέθη του η πρύμνη. Ένα στοίχημα που διαχωρίζει τα πνεύματα. Τόσο στοίχιζε η διακινδύνευση. Πόσο να μεθύσεις με σκότος; Δοκιμάζει ταυτόχρονα τη δική του τύψη, μπαίνει στη δοκιμασία του σατανικού, σπάνε οι βελόνες πίσω από την ομίχλη της Μορφής, δε χύνεται μεμιάς όλος σε στίχο ένα ή δυο ή περισσότερους, εκτείνεται προοδευτικά ενότητα την ενότητα ,κι ύστερα το πέλαγο που έγινε ωκεανός είναι ακαταδάμαστο, Δήλιοι κολυμβητές κάθε τόσο φέρνουν στην επιφάνεια καινούργιους θησαυρούς, τα Κύθηρα τα ίδια με το μύθο τους, να απλώνεται τραχύς μεθυστικός με του όπιου τη νάρκωση με τα μελανιασμένα δειλινά τα αμείλικτα βράχια. Και τα βασίλεια της Αφροδίτης να έχουν του σάπιου φυκιού την οσμή ,ώ λαχτάρες του στίχου υγρές, ώ αστραπές μαύρες που ξεχύνονται από τις τεμαχισμένες σάρκες των καταδικασμένων, των εκτελεσμένων ώ σκηνικό ! Που να στραφεί ο ποιητής ως εξουσίαν έχων πνευματική; Έχει χρέος να ρίξει αστραπές και κεραυνούς τους στίχους του επί δικαίων και αδίκων, δικαίων γιατί εδίστασαν αδίκων γιατί οι χαμέρπειες επερίσσεψαν. Η τέχνη ανθοδετική ο ρυθμός σαν άρωμα στο στίχο, το ήθος μετρά η άρνηση, φαρμάκι ήταν το άρωμα που μου' δωσες ζωή μια προετοιμασία για θάνατο . Άπαξ και ξεκίνησε των βυθών τα παιχνίδια ασταμάτητος θα ανοίγεται στο σκοτάδι τους που τον τρέφει γητειές κι άφθονη δίψα. Τα μάτια σου πράσινα, στων δηλητηρίων το χρώμα δηλητήριο που χύνεις στην ψυχή μου ώ γυναίκα στριφνή. Ανήσυχος σ' ένα παγκάκι σκυμμένος στο σονέτο του όλο το πρωινό, ασπάζεται στο βάδισμά της τους σφριγηλούς αστραγάλους γαλάζιους από το παγωμένο της αίμα, φρεγάτα στο πέλαγος των μεγάλων πλατειών σείει τους όχλους καθώς διασχίζει , σφριγηλά τα δυο της μπράτσα περισφίγγουν τον εραστή ,γίνεται κτήμα του, η μορφή του αποτυπώνεται σαν στάμπα στην καρδιά της. Στη χλιδή των παραδείσιων πουλιών στη μυστική σου κάμαρα όπου ένα μεγάλο στρείδι σε κλεί μαργαριτάρι μ' ένα υάκινθο πορφυρό στο αυτί πονεμένο μάτι υγρό που με ποτίζεις όπιο . Και ξαφνικά δραματικό το θέατρο μετατοπίζεται η καρδιά πλέκει το εγκώμιο σε ό,τι έχει χαθεί. Το βάθος τρέχει ίλιγγος μια ερήμωση ένα ρήμαγμα τα τοπία της καρδιάς σαρωμένα απ την πανούργα γυναίκα το μόνο που θα αποτρέψει τη συντριβή προς στιγμή ένα σονέτο . Κινεί την πένα σαν ρομφαία Αρχαγγέλου. Αν έχεις την πατρίδα μητριά μην περιμένεις ως άσωτο γυιο να σε δεχτεί πίσω, θύοντας το σιτευτό για χάρη σου. Εδώ μπήγει την πένα του, η μπαλιά θα βρει συμπαίχτες στην επόμενη γενιά έτοιμος για όλα. Στίχος αρχαίος και βαρύς από ρωμαϊκό μπρούτζο να τον νιώθει η σάλπιγγα εορταστικό στων θεάτρων την αυλαία, ώ δηλητήριο πράσινο ,τα μάτια σου κυρά μου, ώ το σάλιο σου που κόλλησε αμαρτίες στην καρδιά μου. Φτερουγάει η καρδιά σου κάποτε, γίνεται κόκκινο πουλί;
Σκαρφαλωμένοι στα μαστιχόδεντρα χιώτικα όνειρα ,εικόνες απ το σχεδιαστήριο του Θ. ο χρόνος ποτισμένος μαστίχα γίνεται σύμμαχος σε παιδικό ραβαΐσι στον κήπο του φεγγαριού. Η κόκκινη τουλίπα είναι αυτοφυής στη Χιό,λαλάδες, και που πυρακτώνει τα λιβάδια είναι για να σαγηνεύει τα ιπτάμενα κορίτσια. Η ποίηση δεν παρατηρεί βιώνει, δε γράφει ,ποιεί. Δεν έχω χρόνο δεν έχω καιρό τρέχει η μέρα μου σαν τη βροχή στα λούκια .Μέρα Βροχής.
* Για σας ηχούν τα σονέτα μου. Οι ρίμες του γίνονται όλο και πιο εσωτερικές, πνοή ποιητή πάνω στο στέρνο του, αφυπνίζοντας τα κορίτσια του κόσμου , μερίζεται τόσο συναίσθημα κατά μήκος των στίχων ώστε καθίσταται ανεξάντλητο το σωρευμένο του μέταλλο .Η μουσική του είναι η μουσική των τεχνητών στοιχείων τα αρχαία βιολιά κι οι φόρμιγγες έχουν ένα τόνο λυρισμού, κρουγμένα όλα από ρυθμούς ανάμικτους όπως τα ανακαίνισαν του μεσονυκτίου πειραστές, δίπλα μου ο δαίμονας και γύρω άνεμος μπαίνει μες στο πνευμόνι και το γεμίζει πόθο αιώνιο. Δεν είναι ο Εωσφόρος , όμως είναι πλήρης πνεύματος,έτσι που ο στίχος του έχει δαιμονική στιλπνότητα από ρευστό έβενο νυκτερινών λιμνών, άνεμοι αρώματα θηλυκά, σφοδρά συνωστίζονται μέσα στα σονέτα του. Τον καιρό που όλες οι κολασμένες της γης γυρνοβολούσαν στο Παρίσι και το είχαν κάνει ένα ατέλειωτο ανεμίζον φουστάνι ,του φτάνουν οι σουβλερές του ρίμες τους κολασμένους στις φλόγες να ξεροψήνουν. Το στίχο του, σαν μαστίγιο που βαστούν οι ερωτευμένες, μαστίγιο που είναι βιτσιές που εισπράττει από τα μάτια τους. Κύθηρα κατεχόμενα. Ο μοντερνισμός είναι ήδη αρχαίος εκεί που ο έβενος ρέει μαζί με τη μαύρη φωτιά που όλα τα ρημάζει,δίνει το μακρύ του μαστίγιο του στίχου που ξέρει να γίνεται κρεμάλα τρίκλωνη αιωρούμενη .Το ιδεατό συντρίβεται , όπως τότε που ο ποιητής ανέβηκε στο ικρίωμα. Δεν μπορεί να κάνει πίσω ο θεμελιωτής της μοντέρνας αρχαιότητας ,την καρδιά του σαβάνωνε κορακίσιο πτέρωμα. Κι όταν η γυναίκα το κατώφλι περάσει προς τα πυρακτωμένα δώματα των ερώτων ,το κορμί της πυρπολημένο και βαστάει πυρσό ,ένας άνεμος τη σπρώχνει πιο βαθιά να ριχτεί ως εδέσματα να αδράξει με τα δόντια να κατασπαράξει τις σάρκες που φλέγονται. * Δε θέλετε να υπάρχει σχισμή; Τι ενδιαφέρει με ποιά χρώματα θα ντύσεις την άρνησή σου; Δεν μπορεί να μην σκίζεται το ποιητικό όραμα από το ηθικό στερέωμα των υλοποιήσεων. Τη γκάμα του κακού την κάμα του φονικού ,το “απελθέτω” . Το ποιητικά ειπωμένο δεν είναι τόσο απλό, κοχλάζει το κρασί προμηνύοντας τη μέθη ,η ζύμωση έχει ρυθμούς, παραπλέω την ποίησή του γι αυτό του λέω αυτά που θελει ν' ακούσει. Μια στιγμή γίνεσαι το ποίημά του ,που θα το αρνηθείς. “Των ανθρώπων η ψυχή δίψα που την έχει σε ψυχή ν' αντικριστεί ,το μυστικό της καθρέφτη”
Αν δεν σκάψεις ορύγματα το ορυκτό δεν έρχεται και να σκάψεις την ίδια του τη φλέβα, τον είχε γεννήσει η πόρνη η μούσα έχαιρε στο κάλεσμα της οπτασίας.Παίρνω σβάρνα τα σκοτάδια εθίζω το μάτι μου στη μαύρη οθόνη.Τον Κάτουλό σου προσκύνα αρχαίε κύνα. Στην απεραντοσύνη σου θάλασσα γλιστράει το άπειρο των ματιών μου ,λίκνισε κύμα το ταξίδι μου βαθιά στο άγνωστο θα βρούμε το καινούργιο. * Το νέο ένιωθε τον εαυτό του. Της ποίησης ο ρυθμός είναι και ρυθμός αργόσυρτης ανάγνωσης, στην ποίηση την παλιά η αποστήθιση ήταν κανόνας κι ευχαρίστηση ,ετίθετο κι ένα θέμα αφομοίωσης μέσα στα γράμματα, ήταν στοιχείο εγγραμματοσύνης, όλοι κάτι καταλάβαιναν από τις κορυφές της ποίησης, κι όλοι κάτι απαγγέλαν ,κάτι προτιμούσαν και ήταν στο κυνήγι του καινούργιου,ορμούσαν να δεχτούν πρώτοι καταπρόσωπο το νέο αέρα από τα πράγματα της τέχνης που ανανέωνε τον κόσμο, έδιωχνε το αραχνιασμένο. Κάνει παρέα τη θύελλα εξόριστος απο τη γή. Οπωσδήποτε στέκεται ψηλά κι ας είναι στο υπόγειο ,σκοπεύει από την κορυφή του κόσμου τα αέναα ήθη , είναι ήδη ένας αρχαίος, γεννήθηκε στην αρχή του κόσμου κι έπιασε θέση στο τέλος του δρόμου.Κεντάει το στίχο του με πυρωμένη σακοράφα, και στο ρυθμό του έβαλε όλης της γης τα φάλτσα. Όλοι μαζί οι άνεμοι από τον ασκό του Αιόλου, ανοίγουν τα πανιά του, τρικάταρτα τους ωκεανούς γυρίζουν, καμιά σημασία ,αν κάνεις το σύμπαν λιγότερο μισερό,λιγότερο μισερές τις στιγμές.
Τινάζεις τη χαίτη σείονται τα δυό σου ημισφαίρια Κάθε ίνα στο κορμί μου φωνάζει: σε λατρεύω ! Τόσο συνήθεις όσοι σπούδαζαν τη νύχτα , σύναζαν δαίμονες στην καταιγίδα η Τέχνη θα τους κρίνει. Σαν ένας κρατούμενος ξορκίζω κάθε μέρα τους περιορισμούς που μου όρισε το σύμπαν.Χτυπώ σε κάθε κατεύθυνση μπας και χαλαρώσουν οι αρμοί να μπει το άγνωρο εκεί να κατοικήσω ή έξω να ξεχυθώ, είναι ένα σύμπαν πλάσμα της ματιάς μου και της καρδιάς μου. Χωρίς εκείνης τη χάρι τίποτε στο άστυ δεν προξενεί τη χάρη. Το πέρασμά της, η ακτινοβολούσα ξεδιαντροπιά της κάνει τους αρμούς του κρανίου να τρίζουν, οι γοφοί της χαστούκια στα μάτια . * Στήθος στον άνεμο Διψούν οι αέρηδες αναριγούν χαϊδεύονται, σ αυτό το κοίτασμα,έρχεται η υποχρέωση, δε γυρεύουμε πλούτο αλλά τη διάσωση απο αυτό που μας καταποντίζει, τη σοβαρότητα της ευθύνης.Τα έχει εμβολίσει ο καιρός, τέτοιες στάσεις πια δε φαντάζουν, τι γίνεται τώρα με αυτές τις οπτικές; Έχουν αρχαιολογική τιμή , την όραση του ποιητή την πιάνεις εκεί που λοξεύει πολύ το βλέμμα του. Στην πόρεψη του στίχου είναι ο ποιητής που πορεύεται, δεν είναι το ανάμεσα του στίχου μόνον,είναι κι ο στίχος. Από την ύλη του πλασμένος με το ποιητικό του ραβδί ποίμνιο τα πάντα.Ο βοσκός του Όντος. Αναδιπλώνει το απολλώνιο. Ένα μάτσο βέλη εξακτινώνονται προς κάθε κατεύθυνση,ο πυρήνας καίει. Τρέχουν στα μάτια μου τόσα που αφανίστηκαν στο άσπλαχνο διάβα των πιο αθόρυβων καταιγίδων . Έχουμε να κερδίσουμε κάτι κοιτάζοντας κατάματα ό,τι μας θίγει ,διέσπασα τη δυνατότητα έπλασα του ονείρου μου το αστέρι, δεν καταλαβαίνετε ότι η ποίησή μου έθεσε το απόλυτό της; Τώρα δεν περιμένω παρά μόνο από μένα, από μένα που απολαύουν το παν οι δικές μου Μαινάδες, τους χάρισα τον πλούτο της Καλλωνής τους, τούς έδωσα χάρες που δεν είχαν έκανα τη διαβολική τους γοητεία να λάμπει φώτισα με ένα άλλο φως, εωσφορικό αληθινό μοιραίο, μέρος της ηθικής πορείας, διαβολική ομορφιά ,σατανικά κόλπα, μνήμες μου θύμησες παλιές βαριές σαν βράχια. Την πόλη και τη σκηνή της που είχαν εκπαιδεύσει οι σαλτιμπάγκοι όλο το θαμένο μεγαλείο όλοι αυτοί οι νικημένοι πώς κάνουν με το βάρος του το σοβαρό, και τη βαρύτητα να αλλάζει; Κι έπεφτε με δύναμη ογκώδη ένας αβέβαιος κύκνος εν μέση αγορά χτυπώντας τις φτερούγες του στη σκόνη για να τις πλύνει . Του κάκου, γύρω του σαν γύρω από λίμνη, τα πλήθη χαχάνιζαν ανόρεχτα στη γερασμένη πόλη. Μπήκα στην πόλη ,το γηραιό αυτό πλοίο, που ο σοφός ποιητής είδε να μην υπάρχει γι αυτόν γιατί δεν υπήρχε μήτε οδός ,ταξίδια άγονα αγίνωτα ταξίδευε της Αλεξάνδρειας ο Άρχων, χωρίς πανιά η ψυχή του χόρευε,αρχαίος παλιατζής σε τερατώδη θάλασσα πάνω ,και χωρίς ακτές. Γέρασαν μα γοητεύουν.Επικίνδυνα γηρατιά,έτσι όπως γέρασε η όψη των πραγμάτων, μας παρασέρνουν κι εμάς μαζί τα χαλάσματα, φθίνουμε πάμε, η ατυχία με δίδαξε να βλέπω αυτά τα θέλγητρα. * Μέλι του πόνου Ο ήλιος έπεφτε,σαν πληγωμένος έβαφε με το αίμα του κόκκινο τον ουρανό και με πληγές, είχε αετού μάτι , μέτωπο μαρμάρινο, φτιαγμένο για δάφνες .Εκεί μακριά το βλέμμα μου κι όμως κοντά σας μέχρι το τέλος σας, σάς γνοιάζομαι σάς βλέπω ερείπια,χαλάσματα,του απείρου δρέψατε ηδονές. Αναπροσαρμόζεται η πνοή, οι στίχοι επιμένουν επιβεβαιώνουν την ευθύνη τους αναλαμβάνουν τον πόνο νέες διαχύσεις σπέρνουν μέσα στο βάθος των πραγμάτων. Στην αρπάγη, από κάτω ,του θεού, χορεύετε άθελα πάνω στα τακούνια της νιότης σας. Μέσα στα σκοτεινά σας μάτια στη σκοτεινιά πλοηγός, έχουν το μαύρο των ματιών τους σύντροφο και την αιώνια σιωπή συμβία.
Σαν ξαφνικά διαβάτισσα ,το φουστάνι ανέμιζε σκόρπισε και το λίγο μυαλό που είχα γυναίκα όλη θέλγητρο πέρασε, μου πήρε τα μάτια. Γύρω μου ο δρόμος βούιζε ίδιο ουρλιαχτό λεπτή ψηλή πένθιμη ,φανταχτερή αναβαστούσε τον ποδόγυρο που φουρφούριζε. Πέρασες,Συννεφούλα, σαν άνοιξη σ' εκείνα κεί τα περασμένα νειάτα μήν ξαναγυρίσεις ,εσύ που πάντα γύριζες δεν έχει πια νύχτες εδώ,ξενύχτια μήτε.
από της πόλης το κοχύλι θεοσκότεινη ομορφιά με δάγκωσαν μες απ' τα κόκκινά σου χείλη τα δόντια σου τα μαργαριταρένια. Άνοιξη με τ' αγκάθι σου! Που άργησες λίγο το βήμα ένιωσες που σε ένιωσα γέννησες ποίημα ο άνεμος έγινε από μετάξι το φουστάνι σου είχε πετάξει πάνω στα μάτια μου τρικυμίες Μέσα στου δρόμου το βουητό δε θα αφήσω να πετάξεις μακριά από μένα το στίχο μου λάσο έκανα, αδάμαστη, για σένα μέσα στο ποίημά μου τώρα οι καλπασμοί σου όχι μόνο για θαύμαση,πλέχτηκαν οι πλοκαμοί σου αγχόνη μα να, ταράχτει του κακού η ακινησία, να ξεναμιλήσουμε τη γλώσσα που μάς έλεγε.
Η ηθική άρνηση με σφυρί το κοινότοπο σφυροκοπά το ακατανόητο θα τα εξαντλήσεις τούτα τα κιτάπια όταν τα ενώσεις στη ματιά σου . Η ιδέα ήταν εξαντλημένη ,η κατήφεια κατεβάζει το καπέλο της μέχρι τα μάτια η όραση γίνεται ενόραση η μάγισα ποίηση καθεύδει. Έχει κατέβει τα σκαλιά. Διασχίζει μια κινστέρνα,δοκιμάζουν την τύχη τους ρίχνουν το ζάρι , αυτό το κρύσταλλο του βουνού ,θα πιούν την κούπα του επαρχιακού άστεως άσπρο πάτο.Εκεί μέσα θα ναυαγήσουν.Σε μια Δεξαμενή. Ολόγυρα.Στη Δεξαμενή ολόγυρα.Κοιτάζονται στα νερά της.Τα έχει συγκεντρώσει ,νάματα αττικού καιρού.Τους μάγεψε, τους μάζεψε, κλώσσα,από του ελληνικού κάθε γωνιά, τα δημιουργικά της παιδιά. Τα πότισε χολή. Σε ανέσυρα από τον πίνακα που δε σε κολακεύει, είναι ίσος σου Μπορείτε να μειώσετε τα πιο όμορφα μάτια; Χτίσε με στίχε ,χτίσε με μες στο απαλό σου κονάκι γύρεψα μια βέργα τσουχτερή έκανα ταμείο,τα συν τα πλήν τα μείον Τα όνειρά σου μην τα καις το κρύο δε θα ανακόψεις έχει άλλες σαράντα εκδοχές και άλλες τόσες όψεις μην ξοδευτείς σε μετοχές Γαζέλα από έβενο τι ήρθες να στολίσεις τα χιόνια μας ο ουρανίσκος μας δεν συνηθίζει να γεύεται χαβιάρι και τι θα βρεις μες στις θαμπές ομίχλες μας; Μόνο το τραύμα έχει μείνει ,ο θάνατος,χρωμάτισε την πόλη για πάντα, έδεσε πάνω του σάρκα της σάρκας του, αρνητική πνευματικότητα, από όλα τα πορτοπαράθυρα αντικρίζω το άπειρο και στο μυαλό μου ο ίλιγγος βουίζει .Σε ζηλέυω που είσαι απαθές. Σε ζηλεύω ώ τίποτα. Μη. Βγαίνεις έξω από τους ρυθμούς Κράτα μια ισορροπία στους δυό τροχούς Δάκρυα ποτίζουν την καρδιά κλαίει το αίμα. Εκείνο που απολιθώθηκε κι έγινε μνήμη διαρκής είναι η εικόνα του επίμονου. * Η γνωστική τρέλα του Εωσφόρου
Τη λάσπη αυτή τη χρυσαφιά, κατακάθι κρασιού την έσφιξα στο χέρι μου. Δες κι εμένα πλασμένο από τα γήινα χέρια μου “ ώ αυτές οι γυναίκες μου οι αθώες για σάς τις έπλασα ονειροπόλες” Όλα σωπαίνουν η καρδιά χτυπά ρυθμός στη σιωπή του θεού Από ένα ξερολίθι έσταζε στάλαχμον η Λήθη Στην Πενταποταμία ζάλη και τρικυμία στις ψυχές στου χάροντα τη βάρκα σας πάω τσάρκα κοιτάζοντας το αυλάκι του πλοίου θυμήθηκα το αυλάκι της πλάτης σου σε όργωνε ως κάτω η ομορφιά. Γεμάτη δόξα και συμφορά ώ πόλη τοπίο που σφύζεις ,απόλαυση και κατάρα για τα μάτια πώς σε σκουντάει ο χρόνος σε κάθε εποχή είτε στις δόξες είτε στις συμφορές; Εγώ εδώ χάθηκα χάλασμα και ναυάγιο μ΄'έστεψε η γριά μούσα μου τα βιωμένα της μυστήρια εκεί να βλέπω εγώ εκεί που εγώ κοιτάζω είναι κόσμος ερχόμενος ένα άπειρο άλλο είμαι ο θεόστραβος της παραβολής, τη Σιλωάμ δε συλλογούμαι γυναίκες- είναι αυτές που συνδράμουν το κακό είναι τα άνθη του το κακό τις χαίρεται ιδιαίτερα
Στο Παρίσι κάπνιζαν την πίπα στην Αθήνα μαστούρωναν, τους μέθυσε η πράσινη θεά έσκαψαν τον ίδιο κήπο, το μαύρο κήπο του κακού με τη βαριά μυρωδιά. Έχρισε τα μεθυστικά όπια και το αψέντι θεό κι αφέντη. Μετά την καταβύθιση στα ερέβη του 20ου δεν ύπήρχε άλλος δρόμος για τις ψυχές. Μόνο η τριβή δίνει εκείνα τα δώρα που κόμιζε ο ποιητής ακριβά δώσου στους ποιητές. Πού καθρεφτίζεσαι καρδιά μου; -Σε μένα, που είμαι διάφανη,πού αλλού; είμαι εδώ που πονώ,εδώ και το εγώ. Ο πόνος μου με γέννησε. Το όστρακο, του ουρανού σαν σβήνει, κλείνει όλο το γαλάζιο μέσα του. Ό,τι ονειρεύτηκα έγινε στίχος, κάθε που σκόνταψα πήγε στο πεζό -έχω τη γεύση του Μηδέν εγγύηση και μέτρο. Αίμα: το κρασί των δολοφόνων .Δείχνει τον εαυτό του ένα σκαλί πιο κάτω από την ηθική της πόρνης,εκείνη πουλάει μόνο το κορμί της, εκείνος πουλιέται όλος, πνεύμα και σώμα.Στην ηθική του έρωτα η αμαρτία είχε εξέχουσα θεση. * Οι στοές της ποίησης Η διαλεκτική της ακύρωσης ,είναι ο ποιητής αποσπασμένος από τον κόσμο; Το πνεύμα του ,ο πραγματικός σατανάς, μας παρακολουθεί μέσα από το στίχο , το κοινό που τον διαβάζει περιμένει στην άκρη της κάνουλας να αρχίσει το κρασί να στάζει στο στόμα του. Αυτό το κοινό διψά, έχει παραδοθεί στη μέθη του στίχου του, το σονέτο που τον κατηχεί, είναι οι δασωμένες πόλεις ,πνευματικά παιδιά ,τα γέννησε με πόνο και θυμό. ΄Οταν μου υπόσχονται τον ουρανό στην πραγματικότητα μού περιορίζουν τη γή. Τούτη εδώ η μποέμισσα το παν είναι για μένα περιπλανιέμαι στην πιάτσα να τη γνωρίσω δε θα πω ψέμα,να πουληθώ γυρεύω πρό πάντων. Μπορείς να με συλλάβεις ή κινδυνεύεις να σε συλλάβω, αυτό λέει κάθε φιγούρα απόμακρη στη Μεγαλούπολη. Μέσα απ το μυθιστόρημα προβάλλει και μια άλλη ζωή,πλάσμα της ζωής ,γέννημα του συγγραφέα που μόλις γεννιέται κι αυτός. Ο άνθρωπος των στοών έχει ξαναγίνει άνθρωπος των σπηλαίων έχει επιστρέψει στην αίθουσα εκθετήριο στα Σαλόνια-Σπήλαια. Κάποια διαβάτισσα ακριβή μέσα στο πλήθος κοίταξα μ έσφαξε η ματιά της Έρωτας με την τελευταία ματιά. Και σε είχα τόσο βυθοσκοπήσει, τόσο κι εσύ. Ξεπάγιασα ,σαν να βρέθηκα απότομα σε χιονισμένη βουνοκορφή , μου έλειψε το πλήθος της πιάτσας . Όστρακο μαύρο η νύχτα, ο ουρανός σαν σβήνει ,κλείνει όλο το λαζούρι μέσα του . Ξωτικές εμπειρίες στις μεγαλουπόλεις , κείμενο σκοτεινό η φωτισμένη λεωφόρος χωρίς διαβάτες.
Είμαι του ανόργανου η ψυχή ,η ελλείπουσα ουσία του, η ζωή.
Σκίστηκε το μαγνάδι κι είδαμε το μπούστο σου μικρή μου ενήλικη πόρνη Μεγαλούπολη στην πιάτσα σου τη μισόκοσμη. Με όλο σου το μακιγιάζ δεν κρύβονται οι ρυτίδες σου μεγάλωσες απότομα σκλήρυνε η σάρκα σου βράχνιασε το γέλιο σου. Που το μηδέν δοκίμασα γεύση του τίποτε. Πόλη χτισμένη με πέτρες και με αίμα. Η ποίηση του δεν παρατηρεί ,βιώνει.Δε γράφει ,ποιεί. Δεν έχω χρόνο δεν έχω καιρό τρέχει η μέρα μου σαν τη βροχή στα λούκια .Μέρα Βροχής. Εγώ πάλιωσα μέσα στο τώρα. Βαδίζοντας στο άπλαστο ακόμα.
μαύρη πάνθηρας, το λυπημένο δέρας
Τα φάλτσα από το μπούστο σου κι απ' τον ποδόγυρό σου το χέρι σου το αβρό σου με σέρνει στο χαμό σου Διαβάτισσα που χάνοσουν μες στων πολλών τη δίνη πίσω σου πολλαπλασίασες όλεθρο και σαγήνη Μπορεί μια τέτοια συμφορά σήμερα να τρομάζει δεν είναι όμως ανύπαρκτη στου έρωτα το χάζι
Σαν οι τροχιές των άστρων μας διασταυρώνουν οι λάμψεις μας
Βγήκες από το δοκιμαστήριο την ώρα που έμπαινα σχεδόν θα με άγγιζαν οι βιαστικές βλεφαρίδες σου μόλις συναποκόμιζες το τελευταίο σου εσώρουχο με τα στο χρώμα του αίματος μακριά νύχια σου
Με το χαμόγελο της σφίγγας σάς κοιτάζω από ερήμους αχανείς τους άμμους καθώς σπουδάζω υπάρξεις πολύτιμες μα αγνοημένες που πάνω σας μόνο οι δαντέλες σκιρτούν θέλετε ποίηση θέλετε χάρη τώρα που αγριεύει ο θόρυβος πέφτει σκοτάδι
Στην αλλαγή των εποχών το Δι’ ευχών. Τα μάτια του, δυό άλμπατρος για πέλαγος τρελαμένα, το σύμπαν καπέλο του. Άλλο άλμπατρος περιπλέει τη σκοτεινή φιγούρα του. Ωκεανός ουρανός μόλις που αγγίζονται στη φτερωτή γραμμή του ορίζοντα . Είναι πυθμένας ψυχής ό,τι κυματίζει είναι ένα φως που τρέφεται από μέσα, πελαγίσια γραμμή θιγμένη από θύελλα ερωτήσεων κάθε πρωί. Πώς να κραυγάσω το λευκό που με τυλίγει βρόχοι αφρισμένοι Αχέροντα κατεβασμένου στο σκούρο το θαλασσωμένο . 29.10.13
Αρχικά είναι μια συντριβή στην οποία αντιστέκεται όπως συντριβάνια γεμίζοντας παντού, αντί νερά, γραμμένα στο νερό αναυλίσματα. Ο συγγραφέας έσκαψε τα λαγούμια της ζωής προς κάθε κατεύθυνση όμως όλο αυτό είναι φαντασία, όσες πραγματώσεις αν έχει, πάλι το ρεύμα της ζωής τα εξαλείφει, ιστορικότητα είναι από το άπιαστο που μένει να πιάνεις το τώρα, αυτή τη σύνθεση από πριν και μετά και έτσι στην αιωνιότητα. Ο γιος της μαμής δεν μπορεί παρά να ξεγεννάει, μήτρα του είναι το “έν οίδα ό,τι ουδέν οίδα”.
Ψιθύρισμα ψάθας
Τις Κυριακές τα βράδια μελαγχόλησα έγερνε σαν κατήφορος μού ‘παιρνε το καλύτερο πριν έρθει ματαίωνε την προσδοκία που είχα με γρήγορο βήμα ετοιμάσει ολημερίς μ’ έριχνε σούμπιτο μες τη Δευτέρα μέρα που δεν έχει τσαγκάρη να καρφώσει τις σόλες της έγερναν οι ώρες της σαν σε κατάκλιση μαύρο χνούδι της νύχτας. Ποτέ γιορτή δεν έρχεται .
Στο ίδιο μοτίβο στον ίδιο σκοπό ακούω τη φωνή σου ψιθύρισμα ψαθόχορτου δολερό πάτημα κλέφτη . Τις Κυριακές τα βράδια μελαγχόλησα .
Μουσικοί άνεμοι (η πνοή του κενού )
Συγκατένευσα έβαλα σε παρένθεση ό,τι έπρεπε να περιμένει πήρα το δρόμο που έδινε στο ανυπόμονο βγήκα στην πόλη που είχε χτιστεί ως εγχειρίδιο γεωμετρίας με δυνατότητα να μπορείς να κατατάξεις τα συναισθήματα και να λήξει η παρένθεση της αναμονής . Καθώς έμπαινα στο σπίτι με έμβλημά του το δυώνυμο του Νεύτωνα συνάντησα στην πόρτα το Λεβινάς , έβγαινε βαστώντας παραμάσχαλα σαν καρπούζι την Ολότητα και το Άπειρο στη μετάφραση Παπαγιώργη. Για πότε βρέθηκα στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι μόνο το λαστιχένιο ρολόι του Νταλί μού το προσδιόριζε, και το φεγγάρι κομμένο από το τζαμωτό σε κρουασάν. Έκλεισα τα μάτια βυθίστηκα στην ανάγνωση της Ερμηνείας των Ονείρων . Προς τα χαράματα μου ανοίχτηκε μια μυτερή πόρτα στο θαλασσόβρωτο Κήπο των Νεκρών. Χρυσές σταγόνες σιωπής αντηχούσαν μια γόνδολα τραγουδούσε : Αυτούς που έχει βάλλει στόχο ο θάνατος συνήθως δεν αδειάζουν να πεθάνουν. Την άκουγες άραγε Φρειδερίκο;
Ο πένθιμος ήχος μορφώνει το συναίσθημα γιατί ηχεί μέσα, στις εσοχές . Αιώνες ζήσαμε πριν αιώνες αναμένουν και είναι τρομερό να υπάρχεις στο mal de vivre αβάσταχτος κόσμος με την ηλικία του απείρου και μια ζωή δε με χωράει. Κόσμε στα ζάρια δεν παίζεσαι μα στο καζίνο, αυτό το σπίτι της τύχης.
Το μπαλάκι στον τοίχο
Η απαλλαγή από την ανησυχία να είσαι κάποιος σε μια στιγμή που είσαι απλά όπως όταν επιθυμείς ένα ποτήρι νερό σ’αυτή την ακεραιότητα το άδειο ποτήρι δίνει το μέτρο της προφάνειας (σαν ένα δοχείο που έπρεπε να γεμίσει η επιθυμία ) ό,τι φαίνεται δεν είναι χρυσός ας είναι και ράβδος χρυσού δεν είναι πιο βαριά από ένα χρυσό σύννεφο .
Δεν περιπλανιέται η ποίηση, γίνεται και ο ποιητής ανωκάτω μέσα στους στίχους, που είναι αξεδιάλυτα ένα τους. Ό,τι ανοίγεται, μέσα τους, τον περιλαμβάνει. Οι επικίνδυνα μεγάλοι ποιητές δεν σε παρασέρνουν μέσα στο έργο μόνο, σιγά σιγά σε εμβολιάζουν και γίνεσαι μέρος του κειμένου ,και προωθητής. Έτσι εξηγούνται τα προσωνύμια ελιοτικός παουντικός πεσσοΐκός. Είναι ένα σχέδιο γραφής ,της γραφής. Είναι ένα κείμενο όπου το χέρι που το καταγράφει δεν είναι απλά καταγραφέας. Μέσα στο σχέδιο γραφή οι ήρωες είναι κάτι περισσότερο απ’ ό,τι λέει η λέξη, καταργούν τον κλασσικό συγγραφέα και παίρνουν τη θέση του. Το βιβλίο είναι η ανοιχτή φυλακή τους, μιά πραγματική φυλακή είναι πέρα από τις δικαιοδοσίες του νομιναλισμού. Τα σίδερα κινούνται ελεύθερα το ψυχιατρείο του λόγου μπορεί να κάνει την ιστορία της τρέλας αλλά το τρελάδικο δεν έρχεται σε σχέση. Δεν είναι το παράλογο είναι η προετοιμασία του. Το τίποτα, με την αγράμματη κοψιά του, καταργεί την ετυμολογία του και γίνεται λέξη κωδική. Σημαίνει μόνο ένα πράγμα, το ασήμαντο. Καταργεί τη γλωσσική καταγωγή ,γίνεται γλώσσα, σε αντίθεση με το τίποτε. Κάνοντας το ε, α. Δανειζόμενο μια κατάληξη αργκώ, ή της μαγκικής, αναστρέφει τις σημασίες. Πρέπει να είσαι του δασκαλίστικου κλίματος για να επιμένεις σε πράγματα που η ομιλούσα γλώσσα τα έχει σαρώσει. Γλωσσικός διαφωτισμός, είναι ακριβώς, να ακολουθούμε το διάλογο που γίνεται, που κάνει η καθημερινή γλώσσα, στα μήκη και τα πλάτη της ομιλίας της, της πρακτής γλώσσας. Με όλα τα πρακτικά της αλλά κυρίως με εκείνα που γίνονται φωνή. Σε ευθεία αντιστοιχία μπορείς να γράφεις, να μιλάς. Ζητούμενο είναι αυτό που πλάθεται. Όπως νερό τρεχούμενο λειαίνει ,η τρεχούμενη γλώσσα γειώνει τη λέξη, σμιλεύει τη φράση. Κι όλο το νόημα είναι φορτισμένο σ’ αυτό το ποιόν. Γιατί όν θα πει κουτουλάω στην κορυφή του κόσμου. Η ανησυχία σαν βιβλίο που δεν παίρνει φωτιά αφού όλα έχουν καταλήξε βιβλίο. Και οι στάχτες. Αφού κυλά ποιό είναι το χτες του, κι αφού από την κορυφή ως τον πάτο από την περιφέρεια ως την καρδιά σήμερα είναι άλλο πράγμα πως μένει στη λέξη πάντα ίδιο, δεν θά’πρεπε να του προσθέτει κάθε μέρα ένα σημαδάκι αλλαγής; Πόσες επιφάνειες έχει;
Η τακτική
Μέσα από το χακί η επιθυμία γιγαντώθηκε ατσαλωμένη ο εκπαιδευτής καλυμμένος στη σκιά του πρόστεγου έδειχνε τόπους στόχους στους χάρτες, μαζί θεωρία ηθικού και τακτική μαχών. Ίδρωναν τα πουκάμισα κι ακόμα οι φανέλες τα τζιτζίκια κρατούσαν το ρυθμό στη μονοτονία της στρατωνισμένης φωνής. Ο ήλιος κομμάτιαζε τα χαλίκια -σκληρό στρώμα για να το συνηθίσεις. Στραφτάλιζε στον περίβολο στα λευκά, καθώς ζηλεύαμε μόνον τον τυχερό θα δυσκολευόταν να καταλάβει τη θέση μας, κομμάτιαζε την ψυχή μας.
Ο χρόνος διασχίζει το υπάρχον, αλλά τίποτε από όσα παίρνει μαζί του δεν έχουν σχέση με ό,τι υπήρξαν, τα μεταβάλλει διαρκώς, το βιωθέν είναι ανέφικτο. Μέχρι που ο Φ. Πεσσόα έγινε ο θαλασσοπόρος της ποίησης στα νέφη του Μαγγελάνου «Χαμάδες» — Η ηλικία της θάλασσας Ο συγγραφέας πιστεύει ότι το μελάνι το παίρνει από το μελανοδοχείο, στην πραγματικότητα έχει ανοίξει τις φλέβες του. Τρεμοσβήνει μπροστά στα μάτια μου η εικόνα της πραγματικότητας. Σκυμμένος πάνω απ τη γέφυρα περιμένω να περάσει …ποιός είναι αυτός ο γνωστός που περνά;
Η κυριολεξία του κόσμου δεν αρκεί χρειάζεται και τη μεταφορά του ,όπως κάθε σώμα που αποζητά την πνοή του ,την ψυχή του. Το σύμπαν είναι ένα κελί χωρίς όρια, η φυλακή που ορίστηκε να φυλάει τον άνθρωπο στην άγνοιά του. Σε κάθε σκοτεινό γύρισμα του κόσμου ο άνθρωπος βουτάει στην ανυπαρξία του για να ξαναβρεί το νόημά του. Το πεπρωμένο μας είναι να γίνουμε παρελθόν. Από τον εαυτό σου ζήτα τα όλα. Όταν σου δίνουν εφτά πάρε οχτώ. Από τους φίλους σου θα κριθείς. -Έκανε τη μπουκάλα μελανοδοχείο. Ζύμη ζωής Το ταξίδι έχει συντελεστεί, Τα όνειρα δείχνουν τι μπορεί να είναι η φαντασία. Αν το όνειρο παίρνει δανεικά από την πραγματικότητα, η φαντασία παίρνει απ’ το όνειρο. Χείλη του μυστηρίου, το χαμόγελο των ωρών. Μειδίαμα που είναι η αμηχανία των αθανάτων. Γούβες γεμάτες λουλάκι κάτασπρα σπίτια οι στέγες σαν παπαρούνες οι καμινάδες ασίκηδες που φουμάρουν σέρτικα τσιγάρα. Κοίταζε την ψυχή του. Είχε αυτή την συγγένεια με το χάροντα την ενδιέφεραν οι ψυχές των ανθρώπων. Έγινε χάρος του εαυτού της με ένα πήδημα από το κιγκλίδωμα στο κενό. Έχω να σου πω φεγγάρι σπιτάκια πλεούμενα μαύρα. Στοιχειοθετώ τη θέληση που μια γλώσσα μπορεί με τον ανάλογο της τρόπο να θέλει να μπει στον τραχύ δρόμο προς το άρρητο, το δύσκολα να κατακτηθεί βήμα όπως
ο δρόμος του σολωμού. -μες στο γρανίτη το απολιθωμένο ψάρι κολυμπάει τους γεωλογικούς αιώνες σαρώνοντας όλα τα δίχτυα και σαν να ξέφυγε από το τηγάνι της καλόγριας του Μπαλουκλί η σαγήνη του τραγούδι τραχύ Με μια κλωστή από τον καθένα φτιάχνοντας τη γούνα σου σαν ομοιοκαταληξία με το θάνατο αυτό αρχινά
λιτός μέσα στον πλούτο του ο βίος κι η πολιτεία του μεστή
Γιατί κι ο θάνατος παίρνει τη δυσκολία μέσα του μαζί με τη ζωή που αφαιρει.Το μνήμα γίνεται σχήμα ανθρώπου.
Αλλά εκεί μέσα στο μέγα τάφο,ακολουθεί το ποίημα με το αξιωμένο της ζωής το ίδρωμα της πλάκας να χαράζει γιατί στον τάφο μια περίσσεια λάμπει.Ό,τι έπεσε υψώνεται.Με τα κτερίσματα και το ιερό δένεται το χώμα την άφθορη ύπαρξη που από το μνήμα εξέχει. (στα 49 σκαλιά κευθμών πεντόλιρα κουδουνίζουν μνήμη μνημείο υψώνουν κι η δόξα δεν είναι μονάχη) μνήμη της περιπέτειας μέσα μας, αινιγματικά λόγια, κι όσα δεν έχουν θάλασσα κι όσα παφλάζει στα κοχύλια τους μέγας ωκεανός του πελάου οι φωνές ηχούν στο άδειο στόμα τους θαλασσοπούλια ψηλά μιλούν τον αφρό που το κύμα δίνει λευκό τραγουδώντας στα βράχια, τις γοερές σπηλιές. —–
οντολογικός πειρασμός, (παραφρόνησα) Είδα τον Αριστοτέλη εύθυμο να περνά βάδισε πρώτα τα Φυσικά,ύστερα ώς πέρα διάβηκε,κι ύστερα διέσχισε απτόητος τα Μεταφυσικά τρυπώντας τις φυλλωσιές της ύλης, του ήλιου τα ύπατα και χάθηκε μες στην ψυχή των όντων.
Καιγόταν τα νερά βαθιά στο ηλιοβασίλεμα στο υπόχαλκο σούρουπο αριστεία, άνδρα ευδαίμονα. Καιγόταν βαθιά τα νερά.
Νάματα του ελληνικού οι μορφές που τα ενσαρκώνουν είναι ομορφιάς παράφρονης, έχουν κράση ορμητική, όταν δειπνούν η κούπα χρυσολάμπει. Το άρμα τους άγριοι πάνθηρες ορίζουν. (Οι μαθητές τους σε νηφάλια μέθη, αδρή χαράσσουν διαδρομή. Στο ξετύλιγμα των χρόνων κεραύνια φεγγοβολή).
Ρημοκλήσια Κουρμπάνι, οι κοπέλες στα μαύρα , λελέκια κροταλίζουν με τα πολυβόλα η κραυγή έβγαινε από το βαθύ βάλτο εκεί που έσμιγαν με πάταγο τα νερά καθώς αναβράζαν τα βαρκά, φλεγόταν οι νερομάνες, ο βρυχηθμός, ρόχθος της καταβόθρας, σαν από δαμάλι που το σφάζαν, έφτανε -ώς τη Σκάλα κι απάνω στη Χιονίστρα αντιβούιζε.
Ξάστραφτε δυτικά κατά το Λιμπόνι ταράζονταν η Χότχοβα Φέγγει κατά το Αηντονάτ Φωτοχυσία μετά της Φωτικής τη Μεγάλη Θυσία.”Σαρανταεννιά” λαμπόβαρκα διασχίζει το βρεγμένο Λάμποβο δαρμένο στην καταιγίδα του ’43.
Στη Μπούντα αστράφτει στη Σπάτα μπουμπουνίζει Τα βουνά ρυτιδωμένα κατισχυμένα στέγνωσε το πετσί τους ιδρώνουν αίμα από τον πολύ τον πόλεμο Στη στράτα του ΑηΓιώργη κατευθύνω το βέλος στο χώμα μοιρολόγια μαυροφόρετα, εγείρονται μορφές, ο Σταυρός, εκεί που άναψε το ντουφέκι, φανερώθηκε Σύμβολο . Κάθε αυλακιά στην άβυσσο, ρίχνει κλωνάρια. Η μουσική της ελευθερίας πυρώνει τους αυλούς.
Τσούπρες ΤΣΟΥΡΑΠΙΑ πολύχρωμα βαδίζουν στο χιονιά. Σ’ αυτή τη γωνιά να ξεμαγκώσω τα ζητήματα να τα θέσω μπροστά μόλις βγαλμένα από τον πάγο να τα παρατηρώ πως συνέρχονται όντα απολησμονημένα. Όμως πώς θα φανερωθεί η κεντρική φιγούρα, να έρθει μαζί μου πρόσωπο με πρόσωπο, θα είναι μια μορφή όλο έλλειψη; Γιατί κι ο θάνατος παίρνει τη δυσκολία μέσα του μαζί με τη ζωή που αφαιρεί. Το μνήμα γίνεται σχήμα ανθρώπου.
Αλλά εκεί μέσα στο μέγα τάφο, ακολουθεί το ποίημα με το αξιωμένο της ζωής το ίδρωμα της πλάκας να χαράζει γιατί στον τάφο μια περίσσεια λάμπει. Ό,τι έπεσε υψώνεται. Με τα κτερίσματα και το ιερό δένεται το χώμα την άφθορη ύπαρξη που από το μνήμα εξέχει.
Της κοινωνίας δυό όχθες κι ανάμεσα αίματα εμφύλια .Το φιλί που ανταλλάξαμε φονικό. ———
Απόσυρση
Με την Περαπαναγιά ασβεστώσαν το αίμα μας και πια δεν ανασαίνουμε πίστη ό,τι πιο λεπτό είχαμε υψώσει της παναχράντου ό,τι πιο λαχταριστό στα σπλάχνα του ωραίου. Οι ψηφιδογραφήσεις περιμένουν τον μαρμαρωμένο να ξαναστηθούν στη θέση τους άχραντοι Κι ώ Παναγιά του αχωρήτου ξάστραμμα ……… πίσω από την καπνιά του χρόνου φτιαγμένος τα χρόνια τα βυζαντινά ο Διάδοχος Φωτικής κρατά στα χέρια του τα Γνωστικά του κεφάλαια που είναι όσα τα ψηφιά στη μαυρισμένη του εικόνα.
*Να κόβετε τα τριαντάφυλλα πριν μαραθούν, παραγγέλνουνε τα κορίτσια της Παραμυθιάς. Να κόπηκαν εκείνα άραγε, πριν μαραθούν τα κρίνα της ζωής; **Το αίμα προφήτεψε ο ΠατροΚοσμάς θα φτάκει ως το κότσι δαμαλιού χρονίτικου. Και φώναζε το κλαψοπούλι κι αντίχαε η ρεματιά κι αντιλαλούσαν τα στενά. Στο μεταξύ η γραμμή των παθών είχε υποχωρήσει πολύ κάτω από τα ένστικτα.
ακόμη τυφλό το πράσινο λάμπει στα κιγκλιδώματα όταν το φως τρέχει παράλληλα της βροχής και πέφτει ολόγυρα χρυσό αραποσίτι στη μυλόπετρα
ένας γοργός ήχος πέτρινος, κάτω τρεχούμενα νερά
μες στου θορύβου τον κόρφο τον ήχο σβήνω. του ασημένιου τάματος που μαύρισε να περιμένει τα βυθισμένα να αναδυθούν σαν μια φλογίτσα που ξανάφτει στο μανουάλι με την άμμο των νεκρών
πλασμένο με σκιά τον γνώριζε το χέρι στο άναμμα της προσευχής με το κερί να δίνει τόνο και ήχο από φως που τρίζει
Γλύκηα μάτερ ,ού τοι δύναμαι κρέκην τον ίστον πόθω δάμεισα παίδος βραδίναν δι’ Αφροδίταν/ Γλυκιά μου μάνα στο χτένι να υφαίνω δεν αντέχω ριγμένη απ’ του μορφονιού τον πόθο δαμασμένη από τη ραδινή Αφροδίτη.
Δεν τους έκανε αστρονομία ,ποιητική οντολογία τις δίδασκε. Τις μάθαινε πως να ρεμβάζουν τα φωτεινά βράδια τα ξάστερα. Την ώρα που η διαφάνεια διαπερνάει τις ψυχές .Λένε είναι οι ψυχές. Λένε είναι οι πίκρες οι μικρές.Τις διδάσκει έναστρο είναι οι δροσεροί αστερισμοί της νύχτας στα νεανικά τους πρόσωπα απορίας/ αμφί κάλαν σελάναν/ γύρω απ’ το όμορφο φεγγάρι/ ενώ απέναντι στο Ιλίου πεδίο οι άντρες γύρω απ’ τις φωτιές που είναι διάσπαρτες στο νυχτερινό πεδίο της μάχης όπως τα αστέρια στον ουρανό με ξαναμμένα πρόσωπα ονειρεύονται την αγάπη τους που παίζει σαν φλόγα. Συνομιλεί με τον ποιητή στην εικόνα αυτή, εναλλαγή πόλεμου ειρήνης, τον Άρη δεν τον εκτιμά. Το φτερωτό παιδί περνάει ανάμεσα στους στίχους όπως ο άνεμος αόρατα, στα κορίτσια τον βλέπεις που τρέμουν από έρωτα άμαθες.
Ποτάμι δίπλα σε ποτάμι και τριγύρω βουερή θάλασσα, μια ορμή προς τη θάλασσα ένας αφανισμός. Παράκληση, κάν’το παρθένο σαν βγει στην υγρή λεωφόρο, να’ σαι και δασκάλα του και μαθητευόμενη, παγωμένο φεγγάρι όπως χάνεται στη θάλασσα να μπαίνει . Κά’ντα να ξεπαγώσουν να αποκτούν αφροδίσια υφή να γίνονται ερωτικά να βγουν στον αέρα, να βρουν έκφραση.
Το έναστρο Είναι. Με το διαχυμένο σκοτεινό φως της νύχτας.
Ντύνω τη γύμνια σου χάδι αναταράζεται η θάλασσα, ανατριχιάζουν του πύργου οι αντηρίδες ,ο αφρός πλένει τα στοιχειωμένα του τειχιά, τα παραθυρόφυλλα ανοίγουν διάπλατα, η θάλασσα αναδεύει το σκοτάδι. Καινουργιωμένα τα κορμιά στα λουτρά του ύπνου και της αγκαλιάς ρίχνονται στη μέρα.
Στο μπλε του ουρανού πορτοκαλί ουλή σαν πύλη ξερνάνε φως οι μελανές κηλίδες. Οι κρήνες της Άρτεμης κλαίνε.
Η σελίδα λευκαίνει καμιά φορά από διαύγαση όπως όταν η θάλασσα γυρίζει από το πολύ σμαράγδι στο λευκό άνθισμα του κυματισμού το αφρώδες σαν τις χιονισμένες κορυφές και τα κύματα λάμπουν. Ένα κομμάτι φλόγα ένα κομμάτι πάγος .Η γλώσσα όσο αντέξει θα το πει. Κι όσο πιο αφαιρετική τόσο πιο πολλά θα περιλάβει από το όλον .Με το καλημέρα κι έφεξε. Άνοιξε το ένα φύλλο.
Απ’ την ώρα που εκείνο το παιδί το μυθικό εκεί στα Παρίσια άρπαξε τη ομορφιά ένα πρωινό την ακούμπησε στα γόνατά του και τη βλαστήμησε, ένας μετεωρίτης γαλαζωπός βούτηξε στην πλατεία Κολωνακίου, συγκεκριμένα στο παλιό Ντόλτσε κι άνοιξε μια τρύπα ίσα με τη Δεξαμενή, ώστε γύρω γύρω ακροβολίστηκαν ο Παπαδιαμάντης και η παρέα του, και το τοπίο έκτοτε έμεινε σφόδρα μεταφυσικό, με εμάς χάσκοντες άκοντες. Άντε μη πάρω τώρα κι εγώ την ομορφιά και τη βλαστημήσω ,όπως το παιδί εκείνο το μυθικό.
Ο χρόνος έκανε το χρώμα του τοίχου τρυφερό να μη γδέρνει τη μνήμη ,να σαλεύει το φύλλωμά της ελεύθερο, έτσι που το πράσινο δεν ντρέπεται ,φυλλορροεί από σεβασμό στο πορτοκαλόχρυσο. Παράθυρο άδειο σκοτεινό μάτι, όσο κρατούν οι τοίχοι κρατάει η ψυχή ,δεν το άλωσαν ακόμη αγριοσυκιές. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, όλοι έψαχναν γιατί δεν πιάνει κλειδί στα λουκέτα, Πίσω, ρόδιζε έσταζε κίτρινα ταξίδευε στα κάδρα του Μπονάρ μέσα απ’ τα ξύλινα πλαίσια. Κορνίζες του χρόνου. Τίποτε δεν είναι αυτό που το λένε. Αν ήταν δεν θα το λέγανε ,θα ήταν, απλά. ποιος ποτέ μπόρεσε να είναι τίποτα;
Για να επιστρέψω στο θέμα δε με εκφράζει κάτι στη διάθεση που έχω λόγω περιστάσεων.
Στου ήλιου το δρόμο εικόνα του Θεού να δέσεις πάσχιζες -που ένα κλάμα μας αναγγέλλει πνοή στερνή ψηλά τί στέλνει; Κι οι ζυγαριές δε σταματούν . Μοίρα του κόσμου του ανθρώπου μόρος.
.
Ο σπινθήρας βγαίνει όταν συναντηθούνε βίαια στο σκοτάδι δύο αστερόπετρες, εκεί όπου η σκέψη φαίνεται να αλητεύει σε μια γλυκιά και άεργη ελευθερία, εκεί είναι και το έργο. Εγώ ένας μειοψηφών στην κάτω βουλή, κοιτώ το βαθύ σκοτείνιασμα μέχρι να φανεί το ρήγμα, στιγμή που το ρήμα αναχαράζει εκφέρεται λόγος και το χάσμα κλείνει δεν είναι μόνο ρόδο : βούτα τα χέρια στο λουλάκι βάψε τα μάτια, άνθος του κόσμου. Η καλύτερη στιγμή είναι όταν ανοίγουν οι θάλαμοι των αρωμάτων.
Ουκών όντος ον όντως έστιν όντος εικών ο ορισμός της τέχνης κατά Πλάτωνα, δεν αποτελεί όψη όντος είναι πραγματικά εικόνα όντος δηλ. στην πραγματικότητα δεν είναι ον ,όμως είναι εικόνα του πραγματική. Μπορούμε όμως να πούμε το » ον ενδοχώρος » το εσώτατο είναι ,η ένδον ανάσα ,το atma, μια anima, μυστική ενδοχώρα , αλλά θέλει διασάφηση. Ενών Ενωδών η οργασμική ενδοχώρα. Αυτή τώρα η ειδωλική περιοχή όπου ενδιατρίβει η τέχνη, είναι ένας οιωνεί χώρος, το ενδιαίτημά της , εκεί συναντά τις μορφές που θα εισαγάγει στη χώρα της αναπαράστασης. Αυτή η περιοχή τρέμει από ανυπαρξία. Είναι όμως περιοχή ένδοξη, είναι το πέρασμα για τη Μορφή. Είναι αυτό που έλεγε ο Ντοστογιέφσκι όταν γράφω κατεβαίνω στον τάφο μου, αύρα ξεχύνεται απαλή της τέχνης ίνδαλμα. Όταν όλα τα ιόντα αστράφτουν η έκρηξη του οργασμικού νού ο διάττων αστέρας της ενώσεως της εσωτερικής η μυστική αλχημεία κρουστή ενόπτριση στον έσω πυθμένα, στην έσω νύχτα ο οργασμός αστήρ διάττων αχνοφωτίζει μεγεθύνει τα ένδον εκτείνει ηδέως, ενήδονα φώτα γαμήλιος κρημνός η κλίνη , το μηδέν φουντώνει. Στα λαϊκά της ώχρας και της κιμωλίας το διατύπωμα κεντητό, μόνο τρούλος, λουλάκι σαν ουρανός τα φούξια σκιρτούσαν, όπως στον κορμό της φοινικιάς κάνεις αναρρίχηση beata beatrix .
Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, αλλά για τον Πλάτωνα μέγα μάθημα αυτογνωσίας είναι να καθρεφτιστεί η μορφή σου στο μάτι του άλλου, ο βυθός του ματιού φέρει ένα ξεχωριστό φως, φως πνευματικό, το αληθινό μας βάθος είναι στο σώμα, το ελαστικό πλαστικό σώμα χαρακτηριστικό ανώτερου ατόμου και άρα πολιτισμικής στάθμης κι όλα συγκεντρώνονται στο βλέμμα, ο τρόπος που βλέπεις που κοιτάζεις είναι αισθητός εκεί, μιλάμε για λεπτά αισθήματα αποχρώσεις, χρόα είναι η επιδερμίδα γι αυτό μιλάμε για παχύδερμα αδιαπέραστα στα λεπτά αισθήματα όντα, σύγχρονη Καρυάτιδα παραστάδα σε παλιότερη αθηναϊκή μεσοαστική οικία γδύνεται το γύψινο φόρεμά της ,αλλά και μέσα στο γύψο η γύμνια είναι ακαταγώνιστη ,γδύνει το βλέμμα μας μέχρι τον μέσα μας εραστή. Μη γυρίσεις να κοιτάξεις η Ευρυδίκη θα χαθεί. Ξεφλουδίζω την ψυχή σου μέχρι την επιθυμία που σε γδύνει σε μένα σε δίνει, ρίξε τη μελαγχολία με τη γλύκα σου, το φιλί σου κάνει την πίκρα μέλι, μαύρο μέλι ,από βαλανιδιά,
Θα δούμε τη σύγχρονη πλευρά κοιτάζοντας μεγάλες συγγραφείς ,και μεγάλους έρωτές τους, που γράφουν ποιητικό δοκίμιο, δοκίμιο ποίημα, όμως δεν είναι να αντιμάχεσαι στο βρόντο, μόνο στη βιωματική περιοχή έχει άγγιγμα το ποίημα ,η λογοτεχνία, την Κέιν εννοούσα, στην ποίησή της δεν υμνεί το φύλο αλλά τον έρωτά της στο καθημερινό του μεταφυσικό στοιχείο ,στην καθημερινότητα. Το πνεύμα είναι μακριά από αυτούς προτιμώ τις μαγδαληνές που θρηνούν το σούρουπο στον ελαιώνα, ρώτα το μάρμαρο που μόλις κόπηκε και θα σου απαντήσει το φρεσκοκομμένο τι χέρια θέλει να πιάσει τον κόσμο σου να σε κάνει άγαλμα που απορείς.
Το χέρι ρωτάει η σμίλη, πως να απομακρύνει τη σκόνη που κρύβει το θησαυρό, χαράζει στο βλέφαρο μια γραμμή που θα γεμίσει ο χρόνος , κι ο γλύπτης το ξέρει πως να τη φυσήξει να ξαναζήσει η ομορφιά στο φως. Κι όλο το ασήμι θα ρίξει η σελήνη στο στρώμα σου/ δάκρυ η ύλη του πόνου, άγριο βοτάνι από τις όχθες του Αχέροντα άχ έρωτα.
ώ νοσταλγία,! χτύπα τις χορδές σου ,χτύπα τις χορδές της ψυχής.
Φούμαρα τον έρωτα σκονάκια μαθήτριας με μπλε ποδιά αρχαίας μελαγχολίας αφίλητα κορίτσια με άσπρα καλτσάκια σαν αγριοπερίστερα που ξεναγούν οι αποπλανητές τους δάσκαλοι στον αρχαίο ναό, κάτω από τα μεθυσμένα βλέφαρα του Ανακρέοντα τρεκλίζει το λυρικό όνειρο.
Αυτό που μπορεί να φέρει ο ορειβάτης ,από την υψιπεδική του εμπειρία είναι κίτρινη και γαλάζια γεντιανή. Μπορούμε να το πούμε κι αλλιώς . Κίτρινο και κυανό γεντιανής, το τελευταίο αφορά τον ποιητή, απόσταγμα από μαλλιά βροχής το ποίημα. Οι πέντε κανόνες της Τέχνης: Τάξη. Ισορροπία. Ενότητα. Αντίθεση. Αρμονία.
Στο ανάγλυφο της ηδονής επιχρυσώνεται η κορνίζα της επιθυμίας.
Παρότι ο κότσυφας είναι μαύρος, γίνεται λευκός όταν μαυρίζει καθολικά το φόντο των ερειπίων.
Flectere si nequeo superos, Acheronta movebo- Virg.
*”Η έμπνευση όπως έχει ανάγκη από κέντρισμα έχει ανάγκη και από χαλινάρι”. Αυτό το είπε ο Διονύσιος Λογγίνος στο Περί Ύψους.
1. Με το μαρμάρινο άνθος στους Δελφούς, ο Πωλ Σκλάβος μεταστοιχειώνει το δελφικό φως που αστράφτει στις φωτεινές πέτρες του θεού.
2. ”Η έμπνευση όπως έχει ανάγκη από κέντρισμα έχει ανάγκη και από χαλινάρι”.
3. Η κατάργηση είναι συνάμα υπέρβαση, άρνηση που λευκαίνει το πεδίο ώστε μπαίνουμε στον αρμόδιο τόπο. “ Ξάπλωσες αποκοιμήθηκες πέρα στις λεπτοκαρυές,ξύπνησες κάτω απ’ τα φουγάρα του Ρέντη ανάμεσα στα τζαμάδικα της αποβιομηχανισμένης ζώνης.”
4. Κι όταν κάτι βγαίνει από ψυχής βρίσκει τρόπο να τρυπώσει σε μιαν άλλη ψυχή (συγκίνηση που δίνει εσωτερικό ρυθμό, εμψυχώνει και τα άψυχα. φόντο κάθε τέχνης ).
Τότε ανασύροντας αυτό το βάθος προς τα έξω, φέρουμε την ευθύνη που μοιάζει με την πρώτη ύλη, τότε το σκοτεινό αυτό βάθος, διαβάζεται αλλιώς, έχει ένα πυρετό του αλλιώς.
Σονέτο για τα μάτια σου Με το ζεστό της θάλασσας δέρμα το μεσημέρι σε αγκαλιάζει. Μικρές Κυκλάδες πεζούλι του καλοκαιριού, η στιγμή για το ζωγράφο μια μονοκοντυλιά, η ραχοκοκαλιά υπάρχει διακριτικά παντού στο φτερό, στων κοριτσιών τα όνειρα, στη Ναυσικά φοινικιά Ιόνιο αποχαιρετώντας τις άσπρες πικροδάφνες της.
Υλικά σχήματα, να αποφεύγεται η φενάκη το ψέμα η αναπλήρωση, όπως ξέρεις αυτά ξεκινάν και σε λίγο ξεκινάν πάλι. Η ομορφιά δεν αφήνει να κοκκινίσεις μέχρι τις ρίζες των μαλλιών και η πνευματική ομορφιά και η ψυχική. «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».Γ. Σαραντάρης
στις ξερολιθιές και στα πετρογέφυρα θα σε ξεμοναχιάζω…..
*
Κι ο άνθρωπος που διέσωζε το κείμενο ένοιωσε την ανάγκη να αφήσει δυό τρία λόγια δικά του : Εδώ ο συγγραφέας κάνει μια μικρή αναφορά στις αναγνώσεις που μάλλον δικαιολογείται ο μακρύς σχολιασμός που κατακλείνει την αφήγησή του. Παρέλειψα κάποιες σελίδες του δυσανάγνωστες ,επίσης πράγματα αταίριαστα για το σύγχρονο κοινό. Και καθώς δε φιλοδοξώ να μπω στις ιστορίες του ,δεν ταιριάζουν και τα χνώτα μας άλλωστε, θα αφήσω το κείμενο να μιλά μόνο με τη φωνή του. Όσο για τα εύρετρα ή μάλλον τη διάσωση περιμένω για την ώρα μήπως ενδιαφερθεί κάποιος συλλέκτης να ξεχρεώσω κι εγώ τον κόπο μου.
*
Έτσι να περνάει προς τη ζωή. Να αποκτήσει ένα τόνο υπαινικτικό .Ένα ερωτισμό στην κόψη και απότομες κοψιές. Να γυρίζει από πολλές μεριές η ματιά, η οπτική, να γίνεται αληθινό πέρασμα. Διαλογικό, σημειωτό, με εναλλαγές. Αυτό θέλω λίγο πρασινάκι εδώ ,χρυσό εκεί, ιώδες παραπέρα, βρύα και υδροχαρή και νερόπαπιες ,σκυλιά φέρμας, κυνήγια. Στον κυνηγότοπο οι φάσες στο φτερό και στη γέφυρα του Ντάλα να κολυμπάει γυμνή σαν μπουγάτσα Λαμπρομίχου.
Να βγάζει που και που το κεφάλι η ανάγκη της επιβίωσης κι η φωνή της ζωής ,να μην πνίγονται στο αφηρημένο. και η φωνή του χορού από τον Άδη της ζωής-με δικαιώματα.
Ρε συ δεν πρέπει να ναι έτσι, δεν νομίζω ότι τη νόηση τη διαμόρφωσε ο άνθρωπος. Γιατί τότε θα πρέπει της νυχτερίδας όλη εκείνη τη μαεστρία να ακούει το χώρο θα έπρεπε να την εξηγήσουμε πως; Δεν έχει αιτιώδη εξήγηση οπότε, το ίδιο στο δελφίνι και τόσα άλλα! Η σημασία βγαίνει από κοινωνικά σπλάχνα και ξέρουμε με τι μεταφυσικό πάθος. Αλλά η νόηση ,η συνειδητότητα είναι ένα σκαλί πάνω από τα ανώτερα θηλαστικά, βέβαια ο άνθρωπος έχει μια επίκτητη ικανότητα αδιανόητη και γνώσεις που μεταβιβάζει. Κρατά αρχείο και διευρύνει τον ορίζοντα ακατάπαυστα. Αυτά έχουν διαπιστωθεί από καιρό κα είναι κοινό κτήμα .Σήμερα πια αλλού πρέπει να στρέψουμε το νου μας κι όχι τόσο σε ατομικό επίπεδο. Μέσα κι έξω κι ανακατωτά ,να συναντηθούμε με το τεχνικό πνεύμα που εξακοντίζεται στα ύψη και να μεθοδεύσουμε μια σπουδή και μέθοδο σε ορίζοντα κοινωνίας. Να οδηγηθούμε σεκάποιες οικειοποιήσεις σε σύγχρονη προοπτική. Παράλληλα δε να μην αγνοήσουμε το άτομο πως πρέπει να βαδίσει ,τι να κοιτάξει. Γιατί μένουμε πίσω σ όλους τους τομείς .Η σύγχρονη τεχνική επιστήμη απαιτεί άλλου είδους αναστροφή. Πρέπει να μάθουμε σιγά σιγά ή και με άλματα να κατασκευάζουμε, να προγραμματίζουμε ,να χειριζόμαστε γιατί αυτό προέχει σαν στρατηγική να μην μένουμε διαρκώς πίσω ,να διορθώσουμε το βήμα. Ακολουθώντας το κυρίαρχο πλάνο, να μην χάνουμε απ’ τα μάτιαμας που πάει ο κόσμος. Κρατώντας και τον πολιτισμό μας σ’ ένα ύψος με συνθετική ματιά. Σαν μια νέα σχολή ευελπίδων.
Ο Εφιάλτης του αλκοολικού :τα άδεια μπουκάλια. Το παρατήρησες κι εσύ ότι δε βάζω αλκοόλ; Μα δε φτάσαμε ακόμα εκεί είμαι στο επεισόδιο Στέκι της Κίρκης, εκεί στον πολύξενο τόπο με χείμαρρο μαλλί, τα αρώματα, τα κιρκίσια ποτά και τις μεταμορφώσεις ,απόλυτες μεταμορφώσεις. Τόσο που το φτύσιμο διαγράφει κυκλική τροχιά, σκέφτηκες ποτέ σου; Και τη χειρούργα δέλφιδα . Έχει Σαββατιανές και πλάτια πάθη και στα στούντιο των γκουλάγκ κλπ και πινελιές από μικρές θείες ταξιδεύτρες. Και φιλοσοφικό πολτό που το βυζαίνουμε σαν αμβροσία δηλ σαν αθανασία. Μπαίνουμε σ έναν Παράδεισο αναπόταμοι. Από ακρωτήρι σε Ιδαίο άντρο περνώντας από Αμάρι θεσπέσια μάτια λευκό καμάρι. Στη Σαλονίκη στο σπίτι του Μοσκώφ ,σαν τη γυναίκα του Κανδαύλη. Μπακαλάκης και η ομορφιά του στο μπαλκόνι. Αναδρομή πάθους ,δεν κάθονται στα σύρματα. Μάτια Χανιώτικα και ξένοι έρωτες καλαθοπλέκτες και κοφίνια μινωίτικα, με ζώσανε τα φίδια ας είναι και χρυσά .Μαντεία της νέκρας και των νεκρών Νεκρομαντεία. UMANA & UMANA . Oι στίχοι απηχούν καημό UMAGUMA .Έτσι να χτίζονται οι Ελεγείες . Μεταξύ μοιρολογιού –μπαλάντας κι αυτού του καημού του ουμαγκούμα.
*
Να περιγραφεί η συλλογή και το πάθημα όταν είναι μακριά κατά μόνας, παθήματα ομοίωσης εκεί που καίει ο πυρετός. Σαν που κατέβηκες στα δικά σου χώματα να πάρεις φως, να σε φωτίσουνε και ύψωσες θρήνο ψυχής . Την αρρώστια των ψυχών να πεις όταν δρα μέσα τους αλήθεια έρωτα όταν βιώνεται η απουσία και γίνεται οπτασία. Όταν θυμός βαθαίνει το λόγο, τον ενδιάθετο λόγο. Όταν οικείο χώμα φωνάζει στα μάτια την ψυχή της. Ο ειδωλικός χώρος το ενδιάμεσο της αιωρούμενης γης ,άρση του βάρους . Ήθος ριζώνει στων χωμάτων την πράξη.
Η συγκράτηση, έλεγχος της εκφραστικής ,η ένταση συγκίνησης σε γεωμετρία πάθους, αυστηρή οργάνωση. Δεν ξέρεις ότι αν μια φορά πάρεις τον κατήφορο θα κάνεις διπλό κόπο να ξαναβρείς τον ίσιο δρόμο; Ανεβαίνουμε προς κάποιο ορίζοντα και ξαφνικά μας ξαναρίχνει μια απροσεξία ,ένα παραπάτημα. Είναι ριζικό ή οδηγούμε τη μοίρα με τα δικά μας χέρια;
Η Αμερική μετά τα το εξήντα παίρνει το πάνω χέρι και με ανάπτυξη των μέσων ηγείται πολιτικά πολιτισμικά. Η φιλοσοφική μας παρτιτούρα χάθηκε με τον Πλήθωνα, αυτόν τον Έλληνα Νίτσε του μεσαίωνα, ο Γεννάδιος ,Γεώργιος Σχολάριος κατά κόσμο και Σχολαστικός, οπαδός του Ακινάτη , θα κάψει τους «Νόμους», την παρτιτούρα του Γένους, κι αυτή η φωτιά θα είναι η τελευταία αναλαμπή από τη φιλοσοφική σκέψη των Ελλήνων. Το λάθος της Ευρώπης ,αν κάνουν λάθη οι χαμένοι, ήταν που πίστεψε και επέμεινε να αλλάξει τον κόσμο με ιδέες και φιλολογία. Η Αμερική απέδειξε ότι ο κόσμος αλλάζει με το να ονειρευόμαστε κοιτάζοντας αστέρια, κατασκεύασε το όχημα που οδηγεί εκεί κι ας ήταν δεύτερη δεν άργησε να γίνει πρώτη. Με αυτό κρατούμενο άνοιξε η όρεξη της και συνεχίζει στις κατασκευές.
Θέλει να σε βγάλει από το δαιμονισμό, αυτή την έκφραση από κάποιο παραστράτημα , ερωτική μίξη θεομιξία , πνευματική χαρά που λυτρώνει . Όχι μια πτώση ,αληθινή παράδοση στην ομορφιά .Γύμνωση από το εγώ ,το σκοτάδι, και παράδοση στο φως . Αττικά δάκρυα, η μάνα δεν έχει δάκρυα. Άπεφθο θήλυ κύκλος φιλενάδων εσωτερισμού χαμός Αναζήτηση ΥΠΑΡΞΗ, χορευτικός μουσικός όλεθρος Ντάνκαν και την πνίγει το φουλάρι της αφού είχε φουλάρει τις μηχανές δείχνοντας πως μια ρόδα κόβει όλα τα ρόδα της ζωής. Συλβί ώρα έξι .
Αδιόρατα να ανεβαίνουν οι αισθήσεις του μέσα τέμπλου. Και η δικαίωση μιας ζωής κρυφής, αόρατης, αλλά που είναι η σημασία ,το νόημα. Επειδή ξέρανε πόσο κακούργος είναι ο άνθρωπος όταν υποκινείται από τα υπόγεια και σε κοινωνική φτιαξιά . Να ντύσω τη ματιά της με το βλέμμα της Κ’Πάνου, τη μελαγχολία της Λόρεν ,τα χείλη της Γιαννάτου, τα συμπαθητικά λακκάκια της Κ.Ρώτα, τα αισθησιακά μάτια της Νάντιας .να γίνει η ύψιστη Σεβαστιανή μορφή,
Μη σε πλανέψει η ψεύτικη λάμψη του- Να δω αυτή την εξαγγελία σε ανύποπτους καιρούς να στραφώ και να αντλήσω μάθημα από τα καθιερωμένα. Άραγε αυτές οι εξαγγελίες δεν είναι η στενή τομή ,το συντέμνον που σαν οπή τόξου αφήνει το βέλος προς το στόχο; Να επιμείνω σ’ αυτό ,να το προσεγγίσω ,να το έχω για φως μου. Σαν κάτι που ήρθε και έρχεται μόνο του, ένα είδος έμπνευσης ,μαντείας του πραγματικού.
Γέρνει απ’ το ύψος του λαιμού του πάνω από την κουπαστή το κόσμου προς τα πελάγη της ζωής . Στα ύφαλα της εμπειρίας φωλιάζει το πέρασμα ήτοι «εν δε πείρα τέλος διαφαίνεται». «Μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι δε υπάρχει παρελθόν που να μην εκβάλει σε μελλοντικούς σκοπούς ούτε και μέλλον που να μην είναι αναγέννηση του παρελθόντος». Η διαρκής παρουσία μιας αιώνιας επικαιρότητας. Το βάθος της εμπειρίας αυτό το αιφνίδιο στοιχείο της ροής του κόσμου εμπειράται και εκφράζει και υμνεί. Ελεγεία. «Η αληθινή νοσταλγία πρέπει να είναι πάντοτε παραγωγική , να επιζητεί τη δημιουργία ενός καλύτερου μέλλοντος».
*
Δεν αρκεί να επικαλείσαι θεό, πρέπει να ξέρεις με τι θεό έχεις να κάνεις. Και σίγουρα στέκεσαι μεταξύ βέβηλου και ιερού. Απαραιτήτως και απαρεγκλήτως . Αν είναι εισχώρηση μιας θεοτικής αρχής, αν έτσι ορίζαμε το εσύ του εσωτερικού εαυτού, τότε τα όπλα είναι ακαταγώνιστα ακόμη και ως μη όπλα. Η θεοτική αρχή δίνει το επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία. Ένα όπλο παντοδύναμο. Όταν πάρεις τη φιλοσοφία στα σοβαρά και δεν τη χρησιμοποιείς, δεν την εργαλειοποιείς για να λες εξυπνάδες τότε πραγματικά μπορεί κάτι να σου αποκαλυφτεί να σοβαρέψεις και να βαθύνεις μαζί με το έργο σου.Τη διανόησή μας την κράτησε στα χαμηλά η μαρξική κληρονομιά, που ήταν ρηχή κι ασήκωτη και τους έγινε βαρίδι στο μυαλό και συναισθηματική πανούκλα στην καρδιά. Έζησαν με πλασματικές συγκινήσεις θύματα μιας ανελέητης προπαγάνδας και μιας έλξης προς τους ιδεολογικά ψευδόμενους για τα δήθεν υπερβολικά παθήματα ,παρότι υπήρξαν θύτες αμετανόητοι και μίζερες υπάρξεις. Ακόμα και ο Κ. Παπαϊωάννου,τη αριστερής διανόησης που είχε εισηγηθεί και σχολιάσει Χέγκελ στα Παρίσια μόλις που ψέλλιζε κάποια κριτικά σχολιαστικά .Η ανάλυσή του ήταν γκροτέσκα ,δεν μπόρεσε να χωνέψει τα σκληρά πρωσικά του φιλοσοφικού συστήματος .Αυτά κράτησαν στον πυθμένα και τον Κονδύλη .Τι σημαίνει αυτό; Όλοι τους το πρώτο που απεκδύονται είναι η καθεαυτό Ελλάδα για μια πλασματική που σέρβιραν οι ιδεοληψίες. Εδώ όμως υπήρξε μια περιπλοκή, ήταν εγχώρια η αδυναμία να δαμάσει το ιδεολογικό υλικό ,μιλάμε για το πλήθος των ενήμερων, κι όχι για κάποιες μικρές ομάδες και άτομα που δούλεψαν σκληρά και κράτησαν τα πολύτιμα για μας.
*
Η ομορφιά εμφανίζεται στα μάτια μας .όταν ο εσωτερικός εαυτός έχει φτάσει να είναι ομορφιά .Όταν έχει πάρει την ευθύνη όλου του κόσμου πάνω του αξεχώριστα από τον εαυτό του ,έχει οξύνει το νου , έχει νιώσει τη βαθύτερη ενότητα,έχει αγγίξει την όψη του τρομερού , της ίδιας της ομορφιάς .Είναι σαν να κοιτά πίσω από τη μάσκα του Διόνυσου την παντοδύναμη φύση. Έχει αγωνιστεί να νικήσει τα εφτά πάθη της ζήλιας, έχει αφομοιώσει το μάθημα από κάθε πάθημα .
Στα Φύλλα της φραγκοσυκιάς , σαν σε πινακίδα του Χαμουραμπή ήταν χαραγμένα : Lumino dimenso/Πλημμυρίζω με Φως του Απείρου, έφεγγε μέσα σου το αδιάβατο έρεβος πράγματα που συμβαίνουν σαν αποκάλυψη στο λήγοντα πράγματα επείγοντα στο θησαυρό φως μελιχρό για εραστές για θεριστές. Η αλήθεια που μας σημαδεύει γίνεται σφυγμός στο αίμα μας, έπιασες στα χέρια σου την καρδιά μου σαν μια μπάλα από χιόνι και λιώνει.
Εκείνες τις μέρες με είχε καταβάλλει η δουλειά και δεν είχα χρόνο να τη συναντώ. Αυτό με έφερε πιο κοντά στον εαυτό μου και έριξα το βάρος να τα βρω λίγο μαζί του και να αναλογιστώ τι μπορούσε να μου συμβαίνει. Να δοκιμάσω κάπως και την ετοιμότητα μου ,καθώς και ν’ αντισταθώ στην ακάθεκτη έλξη της ,ίσως και να κρατηθώ σε μια απόσταση μη μου γίνει συνήθεια ακατάβλητη..
Όμως συσχέτιζα τα πράγματα μ’ εκείνη. Πρόβαλε μπροστά μου κύρια με δυο εικόνες Με τη Σταχομαζώχτρα του Μπρετόν, της οποίας συγκέντρωνε καίρια χαρακτηριστικά φυσιογνωμικά όσο και ψυχισμού. Η άλλη εικόνα ήταν το Sorrow του Βανγκόγκ. Άρχισα να αναλογίζομαι τη δύναμη της εκφραστικής τέχνης ,αφού το μυαλό μου για να βρει μια κάποια ανάπαυση στεκόταν να ακουμπήσει πάνω σ’ αυτές τις δυο καλλιτεχνικά εκφρασμένες διαθέσεις. Γιατί λοιπόν γύρναγε σ’ αυτές ο νους; Τι έβρισκε. Την ομοιότητα; Αφού τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο όμοιο από την ίδια;
Είναι όμως έτσι; Μήπως με κινούσε κάτι βαθύτερο για να ανατρέχω να συλλάβω κάτι άλλο; Μήπως με αιφνιδίαζε στις εμφανίσεις αυτές κάποια άλλη πλευρά που έκρυβε νόημα. Μπορούσε να την αποσπά από τη σύγχυση τούτη η συμπλησίαση και να γίνεται : Σταχομαχώχτρα της Λύπης; Άφηνα να κυριαρχεί αυτή η αίσθηση που δεν το κρύβω με ενθουσίαζε. Συπλησίαζε με κάτι καλλιτεχνικό ,διαβαζόταν το πρόσωπό της μέσα από τις δυο εικόνες ,μπορούσα να κρατώ μέσα απ’ αυτές την αίσθηση του προσώπου της.
Μια από αυτές τις νύχτες ήρθε κι έδεσε με τα προηγούμενα και ένα αρκετά όμορφο όνειρο. Ήμουνα λέει στη Νικόπολη ,προς τη μεριά της παραλίας όπου εξέχουν λιγοστά ερείπια και μετεωρίζονται ,παλιά δόξα εκείνης της περιοχής. Εκεί στο ανοιχτό ,είμαι συντροφιά με ένα αρχιτέκτονα και ένα αγιογράφο και πιο πέρα αόριστα πρόσωπα αχνά ιδωμένα. -το κοπρόσκυλο μας δείχνει τα θεμέλια πάει σηκώνει το πόδι του και κατουράει εκεί που το είχε συνήθεια, στο αγκωνάρι του κατεδαφισμένου Ναού, μας λέει ο Μπρόνσκι. Μόνο που εκεί κατάκαμπα ιχνογραφούσανε τον ουρανό .Ακολούθησα τις κουβέντες τους και το δάχτυλο που περιέγραφε ψηλά προς τον ουρανό. Είδα τα ιχνογραφήματά τους καθαρά γραμμένα ,το σχήμα του τρούλου με καθαρές κεραμιδί διατάξεις χρώματος, εκεί συνεχείς εδώ διακεκομμένες , τα ανοίγματα ,παράθυρα του τρούλου, τα σταυροθόλια ,ο αγιογράφος είχε σχεδιάσει ,είχε λευκογραφήσει μάλλον όπως στα αρχαία αγγεία τον παντοκράτορα στο κέντρο και αγγέλους στα τέσσερα αντικριστά τύμπανα ,αλλά παρόμοια κι αυτός όχι με χρώμα ,με άκτιστη ύλη όπως έλεγε και εννοούσε ψηφίδες εφυαλωμένες με διάφανο γυαλί για να απορροφάει το φως. ( Το αναδεικνύει ο Thomas Medicus καλλιτέχνης με έδρα την Αυστρία, ο οποίος κατασκευάζει γλυπτά από τμήματα ζωγραφισμένου και κομμένου στο χέρι γυαλιού τα οποία παρουσιάζουν διαφορετική εικόνα ανάλογα με ποια γωνία βλέπετε το περιστρεφόμενο γλυπτό. Το ‘Head Instructor’ είναι ένα ανάμορφο γλυπτό κατασκευασμένο από 144 ταινίες γυαλιού ζωγραφισμένες στο χέρι. Όλα τα θραύσματα των εικόνων ζωγραφίστηκαν ξεχωριστά σε κάθε λωρίδα με τα ίδια χρώματα που χρησιμοποιούνται για τα παραδοσιακά βιτρό παράθυρα. Στόχος του έργου είναι να αναδείξει τις κρυφές σκέψεις και απόψεις που μπορεί να απασχολήσουν το μυαλό κάποιου.)
Γιατί στα ανοίγματα των παραθύρων θα έβαζε τρίεδρα κρύσταλλα ,ώστε αναλυμένο το φως να πέφτει στις εικόνες ,τα μυστήρια αυτά ψηφιδωτά στο ολόλευκο, έπαιρναν αυτό το φως και το διαχέανε σε μια χρωματική γιορτή. Ενώ όλα τούτα ήταν ορατά ,οι θαυματοποιοί δίπλα μου συνέχιζαν να δείχνουν στον ουρανό, από όπου λες έπαιρναν τα υλικά τους. Εδώ το όνειρο ξέφυγε και με πήγε σε τόπο οικείο, στο χαμηλό ναό, καθεδρικό του χωριού . Ήτανε λέει το εκκλησίασμα , οι ψάλτες ήταν και δεν ήταν ,άφαντος ο ιερέας στο ιερό κα στις δυο πόρτες, δυο άγγελοι κραταιοί, με δυνατούς ώμους ,σχεδόν διπλάσιοι στο ανάστημα ,από μας, μόλις που τους χώραγε η εκκλησία και ήτανε λέει οι φρουροί ,οι φύλακες του ναού. Ένιωθες την κραταιά τους δύναμη, το πρόσωπό τους κάπως αόρατο σ’ ένα κύκλο φωτός πιο ψηλά ,αν και φοβόσουν να τους κοιτάξεις καταπρόσωπο, και πιο πολύ σε απασχολούσαν τα χέρια τους που με το αριστερό δείχνανε την πόρτα του ναού που ήταν και ο δυο ανοιχτές ,ακόμα και η χτισμένη στην πραγματικότητα ,που σημαίνει άλλο χρόνο. Ήταν ντυμένοι στα πορφυρά με χιτώνες έως τα πόδια (ποδήρεις).δείχνανε τις πύλες του Ναού με αυστηρή σοβαρότητα. Ίσως λέγανε σ’ όσους αρέσει ,και έξω φαινόταν κάποιος κίνδυνος να επικρέμεται. Αφηγήθηκα το όνειρο σ’ εκείνη την άλλη μέρα. Ενθουσιάστηκε. Να το κρατήσεις ζωντανό ,μου είπε, μην το ερμηνεύεις ,είναι κάτι που ήρθε ως δώρο .Τι φαντάζεσαι ένας ναός είμαστε. Το σκοτεινό δωμάτιο του σώματος που έλεγες, δεν είναι καθόλου σκοτεινό. Είναι ολοφώτεινος ναός. Από μέσα μας βγαίνουν οι ναοί που χτίζουμε ,από ψυχική ύλη ή αϋλότητα αν θες, με κτιστή ύλη διαμορφώνουμε τους ναούς να κατοικήσει το θείο. Γιατί θεός είναι η κοινωνία ,η κοινωνική μας σχέση και απώτερα ο κόσμος του ουρανού και της γης, όπως έδειχνε ο αρχιτέκτονας και ο αγιογράφος ,από άκτιστη ύλη ναι ακριβώς.
Και στο ναό μέσα μας κατοικεί το θειότατο της ψυχής μας ο νους ,που κάποιος θεός άναψε στην ψυχή μας σαν φως ,όπως θα ξέρεις από το φιλόσοφο. Και δες ,πες πως το χωριό σου δεν είχε καθόλου ναό, τι φαντάζεσαι θα ήταν όλοι εκείνοι οι αγριόλυκοι που όλο τσακωμούς είναι και χωρίζουν μεταξύ τους και την τελευταία αυλακιά στα δυο με φωνές και μαλώματα και φονικά. Αν ακόμα δε συναντιόνταν που και που στην εκκλησία ,θαρρείς και δε θα γύριζαν ολοταχώς στην άγρια μορφή και ίσως αλληλοτρώγονταν ,αλληλοσπαράσσονταν. Μόνο αυτό τους σώζει ,ότι στο δέος του ναού ,με την ιεροπρεπή γλώσσα ,λίγο να καταλαβαίνουν μπαίνουν σε κάποιο νόημα, κι ακόμα δένονται συναισθηματικά ,συνηθίζουν τη μορφή του γείτονα που ολημερίς μισούνε και δεν κρένουν. Είναι και το άλλο κοιτώντας τα μνήματα γίνονται και λίγο φιλόσοφοι. Στο ναό όμως είναι σιγανοπαπαδιές .Θυμάμαι κάποτε σ ένα χωριό πόσο τρόμαξα από τις άγριες φάτσες τους. Ήταν αυτό που λέμε κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Πρώτα συνάντησα πέντε έξι κυνηγούς με τα όπλα τους και τα σκυλιά τους να χαλάνε τον κόσμο ξημερώματα. Μέχρι να απομακρυνθούν για τα καλά από την πλατεία είδα κι έπαθα.
*
Έπρεπε να πέσει το τείχος για να φυσήξει ο αέρας, το ελεύθερο πνεύμα ,το οποίο είχε στηθεί ακριβώς γι αυτόν τον περιορισμό .Μισοσυνειδητά το παραπέτασμα κατανοούσε την πνευματική του μειονεξία γι αυτό έφραζε μυαλά μιλιά και ύψωνε τείχη σιδηρά. Και σιδηρά ανάγκη στους υπηκόους που δεν λάβαινε υπόψη σε τίποτε.
*
Λίγο αργότερα βαδίζοντας σ’ ένα μονοπάτι συνάντησα ένα γέρο με ένα τεράστιο δρεπάνι στον ώμο, αυτό που κόβουν χόρτα και σταροκαλαμιές. Δεύτερος τρόμος, θες λέω να ήρθε η ώρα μου, να είναι κάνας χάρος. Τον γνώριζα το γέρο ,αλλά τι εμπόδιζε ο χάρος να έχει τη μορφή του κι ακόμα το λίγο τρελούτσικο μάτι του γέρου ,έτσι να του γύριζε μ’ έστελνε με τη μία. Όλο τέτοιες φάτσες βρίσκεις ,ειδικά στα ερημωμένα χωριά κι έχω γυρίσει με τη δουλειά μου αρκετά. Ούτε ένα ποτήρι νερό δε δίνουνε σε μερικά και μάλιστα σου λένε τι θες εδώ απ’ την Αθήνα ,άειντε δίνε του κι ας έχουν συνταξιοδοτηθεί από το δημόσιο. Για να καταλάβεις την ελληνική φιλοξενία ίσως. Βλέπεις δε γνωρίζουνε για ξένιο Δία ,οπότε τι να φοβηθούνε .
-Μόνο που τώρα τελευταία με τους ξένους ,θα το χτυπάνε το κεφάλι τους.
Λοιπόν, φαντάζομαι θα συλλαμβάνεις το κοινωνιοποιητικό μέγεθος της εκκλησίας ,καθώς και την παιδαγωγική και παρηγορητική σημασία που έχει γι αυτούς τους φτωχοδιάβολους .Ο μόνος τους φόβος είναι μην τους αφήσει ο παπάς αλειτούργητους. Κοινότητες ομαδισμού με τίποτε δεν οδηγούνται σε κοινωνία.
-Μα, της παρατήρησα, πολλοί ούτε απέξω δεν περνάνε, και όλη τη μέρα καντήλια στα καφενεία κατεβάζουν, καθώς καρφώνουν τα τραπέζια χαρτοπαίζοντας νύχτα μέρα..
-Άσε τι λένε και τι κάνουνε. Μόλις τους ζορίζουν λίγο τα πράγματα ,όλο βοήθειες είναι σαν την κότα που όταν πίνει νερό δεν της πάει κάτω αν δεν αποταθεί στα ουράνια. Αλλά επειδή ξέφυγα αρκετά σου επαναλαμβάνω να κρατήσεις την αίσθηση του ονείρου γερά, γιατί κάπως έτσι φωτίζεται ο ναός της ψυχής μας.
Σκέφτηκα τα λόγια της αργότερα. Θυμήθηκα ότι στην εφηβεία μου είχα σχεδιάσει ένα διήγημα όπου με ενδιέφερε να φωτίσω το ιστορικό του χωριού και να το σταθεροποιήσω σε κάποιες άξονες για οδηγό της γνωριμίας του και με τις καταγωγικές ρίζες. Ήταν ένα μικρό ιστόρημα που επίσης μου το είχε ξυπνήσει πάλι μια σειρά ονείρων πολύ αποκαλυπτικών για μένα. Στις ρίζες του βουνού ,έχουμε ένα κτήμα με ελιές και στην κορφή του υπάρχει ή βρύση της συκιάς όπου είχαμε φτιάξει μια στέρνα και ποτίζαμε ένα μικρό κήπο ,ο οποίος μας κράτησε σ’ εκείνα τα χρόνια της ανέχειας. Πιο δω από τον κήπο σ ένα ξέφωτο ,μέσα στο όνειρο ,ξαφνικά κοιτάζω και βλέπω τέσσερις προτομές πάνω σε βάθρα και ήτανε λέει ο Πάνος ,ο Φώτος , ο Ντίρης, ο Σπανός. Αναρωτήθηκα πως βρέθηκαν εκεί και πως τόσο καιρό δεν το είχα παρατηρήσει .Όπως συνήθως τη λύση δίνει μια αιφνίδια σκέψη ,που ξετρυπώνει από μια άκρη του μυαλού και λέει πως όνειρο είναι, γι αυτό δεν το είδες. Κα ως όνειρο δεκτό το απολαμβάνεις και το πρωί το σκέφτεσαι με αγαλλίαση.
Με αφορμή το όνειρο αυτό είχα φτιάξει τη μυθολογία του χωριού. Είχα μάλιστα τοποθετήσει τις τέσσερις μορφές καβαλάρηδες στα σταυροθόλια :Πάνος πυρόξανθο άλογο, Ντίρης σιδερόψαρο, Σπανός καφεκόκκινο ,Φώτος λαμπερό μαύρο. Ερχόταν τώρα όμως οι κραταιοί άγγελοι ,και ποιος μπορεί να τους φέρει αντίρρηση, ούτε να τους κοιτάξω κατά πρόσωπο δεν τόλμησα, και είναι σαν να μου αποκλείουν το δικαίωμα. Και ίσως έχουν δίκιο, γιατί στα σταυροθόλια θα εμφανιστούν οι τέσσερις άγγελοι εξολοθρευτές της αποκαλύψεως. Δεν κάνω θρησκοληψία ,απλά διατυπώνω συνέπειες ονείρου. Πρέπει να επανορθώσω την ιδέα μου για τις προτομές μορφών .δεν είναι για αγιοποίηση. Ναι έτσι είναι.
*
Αυτό με την αναγκαστική σκέψη ,κάπως για αρχάρια σκεπτόμενους μου μοιάζει, λες και αν κοιτάξω το νερό μόνο τότε μπορώ να σκεφτώ νερό, ακόμα κι αν διψώ .Και δεν αυτονομείται η σκέψη από τα αντικείμενα, παρά τα έχει για καθρέφτες μόνιμα, σε πλήρη εξάρτηση απ’ αυτά. Κι έτσι αν δεν έχω πέντε κατσίκες συνεχώς στον καθρέφτη του νου, δεν μπορώ επουδενί να αριθμήσω ως το πέντε .Μιλάμε για τέτοια εξάρτηση σαν του οπιομανή απ’ το ναρκωτικό του. Στην Ελλάδα μάς σάρωσε η πραγματικότητα του κράτους. Επειδή ακριβώς δεν μπορούσε κανένας δάσκαλος να συλλάβει τι σταλήθεια συντελούνταν και τι χρειαζόταν η Ελλάδα. Ύστερα το δάσκαλο τον έπιασε απ’ το λαιμό ο μαρξισμός και τον έκανε πιόνι του, υποχείριο φερέφωνο υποτελή σε διεθνιστικές χίμαιρες .Η θρησκευτικότητα του Έλληνα έγινε έτσι άθεη, ιδεολογική, μνησικακία, ιδιοτέλεια.
*
Δίνες αβύσσου Γοητεία κι ερεθισμός ονείρου, μαγευτικό και σε καλεί. Γοητεία και όνειρο. Γοητεία που θέλγει , μαγνητίζει , αναριγούν , κυματίζουν ,σάρκινο κοχύλι ,μαγνήτες βλέμματος , καυτό όνειρο, λαχτάρα , φλόγα, λάβα και χιόνι ,πάγος που καίει το μυαλό. Αίμα που φλεβίζει δονεί. Τένοντες ένταση ,μέθη ως τα κέντρα τα σκοτεινά .Κίνητρο και παράλυση τρέμουλο γλώσσας στα ψυχικά βάθη αισθησιασμός , ζεστή κόχη ξωτική γητειά ,εβένινες νύχτες βελούδο μετάξι θρίαμβος υποταγή όλεθρος πανικός τρόμος ιερός ομορφιά. Σε διέλυσε γλυκιά αγωνία αιφνίδιο δείξιμο. Βαυβώ σκιάχτρο ο ακατάβλητος συμμαχητής της ηδονής αγώνας κι αγωνία χωρίς να γίνεται αγονία. Απαράμιλλη γοητεία . Καμίνι που γλεντάει τις αισθήσεις ,φωτιά που καίει το σκοτεινό δασότοπο στα στήθη μας. Τριζοβολάει ο δασότοπος φωτιά πηγή, φλόγα καμίνι, πυρετός λύσσα ,σου τινάζει το μυαλό. σε φρενιάζει σκοτεινή φλόγα ,πύρινος όλεθρος, λάβα μάγμα πίδακες δίνες. Σάρκινη φλόγα . Σε απελπίζει. Σου κλέβει την ανάσα σε παίζει σε νικάει, σε στέλνει. Όνειρο μαγεμένο λατρευτό γλυκιά φρίκη γλίστρημα στην άβυσσο ,σβήσιμο στον κήπο των ηδονών, Σε ποθώ, σε λατρεύω, σε ρουφώ, σε υποφέρω, υποφέρω, γλίχομαι στη χλόη του εφηβαίου σου! Παίρνω ανάσα από τα χείλη σου ,παίρνω ανάσα στην πύλη σου. Πύλες καμπύλες σου. . Έκαναν οι πληγές μπαξέ.
*
Δεν είμαστε απλά ριγμένοι στον κόσμο, είναι ριγμένος ο κόσμος ,η έκπτωση είναι συνθήκη μας και κατάσταση. Τα πρόσωπα είναι πνευματικές μονάδες , προσωπικότητες. Τα πρόσωπα είναι επιφοιτητές του αγίου πνεύματος, ριγμένοι στις διδασκαλίες του και στο κρασί του. Είναι μια μετάληψη. Στο χώρο του πνεύματος, μοναξιά δεν υπάρχει. Κι όπως ξέρουμε η φορά του πνεύματος είναι όπως της φλόγας μόνο που το πνεύμα δεν καίει ,δροσίζει. Και έχει έγνοια και για τα κάτω. Επιφοιτά.
Η αδυναμία του Nicolas -όπως λέμε σου έχω αδυναμία- είναι η αδυναμία κάθε πραγματικής φιλοσοφίας. Είναι μόνο Φιλοσοφία. Είναι μόνο προτροπή.
Αλλά τι άλλο κάνει η πραγματική φιλοσοφία;
Με τον Nicolas όμως επισπεύδει και μια αποτροπή. Το δόγμα.
Άλλο το δίδαγμα κι άλλο το δόγμα. Filosofus Doctus.
*
Ο Στέλιος άπαξ και διέφυγε τις ιεραρχικές επιρροές, αναγκαστικά όφειλε να βρει όπλα κατά της μαρξικής καθήλωσης. Στο δρόμο προς τη φιλοσοφία διασταυρώθηκε σαν σε κορυφή με τον Μπερντιάγιεφ ,ειδικά στον Νέο Χρόνο. Και στη συνείδηση που προηγείται του είναι. Το εύρισκε πολύ χοντροκομμένο να μην μπορείς να πεις GOGITO ERGO SUM
—
Σήμερα 6.12.16 αθήνα
Στη γιορτή του NICOLAS
Ξαναδιάβασα τους στοχασμούς του που στις παλιότερες αναγνώσεις τόσο με είχαν ξενίσει οι διοδεύσεις του, οι αναπάντεχες φιλοσοφικοθεολογικές στοχεύσεις του. Πρωτάκουστα τότε για μένα και που μόλις αντιλαμβανόμουν τους στοχασμούς του Γ.Σαραντάρη και τις έννοιες του θεανδρισμού, του ανθρωποθεού όπως συνήθιζε ν’ αγαπά.
Το μεγάλο ξαφνιαστικό μυστήριο μού το έδινε η ιδέα των αντικειμενοποιήσεων. Σήμερα φαίνεται έχω κάποια οικείωση με τους όρους, και ο στοχαστικός Nicolas μου μοιάζει πολύ κοντινός, και εύλογα τα στοχαζόμενα του.
Η ρωσική διασπορά είχε χάσει το σώμα της χώρας, που είχε περιπέσει σε δεσμά υλισμού, ώστε ο χτύπος της καρδιάς ήταν διπλά πνευματικός, έτσι αναζήτησε το νόημα στο χρόνο, που ποιος να της τον πάρει;
*
Τα στάδια και οι βαθμίδες που ανεβαίνουμε έχουν αλλαγή και αποτυπώνονται και στο γραφικό χαρακτήρα. Στα στρώματά του ,του τελευταίου, μπορείς να διαβάσεις και τις αλλαγές του πνευματικού χαρακτήρα. Μπορεί να έμεινες ίδιος όμως έχεις αλλάξει.Εδώ μέσα διακρίνονται του λάχιστον πέντε χαρακτήρες που θα τους συνόψιζα σε πέντε εφταετίες για να συμπέσουν και με τις αλλαγές των κυττάρων. Άρα και οργανικά και όχι μόνον αοργικά.
Μέσα από έναν όρο ,όταν προσδιορίζεσαι , σε υποχρεώνει να καταγίνεις μαζί του και καταδεικνύει μια δέσμη σημασιών που έχει την τάση να έλκει δημιουργώντας έτσι νέες για σένα σημασίες, απαραίτητες σε ότι ονομάζεται διαύγαση ήτοι και διαύγεια ,εν προκειμένω το “ανακλάται”. Ο καθρεφτισμός στη συνείδηση ,στο νου.-
Τα πράγματα από κοσμολογικής άποψη ,έχουν τον θεϊκό τους τρόπο. Το σύμπαν φέρεται από τα χέρια μιας υπερβατικότητας. Προκύπτει από το κοσμολογικό παράδοξο όπως το ανέλυσε ο Κάντ, αλλά όπως το υπονοεί και το περιέχον του Γιάσπερς. Οι ανεξάρτητες συνειδήσεις , είναι τόσο πολύτιμες όσο γιατί προσφέρουν ένα νέο στήριγμα στα πράγματα που ξέρουμε από πράγματα που δεν ξέρουμε. Γιατί χτίζουν στο κενό .Είναι η άκρα πρωτοτυπία. Συνάμα προχωρώντας η ζωή ανεβαίνει και η απορία. Η γνώση δεν προσθέτει μόνο άλγημα αλλά και ερώτημα. Οι δυό πληγές.
—
“ Η κοινωνία δεν είναι όλος ο άνθρωπος, αλλά όλοι οι άνθρωποι ” Σε ποιόν τόπο να πάω που να με χωρά ,να μού παρέχεται η ευρυχωρία του αφειδώς, κι ο χρόνος μου να ηρεμεί. Να μην παθαίνω του περιπλανώμενου Εβραίου εκείνο :Μακριά από πού; δηλώνοντας ότι όλα τού ήταν μη-τόπος.
Κι εδώ να καταθέσω το ζωγραφικό δείγμα ,όπου μια ζωγραφική με χρώμα τολμηρό και σε διέγερση προβάλλει από ένα ρήγμα και στρέφεται παντού γύρω με ρήγματα αναδρομικής πίεσης στο εκφραστικό γράμμα. Εξπρεσιονιστικός φορμαλισμός, αναδιφώντας τη μορφή ,και ανατρέχοντας στους ορίζοντες των γραμμών.-
Μια σύγχρονη μεγάλη συγγραφέας και ανανεωτής του μυθιστορήματος σε μια στιγμή έκτακτης έκλαμψης γράφει: Αν είναι κάτι που αγνοούσε ήταν ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε και μια δεύτερη παρουσία, το φάντασμα του εαυτού της.(Θυμίζει κάπως ετούτο το διπλό εαυτό στο Ντοστογέφσκι,μόνο που ο συγγραφές της Πετρούπολης βρήκε στήριγμα στο Ευαγγέλιο και την πίστη, αλλιώς δεν είχε τρόπο να σωθεί, μετά και την εικονική μάλιστα εκτέλεση και το κάτεργο και σπίτι των πεθαμένων). Αυτή η συγγραφέας μια μέρα γέμισε το πανωφόρι της πέτρες άφησε στο τραπέζι ένα σημείωμα πήγε στο κοντινό ποτάμι και βούτηξε στα θολά νερά του. Το φάντασμα διαφεντεύει μέσω του έργου της.
Ένας γνωστός μου στο βασικό σύγγραμμά του που τιτλοφορούσε Η ώρα των φαντασμάτων ,αξιόλογη πραγματεία ,σε μια σημαντική κατ’ εκείνον υποσημείωση δια μακρού περιέλουζε κοινό φίλο πολύ γνωστό καλό συγγραφέα .Όταν τον συνάντησα το πρώτο που του είπα ήταν πως το βιβλίο του ήταν πολύ καλό ,αλλά έχει μέσα πολλά φαντάσματα, -και στην πρώτη ευκαιρία να τα βγάλεις-Η απάντηση :καλό, καλό. Στην επανέκδοση τα φαντάσματα είχαν εξαφανιστεί. Όχι φυσικά εξαιτίας μου, αλλά η πίκρα είχε σβήσει μέσα του καθώς κι η αιτία της.
Βλέπεις να υπάρχουν και εδώ φαντάσματα , εγώ δεν πιστεύω στα φαντάσματα ,αλλά κάποια φορά στην ερημιά νύχτα τα χρειάστηκα με τους αόρατους θορύβους και τους απρόσμενους ίσκιους. Με την ευρεία έννοια τα φαντάσματα εμφανίζονται όπου θέλουν. Αίφνης εδώ είναι ηλεκτρονικά. Ο Κάφκα τα είχε δει μέσα στις επιστολές του, έγραφε στη Μίλενα,”Τα γραμμένα φιλιά ποτέ δεν φτάνουν στον προορισμό τους ,τα φαντάσματα τα πίνουν στο δρόμο”
Θα παραδεχτώ κι εγώ ένα φάντασμα, το φάντασμα του φιλοσόφου, που ο δαίμονάς του δεν τον άφηνε μήτε στο σιδεράδικο να ζεστάνει το κόκαλο του κι είπε το γνωστό: ήθος ανθρώπω δαίμων. Απαντώντας στο ξάφνιασμα των επισκεπτών του που έρχονταν από μακριά και ήθελαν να δούνε το φιλόσοφο, διασημότητα κι αξιοθέατο κατ’ αυτούς, από κοντά, και είδαν έναν άνθρωπο που κρύωνε ως κοινός θνητός. Διάβασε στα μάτια τους την απογοήτευση και τους έλυσε την απορία, ”Μα έχει και εδώ θεούς”. Φιλόσοφος είμαι ,δεν είμαι από μπρούτζο, όχι ακόμα τουλάχιστον.
Να μια μεταφυσική αρχή : Αυτό που ξέρει να μας φτιάξει ,ξέρει ακόμα καλύτερα να μας χαλάσει. Ποιός να του ζητήσει το λόγο; Ποιος μπορεί; ( Δεν υπάρχει εγώ χωρίς επικοινωνία με τον άλλο, χωρίς διαλεκτικό αγώνα -Κ.Γιάσπερς).
Διοσημίες. Μια Σημειωτική υπό εκκόλαψη.Τα σημεία, παράγωγα από το σημείο, το σήμα δηλ το σώμα. Έννοια στη φιλοσοφική φαρέτρα των Στωικών. Από το σώμα τα σημεία λοιπόν. Και στρεφόμαστε στους επισκόπους της επικράτειας των νέων σημείων. Τους ανιχνευτές της πραγματικότητας εκεί που είναι και πιο σκοτεινά. Αίρεται το κάλυμμα; Στο ανάκλιντρο το σώμα σαν σε έγερση ψελλίζει τα της ψυχής. ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ
Η ομορφιά, θα πει ο κόσμος, μας εμποδίζουν να δούμε προς το αιώνιο, πρέπει να σηκωθούμε στις φτέρνες και να πηδήξουμε ελαφρώς.
Το να δώσω χώρο στο εσύ μέσα μου γεμίζει το άπειρο επικοινωνία. Είναι κάτι διαφορετικό η μέθεξη οι πλωτίνειες εκλάμψεις;
στις ξερολιθιές και στα πετρογέφυρα θα σε ξεμοναχιάζω….
Εδώ θα ταίριαζε να πω η μάλλον να παρεμβάλλω κάτι φαινομενικά αταίριαστο για την εκφραστική του αγνώστου αυτού δοκιμιογράφου, γιατί κρίνω πως τέτοιο είναι το κείμενο παρόλη την αφηγηματική πρόθεση και μάλιστα εκτεταμένη και βιωματική όπως φαίνεται.
Ναοί από πάγο
Ένα σημείο απ’όπου οργανώνουν την προσπάθεια έναντι πολλαπλών επιθέσεων με κύρια την επίθεση από το κέντρο : άμυνα στο βάρβαρο. Εδώ βρέθηκε η εποχή μας παγιδευμένη στο ασύμμετρο γι’ αυτό αποσαθρώνεται κάθε σύμφωνο ΟΗΕ που εξάλλου αποτελείται από φωνήεντα σαν κραυγή: όταν σε διακόπτω να μη μιλάς. Με τη διασπορά των στόχων η ισχύς είναι υποχρεωμένη κάθε φορά να ιδρύει στόχους για να τους εξαφανίζει με καταιγιστικό πυρ. Και επειδή το παν επιταχύνει η αλυσίδα κρίσεων προκαλεί ιλιγγιώδεις στροβιλισμούς ώστε κάνει η εποχή τους ουρανοξύστες να χορεύουν σαν ντερβίσηδες.
Βρύση της παλιόχωρας μύρο νεράκι, νεράηδονο μόνο, στο ναι των βρύων, στα όχι της πέτρας, μέσα από λιανό κουτσουπόφλο. Στο χωράφι στην ποταμιά στα τριφύλλια μέλισσες κάνουν τρισάγιο, γκούμανος μπάσος ιερουργεί. Κόψτε δάφνες κόψτε αμπελόφυλλα .Στολίστε. Πάρετε τη φωτιά από το μέτωπο του. Ρίξετε δροσερά κλωνάρια και μια δεκάρα να την πάει δαγκωτό μπαξίσι του χάρου. Φτηνό εισιτήριο για τέτοιο τόπο ,δεν σε υποψιάζει; (Για να γείρει την πλάστιγγα -το φτερό της ψυχής. Εγκώμια σε νεκρό ,μέγιστη προδοσία. Ένα βήμα έξω από το χωριό .Τώρα που βγήκες λίγο από δω βλέπεις τον κήπο του θεού. Η φύση ανακτά αν και δεν έχει κήπο. Τράμπα τραμπαλίζομαι τραγουδά κι ας κάνει κούνια η λιανή κοπέλα . Η χαρά δεν έχει τέλος ,γιατί αν είχε θα είχαμε δέσει εκεί την αρχή. Από την απώλεια η πόλη ορθώνεται πίσω από τα κυπαρίσσια τα βουνά της τραπέζια γιορτής, να υποδεχτεί τους οπλίτες πολίτες που την καρδιά τους ζεσταίνει λογισμός και όνειρο με την τάξη των αστεριών ως το άπειρο.
*
Όταν ο άνθρωπος έπιασε τη γραφή ,είχε ολοκληρώσει το τραγούδι του και το κατέγραψε με μιας. Σε μεγάλη ποίηση. Το προφορικό του μεγαλείο, το ηχείο της γλώσσας του άστραφτε μοναδικά, τα είχε ονοματοδοτήσει όλα και μπορούσε να τραγουδήσει πάγκαλα. Η γλώσσα στο στόμα του είχε βρει το σπίτι της κι ήτανε τόσο όμορφο, που μυρωμένα χρησμοδοτούσε μέχρι το πέρας των καιρών. Ευαγγελιζόταν τη μοίρα για πολιτισμό, για την πολίτιση του. Η μεγάλη μήτρα ποιητών και σοφών και κάθε πολιτισμού, αρχείο μεγαλειώδες, σάρκα των αιώνων. Ευθύβολα λόγια και σοφά. Μαρτυρία των παντοτινών μας αισθημάτων. «Ποτέ το καλλίρροο νερό των αιώνιων ποταμών πεζός μη διαβείς, πριν ευχηθείς, μόλις τ’ αντικρίσεις στα όμορφα ρέματα, τα χέρια σου αφού νίψεις στο πολυέραστο λευκό νερό, όποιος ποτάμι διάβηκε με κακότητα μα και με άνιφτα χέρια, αυτόν οι θεοί τιμωρούν και πληρωμή του δίνουν πόνο». Πόνο που εισπράττουμε από παραβίαση του στοιχειώδους κι αυτονόητου που εξαγγέλλεται σ’ αυτές τις στροφές. Διδασκαλία κρυφή, διδασκαλία λεξική, βρίσκεις του επίθετου την έγνοια να στολίσει τον κόσμο του ουσιαστικού ονόματος επιτείνοντας τη σημασία του σαν παραστάτης νοήματος σαν πιο έκδηλη που καθιστά την κορμοστασιά και φανερότερη την εικόνα, πιο φωτισμένη πρόφαντη άνθος στον κορμό της φράσης και νιώθεις το ρήμα , χυμό στα κλαδιά του φραστικού φυτού. Μικρές παραστάσεις νοήματος στο δέντρο της γλώσσας, στο δομικό σύγκλαδο της ποίησης. Ζυγισμένα από κόμπο σε κόμπο του δέντρου, ανεβαίνουν ρυθμικά, έμμετρα, αρμονικά από τις ρίζες μέχρι τα φύλλα και μέχρι τα ΦΥΛΛΑ ΑΠΟ ΚΑΣΣΙΤΕΡΟ. Τα αναφυλλίζει ο βοριάς καταμεσήμερο, σηκώνονται ψηλά, σχεδόν πετάνε και τα χάνουμε. Να ξαναβρώ τα φύλλα, να ξαναδώ τα μάτια της, να διαβάσω μέσα στη ψυχή της βαθιά. Να ιχνογραφήσω την αύρα της, την άφατη μελαγχολία της. Μ’ ένα καημό να την τραγουδήσω σε ελεγείες που ποτέ δε γράφτηκαν, να πάνε τον ήχο της πέρα απ’ το θάνατο, πέρα κι απ’ των νεκρών τη χώρα, στο μακάριο ουρανό, τη πατρίδα της. Πονάνε τα μάτια μου, πονεί το σώμα, το χέρι τρέμει πάνω στο λευκό χαρτί. Λευκό χαρτί όπου το σώμα της βάζει υπογραφή ολόλευκο άσπιλο κρίνο . Συμπαθητικό λευκό που τα μάτια εκπαιδευμένα στην αορασία το διαβάζουν, το ζουν. Στον Περμησσό λουζόταν κι έχαιρε ο τόπος, ανάφεγγε ίμερο, ψυχωμένο βήμα, έξαρση μουσική ανέμου στα κλαδιά. Σκιερός ναός το σύδεντρο, στ’ απάτητα, τ’ άφταστα του Κιθαιρώνα. Γύρω από την ιόφαντη κρήνη με πόδια απαλά, ορχούνται και κάνουν το τοπίο να μελωδεί. Για τους θεούς. Και για μας. Σηκώνουν το βλέμμα μας ψηλά, μας υψώνουν, κεντρί και δέλεαρ να πετάξουμε ψηλότερα, να ελευθερωθεί το βήμα μας. Με χαμηλή πτήση γυρίζει στην πατρίδα της, η εράσμια του πόθου, η θελκτική του ίμερου, ο καημός.
γυναίκα χάδι της ζωής* του σύννεφου αναλαμπή
γυναίκα φιλί φωτός * έκαψες το φυτίλι
γυναίκα ανάσα φως * απ το πρωί ως το δείλι
Περνώντας το τούνελ μ’ έπιασε πάλι ένας τρόμος. Κι απάνω εκεί σκέφτηκα τον απτόητο Χέγκελ που όταν βρέθηκε κατάποντα σε μια δεινή τρικυμία ,διαβεβαίωνε τους πάντες ότι είναι ασφαλείς .Τόση εμπιστοσύνη είχε στο άστρο του. Την ίδια εποχή βέβαια δεν είχε την ίδια τύχη ο Σέλεϊ που ανοιχτά της Μεσίνας πήγε άπατα με το ιστιοφόρο και το φίλο του, πιθανή και η εκδοχή να έπεσαν θύματα πειρατείας. Δε γνωρίζουμε σχόλιά του. Ο Μπάιρον μάλιστα στάθηκε τυχερός που δεν ακολούθησε αυτό το πείραμα κινδύνων των φίλων του τελευταία στιγμή, άλλα του επιφύλασσε η μοίρα του. Το σχόλιο του Νίτσε αρκετά αργότερα τα λέει όλα: Από τα τάματα που βλέπουμε να εκπληρώνονται πρέπει να συμπεραίνουμε πόσα δεν φτάσανε στον προορισμό τους. Μολοντούτο δε σημαίνει ότι γλιτώνεις ή αψηφάς τον τρόμο. Η ζωή κρέμεται από μια τόσο αδύναμη κλωστή που τίποτε και κανείς ποτέ δεν ξέρει.
Ήθελα να ξέρω τόσες ψυχές ,τόσες ζωές εδώ γύρω πού πάνε άραγε, τους δικαιώνει τι όλους αυτούς. Ή είναι βουτηγμένοι στην επιβίωση κι όσα έρθουν. Καλύτερα έτσι. Γιατί αν το βασάνιζαν θα είχαν αρκετούς μπελάδες ,τους φτάνουν αυτοί που έχουν .Καλύτερα έτσι. Ήθελα να ξέρω ακόμα για κάποια υπόλοιπα θρησκείας. Λίγο καιρό πριν οι ναοί , οι εικόνες ,οι Κυριακές , οι αργίες ,είχαν μια θρησκευτική σημασία. Τη δεκαετία του εξήντα τα θρησκευτικά δράματα πέρασαν απ’ τους ναούς στις οθόνες ως μεγάλες αφηγήσεις. Έγινε μια μεταγραφή στις νέες τέχνες κι όχι βέβαια ανιδιοτελώς ,όπως άλλωστε και ποτέ η τέχνη στις μεγάλες της δόξες πληρωνόταν το βάρος του καλλιτέχνη σε χρυσάφι. Αλλά πάω λίγο πίσω για να πάμε κάπως πιο μπροστά. Ποιος δίνει σήμερα σημασία σε πράγματα τόσο παλιά εκτός από μια αισθητική τους αποτίμηση. Εδώ μόλις τα χτεσινά ,αξίες, ιδέες , τέχνη, γίνονται αρχαιολογικό είδος .Και ακόμη δεν είδαμε τίποτε. Εικόνες, ιδέες, σκέψη , τρόπος ζωής, προθέσεις .Όλα τούτα τα αρδεύει ένα χάος, μια έκπτωση ,στο μύλο της αποδόμησης , αποδόμηση που κάνει η ίδια η ζωή αποτινάζοντας κορσέδες αιώνων. Τα σοβαρά έργα της κάθονται στο στομάχι της σύγχρονης κοινωνίας ,του πλανητικού χωριού ,το οποίο θυμίζει λίγο απ’ όλα τα πρώην χωριά ,που ακούγανε βλέπανε αλλά δεν καταλαβαίνανε ,είχανε τον παγανισμό τους ,τα πανάρχαια έθιμά τους ,τα γλέντια. Έτσι και το πλανητικό χωριό . Τελικά μεγάλες συλλήψεις και συνθέσεις περνάνε απαρατήρητες και στα αζήτητα ,η κοινωνία παίρνει ανάσα κα ξαναβουτά.
Η Ευρώπη μαθημένη ,συνηθισμένη στα μεγάλα αναστήματα σήμερα δεν ξέρει που να πάει. Κόλλησε σαν το γάιδαρο στη λάσπη. Απ’ όταν μάθαμε πόσο ευτελείς υπάρξεις είμαστε ,πόσο αχρείοι αναρωτιέμαι αν έχει νόημα να το σκεφτόμαστε ,πολύ περισσότερο δε να μιλάμε για μοίρα του κόσμου. Έ! Λοιπόν δεν έχει καμιά μοίρα .Μύστες ,άγιοι, φιλόσοφοι, όλοι οι ερημίτες τωρινών και περασμένων είχαν απόλυτο δίκιο. Μόνο από μακριά μπορείς να ζεις το ανθρώπινο κοπάδι. Ή που δεν καταλαβαίνουν ή που θέλουν να σε κατασπαράξουν : Δε σηκώνουν την αλήθεια. Πες τους αν είναι κανένα βολικό παραμύθι.
Γάλλοι: εξυπνάκηδες. Γερμανοί :μονήρεις κι αγέλαστοι. Άγγλοι :Σνόμπ και απλησίαστοι τζέντλεμαν. Από αυτά τους τα χαρακτηριστικά βγαίνει κάθε επιτυχημένη τους δουλειά. Στην τέχνη ,στην πολιτική ,στη σκέψη. Αμερική: χρήμα και μπίζνες. Και να θέλεις δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε απ’ όλους αυτούς. Γιατί αυτοί είναι οι ισχυροί και κυρίαρχοι. Για πόσο; Όσο η τεχνολογία τους θα απέχει σημαντικά από τα υπόλοιπα έντεκα δωδέκατα της γης. Πάντως πολύ σύντομα το θέμα θα ζορίσει. Η νέα τεχνολογία θα διαδοθεί αστραπιαία. Και τότε κάνε καλά με πεντακόσια μύρια έως ένα δις χρήστες στη Ασία σε δέκα χρόνια το πολύ. Θα πουλήσεις, αλλά μετά τι κάνεις που θα βαρύνει η πλάστιγγα υπέρ τους.
*
Εκείνη τη μέρα καθόμαστε στο μπαλκόνι της και πίναμε καφέ. Διάβαζε τα φύλλα ημερολογίου που της είχα δώσει .Έγραφα για τη νύχτα που προτίμησε να πάει στο Λυκαβηττό και εμένα να με έχει να την περιμένω στου Στρέφη. Πήγε να ακούσει Κοέν ,εγώ μπορούσα να περιμένω. Ζήλεψα αυτόν τον τύπο που έπαιρνε μεγαλύτερη σημασία από μένα για τη βραδιά της. Μπορούσε να περιμένει καλύτερα εκείνος. Αυτό με βούρλιζε και έπιασα να της γράφω πάνω κάτω τα εξής: «: κείμενα στο ποτήρι[η σελίδα των νεκρών]
Ι .
Πίσω ο χρόνος δε γυρνά Σκιές από θλίψη φέγγει σαν κερί-ιλαρή φωνή -ερωτική μείνε μαζί μου, ερωτική- Δεν έστερξε άβυσσο ακοντίζω Μάταια λύπη μάταια, εκείνη λείπει και με λυπεί πένθος λυγρό και με λυπεί στάχτη στο αίμα στάχτη στο μάτι-νόημα δεν έμεινε πια ένα ψευτίζω είναι στάχτη στο αίμα στάχτη στο μάτι μου έδωσε μαχαίρι μου έδωσε φωτιά ατσάλι στη φωτιά η διάψευση είναι πράγμα αληθινό με βάρος ισοδύναμο της γης κλείνει το μυαλό συντρίβει. Έτσι είμαι εγώ. Δεν έχω γλιτωμό Το άλμα του μύθου μάχονταν. Με πήγαινε κατευθείαν για προδοσία. Ήταν φωτιά από άβυσσο έκαιγε στον παράδεισο κιγκλίδες στη φυλακή του έρωτα που είναι το κρεβάτι εκεί σε ρίχνει σαν σε αγκαθόπλεχτη φράχτη να αγκυλωθείς κομμάτι να στάξει αίμα στο χιόνι να ρουφήξει η ηδονή αίμα καυτό να γλύψει να κόψει δίψα να πιει Υπάρχει ένα υποσυνείδητο που τρέμει γιατί δε μας θέλει ο ουρανός. Γεννήθηκα με την ψυχή στο στόμα
Βαριές σαν άλογα σκιές.
Οι φελλοί βυθίστηκαν στον πάτο της σαμπάνιας εμείς επιπλέουμε. έλιωσαν με παγοδάχτυλα μες το ποτήρι κοιτώ πίσω ενώ έχω πιάσει αετοράχη Γίνομαι γκρίζο περιστέρι τυλίγομαι στου πτηνού τις ομίχλες πως θα κοιτάξω εμένα τον αδιάφορο εξουσιαστή του χώρου του χρόνου της φύσης Βρίσκει το ζώο ανάπαυση ολημερινά και νύχτα όσο αν πασχίζει είναι σκέτο ένστικτο στο φως και δεν έχει θάνατο μέσα του ούτε σκοτάδι που το κοιμάται και το κερδίζει.
Φεγγίτης στο μυαλό πιθάρι αβύθιστο κομμάτια από ουρανό πλέκονται με άβυσσο κρασί στα κοχύλια της ψυχής και μεθυσμένοι ναυαγήσαμε.
ΙΙ.
Ράματα για γούνα με το χάδι να σε γδύσω.Τώρα που είμαι στο βυθό της τρίτης θύελλας θα μιλήσω με γλώσσα φωτιά. Εσύ δε θα πιστεύεις στα μάτια σου, γιατί τα μεγαλύτερα ψέματα μας τα λένε οι φενάκες των ματιών, μαίνονται καταιγίδες, πιωμένος αστραπές τα κύματα που σήκωσε η θύελλα είναι αληθινά βουνά. Διακεκαυμένη ζώνη βυθών στεναγμών κάθετο πάθος.
ΙΙΙ.
Το πούσι κάνει το Λυκαβηττό να υψώνεται σαν φάντασμα ο ήλιος κιτρισμένος ,του κόρφου σου τα κίτρα λιμπίζεται Να αντλήσω από πυθμένες όπου κόβεται το σκοινί. Να βρω της Ευγενίας τα χέρια και το αφήγημα που στηρίζει το νόημα χέρια χαραγμένα σαν ρέματα που κατέβασε η βροχή
ΙV.
Έχει καμπύλες που με σφάζουν της ομορφιάς μαχαίρι άνεμοι αλληγείς με ξετινάζουν των ματιών της το χαλάζι άσπρο στρώνει το περβάζι δεν είναι απόγευμα δεν είναι ούτε πρωί που απ του καημού μου το βαθύ να μην αναστενάζω χωρίς φωνή χωρίς μιλιά στενάζω μέσα μου βαθιά που η μορφή της ήρθε κι έστησε φωλιά δεν είναι αυγή δεν είναι ούτε πρωί δεν είναι μήτε απόγευμα που στεναγμός σ’ ένα βαθύ πηγάδι σα μυστικά μηνύματα απ της μορφής της την κατοίκιση έλα μαϊστράλι να μου πεις πως απαλά κοιμάται και με συχνοθυμάται έλα μαϊστράλι πήγαινε ψιθυριστά και φίλα την τούτη η χλόη με μαύρο ανάδεμα τούτο το αλσύλλιο είναι θάνατος
Να με πενθείς φορώντας μαύρα εσώρουχα θα είμαι εκεί στη μακρινή σου ακτή Ντύσου τη νύχτα που σου πάει καλή ντύσου που μ αρρωσταίνει ποια αμαρτία σ άρπαξε ντύσου τη νύχτα που σου πάει καλή
Είχε τον άνεμο κι είχε τα μάτια από έβενο τη νύχτα είχε στα μαλλιά μεθάς Την αγκαλιά της και μεθάς ποίηση στα μαξιλάρια της και σ άγγιζε κοιμήθηκα στην αγκαλιά σου Κοιμήθηκα αποπλανημένος Έχω ξενιτευτεί στη μακρινή σου αμμουδιά όλο το σιωπηλό του χρόνου που σαν νεράκι έτρεξε στα γεφύρια του ουρανού μνήμη είναι μέσα μας πηγάδι μέσα μας η αγάπη κι ενώ δεν έχουμε να πιούμε ξεχειλίζουμε το δρόμο σου να δω να γίνεται
Γλυκό φως βραδιάζει
Οι βολβοί θα διαπεράσουν την ομίχλη Θα φυτρώσουν πάραυτα τα κυκλάμινα Ήδη φεγγίζουν είναι σε κραταιή άμυνα Και οι ανεμώνες τινάζουν τα φουστανάκια τους τις είχε ξαπλώσει ο βοριάς όμως συνέρχονται.. Αγάπη σε όλο το μήκος του καθρέφτη σε ανεβάζει Που; Μα στα μάτια σου Φορτία από λέξεις αγαπητή Νομίζεις πως μπορεί να είναι κι αλλιώς …»
Στράφηκε με ύφος αυστηρό, λες κι εγώ τα είχα φυσήξει και μου είπε επιβλητικά: Αν θες να με γνωρίσεις εδώ μέσα είμαι όλη. Και μου έδειχνε το μαύρο της σημειωματάριο και ημερολόγιο μαζί. Μου το πέταξε θυμωμένη : Διάβασε ό,τι θες! Το πήρα. Το κράτησα αρκετή ώρα κλειστό και σκεφτόμουνα τι να θέλει να πει το ύφος της .Κάπου είχε θιχτεί, κι όχι από το περιεχόμενο των «φύλλων» όσο για το ότι της τα πήρε ο αέρας και δεν είχε προλάβει να τα μελετήσει όπως θα ήθελε. Κάτι τέτοιο άφησε να εννοηθεί κι η συνέχεια.
Ξανάπε: Αυτού μέσα , θα μάθεις όλη μου τη ζωή και ποια είμαι και κει –δείχνοντας ένα ντοσιέ- τις δημοσιεύσεις μου. Έτσι θα με μάθεις και τα λέμε. Αλλά θέλει πολύ χαμαλίκι. Σου βάζω χαμαλίκι που δε θα το θελα ,αλλά τώρα μ έπιασαν οι μαύρες μου.
Αντίθετα απ ότι έλεγε δεν ήταν χαμαλίκι. Είχα της ευκαιρία ,σύντομα και χωρίς κόπο να μάθω. :ήταν οι εξομολογήσεις της . Ήταν μια διαδρομή δέκα πάνω κάτω χρόνων ,απ’ την εφηβεία της μέχρι τώρα. Συνόψιζε ,έψαχνε, έγραφε, έσβηνε . Άρχιζε με στίχους. Οι πρώτοι της ρομαντικοί αναστεναγμοί .Ευαισθησίες ,θυμοί, μεταπτώσεις, είδωλα, μουσικές προτιμήσεις. Πέρναγε σύντομα στην πολιτική με αναλύσεις ,συνθήματα ,σκέψεις και σύντομα με μια ερωτική απογοήτευση ξεκόβει. Κάπου εκεί δραπετεύει με βαπόρι για την Αθήνα. Στον Πειραιά την περιμένουν και ξανά πίσω. Είδε κι έπαθε. Έγινε θέμα σ’ όλο το νησί. Σε μισό χρόνο τελειώνει το Σχολείο και γραμμή πάλι στην Αθήνα. Γράφτηκε στη δημοσιογραφία ,πολιτικό κατάλοιπο. Γρήγορα ανέβηκε από το δεύτερο χρόνο και πήγε βοηθός σε γνωστό δημοσιογράφο ,καθημερινής εφημερίδας της Αθήνας. Τελειώνοντας τη σχολή άρχισε να υπογράφει άρθρα και ρεπορτάζ. Σπάνιο για την ηλικία της και την εποχή. Πήρε ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής κα άρχισε να ζωγραφίζει φίλες της που της ποζάρανε.
B’.
Θα τα καταφέρεις , θα τα καταφέρεις .Ήταν η επωδός της κάθε που με έπιανε να αποθαρρύνομαι και με απόπαιρνε με αυτό. Είχε ιδιότυπη θεωρία για τα πράγματα και ολοδική της οπτική .Ζωγράφιζε ,είχε πάρει κάποια μαθήματα σε ιδιωτική σχολή για να βελτιωθεί στο σχέδιο όπως διατεινόταν αν και δεν σκοτιζόταν ιδιαίτερα για τον ακαδημαϊσμό του , απ’ ότι έδειχνε η πρακτική της μέριμνα. Τη ρώτησα αν κάνει μοντέρνα ζωγραφική κι ευθύς χωρίς να με κοιτάξει είπε: κουραφέξαλα ,δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα υπάρχει μόνο ζωγραφική, μόνο τέχνη και τίποτε άλλο.
Ήταν συχνά απότομη και μονολεκτική ,για κάποια θέματα δε σήκωνε συζήτηση ,κλεινόταν στο ζωγραφικό της κόσμο, δούλευε με πυρετό. Μετέφερε στο μουσαμά όλη την αίσθηση του κόσμου μ’ ένα πυρετό χρωματικό που είχε αναζήτηση μαζί και αποτέλεσμα. Μια μέρα που έφτιαχνε ένα γυμνό, μιας φίλης της όπως έλεγε και το ονόμαζε Ζέμπρα , ίσως Ιρλανδέζα, γιατί πολύ κοκκινομάλλα μου έδειχνε με φόντο κάτι κολοκύθια σε ένα κατακόκκινο κεντητό μαντήλι απάνω, μου είπε ξαφνικά: γνωρίζεις τον Έγκον Σίλε* ; Όχι ,δεν τον ήξερα. Ξέρεις όμως ότι η Πράγα του εξήντα οκτώ χρωστά πολλά στα γυμνά του; Ούτε αυτό το ήξερα. Μάθε λοιπόν ότι όλος ο έρωτας που ξεχύθηκε στην άνοιξη της Πράγας ήταν Έγκον Σίλε.
Δεν καταλάβαινα τίποτε. Ούτε εκείνη μου εξηγούσε παραπάνω. Κι αμέσως συμπλήρωσε: Θα τα καταφέρεις θα τα καταφέρεις.
Μια άλλη μέρα σε κέφια και μεγάλες εξάρσεις ,άρχισε να με αποπαίρνει κα να μου μαντεύει διάφορα τρελά, και δεν καταλάβαινα γρυ που το πήγαινε.
Ξέρεις τι είσαι ; μου είπε.
Όχι .Της λέω.
Ένα βοτσαλάκι στο βάθος ενός ποταμού ,αυτό είσαι. και συνέχισε. Να’ σαι ευχαριστημένος που δεν είσαι τίποτε άλλο, ένα ζουζούνι ας πούμε γιατί θα σε έτρωγαν οι μαρμάγκες κα αμέσως γέλασε φωναχτά.
Ξέρεις ότι αλλάζεις κάθε εφτά χρόνια το μεταβολισμό σου, θέλω να πω ότι όλα σου τα κύτταρα ανανεώνονται; Το εφτά είναι ο μαγικός βιολογικός μας αριθμός ,όχι αστεία. Που πάνε αυτά τα κύτταρα μου λες, δε γράφουνε λες τη μνήμη του σώματος μας και πριν μπούνε στο σώμα μας δε λες να’ χουνε περάσει δεν ξέρω ποιους αιώνες. Και δε θες κι ο αέρας που αναπνέουμε να έχει μια μνήμη βιοοργική και δεν ανταλλάσσομε άθελά μας βιομάζα και φύση σε ένα διαρκές πάρε-δώσε , κι άσε από φως κα σκοτάδι κι όλα τα αόρατα που μας διαπερνούν ,κοσμικές ακτινοβολίες, μαγνητικά πεδία, απόκοσμες ενέργειες κι όμως εμείς οι μαϊντανοί χάσκουμε και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα σ’ όλο αυτό το χαώδες πανηγύρι του κόσμου. Ενώ είμαστε δέκτες μαζί και πομποί αδιάκοπα ,ακατάπαυστα, ακοίμητα, αλλά χάσκουμε σαν υπνοβάτες.
Με κεραυνοβόλησε με όλα αυτά. Συμφωνώ της λέω, συμβαίνουν όλα αυτά, τι σχέση έχω εγώ μου λες;
Έχεις και παραέχεις με τις αγωνίες σου θαρρείς και κρύβονται;
Ομολόγησα ότι δεν γνώριζα για ποιο πράγμα μιλούσε. Θα δεις ,μου είπε απλά. Μου εξήγησε τα περί αστρολογικών της ερευνών ,καθώς κα ότι μελέτησε τον αστρολογικό μου χάρτη. Πέρα από κάτι γενικά ότι τον εύρισκε ενδιαφέροντα ,κι ότι εκείνη αν δεν δει τα αστέρια δεν κάνει σχέση, άλλο δεν μου είπε, πάρεξ ότι γενικά ,της «έκανα». Πάλι καλά. Εξήγησε επίσης ότι σχεδίαζε τους χάρτες των σωμάτων με τα ενεργειακά κέντρα και σκόπευε να βρει πώς μπορούν να συντονίζονται. Ήταν λέει μια τέχνη ερωτικής , που θέλει τη γεωμετρική της ακρίβεια .
Δεν είχα αντίρρηση αν και δε με βρίσκανε και έτοιμο οι απόψεις της. Μάλλον συμπέρανα πως πιο πολύ ήταν παραμύθι ,παρά κάποια γνώση. Με οδήγησε σ’ ένα αντίγραφο γυμνό. Κοίτα εδώ μου είπε, αυτό το εκ πρώτης όψεως θερμό γυμνό, με το ηβική τρίχωμα σαν χλόη, και με μια αυλακιά όπου πινελιές των μικρών χειλιών. Αν ήξερες ότι ο Σίλε πέθανε μαζί με τη γυναίκα του ,πολύ νέοι κι ο δυο, και έμπειροι της ηδονής, μεγάλοι ερωτικοί της ιστορίας και μεγάλοι στο θάνατο, θα καταλάβαινες ότι η γυναίκα του ανήκε στην Παρθένο, στον αστερισμό της παρθένου. Ο ίδιος ήταν Αιγόκερως μην αμφιβάλεις. Κοίτα το γυμνό εικονίζει τον πραγματικό αστερισμό της παρθένου ,να κοίτα εδώ κοίτα την κλίση στο πόδι κοίτα τη θέση των βυζιών ,τις ρώγες, τον άνεμο των μαλλιών πως πέφτουν πίσω. Μ αυτά και μόνο βγάζω το συμπέρασμα πως είναι το αστρικό ομοιότυπο της γυναίκας του ,ο χάρτης των ερωτικών κώνων που συντονίζεται σε μια ακτινοβολία στο ερωτικό ζευγάρι δονητική. Αναζωογονεί και δονεί, δονεί και αναζωογονεί, γίνεται πομπός και δέκτης των οργωνικών κέντρων. Σε συνάφεια πάντα με ασκήσεις ελέγχου του σώματος και βίωση του ερωτικού συντρόφου ενεργητική, αφετική. Η μιμητική επιθυμία ντύνεται κατά κάποιον τρόπο τα ομοιότυπα ως ίδια.
Λίγο ήθελα να πω πως έμπλεξα ,αν δε με προλάβαινε να μου πει ότι όλα τούτα τα έπαιρνε συμβολικά ,δεν παρασύρονταν σε πίστεις και φαντασίες, ενδείξεις σημείωνε. Απλά χρησιμοποιούσε τη γεωμετρία τους για να πλησιάσει ,όχι μοναδικά αλλά πειραματικά τη γνώση του εαυτού της και του συντρόφου της ,μέσα όμως σε μια διαφωτισμένη σχέση, αποφενακισμένη, αντλώντας από μεθόδους και εμπειρίες άλλων εποχών. Ερωτικός κολασμός ,κόλαφος.
Τη φύση για παράδειγμα την έβλεπε ,στο αποκαλυπτικό ,όπως έλεγε φως Ιώνων και Ελεατών. Τους επικαλούνταν συχνά, συχνά επικαλούνταν μυστικούς όλων των θρησκειών και μη. Ήθελε λέει να βρει ένα ενοποιητικό δρόμο ,μια σύλληψη, να πιάσει μαζί το δρόμο των παραδόσεων με το ανάπτυγμα της γνώσης των ημερών μας. Να καταλάβει , να συλλάβει Δύση κι ανατολή σε ένα. Σαν ένα πίνακα όπου Ανατολή να είναι κι η Δύση μαζί. Με τον ίδιο τρόπο που το έτος ,η χρονιά, επιστρέφει στην αρχή της ,αν και όχι ακριβώς. Σαν μια σπείρα ,τέτοια που να γίνεται ενεργός όπως το ελατήριο που κινεί τους δείχτες του ρολογιού. Εύρισκε εδώ το μυστικό από το οποίο οφείλαμε να περάσουμε για μια ώθηση του πολιτισμού σε ανώτερες σφαίρες. Το έβλεπε κάπως όπως ο Γκρέκο ,μια σύνθεση που βάζει μαζί τη γήινη και την ουράνια σφαίρα ,το εδώ και το επέκεινα ,και να το ζούμε από τώρα τον άνθρωπο ελεύθερο από προλήψεις . Να εννοήσουμε ότι η γυναίκα δεν τίκτει ανέραστη ποτέ και να της αναγνωρίσουμε βαρύτητα τέτοια σαν εκείνη της γης που εμπιστεύεται τον εαυτό της στα μαλακά χέρια της ατμόσφαιρας. Δίνοντας πνοή στα έργα μας ,σε αλήθεια και ομορφιά ,και πάντα ανοιχτοί στο καινούργιο.
*
Μοιάζουν όλα να έχουν σφυρηλατηθεί στο αμόνι της Σιβηρίας εκεί που η σκέψη της στέπας πήρε το χρόνο της δέσμια στα κάτεργα. Εκεί κορυφή και βυθός διάνοιξαν την πλατιά χώρα στο χοάνη του ευρωπαϊκού Πνεύματος, στη στιγμή που ο πνευματικός πολιτισμός ,έχει τεθεί υπό διωγμό. Κι εδώ συνέβη το εξής περίεργο ,ενώ για ένα αιώνα η Ρωσία μάθαινε γράμματα στη Γερμανία , τώρα η Γερμανία εισάγει ασιατική βαρβαρότητα από τη δεύτερη, γιατί και το μαρξισμό που εισήγαγε η ανατολική χώρα τον έπλασε στα μέτρα της , η δε πρώτη τον πήρε αντεστραμμένο, ώστε τα πολιτικά ήθη εκβαρβαρώθηκαν πλήρως.
Οι Ρώσοι εντούτοις αγαπούν πολύ την ποίηση ,ίσως γιατί οι ποιητές τους έδωσαν βαθιά ποίηση. Τόσο που την έκαναν πίστη τους. Όπως κάποτε οι Έλληνες που έγραφαν με όλο τους το σώμα το ελληνικό. Και να φανταστείς μέχρι τον Πούσκιν πηγαίναμε μαζί. Και δεν κράτησε πολύ η ακμή της ποίησής τους που γράφτηκε από σχεδόν παιδιά μέσα στην πλήρη ατυχία τους καταδιωκόμενοι κι από τα ίδια τους τα ήθη, μονομαχίες κλπ. Αρχές δεκατοέννατου την πρώτη του εικοσαετία ,αρχές εικοστού πάλι από παιδιά κυνηγημένα την αντίστοιχη εικοσαετία
Ο θάνατος δεν πρέπει να είναι ο πλήρης αφανισμός του εγώ γιατί θα αφανίζαμε πιο εύκολα τον κόσμο παρά αυτό.
Στους Ρώσους δεν έπηξε η φιλοσοφία σε όρους, και αυτό είναι θέμα γλώσσας, σ’αυτό είχε μείνει σχεδόν ανοιχτή η ελληνική, παρόλη τη φιλοσοφική μακρά της διαδρομή όσο και συστατική των όρων της φιλοσοφίας, οι Ρώσοι φιλόσοφοι έχουν σε ανάπτυξη παράλληλη γλώσσα και φιλοσοφία, εκεί πολύ γρήγορα η πεζογραφία πήρε κεφάλι με έργα που είναι ακόμα κορυφή.
Και ο Γεωργούλης και ο Μαλεβίτσης και ο Ράμφος, για να μείνουμε στους πιο γνωστούς ,απέφυγαν την ορολογία και τις βιβλιογραφίες, αλλά ταυτόχρονα τους απέφυγε και η αυθεντική φιλοσοφία. Μπορεί αυτό να συνέβη πριν με το Νίτσε και τον Κίρκεγκαρντ, αλλά εκεί είχαμε κάτι πρωτογενές κι αυθεντικό που ακόμα σήμερα γονιμοποιεί τη σκέψη. Στο μύθο της αιώνιας επιστροφής το βαθύ προφητικό μάτι του Νίτσε αντίκρυζε το αιώνιο-Ήταν η μυστική στιγμή του, όταν το κέντρο του εαυτού του συνέπεσε με το κέντρο του παντός.
Όσο και να μοιάζει ο στοχασμός τους καταδικός τους ,το πολύ φως και η μέθοδος έρχεται έξωθεν, και μάλιστα με χαρακτηριστικά καταιγίδας. Δεν μπορεί να καταφύγει κανείς σ αυτούς σαν σε πηγή. Άρα και το ξεδίψασμα παρέλκει. Γι αυτό είμαστε συνέχεια σε μια παραδρομή. Μετά την καταιγίδα λέει όλα τα χρώματα λάμπουν.
Να πούμε όμως πως ο δρόμος τους παρότι πήρε τα πολλά εξ Εσπερίας , έχει μια νομιμοποίηση στα καθ’ ημάς, όπου μακρά παράδοση γραμμάτων και δει στα θεολογικοφιλοσοφικά θέλει τη φράση απλή χωρίς να την κρεμάει από τις παραπομπές ,χωρίς ξοδέματα που βαρύνουν το στοχασμό.
Δίπλα στης πηγής το κελάρυσμα μας φτάνει θόρυβος από χαλίκια που κύλησαν κάτω από το αβρό πόδι της Άρτεμης, ώ εσύ!
Εν αρχή ην η Βίβλος, στο θρησκευτικό βίωμα θα ανατρέξουμε στους Μέσους αιώνες,τότε που αμφιβολία και διαμαρτύρηση δεν είχαν βγάλει την πίστη από τους ρεζέδες, όπως στον Γκέτε όπου εκφράστηκε όλη η τευτονική μανία ,ο φαουστικός άνθρωπος, η πραγματική απιστία.
ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ: όπου όλα τα πράγματα βρίσκονται μέσα σε μένα κι εγώ μέσα σ αυτά. Η μυστική εμπειρία λυτρώνει ακόμα και έναν άπιστο άθεο παγανιστή απροσάρμοστο Νίτσε.Γιατί με την υπέρβαση όλα γίνονται ένα, τα έχεις δώσε όλα, τα είσαι όλα.
Διαβάζεις κάτι σήμερα και μπορεί να σε βρει ,να σε συναντήσει αληθινά χρόνια μετά. Δεν προκόβουν αμέσως του ανθρώπου οι δουλειές. Ειδικά αν έχεις ταλαιπωρηθεί μέσα σε θεωρητικά καμίνια, ή στις απόκρημνες επί τούτο φιλοσοφήσεις .Μάζευε από παντού, για να ‘χεις να σκορπίσεις
*
Βγήκαμε και παίξαμε στο γρασίδι του άλσους ,λυγίσαμε λεπτά κυπαρίσσια ,ανεβήκαμε στα πεύκα, σ’ ένα ερωτικό κρυφτό νιώθοντας τη φύση να μας κοιτά με χίλια μάτια. Αγαπηθήκαμε σε φιλιά ρυθμικά κι αέρινα ,κυλιστήκαμε , ριχτήκαμε σε αγκαλιές κάτω απ’ τα αστέρια με στρώμα τη γη. Πήγαμε για ύπνο.
Στο Σαρωνικό βόλτα με παπάκι. Ιούλιος . Η παραλία βρίθει κόσμου κάθε ηλικίας και περιοχής επικράτειας ελληνικής και αθηνιώτικης , ακόμα δεν είχανε πλακώσει οι συμπαθείς ξένοι μας. Ακούς διαλέκτους από όλα της τα μέρη. Καθίσαμε στο καφενεδάκι της παραλίας, ένα πρόχειρο κτίσμα αυθαίρετο και παραγγείλαμε ούζα. Ήταν υπέροχη ,στα μάτια της καθρέφτιζε όλη τη θάλασσα. Σε κρούει μια αίσθηση υπερπραγματικότητας. Την αισθάνεσαι απέναντί σου να κλείνει όλο το τοπίο , να σκεπάζει όποια άλλη μορφή ανθρώπινη , σου έχει κλέψει κάθε άλλο ενδιαφέρον εκτός από εκείνη και μια φύση που μεγαλώνει για να τη χωρέσει. Καταπληκτική αίσθηση, αισθησιασμός από κρούση και την εμπνέεσαι ,με όλα της τα χρώματα, σ’ έναν ουρανό κατακάθαρο σαν το πρόσωπό της ,μια θάλασσα που με απλή διαβάθμιση σκουραίνει στα βαθιά , σε όλο το φάσμα του μπλε της. Άμμος ψιλή και στεγνή. Θέλει να κολυμπήσουμε ,το αρνούμαι, δεν επιμένει.
Πίνουμε ούζο και ανοιγόμαστε σε ονειροπόλημα. Σχεδόν μεταξύ θάλασσας και ουρανού, μια μικρή λουρίδα αμμουδιάς μας χωρίζει. Ωραία αίσθηση ,το ούζο να βρέχει τον ουρανίσκο ,γλυκιά μέθη η παρουσία της .με οδηγεί στον εαυτό μου ,έχω την εικόνα της ,την κρατώ, με κρατά. Η μόνη μου δίψα είναι τα μάτια της, η λεπτή της μορφή το πνεύμα της το ευθύβολο ,η διαίσθησή της ,ο οραματισμός της.
Το ίδιο βράδυ ανοιχτήκαμε με το σκαραβαίο σε άγνωστη ύπαιθρο αρκετά μακριά σχεδόν στο χάος ,μακριά ακουγότανε σκυλιά .δοθήκαμε σε ξέφρενο αγκάλιασμα βίαιο .Γύρω απόλυτη ερημιά και μόνο ηδονικές κραυγές -απόλαυση μέχρις απογνώσεως- έσκιζαν το μαύρο που μας τύλιγε και έφευγαν στο άπειρο. Λες και δεν υπήρχε γη για να πατήσουμε, από το καβούκι αυτό αρχαίου λεπιδόπτερου ,πιο αρχαίες οι κραυγές .διέσχιζαν το αχανές αρχαίων καιρών ,όταν δεν είχαν ακόμα γεννηθεί οι θεοί.
Απλά χρησιμοποιούσε τη γεωμετρία τους για να πλησιάσει ,όχι μοναδικά αλλά πειραματικά τη γνώση του εαυτού της και του συντρόφου της, μέσα όμως σε μια σχέση αντλώντας από μεθόδους και εμπειρίες άλλων εποχών.
Ακόμη μια αναμέτρηση με το χάος που μας κυκλώνει ,ακόμη μια δοκιμή να μορφωθεί το χάος μέσα μας, ο χαώδης εαυτός όπως τον ξυπνάνε οι ηδονικοί σπασμοί ,η ανάδευση σπλάχνων . Δοκιμή να ακούσομε τη φωνή της ηδονής ,δοκιμή ν’ αγγίξουμε τα όρια των κορμιών ,δοκιμή να σμίξουμε, δοκιμή να σπάσουμε. Το μόνο σώμα να βγούμε από την επαφή στη γνωριμία μας , να νιώσουμε τα όρια που μας δίνουν οι καμπύλες του ερώμενου σώματος. Απόπειρα να υποκλέψουμε το μυστικό που λέμε ψυχή, νου, και μας κατοικεί σε βάθη άγνωρα. Να πούμε το σώμα, να πούμε την ψυχή . Να αναστενάξουμε. Έρωτα γίνε εσύ η κατοικία μας, έρωτα γνώστη μυστικέ αποκάλυψέ μας. Κλεισμένοι στο καβούκι του σκαραβαίου ,τέρας μεταλλικό, του παλαιοζωικού ,στην αιώνια νύχτα ,ησυχία απέραντη, μόνο τις ανάσες ακούγαμε ,και το χάδι μας. Κραυγές σκίζουν την αδιαπέραστη νύχτα, ηδονική απόγνωση.
Ώ νύχτα του μυαλού μας, δέξου τη μυστήρια τέλεση δέξου την ακατανόητη ένωση ,τέρας με δυο ράχες στο αδιαπέραστο σκοτάδι στο καβούκι του σκαραβαίου ,από ποια μυστήρια Άλγεβρα λοιπόν βγαίνουμε;
Δωμάτια μέσα σε άλλα μεγαλύτερα δωμάτια .από το σκοτεινό δωμάτιο του σώματος ,στο ακόμη σκοτεινότερο της Πολιτείας ,και το απόλυτο δωμάτιο του σύμπαντος το πιο μυστήριο. Άραγε αναπνέει το δωμάτιο του σύμπαντος, έχει σάμπως πόρτες και παράθυρα . Λένε ότι περιστρέφεται και διαστέλλεται, είναι μια δίνη φοβερή .Ποιος να πει περισσότερα ,που το μυστικό δωμάτιο του σώματός μας .του «δικού» μας σώματος ,(μας ανήκει; Και γιατί;) δεν ξέρουμε να το πούμε. Ας το αφήσουμε να ταξιδεύει στο δικό μας κόσμο, το φωτεινό και σκοτεινό μαζί, μέσα στα μυστικά του ,που αν τα μαθαίναμε ίσως δεν θα ήταν καλύτερα, ίσως θα είχαμε προδοθεί. ίσως εγκαταλείπαμε από ανία. Αλλά το σύμπαν ,ο κόσμος αναπνέει στη φλογερή μας ανάσα σίγουρα ως έρως .
Ελάτε κόρες του ουρανού , ο άνθρωπος πέτυχε ένα τρόπο να βλέπει τη φωνή του. Επιστράτευσε εικοσιτέσσερα γράμματα ,τα έκανε στρατό της γραφής και με αυτόν τον ολιγάριθμο στρατό ,όχι που βλέπει τη φωνή του, αλλά τη στέλνει στα πέρατα του κόσμου. Και χτίζει κόσμο αόρατο, με μόνη τη φωνή, και φωτίζεται.
Ελάτε κόρες του ουρανού, την Ελεγεία της αρχίστε. ΤΕΛΟΣ Β.’ ΜΕΡΟΥΣ.
Γ.’
«Να μας φέρει εις άμεσον επαφήν με τας εις το βάθος της υπάρξεως αποκεκρυμμένας δημιουργικάς δυνάμεις δυνατότητας».
Μα τι έχεις πια, αφού μεγάλωσες σε σπίτι , έστω τους διώξατε, τι σε πιάνει και βγάζεις τόσο άχτι. Πάει πέρασε ,εξήντα χρόνια, δυο γενιές δεν κουραστήκατε μ’ αυτή την ιστορία, εξάλλου με τον πρώην κάτοχο του σπιτιού απ΄ ότι έχεις πει ,ο παππούς σου ήταν πολύ φίλος, καθώς τον περιγράφεις στο διήγημα Λιτρουβιό. Και λοιπόν πολύ ωραία εικόνα να φορτώνει το σιδερόψαρο και να τραβάει για Τιράνα. Θαυμάσιο. Σέλωσε .φόρτωσε τις λίρες ,πήρε το όπλο ,σαν το Ρόβα του τραγουδιού βάζει ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια μες στη Βλαχιά να πάει ,καταλαβαίνεις Αούστρια ε; Αυτοκρατορία ,εμπόριο, χρήμα, χρυσές δουλειές ο Ρόβας. Ναι ο Ντίρης για Τιράνα. Άσε με χριστιανέ μου. ώστε δέκα χρόνια έζησες σ αυτό το σπίτι. Έμ κάτι θα σου άφησε ,τόση ενέργεια πρώην ενοίκων πού θα πήγαινε ,Σε στοίχειωσε. Και ψάχνουνε τώρα θησαυρούς, ανασκάφτουνε .καλά να τα παθαίνουνε. Και μπήκατε εσείς στα πράγματα πια. Μόνοι σας , μα για δε μου λες και γιατί φύγατε.. Κατά ξενητιά μεριά. Ναι ξέρω. Τρε μπιεν! είπε ο Ντερνύς.
*
Η ομορφιά, θα πει ο κόσμος, μας εμποδίζουν να δούμε προς το αιώνιο, πρέπει να σηκωθούμε στις φτέρνες και να πηδήξουμε ελαφρώς.
Κάθε φορά που διαβάζω τον Nicolas οι αντιρήσεις μου μειώνονται, κι ας ήταν στην αρχή πλήθος, τώρα έχω φτάσει σχεδόν σε πλήρη αποδοχή, και μάλιστα καταφεύγω σε ευρεία αποστήθιση. Μόνο επί μέρους σημεία μού δημιουργούν τάσεις αντίδρασης- Αναρωτιέμαι τι θα είχαν δώσει οι Ρώσοι της διασποράς κι όσοι εξαφανίστηκαν από την τρομοκρατία της στέπας, πόσο πλουσιότερο θα είχαν καταστήσει το χώρο της πνευματικής ανατολής-Σκανάροντας και ξανασκανάροντας βιβλία με μέγιστη οικειότητα, τόσο που απέκτησαν συναισθηματική αξία υπολογίσιμη , ταυτόχρονα αναγνωρίζεις και τα στάδια πρόσληψης. Αναγνωρίζεις ψυχικά στρώματα και πόσο οξύνθηκε και βάθυνε κάτι. Και εξηγούμαι, τη ρωσική σκέψη που εξοβέλισε ο ολοκληρωτισμός τη διακρίνει ένα μέγεθος τεράστιο. Το καθεστώς δεν μπορούσε να αντέξει μια τόσο καταθλιπτική υπεροχή ούτε μια τόσο λοξή καίρια ματιά στα πράγματα. Αυτός ο παράξενος λόγος ήταν η αιτία και της δικής μου αργόσυρτης οικειοποίησης σχεδόν μυητικής.
*
Το σημείωμά της για τον Έγκον Σίλε(
Θανατηφόρο βάλς
Egon Schiele, Woman With Black Stockings
Αυτό που παριστάνει ο ζωγράφος είναι και φαντασίωση.Δεν λέει ότι αυτό που βλέπει είναι κάπως έτσι,αλλά αυτό έτσι είναι. Ο Έγκον Σίλε είναι ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής του. Διάβασε πιο βαθιά την εικόνα και θα δεις. Είναι ζήτημα κατανόησης,κάνε την προκατάληψη πέρα και θα δεις το ζωγράφο .Το έργο είναι πάντα υπέρβαση.Υπάρχει κάτι δυσοίωνο; Παραβίασε τα κοινά δεν έσπασε τα όρια ,είδε σε νέο ορίζοντα το πάθος, τό θάνατο.Έφερε στο φως. Εκόμισε στην Τέχνη.Το άσεμνο το Ιερό Το Βέβηλο.Η ένταση του έργου του είναι διαρκείας.(“Ένας οιωνός είμαστε,ανεξήγητος”).
Δες αυτά εδώ τα έργα, να μπείς στον ψυχικό του χώρο. Να νιώσεις πώς αφομοιώνει την πραγματικότητα ,την κάνει δική του. Όπως ερωμένη του .Δεν ομοιώνεται μαζί της ,αφομοιώνεται πλήρως. Έτσι τον θέλγει η εικόνα. Την τραβά απ τα έγκατα να του μαρτυρήσει το πάθος του. Δεν ζωγραφίζει ό,τι βλέπει, η όρασή του είναι εικαστική συνθετική, συνθέτει αυτό που βλέπει. Σε μια αυτοκρατορία που καταρρέει ,την Αυστρία των Αψβούργων ,με μια ακτινοβολία ύστατη κραταιού ηλιοβασιλέματος .Και είναι σε μας να δούμε δίπλα εκεί να ανασαίνουν οι Φρόυντ Βίτγκενσταϊν Τράκλ Γιούνγκ Μάλερ και πολλοί άλλοι, να ακούγεται ο ζωγραφικός πυρετώδης ύμνος ζωγράφων και μουσουργών της, και οι κλαγγές του πολέμου που θα γκρεμίσουν τη Βιέννη. Τα τελευταία του λόγια ήταν . «ο πόλεμος τελείωσε και πρέπει να φύγω». Ο δικός του πόλεμος.
*
Η γραμμή στα χέρια του σπάει,για να παραστήσει με τα θραύσματα του κόσμου που γύρω του καταρρέει ένα κόσμο τόσο ιδιωτικό που τον παραδίνει δημόσιο κτήμα.Το ατέλειωτο έργο θα αντηχήσει έτσι και στα μεγάλα μυθιστορήματα του Μιούζιλ του Μπρόχ ,αργότερα του Μπέρνχαρντ της Γέλινεκ . Η Βιέννη θα καθρεφτιστεί τελευταία φορά με τα παλιά της φτιασίδια στα μαυρονέρια του Δουνάβεως. Και θα βουτήξει. Η αριστοκρατία της, τελευταία στο είδος της ,για την Ευρώπη, μ’ ένα μαύρο Βάλς θα χαθεί στα θανατερά νερά του παρελθόντος ,θρηνώντας μαζί με την Άλμα του Μάλερ , την τελευταία θεά της (γνωστή και ως αρραβωνιαστικιά του ανέμου του γνωστού πίνακα) καθώς εκείνος θα τα στοιχειώνει όλα στη μουσική του. (Καλά είναι να ακούσει κανείς και ένα τραγούδι για τη μεγάλη Άλμα, σύγχρονη του Έγκον και της περιρρέουσας, δίνει στίγμα αδρό σε ό,τι υπαινίσσεται και ο ίδιος.https://www.youtube.com/watch?v=CIBZ-QtCnoQ ).
Γιατί ζωγραφίζω θα πει δίνω στον κόσμο μορφή.Κάνω μεταφορά.Τον ανεβάζω σε μια ιδιαίτερη σκηνή.Σε ένα χώρο όπου μπορώ να σας τον δείξω.Νά.Κοιτάξτε.Ο κόσμος.Δεν είναι ό,τι φαντάζεστε.Είναι ό,τι εγώ ξαναθεμελιώνω!Για να ζήσουμε; Ίσως και για να ζήσουμε.Ο Κόσμος, παρόλη τη διακινδύνευση,έχει χρώμα έχει σχήμα,έχει μορφή.Σας τον δίνω με διαβρωμένα τα χαρακτηριστικά του.Και προβάλλει ισχυρός.Ισχυρός από το βάθος του.Όπως λαχταριστό αιδοίο.Πηγή του.
Οι εκλεπτύνσεις της παρακμής είναι απαράβλητες.Οι άνθρωποί της το ξέρουν πόσο εύθραυστοι είναι, κι ασθενικοί.Κι ύστερα έρχονται και χτυπάν και οι ίδιες οι ασθένειες, καθόσο είναι και επιρρεπείς σ αυτές. Και το λεπτό βάζο θα σπάσει.Τα θραύσματά του θα είναι κοφτερά.Η πλούσια ζωή μιας από τις πρωτεύουσες της Ευρώπης θα κάνει φτερά,όπως συνέβη παλιότερα με το Βυζάντιο με τις φλεγόμενες παλαιολόγειες πνευματικές μορφές του. (Και το ερώτημα γεννιέται.Χρειάζεται να καταρρεύσει το κοινωνικό μόρφωμα για να μπορέσει ο άνθρωπός του να δει ως τα σπλάχνα αυτό που τον κυριαρχεί; Και έτσι γεννιούνται ψυχαναλύσεις φαινομενολογίες οραματικές ποιήσεις και τα όμοια;).
Η χαρά έρχεται και τον συναντά από το πιο ασφυκτικό πλαίσιο όπως δείχνουν ακόμα και τα μουντά χρώματα στα τοπία του.Κι είναι τόσο πιο βαθύς ο καημός όσο βλέπει τη μουντάδα που τον κυκλώνει.Έχει ακροαστεί το δυσοίωνο σε όλα τα φόντα,και δεν ήταν που είχε μόνο τα φόντα για τούτο.Τον είχε εμπλέξει η ίδια του η μοίρα.
*Τον καταχωρώ στους Προφήτες του μηδενός.(Όσο παράγεται και ο κόσμος έχει ανάγκη ένα τέτοιο έργο, το μέλλον αναγγέλλεται μακρύ ό,τι και να συμβεί).
Σε αφήνει εκστατικό,τι πινελιά ο αθεόφοβος.Πόσο ωμός με το χρώμα.Το μάτι μας κοιτάζει,αμείλικτα.
«στις ξερολιθιές και στα πετρογέφυρα θα σε ξεμοναχιάζω…..».
Ψάχνοντας για κανένα παλιό βιβλίο φτηνό και με ενδιαφέρον σε μια υπαίθρια αγορά μεταξύ άλλων μου τράβηξε την προσοχή και ένα ντοσιέ με δαχτυλόγραφα και χειρόγραφα αγνώστου, που βεβαίωνε πως δεν τα είχε γράψει ο ίδιος αλλά τα ανέσυρε από κατεδαφιστέο οίκημα λίγο πριν στοιβαχτούν στην καρότσα του φορτηγού με τα μπάζα για τη χωματερή, ή και πρίν τα αναλάβουν οι επιτήδιοι αντί πινακίου φακής όπως εκείνα που διέσωζε ο χαλκέντερος Γ. Βλαχογιάνννης για να αποτελέσουν στη συνέχεια τα Αρχεία του κράτους. Με την πρώτη ματιά είδα ότι είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον και προχωρώντας στην ανάγνωση η περιέργειά μου δυνάμωνε. Ξεκινώ με το πρώτο κείμενο και στη συνέχεια θα προχωρήσω σε ότι θα κρίνω ότι αξίζει να διαβαστεί. Ας δούμε τι έγραφε ο άγνωστός του κατεδαφιστέου.
*
[Έγειρε το φεγγάρι πάλιωσε κι αυτή η νύχτα] Πιασμένοι στο δόκανο των αισθήσεων, των αισθημάτων, σε αστειότητες που υπαγορεύει η καρδιά, ανήμποροι να γεφυρώσουμε την απόσταση που θα έφτανε μέχρις εμάς, λες κι είμαστε οι ίδιες εκείνες οι αισθήσεις που κοίταξαν λαίμαργες εκείνο το έξω, με την ίδια βουβαμάρα που είχαν εκείνα τα πράγματα. Υπνοβασία στο καθαρό όνειρο που χτίζουν οι αισθήσεις, αισθησιασμένες γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, να ονειρεύονται δεμένες με το αντικείμενο καθώς είναι αξεχώριστα και να παίρνουν το σχήμα τους, σα βούληση του ανόργανου που τους υπαγορεύει τι και πως θα πρέπει να πάρουν. Μηχανή που διπλασιάζει τον κόσμο λες κι έτσι φαντάζει καλύτερος και δεν είναι αρκετό να είναι ένας αντικατοπτρισμός που δουλεύει τις εικόνες ακατάπαυστα, παιχνίδι με τη μαγεία του κόσμου άσκοπο ή ίσως για την ικανοποίηση των νευρώνων, για την παρηγοριά τους κι ύστερα τίποτα. Εικόνες πραγμάτων που τα διάβηκαν οι αισθήσεις γοητευμένες κι αρκέστηκαν στην ανατύπωση από έλλειψη βαθύτερης ζωής που θα ζωντάνευε το υποκείμενο τους. «Αχ μνήμη στρέψε αχτιδωτά τις φωτιές σου» Λίγο ν’ αλλάξεις τη σειρά, Λίγο να συσχετίσεις, μικρή αλλαγή προοπτικής, ακόμα λίγο αν επιμείνεις σ’ ένα πρόσωπο, σε κάποιες λεπτομέρειες σε μια δική του φωνή, δικό του νόημα κι αρχίζει ο κόσμος να ζωντανεύει, ξυπνά το στοιχειωμένο δάσος, βγαίνουν από μια καθήλωση στο άχρονο. Κάποιο πιο πραγματικό άγγιγμα να τα κινήσει και λύνονται τα μάγια. Τότε η ζωή σου υπαγορεύει, με τη ζωή να φέρεσαι όπως με τη ζωή. Η ΛΙΜΝΗ ΣΕ ΑΔΕΙΑΖΕ ΩΣ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ Ιωάννινα. Γαληνά Γιάννινα. Πυκνή παρουσία ιστορίας, πυκνές μνήμες παιδείας πολιτείας, πυκνό δράμα της νωπής ιστορίας. Οικείος χώρος και σε κάθε μνημείο του προβάλλουν μορφές που τα κατοίκησαν. Προβάλλει μια δόξα που τη διδαχτήκαμε και μας ύψωσε. Από δω πέρασαν δόξες του ’21 και δόξες του ’12, η ελευθερία του γένους αυτοπροσώπως. Γύρισε το φύλλο της ιστορίας που είχε καθηλωθεί για εκατοντάδες χρόνια. -Βάδιζες πάνω στις σελίδες της ιστορίας- Είχε παγώσει ο χρόνος του Έλληνα και τώρα έβγαινε σε ταχύτατη απόψυξη χωρίς ψυγειοκαταψύκτη. Ότι και να λέγεται τα Γιάννινα είναι η πόλη του Πασά, με τα διακόσια άλογα και τις άλλες τόσες παλλακίδες. η ανώτερη τιμή που έκανε σ’ όποιον λάτρεψε ήταν να του χαρίσει άλογο και παλλακίδα. Αεικίνητος, ευφυής χωρατατζής, φιλόζωος και σκληρός, αδίστακτα σκληρός. Έπαιξε μόνος στο παιχνίδι του καιρού του με μεγάλη μαεστρία κι επιτυχία, με επιρροή διεθνή στο τέλος προδόθηκε κι έχασε. Η προφητεία του Πατροκοσμά αλήθεψε: Πήγε στη Πόλη με κόκκινα γένια. Αυτή η πόλη δεν θ’ απαλλαγεί ποτέ από τη σκιά του. Καμάρι της ο πασάς με τη Βασιλική, καμάρι της οι Φροσύνες. Καμάρι της η λίμνη. Κασαμπά και μιναρέδες να τραμπαλίζονται κι η λίμνη να τους καθρεφτίζει στον αιώνα. Στον καιρό του Αλήπασα ήταν πρώτη στ’ άρματα στα γρόσια και στα γράμματα. Μαζί με τη λίμνη και το νησί είναι ότι έχει η πόλη τούτη. Μέσα στο φόντο αυτό, ήρθε κι έδεσε από το παρόν η μορφή της. Λεπτοκάμωτο κορμί, μελαψό, μαύρο μαλλί, λίγο αλαφιασμένο φέρσιμο, ιδιόμορφο λόγο, παρεκλίνοντα, ντύσιμο επιμελημένα ατημέλητο θα’ λεγες ένα αλητάκι αστικών λειμώνων αν δεν φέγγιζε στα μάτια και το λόγο της ένα τι διανόησης. Επιφυλακτική, κάτι τη φόβιζε, κάτι που εισέπραττε ως απόρριψη. Έκανε προσπάθεια να κρατηθεί στο ύψος της δουλειάς που είχε αναλάβει. Της επισήμανε ότι σ αυτή την πόλη για πρωινό τρώνε μπουγάτσα, δεν πείστηκε, αμφέβαλλε ακόμα και για το πραγματικό περιβάλλον. Α ήταν φανερό ήταν ένα σκιαγμένο πλάσμα. Kάποιο βαθύτερο βάσανο κρύβαν εκείνοι οι τόνοι της φωνής της. Έκανε προσπάθειες να κρατηθεί στο φυσιολογικό. Πολύ περισσότερο οι τόνοι ανησυχίας ανέβαιναν σε ότι είχε να κάνει με τη δουλειά. Από τη μια υπεράσπιζε ότι ήταν ικανή κι επαρκής και τα διευθετούσε όλα όπως πρέπει, είχε όμως και την αμφιβολία μήπως δεν είναι έτσι. Πίστευε, υποστήριζε ότι κατείχε το θέμα αλλά τώρα το μέσο διέφερε και έχανε τόσο τη συνολική εικόνα όσο και τις λεπτομέρειες του τεχνικού μέρους. Είχε ένα τρόπο να βαδίζει πίσω μπρος, χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο παρέκλινε τούτο το φέρσιμο. Το ένιωθε φυσιολογικό, όμως πάραυτα την αποκάλυπτε στα καχύποπτα μάτια άγνωστων συνεργατών και μάλιστα ενός τέτοιου επαγγελματικού χώρου σαν κι αυτόν όπου το θάψιμο το’ χουν ψωμοτύρι. Σίγουρα την απόπαιρναν και σίγουρα σχημάτιζαν άσχημη εντύπωση, την έκριναν εξωτερικά και οι χαρακτηρισμοί ήταν μειωτικοί. Ήταν άδικοι είχαν όμως τα στερεότυπα με το μέρος τους και άρα μέσα τους ένιωθαν εντάξει, ήταν ζήτημα προσλαμβανουσών. Καθένας έβλεπε σύμφωνα με ότι ήταν ο ίδιος, όπως είθισται, παραπέρα τι να δει; Και βέβαια δεν είχε λόγο να συμμεριστεί η να συμπαθήσει. Το συνεργείο κι οι άμεσοι συνεργάτες της, ευθέως την αποπαίρνανε μέχρις αντιπάθειας -εξηγήσιμο εν μέρει για να μην μπουν στην ευθύνη της- γιατί την είχαν παρεξηγήσει, την είχαν κρίνει με κοινά μέτρα σκληρά επαγγελματικά. Ήταν όμως αυτή η περίπτωση; Έβλεπε τις δυο πλευρές, δεν τις συνέχεε ούτε συσχέτιζε, του ήταν αδύνατο να εισχωρήσει και να δει να βρει το πέρασμα από το εξωτερικό περίγραμμα στο βαθύτερο ψυχικό δράμα. Δράμα; Για την ώρα όλο τούτο κινούνταν σ’ ένα νέφος αισθήσεων, σε κάτι απροσδιόριστο. Έπιανε βέβαια κάτω από τον κόσμο των ματιών της κάποια σημασία. Αυτά τα μάτια βγάζανε κάποιο πόνο κι αυτή η στάση με τα πράγματα σαν να είχε μια πηγή εκεί σε μια θέληση κρυμμένη που έκανε προσπάθειες υπέρογκες να σταθεί στην πραγματικότητα. ‘Άρχισε να τη συμπαθεί κι από το γεγονός και μόνο που ήθελε να εναντιωθεί σ’ όλους όσους μονοκόμματοι την άμπωχναν σε γκρεμό και μάλιστα πήρε απροκάλυπτα το μέρος της.
Σ’ ένα καφενείο σε χωριό κοντά στα σύνορα, σχεδόν έρημο,τη συνόδεψε στην απογευματινή έρευνα τα τα ραντεβού εργασίας, κέρασε κι εκείνη τσίπουρο (όχι τσιπούρες παρακαλώ) που ναι θα το έπινε, το μάτι της είπε κάτι σαν ευχαριστώ κι άρχισε να ανοίγεται να γίνεται φιλική. #
Σχεδόν ξεκινάω απ’ την αρχή τη μάθηση, τί είναι πεζογράφημα. Πού έγκειται το ενδιαφέρον σε μια ανιστόρηση, και τί οφείλει να περιέχει η φράση, χωρίς να γίνεται ανούσιο το γραπτό. Δεν το κατέχω αυτό όπως θα έπρεπε, ή κατά μία άλλη εκδοχή, τη λησμόνησα, το ξέχασα, δεν έχω τον τρόπο να γράφω, να γράψω εκείνα τα παιδεμένα που και παλιότερα άφησα στην άκρη σαν δεν είχα τις λαβές της ανάπτυξής τους. Αν εξαιρέσω από όλα αυτά ένα τμήμα που δεν σηκώνει αλλαγές, το πολύ πολύ να αρτιωθούν ,να σηκώσουν μαζί τους κάποια ομόφωτα πράγματα εκείνου του περίγυρου διαφέροντος αναλόγου.
Πάσχουμε από ιστορισμό και αναχρονισμό βλέποντας τους ανθρώπους της ιστορίας κάτω από το φως του μοντερνισμού μας με το χαρακτηριστικό επιπλέον του πατριωτισμού που εκτός μιας Επανάστασης την επιρροή της οποίας φέρουμε καθώς είμαστε διαπλασμένοι βαθιά απ’ αυτή, επιπλέον έχουμε τον εθνισμό των δασκάλων κοντά διακοσίων επετείων, όπου πρωταγωνιστούν στα βάθη των θρύλων εκείνοι για τους οποίους θέλουμε να έχουμε αντίληψη τι ήταν.
Σε μέρα γιορτινή νύχτα εορταστική γλίστραγαν τα πεφταστέρια στις οθόνες της νύχτας ασημένια δάκρυα αυλάκωναν τα ροδόχροα μάγουλα των κοριτσιών σε ώρες χαράς. Πυροτεχνήματα έσκιζαν τον ουρανό και έσκαζαν. Το ασημένιο μισοφέγγαρο στραφτάλιζε σαν σκουλαρίκι, έπεφτε η λέξη σαν το διχασμένο νόημά της.
Στα μάγουλα του σκοτεινού ουρανού, πεφταστέρια, στων κοριτσιών τις παρειές, δάκρυα, χαράζουν ασημένια αυλάκια, στ’ αυτιά τους χρυσοτρέμουν τετραμίδες, έπεφταν οι λέξεις σαν υπολείμματα φωτοβολίδων έμοιασε η σελίδα αυτόγραφος μύθος της νύχτας,
Όσο χαμηλώνουν τ’ άστρα τόσο εκτοξεύεται η λίμπιντο.
#
Άμε πρώτα να βρεις τον εαυτό σου κι ύστερα πες πως σου ανήκει.
Άς φρόντιζαν: Ποιός τους εξουσιοδοτεί να κρίνουν από μια αστοχία όταν εκείνοι τόσο αστόχησαν;
Στον άνθρωπο δόθηκε το θεϊκό μαζί με το αντίθεο. Ο Αιγαίος Ζεύς του λέει: Έγκειται στη σύνεσή σου και τη σοφία σου να τα ταιριάξεις και να βρεις την πορεία σου στη ζωή.
Τα παιδιά έχουν μια αγένεια: θέλουν να ζήσουν. Κι αυτό είναι επείγον.
Η Ελλάδα είναι σαν την Παναγία: δεν τη βλέπεις ποτέ.
Κοίταζα τη φωνή της.
Το μεγάλο δεν είναι ο θάνατος. Το μεγάλο είναι οι νεκροί. Ο θάνατος περνάει οι νεκροί παραμένουν.
Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουμε σέβας και φιλία προς το χώμα, και επιθυμία για γη: επειδή η γη είναι φτιαγμένη από τάφους.
Έτσι είναι η ζωή γεμάτη θανάτους.
Πρβλ ξεβάφουνε οι λύπες μου.
Άλγες ,οι πρώτες μορφές ζωής χρώματος μπλέ.
Ρίξε μια ματιά ίσως διακρίνεις ένα κάποιο ψυχικό ρέμα Σαν κοφτό στα τρία Κοντανασαίνει Δηλ το ασθμαίνει στη λαϊκή Πρέπει να μάθουμε τη γλώσσα ,τη γλώσσα που αισθάνεται Που έχει βήματα όπως ο χορός Ανάσας βήματα Αυτό προϋποθέτει ακούσματα Ο λόγος να μπορέσει να γίνεται ορατός στις αποχρώσεις των φωνών Μόνοι χαρακτήρες να τον κινούν Να τους πλάθει ο συγγραφέας Και να πλάθει κι εμάς
#
Αργότερα σε μια συνέντευξη μ’ έναν αγρότη της παρατήρησε ότι αυτή η προβληματολογία καθόλου δεν του αρέσει και πώς, εκείνη αντέχει να της αραδιάζουν τόσα προβλήματα, που δεν είναι μόνο έτσι και τα λένε επειδή δεν γνωρίζουν τι άλλο να πουν, δεν έχουν να πουν. Βουτηγμένοι σ’ ένα χάλι μόνο και μόνο αφού μιλάνε αυτόν τον έτοιμο τρόπο. Και πήρε απάντηση απροσδόκητη που διανοίχτηκαν οι οφθαλμοί του. -Δεν κοιτάω τι λέει, κοιτάω τη ψυχή του, και να ξέρεις πως η γεωργία πριν απ’ όλα είναι μια τελετουργία, όσο για όποιον νομίζει ότι είναι υπεράνω ,η παροιμία λέει ,άμα δεν μπορείς να δέσεις δέσε και κουβάλα. οι μάσκες ενσαρκώνουν τους προγόνους ,δεν μπορείς να συναγάγεις πολλά πράγματα από έναν άλλον άνθρωπο απέξω ,γιατί όταν κοιτάμε τον άλλο εξωτερικά καταντά απολίθωμα .Ήτοι πρέπει να κοιτάξεις ώς την ψυχή του σε πρώτο πρόσωπο. Άλλαξε αμέσως η εικόνα του για κείνη. Αυτομάτην! Μέχρι εκείνη την ώρα είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι συμπλέει και πιστεύει στο κοινότοπο και το πολυχρησιμοποιημένο πρόγραμμα ενημέρωσης και έκθεσης προβλημάτων που προωθούν οι γραφειοκρατίες μικρές ή μεγάλες. Όχι πως δεν την ενδιέφερε να συντάξει και να εκθέσει προβλήματα και προοπτικές. Κάθε άλλο. Αλλά δε βάδιζε την απολύτως πεπατημένη κι όταν σήκωνε έβαζε κρασί στο νερό της. Αλλά πέρα απ’ όλα βάδιζε σε δικής της προοπτικής έρευνα αφού όπως δήλωνε , έψαχνε το βαθύτερο στον άνθρωπο που είχε απέναντί της ,να ενημερωθεί να μάθει , έστω με έμμεσους τρόπους άν όχι άμεσα. Έτσι που να μπορέσει να βρει το περίγραμμα τον πραγματικό ορίζοντα, τα απαραίτητα για ενημέρωση ,και τα συναφή με την εκπομπή που είχε και επιμορφωτικό σκοπό. Συνέδεε στη προκείμενη περίπτωση την ανάπτυξη με τον πόνο και τον κόπο των πραγματικά ενδιαφερόμενων, αυτών που πασχίζουν στον πρωτογενή τομέα με τις αδυναμίες στήριξης. Διάβαζε την ψυχή του, πρώτη φορά το άκουγε, του έδινε όμως τούτο, ολική αποκάλυψη της δισημίας των κινήσεων που είδε το πρωί. Με τη φράση αυτή κατάφερε κι ο ίδιος να εισδύσει μέσα της, έβρισκε ένα πέρασμα, μια σύνδεση της συμπεριφοράς της με τη σκιά στα μάτια της: είδε προς την ψυχή της κατά το παράδειγμά της -όταν κοιτάς τον άνθρωπο από μέσα παύει να είναι αντικείμενο. Όπως έγραφε ο γνωστός συγγραφέας στο «μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης», άμα βλέπεις τις σαρδέλες στον ώμο του αστυνομικού σαν φίδια έχεις πάρει λάθος δρόμο. Μένανε σ’ ένα ξενοδοχείο κυνηγών, στη μέση του πουθενά, στις εκβολές του ποταμού κι η ησυχία ήταν πρωτάκουστη για ανθρώπους του άστεως όπως αυτοί για την ώρα. Φάγανε πέστροφες κατευθείαν φερμένες απ’ τη βοσκή σχεδόν άγριες κι αδύνατες ας πούμε νόστιμες. Η πρώτη νύχτα εκτυλίχτηκε κάτω από το βλέμμα των ρηγάδων και των νταμάδων κούκος μονός κούκος διπλός ως το πρωί σ’ ένα καρρέ που ήταν η βραδιά του οδηγού ,τίναξε την μπάνκα τόση ήταν η ρέντα του που τους άφησε όλους χωρίς τα εκτός έδρας. Το πρωί κρυφά από τους εαυτούς τους μετά από μιας νύχτας δρόμο επιτέλους βρήκαν τα πολυπόθητα δωμάτια τους και φρεσκαρίστηκαν για να κινήσει ο ήλιος την πορεία του αφού ακόμα κι αυτός τους περίμενε με αγωνία να τελειώσουν τα χαρτιά. Βγήκανε σχεδόν αμέσως για πρωινό. Κι όσο για τα της δουλειάς εκείνη η πρώτη μέρα τους βγήκε ιδιαίτερα μακρινή αφού το βραδινό τους έβγαλε ποδοσφαιρική τηλεόραση δηλαδή ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Κάνανε βέβαια ένα μικρό μεσημεράκι.
Καθώς ανεβαίνανε τα σκαλιά για τα δωμάτιά τους, της πέταξε ένα σαν πείραγμα, ένα φιλοφρόνημα. Γύρισε και τον κοίταξε: «Δεν θες να έρθεις στο δωμάτιο μου να το συζητήσουμε λιγάκι»; (Καλύτερα να είχε πει «πηδηχτούμε» τη βρίσκω εκφραστικότερη και πιο κοντά σ’ αυτό που θα έπρεπε και δεν ήξερε να το διαβάσει μέσα της σαν επιθυμία που την τριγύριζε δεν την έβρισκε όμως η γλώσσα της που φορές τα θέλει όλα να κινούνται στον αφρό της -αυτή τη φορά δεν τα ένιωθε). Προθυμοποιήθηκε, χωρίς να υποψιαστεί από την ευκολία που άνοιγε δρόμο αφού άνοιγε το χώρο της, την προσωρινή έστω διαμονή της, έσπαζε την ιδιώτευση κι άρα τούτο διερμηνεύεται από τα κοινά μάτια μ’ ένα είδος αδιακρισίας μειωτικής.
Ανοίξανε συζήτηση μίλησε πρώτη εκείνη και πέρασε κατευθείαν σ’ ό,τι την έκαιγε που ήταν μάλιστα τα της δουλειάς κι όσα αφορούσαν τα της αρμοδιότητας της ως δημοσιογράφου του συνεργείου στην προσπάθεια καταγραφής φιλμογράφησης προώθησης κι ενημέρωσης περί την υπαίθριο χώρα. Αλλά την έκαιγε η αντιμετώπιση που ήταν και φρέσκια σε ανάλογα θέματα και το τηλεοπτικό μέσο κάπως την ξένιζε. Ρώτησε τη γνώμη του για κείνη και τα σχόλια των συνεργατών επίσης. Τη διέκρινε μια έλλειψη αυτοπεποίθησης πάνω της που την είχε δει αμέσως γιατί από φύση του ήταν παρατηρητικός και περίεργος κι αν κάτι του κινούσε το ενδιαφέρον παθιαζόταν μέχρι να βρει και να δει που πάει πως εξελίσσεται κάτι από τα της ζωής αφού είχε την ευκαιρία να τη βλέπει να διαβαίνει κάτω απ’ τα μάτια του τόσο το καλύτερο παρά να την περιμένει στα βιβλία να του συμβεί που ήταν δα όχι και λίγο βιβλιοφάγος κι απ’ τους λίγους καλούς πελάτες των βιβλιοπωλείων από κείνους που συμβάλλουν με τούτον τον τρόπο στην κοπή των δέντρων καταπώς λένε οι σκληρότεροι των οικολόγων που όμως εξαιρούν τη δική τους συμβολή στο εν λόγω φαινόμενο. Αμφιβολία και τρόμος του αχόρταγου βλέμματος του ζώου εκείνου που έχει το όνομα κοινωνία αγορά ,ένα είδος αγοραφοβίας ένα είδος αγκυλωμένης συμπεριφοράς που δεν την έβλεπε για πρώτη φορά το είχε ξαναδεί το έργο και εδώ μάλιστα είχαμε κι έτοιμο κατηγορητήριο και με σκληρή απόρριψη που έφτανε στα όρια της θυματοποίησης, τα συνεργεία αυτά κατασπάραζαν κόσμο .Ήταν μη σε βρουν μπόσικο. Προσωπικά εκείνος είχε δώσει τις δικές του μάχες και δεν είχε επηρεάσει λίγο τα πράγματα ίσως παραπάνω από πολύ, ώστε θα μπορούσε να υποστηρίξει μιαν υπόθεση σαν ετούτη κι ήταν του χεριού του μάλιστα κάτι που εκείνη δεν ήξερε και πώς να ξέρει απλά είχε πετύχει διάνα στην ψυχή του μ’ ένα κάποιο είδος διαίσθησης. Την ενθάρρυνε. Πρόβαλε τα χαρακτηριστικά της εφόδια, την εφημεριδική της πείρα που σύντομα θα έβρισκε μέθοδο εξέλιξης στο νέο μέσο και στην παρούσα δουλειά. Τόνισε τη λαμπρή της διαίσθηση και τόνισε τη λεπτή της αίσθηση και να πούμε ευαισθησία απέναντι στο λαϊκό άνθρωπο κάτι που έπιανε στον αψυχολόγητο κόσμο του υπαιθρίως βιούντος, που είχε ακόμη εκείνη την εποχή το δέος απέναντι στον αστό ή τον μορφωμένο όπως συνηθιζόταν να λένε. Της μίλησε επίσης για τη διεισδυτικότητα της ματιάς της κι από το γεγονός ότι διερευνά τον άνθρωπο αγαπησιάρικα κι όχι με τη συνήθη στενή έννοια που τους κάνει όλους ίδιους αφού πρώτα-πρώτα τους μεταβάλλει σε αντικείμενα. Αυτές οι παρατηρήσεις και την ξάφνιζαν και την ηρεμούσαν και την είχαν κερδίσει κατά κράτος. ‘Αρχισε να κολακεύεται γιατί ένιωθε να γλιστρά από ένα κλίμα αντιπάθειας σε μια κατωφέρεια ενδιαφέρουσα και γλυκιά. Την έφερε μέσα της το κλίμα της συζήτησης που έστρωνε, μακάρισε τη στιγμή που είχε το θάρρος να του ζητήσει να τα πουν. Ήθελε να μάθει κι άλλα, ήθελε περισσότερα. Θα μάθαινε περισσότερα! Με τον καλύτερο τρόπο! ‘Αλλαξε στάση και κάθισε σταυροπόδι, αφού πρώτα παρατήρησε ζήτησε τη γνώμη του για το «Καθόμαστε όπως θέλουμε, ε!» Φυσικά εκείνος δεν είχε αντίρρηση κι αφού εδώ ήδη διάβαζε το λύσιμο από τη μεριά των σωμάτων που με τον τρόπο τους κι εκείνα είχαν αρχίσει από ώρες τη δικιά τους συνομιλία που μόνο εκείνοι δεν είχαν προσέξει, είχαν προλάβει από την προτεραία μάλιστα να διαγνώσουν την ελκτική τους συνάφεια τα είχαν πει μεταξύ τους κι είχαν αλλάξει διευθύνσεις πριν διαβαστούν στο νου οι προθέσεις τους.
*
Μέχρι πού έφτασε η πολιτική ωριμότητα και κρίση των διανοητών μας ως προς το δέον και ως προς το δρών μέγεθος; Κατανόησαν, εννοιολόγησαν ,βρήκαν βήμα; Ή μήπως όφείλλω να δέσω νήμα λόγου εκεί που τα μάτια δείχτηκαν ανοιχτότερα;” Εποπτεία, Εποχές , Ίνδικτος , και μ’ αυτό το υλικό να πορευτώ;
Να δώσω τόπο στο εσύ;Τόπο και στις Μεγάλες Δυνάμεις που αγωνίζονται για το πρόσωπο τη δύναμη της μνήμης, της αγάπης, της δημιουργίας.
Χωρίς να αφήνεις τον εαυτό ορφανό και εκτός αγάπης. Τι πρόσωπο θα ήσουν χωρίς να αγαπάς, χωρίς να αγαπάς όλα αυτά. Δεν μπορείς να είσαι άσπλαχνος.-
Η νεωτερικότητα με τον πλούτο που κόμισε και κομίζει τώρα, έχει να σπάσει τα ξεχωριστά και στεγανά του πνευματικού χώρου. Αυτό θα το πετύχει κάτι σαν μια φιλοσοφία των Νέων Χρόνων. Θα είναι το πόρισμα μαζί με μια νέα αφετηρία.
Ο Nicolas ,ένα πουλί της στέπας, δεν τον φοβίζει η απεραντοσύνη δεν τον τρομάζει η αιώνια παγωνιά, μ’ ένα χρυσό φτερό αναχαράζει τα γράμματα των στάρετς της ρωσικής διασποράς. Αυτός ο πλούτος που χάθηκε σαν τα νερά σε ανοιχτή πεδιάδα που είναι η Ευρώπη, και που κατέσκαψαν τόνοι βομβών αφ’ ότου δέχτηκε η γη της το μοναχικό πουλί.-
Με τους Ρώσους όμως των αρχών του εικοστού θα πρέπει να γνωρίσουμε πως και στις καλύτερες προσεγγίσεις μας, πάλι μπροστά μας θα είναι. Γιατί τούτοι εδώ κέρδισαν τον κόσμο με την πλατιά τους αναζήτηση τη βαθιά τους πρόζα το συνεχές της διερώτησης .Τους φτάνεις τους πλησιάζεις μόνο με αντίστοιχο έργο. Και είναι αυτό που δικαιολογεί την πρόβλεψη του Γ.Σαραντάρη κατά τον μεσοπόλεμο ήδη. Αυτό σημαίνει η φράση Το πνεύμα όπου θέλει πνεί.
Τούτος ο κόσμος δεν είναι για θέωση, δεν σηκώνει εξιλέωση και δεν έχει σκοπιμότητα θρησκευτική! Αν ήταν θα πάγωνε σαν μεσαίωνας και σαν Κίνα των μανδαρίνων.
Ο δημοκρατικός θεσμός ταιριάζει της τεχνολογίας και περαιτέρω ανοίγει κόσμο η δημοκρατική αρχή. Όμως και το θρησκεύεσθαι έχει τις μετατοπίσεις του.
*
Στη βαθιά εκλεκτική συγγένεια η μια ψυχή τρυπώνει στα έγκατα της άλλης και της κάνει έρωτα πριν καταλάβει κανείς οτιδήποτε και το σμίξιμο που ακολουθεί για όσους κατέχουν το φαινόμενο είναι ένας έρωτας που θυμάται ένας έρωτας που έχει διαβεί τον Αμέλη ποταμό και ήπιε νερό δεξιά από του λευκού κυπαρισσιού τη βρύση. «Που οι νιοι έχουνε μπερμπεριό κι οι νιές πλένουν μαντήλια», «λευκήν εστηκυίαν κυπάρισσον» λέει η επιγραφή που είναι εγχάρακτη στο σκοτεινό βασίλειο των ονείρων και του ‘Άνω ρου του Αχέροντα. Για την Αχερουσία δεν ξέρουμε και για της Στύγας τα νερά που σε οπλές αλόγων τα βαστάζουν. Έλα μικρή μου μίλα μου από τα έγκατα του κόσμου εκεί που πήγες θα βραχείς που μαύρο είναι το νερό δε νοιάστηκες;
Δεν είχε αντίρρηση να καθίσει όπως ήθελε, είχε αντίρρηση κάτι άλλο μέσα του αν μπορούσε εκείνος να κάθεται άλλο να την κοιτά η να την ποθεί, είχε παρέλθει προ πολλού η ώρα της οικειότητας και της φιλικής διάθεσης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του είχε μπει ακόμα έγνοια ερωτισμού, αυτή κρυβόταν από τα μάτια του νου η επιθυμία ή μήπως την έκρυβε σκόπιμα ο νους; Η αλλαγή στάσης έστειλε μήνυμα βαθύ και τρύπωσε μέσα τους η επιθυμία. -«Ναι, καθόμαστε λεύτερα» της απάντησε. Αλλά έπρεπε να προσθέσει και το «αγγιζόμαστε λεύτερα», γιατί εν τω άμα και προς επικύρωση τη φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο. Ανάλαφρα επισφραγίζοντας διάθεση και δοκιμάζοντας τα αισθήματα της. Της κράτησε το χέρι ενώ συνέχιζαν τη συζήτηση σοβαρά. Η επαφή όμως είχε λύσει τα σώματα σε άλλες αναζητήσεις, γρήγορα βρέθηκαν αγκαλιασμένοι και σε παρατεταμένα φιλιά. Όλο και πιο απαιτητικοί γδύθηκαν και γεύτηκαν την επαφή των σωμάτων, έτοιμοι να παραδοθούν, όταν ξαφνικά τους αναζήτησαν για την απογεματινή συνέντευξη. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, διακόψανε με την υπόσχεση να συνεχιστεί το ξετύλιγμα των ερωτικών περιπτύξεων με τη λήξη της δουλειάς. Ο πυρετός γινόταν υπόγειος και τρυφερά δυνάμωνε τη φωτιά του στις παραποτάμιες όχθες όπου λάμβανε χώρα το γύρισμα. Ο Βοϊδομάτης ποταμός τους έβλεπε κι ανέβαζε τη ροή των ερώτων σαν αγάπες που πίνουν το νερό των ως τα σπλάχνα κι ως τις μέσα καρδιές. Σιγά-σιγά τ’ όνειρο κοκκίνιζε και μια φύση από έρωτα τους κύκλωνε σαν κύκλος νερών, υδάτινο βασίλειο που κορμιά βαλαντωμένα λύνονται. Λύνονται ζώνες, δένονται χέρια, μιλάνε μάτια κι αγκαλιές κι όλη η θάλασσα γίνεται δικιά τους. [Υλικό καρδιάς. Χοροί καρδιάς από της Βάσιας τα τραγούδια έκατσε εδώ σ’ αυτό τον τρυφερό έρωτα το νεοφυτεμένο, την ώρα κείνη που οι καρδιές σιγοψιθυρίζουνε τα μυστικά τους, κρυφά από μας, με σκέτο αίμα της καρδιάς]. Στην επιστροφή -αυτή τη φορά χωρίς να φάνε πέστροφες, πέστροφες που είδανε στον καταρράκτη ν’ ασημίζουν και να τινάζονται σαν ασπίδες έχιδνες του νερού σχίζοντας το ορμητικό ύψος του, σαϊτεύοντας τ’ αυστηρά νερά, αψηφώντας τη γλιστερότητα, γινόμενες βέλος και τόξο με τρόπο μυστικά απλό, γινόμενες χορδή που εκτινάσσεται και κόβει του νερού τη τολμηρή κάθεξη, κάθετο πάθος στου ποταμού το μάτι, του Βοϊδομάτη. Πέστροφας των ερώτων που αγάπες πίνουν το νερό των μυστικά- στην επιστροφή κάνανε ένα δυνατό λουτρό μαζί με λουτρό φιλιών και χαδιών πριν γλιστρήσουν στο απέραντο κρεβάτι του έρωτα και σε λίγο κυματίζανε στα λευκά σεντόνια, σε μιαν απέραντη παράδοση ηδονής. Έρωτας ολικός, γνωριμία ολικής άφεσης. Όλες οι στάσεις όλων των απολαύσεων η συνεχής πλήρωση σε φιλιά κι αγκαλιάσματα θερμά, γλυκά βαθιά, ατελείωτα και ξαναρχινισμένα. Συνεχείς διεισδύσεις. Εδώ έχει ένα γλυκό φως το σύννεφο, νυχτερινό, που από τη μια του χρύσιζε κι από την άλλη κατάμαυρο μήνυε κάποια μοίρα; Πουλάκια του θεού μινύριζαν στις δράνες. Ο ήλιος είχε πέσει από ώρα και τα καημένα ετοίμαζαν ατμόσφαιρα κατάκλισης κι ο ύπνος θα τα χώριζε με τις φτερούγες του. Μη μπεις έγνοια εδώ, μη μπεις και τη χαρά τους μη τη λοιδορείς. Λαύρες ανάσες χύνονται, χύνονται και ξεχύνονται. Κι όποιος εδώ αλληγορεί λάθος πήρε τη ζωή. Μη μπεις έγνοια εδώ μην μπεις . Συνεχείς οργασμοί, βαθιά παράδοση κορμιών, συνευρέσεις συνομιλίες έλευση και κλειδιά του έρωτα τα φιλιά κι αντικλείδια από καρδιές κι από κλεισούρας πέρασμα και από κλειτώριες καρπό κι από το άδολο φιλί με μαύρα γράμματα και με κεφαλαία ομοιώσεις τους άρπαξαν γοργά και γρήγορα τα κορμιά τους μάθαιναν και βάθαιναν, η αφή, η επαφή κι η άφεση κι όλο του κόσμου το φιλί, διέγερση και σήκωμα. Πανωσήκωμα σα στέγη κι όλα τα τύλιξε γιορτή, γιορτή που ανάθεμά το κάνει το θάνατο βαθύ γι’ αυτόν που λησμονεί, ψηλά χτυπά ο πίδακας λευκός ακαταμάχητος, η μήτρα της σπαράζει στο σπέρμα πλύνεται, καταιωνιζεται , σπαρταρά όπως το ψάρι στο βυθό κι όπως θαλάμι στο μυχό κι η μοιχεία της ηδονής δεν έχει τέλος και τελωνείο δεν την πιάνει, είναι ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας. Οι ωκεανοί γι’ αυτές διψούν και τις καλούν να σπάσουν το κλουβί στο πέρα να πετάξουν. Μάχη ηδονής ακαταμάχητη. Δασκάλα στο χάδι, επί πολύ ώρα τον έντυσε μ’ αυτό ακατάπαυστα κι ακούραστη να δίνει -κύκλος οδύνης μάθε να δίνεις- ελαφρύ άγγιγμα, άγγιγμα ονείρου, πήγαινε ο ερεθισμός βαθιά-βαθιά, άνοιγαν τα μελτέμια τους κορμί κι η φούντωση δεν είχε τέλος. Ερεθισμοί τους έφεραν σε πρωτόγνωρη ετοιμότητα και δραστηριότητα ερωτική. Ασκούσαν και μάθαιναν τον έρωτα αποξαρχής, τον πότιζαν χάδι και φιλί. Με φιλί ταξίδευαν το σώμα σ’ όλες του τις κρυφές και μη γωνιές .Κι ο έρωτας θα τους μιλήσει και τούτο το φιλί τους έστελνε βαθιά και να γνωρίσουν γωνιές αποξεχασμένες στο καιρό και με όλα τους τα κύτταρα, άνθιζαν τα κορμιά στη ζωογόνηση ετούτη ερωτικά δώρα των εραστών όταν ξέρουν να κάνουν να καρπίσει υψηλής κορμοστασιάς ηδονικό μυστήριο κι όταν σπάταλα διεκδικούν ανάσα αγαπημένη. Φιλί ταξίδευε τα σώματα. Ασταμάτητες διεισδύσεις όμορφοι οργασμοί σαν απαλό κύμα σκάγανε στο χαριτωμένο μικρό της στόμα, όχι μικρότερο απ’ το ροδί της κρυφό μυστήριο, των μυχών απόκρυφων με τα όμορφα σαν ροδοπέταλα χείλη, στενό -όχι σαν αυτό του Μαγγελάνου, ούτε Δαρδανέλια θα το πω- δροσερό, καυτό, μειλίχιο, ηδονικό, σφριγηλό, ριγηλό, μικρή φωτιά από μέλι και λάβα, ευαίσθητο σα μύδι και σαν γυαλιστερή -απ’ αυτές που είχα δει στο Τρίκερι που μας φίλεψε φίλος από Αστόρια που για να τη φτάσει την Αμερική έκανε απίθανες φορές ρεσάλτο την πρώτη του φορά δεκαοχτάρης με βάρκα, και βγήκε στη Λιβύη που ο Καντάφι, ναι υπάρχει από τότε, τον έστειλε αμέσως πίσω-, γυαλιστερή που σηκώνεται σα φωτιά μέσα από την κόχη της. Κόχες αιδοίων να σας τραγουδώ δε θα πάψω ούτε λεπτό παθιασμένος από σεμνοπρέπεια και σεμνοτυφία. Ναι καλές μου μαινάδες της γιορτής, πρέπει να το κρύβουμε που ηδονή αιδοίου μας συντρίβει. Πρέπει να το κρύβουμε κι από τα θολά μας μάτια όταν δάκρυ έρωτα τα πλημμυρίζει καυτό τα καίει ηδονή. . Κι εγώ καμένος του έρωτα πώς να τον τραγουδήσω που με τρυγά ανελέητα με κόβει δίχως μαχαίρια με καίει χωρίς φωτιά με αχρηστεύει; Δε θα σε υμνήσω έρωτα τι με παιδεύεις, αλάτι ρίχνεις στις πληγές .Με αλάτι που μας νοστιμεύεις έτσι μας στέλνεις.
*
Η μορφή αυτού του βιβλίου στοχασμών ,σου δίνει θάρρος να αναμετρηθείς με το αβυσσαλέο των βιβλίων του φιλοσοφικού συστήματος. Και έχει προφανώς καταγωγή από τον Κίρκεγκαρντ και τον Νίτσε, όσο και το Σολοβιόφ. Οι δυό πρώτοι είναι οι στοχαστές της νεωτερικότητας που γκρέμισαν από το βάθρο της το διδακτισμό την καθέδρα και την ιδρυματοποιημένη φιλοσοφία που έτεινε να εξαλείψει τα ερωτήματα, την έστρεψαν στο βίωμα σε αυτό που θα λέγαμε ζώ τη φιλοσοφία, αυτό που ήταν η πρώτη φιλοσοφία, τότε που μιλούσε ελληνικά. Έκτοτε το φιλοσοφικό πνεύμα τρέφεται με τον λεύθερο αέρα των βουνοκορφών. Στο δρόμο του Σωκράτη ο Δανός πήρε τα πρώτα νάματα, στα εύκρατα κλίματα της Νίκαιας ο δεύτερος τράφηκε με τους προσωκρατικούς, και με της Εγκαντίν την εμπειρία του αιώνιου γυρισμού θεμελίωσε το γνησίως φιλοσοφείν. Οι Ρώσοι ήταν πάντα στραμμένοι στους γερμανόφωνους ,από κει πήραν το δρόμο του εξατομικευτικού πνεύματος , μαθήτεψαν μέχρι που έγιναν μαιτρ στον πεζό λόγο, στη δε Φιλοσοφία με τον Σολοβιόφ, αυτόν που ακολούθηε ο Μπερντιάγεφ , επιχείρησαν τις πρώτες στοχαστικές συνθέσεις. *
Δε θα σε υμνήσω έρωτα και μήτε απ τις φωτιές σου θα βγω και πριν με γεννήσεις και μετά μες τη φωτιά σου ζω .Θα ζω. Θα ζήσω . Χαρά στη σαλαμάνδρα. Με βελούδινη απαλότητα και χάρη κρυμμένο ,μια ανεπαίσθητη σχισμή στη σάρκα της, ένα δαμάσκηνο θα ‘λεγες από σάρκα χωρίς το κουκούτσι και το χρώμα του, δαμασκηνί κοκκινογάλαζο. Αντιδρούσε στο φιλί σαν σάρκα οστρακόδερμου, σαν το κλειστό κοχύλι κι άνοιγε για να χωρέσει το φιλί και δρόσιζε, δονούνταν τα χείλη στην ηδονή, σπαρταρούσε στην υφάλμυρη κόγχη του, αλάτι ηδονής, αλάτι έρωτα, αλάτι, οσφρητική διέγερση ανάδευε τα κέντρα της ψυχής. Μες στο μυαλό μπήκε φωτιά κι από το θάλαμο στον υποθάλαμο πήδηξε του έρωτα η τόλμη. Από το αιδοίο μέχρι το στόμα της ταξίδι διατλαντικό μέσα από τα τρικυμιώδη λακκάκια του κορμιού της κορμιού του των κορμιών παραδομένων της απόλυτης ηδονής εφικτής κι ανέφικτης. Κορμί σπαθί εφηβικά στήθια, θεσπέσιες μασχάλες, σε δόσεις λεπτές οι αναλογίες μέτριες, κάτω από τον αφαλό έγερνε απότομα σε γκρεμό, ένα φράγμα από χορταριασμένο αλσύλλιο, μια λόχμη κι έπεφτε στο κρυφό βάθος μικρής αβύσσου που τη στεφάνωναν μικρά λεπτά πέταλα από βελούδο τροπικού άνθους, όπως εκείνα που φέρνουν σάρκινη άνθιση στο βυθό της μαύρης χαλασιάς κι όλεθρο ηδονισμένο, για ιδές που μένω; Έκανε το ταξίδι αυτό κείνη τη νύχτα πολλαπλές φορές, καθώς και το γύρο του κορμιού της. Τα μικρά λοφάκια οργίαζαν, στα στήθια της οι κορφούλες σκάζαν από μικρούς πόρους αύρα ερεθισμού ηδονισμένες, λεπτό χνούδι ιδρώς , διαπέρναγε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί ρίγος και τρικυμία. Κάνανε έρωτα ολόψυχο, βαθιά ψυχική γνωριμία και φιλότητα τους βύθιζε σε μιαν ένωση άφατη. Βαθιά συγγένεια εκλεκτική τον πόθο ανέβαζε κι ωθούσε τα πανιά τους σε πλήρη κι ολοκληρωμένη παράδοση. ‘Άνοιξαν οι μέσα ωκεανοί, η άβυσσος του τρομερού αγνώστου μέσα τους αναδεύτηκε κι έτεινε τα χείλη στη παραδοχή, στην υπόσχεση, στην κατανίκηση, με τη πιο στενή και βαθιά ομιλία που ενώνει τις πνοές με σθένος, με όρεξη, στις πιο βαθιές πηγές όπου αναβλύζει το αδιανόητο αιώνιο ένα, η κοιτίδα του παντός, η καταβολή , η ρίζα, η αρέσκεια, η μετοχή, η μέθεξη, ο έρωτας, η αλήθεια των κορμιών, το ήδιστον. Πηγή ευφροσύνης, συνοδεία παρήγορη και νους σ’ αιθρία. Ερωτική μαθητεία. Ευγένεια των εραστών που από τη περίπτυξη, από την έλξη, από τη θέλξη, από τη πυρκαγιά των σωμάτων αντλούνε φως για ν’ αγαπηθούν πιο πολύ, για να αγαπήσουνε τον κόσμο πιο πολύ. Κοιτάνε οι εραστές τα αστέρια και μιμούνται τον κόσμο τους με αστρόλογα. *
Η κοινωνία δεν είναι όλος ο άνθρωπος , αλλά μόνο οι άνθρωποι.(σ.209)
Είναι ίδιον του πνεύματος να ενηλικιώνεται κόβοντας τις πνευματικής εξαρτήσεις χειραφετούμενο από τους δασκάλους ,γι αυτό οι εκφράσεις: τερετίσματα, σαν χαρακτηριμοί αστοχίας. Η κριτική τους αίσθηση γίνεται μέχρι και κατακριτική και κακόβουλη .
Υποστήκαμε απαξάπαντες τον οδοστρωτήρα του υλισμού, ελέω δικτατόρων, που είχαν απαξιώσει μέσα στον εθνικισμό τους και έθεσαν υπό διωγμό το φρόνημα ,ώστε οι καταδιωγμένοι επέστρεφαν με το φωτοστέφανο του μάρτυρα , έχοντας μέσα τους την πεποίθηση της ηθικής ανωτερότητας.
Πώς να στρώσεις υπερασπιστική γραμμή στα είκοσι σου ,όντας σχεδόν αδαής ,τα πράγματα θα έρχονταν από το μέλλον, ο χρόνος θα έδειχνε την αλήθεια χειροπιαστή. Ο ιδεαλισμός θα ξανάβρισκε τη θέση του εν τοις πράγμασι, με το φωτεινό του πυρήνα ,την ιδέα. Γιατί ιδέα σημαίνει φως, ο ιδεαλισμός είναι διαφωτισμός.
Οι φίλοι μου δεν ήταν και δεν είναι ενταγμένοι. Με αυτό θα κάνω έναν υπολογισμό, τι πήρα και τι έδωσα σ’ αυτή τη μεριά της ιδεολογικής ισχύος, κι αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να συγκρουστεί κανείς μαζί τους, όχι σαν μια άλλη προπαγάνδα αλλά σαν άνεμος που σκορπίζει τα ιδεολογικά νέφη.
Γιατί λέει, μετά τον παγκόσμιο πόλεμο οι άρτι σύμμαχοι ήθελαν το χρόνο τους να αντιδράσουν στην υπό διαμόρφωση πραγματικότητα, με προϋπάρχουσες διαιρέσεις, αλλά όπως η βροχή προϋπόθεση έχει να μαζευτούν πρώτα τα σύννεφα ,σωρείτες και μελανίτες, κι ύστερα να δεί που θα πέσει, έτσι και τα πολιτικά στρατεύματα πρέπει να προετοιμαστούνε ειδικώς για τις νέου τύπου συρράξεις.
Ποτέ δε θα κατηγορηθεί ο πλάνος ηγέτης για πράκτορας της Μόσχας , αλλά για προσχώρηση στους Ιμπεριαλιστές ναι, αφού ήταν υπάλληλος των πρώτων και όργανο .(Σημειώστε ότι imperium στη Ρώμη είναι το ανάλογο του mana των πολυνησίων). Η πραγματική φύση και ρόλος των ακροαριστερών ποτέ δεν καταγγέλθηκε στην Ελλάδα .Άραγε αποτελούσε όργανο ελέγχου συνειδήσεων;
*
ΔΕΥΤΕΡΑ ΦΥΛΛΑ. Βγάζουν το κακό απ τα στήθια τους, κι από τις ερωτικές πνοές εισπνέουν σε ομορφιά, ομορφιά που χαρίζουν σ’ όλα του κόσμου τα καλά. Το πόδι τους γίνεται πιο σίγουρο, πιο σβέλτο, πιο επιδέξιο και το χέρι, ο νους στρέφεται στο καλό και καμαρώνει τον κόσμο. Το ταξίδι της ζωής παίρνει φτερά από τον έρωτα. Η μέθη του θεμελιώνει τη προσδοκία, χτίζει οίκο ποιητικά, μ’ ερωτική ποιητική. Δόξα της δημιουργίας. Το πρωί τους βρήκε λυτρωμένους. Είχαν αδειάσει την αγωνία τους πάνω στη σχεδία της νύχτας. Ένα φως ευχαρίστησης στεφάνωνε το πρόσωπο τους. Έλαμπαν! (Νιώθεται το κορμί στη συνεπαφή του με της ετερότητας το κορμί. Το άλλο, το έτερον -το συμπλήρωμα, το πλήρωμα, το όλον, το άπαν του ενός).
Εκείνη άκρως περιποιητική, με διασταλμένες κόρες αφήνονταν να χορτάσει τη μορφή του, μορφή που της χάρισε την απόλαυση του κορμιού της, την επανένωση με τον βαθύ της εαυτό, μορφή που είχε δρέψει την ηδονή του και του είχε χαριστεί με κορμί ηδονής. Ήταν πνευματική η χαρά της και την ανύψωνε. Πήγαζε από τα ζωτικά κέντρα του βαθύτατου κορμιού της η χαρά της και την ανέβαζε στην κορυφή των Ιμαλαΐων της. Όλη της η αμηχανία κι η ανησυχία ήταν παρελθόν. Είχε αγαπηθεί. Το καλύτερο θεμέλιο για ν’ αφεθεί στη χαρά της ζωής και ν’ αναπνεύσει στα έργα του κόσμου, δίνοντας κι εκείνη με σιγουριά το δικό της τόνο στην πραγματικότητα. Ο κόσμος τη χωρούσε, τον ανέπνεε, ήταν και για κείνη, μπορούσε να μετέχει με όλη της την ύπαρξη πλήρης, ανενδοίαστα. Ο έρωτας δεν γεννιέται από μια μεταφορά όπως έχει ειπωθεί μόνον, αλλά επί πλέον μας μεταφέρει στα φτερά του σε μια άλλη διάσταση εαυτού όπου ξαφνικά βλέπουμε και τον κόσμο μεταμορφωμένο μαζί με μας. Ο έρωτας μεταξύ των άλλων, μας κάνει τολμηρούς, ανεβάζει τη δραστήρια όψη του είναι μας, το σφρίγος παίρνει μορφή ακαταδάμαστη. Κι όσο πιο τολμηροί του δινόμαστε τόσο και το αίμα μας ανεβάζει το κόκκινο και χύνεται από την ανάσα μας παντού. Άκρως περιποιητική, διαχυτική πλήρωσε εκείνη τα τσιγάρα. Δε σήκωνε όχι, τα πρόσφερε, έστω αυτό το λίγο ήταν ευχαρίστηση της. Όλοι το πρόσεξαν, ήταν αλλαγμένη κι ήρεμη, το κάνανε το σχόλιο τους αλλαγμένοι κι εκείνοι -διαμορφώνει και το περιβάλλον-, την είδαν με άλλο μάτι, είχε άλλον αέρα σήμερα. Ένας φίλος πάτησε ματάκι, λίγο πιο πονηρεμένος από τους άλλους και με περισσότερο θάρρος μαζί του. Στα λουτρά του Καβάσιλα θα ελευθερωθεί το βλέμμα κι η ψυχή τους σ’ ένα τοπίο όμορφο ιαματικό, απόμερο με κρυφή γοητεία στο καταμεσήμερο. Παλιό Ασκληπιείο θα το ‘λεγες που οι αρχαίοι χρόνοι είχαν ακουμπήσει το χέρι τους, όπου αρχαίες εγκοιμήσεις ξύπνησαν μέσα τους κοιμώμενους καιρούς, μνήμης, μυστικά της Θόλου, θεραπευτικός πάταγος που ερμήνευε κάθε όνειρο και κάθε ψυχής οίστρο κι όλες οι νύχτες βρίσκαν απάντηση. Μια φάραγκα μες στο πράσινο να τη διαρρέει ο Αώος περήφανος, γρήγορος, στροφοδινούμενος με μέγιστο καμάρι. Στην απέναντι όχθη, χωριό-φάντασμα, από κείνα τα χωριά που τα κλαίει ο νους κάποιων ανθρώπων που τα στερήθηκαν στο μοίρασμα του κόσμου. Ελληνικό χωριό που οι συνθήκες το είχαν χαρίσει στη συμπαθή γείτονα χώρα. Εκεί έσπασε μεγαλειώδης ο πίδακας του ιάματος όταν η γραφειοκρατία των νερών θέλησε να το κλείσει φυλακή στην από ‘δω όχθη και για να επιβεβαιώνεται το «εμπειρίκιον» Ο altra riva! Toμές μετώπου -θ’ απαλείψουμε τις αισθήσεις ή τις συνόψεις;
Τι είναι τα συναισθήματα λοιπόν; Μικραίνουμε τον κόσμο ή τον μεγαλώνουμε αν παραιτηθούμε από τις λέξεις και στραφούμε στην αμιγή γέννηση των συναισθημάτων πριν εμφανιστεί η λέξη κι ο λόγος; (Τα όρια των κορμιών είναι μεθόριος). Αν και κάθε προσέγγιση προς το αρχέγονο είναι αναγκασμένη να περάσει από τον ζυγό της σκέψης και της γλώσσας, καθόλου απαγορευτικό να κοιτάξουμε στον άγραφο χώρο με άλλο μάτι κι άλλο νου, τον ανοιχτό χώρο σαν πηγή του αρχέγονου αισθήματος. Μόνο με μια φυγή πίσω απ’ τις λέξεις μπορούμε να διαβάσουμε την πρωτοεμπειρία και έξω από τα συστήματα συνεκτικής ερμηνείας. Ανοιγόμενοι στη μεριά του αγνώστου, στην άμεση πηγή. Είναι γι’ αυτό που επιμένω να σκάβω με άλλο τρόπο στο ερωτικό κλινάρι να δω πίσω από το πολυπαιγμένο φαινόμενο, εκεί που κατοικεί το πραγματικό φιλί, εκεί που η ενέργεια του χαδιού κατορθώνει κάτι πρωτόγνωρο και μας μπάζει στις μνήμες των σπλάχνων, κάτω από τις στρώσεις του υλικού που ρίξαν οι αιώνες εκλέπτυνσης. Δε λέω πως βγαίνω απ’ αυτό, ζητώ να περάσω κάποια στρώματα, να δω τη γεύση σαν γεύση, την όσφρηση σαν όσφρηση, τον έρωτα πηγή προσδοκίας. Τον έρωτα φυγή προς το συναισθηματικό βάθος όπου κι ο χρόνος βρίσκει την πραγματική του διάρκεια. Φυγή προς την πραγματική αίσθηση του φιλιού αυτού εδώ του προσώπου, που αποκάλυψε βαθύτερα στρωματά έρωτα, βαθύτερες εμβιώσεις του και που άνοιξε ένα κόσμο ανθρώπου με άλλη καταγωγική μοίρα απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς ποτέ. ‘Ένωσε με τη συγγένεια ύλης και νου που έχουν ισαρχέγονη μοίρα. Ανάγκασε, ωρίμασε σε αναστροφή και εμβίωση των ίδιων των λέξεων στην ένωση τους με βαθύτερα ψυχικά σκιρτήματα. Ειδοποίησε στη σύλληψη ψυχογόνων ρυθμών του σώματος, έκανε να νιώσεις την ενότητα σπλάχνων και νου και πως δεν έχει ηδονή κι απόλαυση ο νους, όταν το βαθύτερο σώμα ενεργά, μυστικά δασκαλεμένο, με κίνηση ρυθμό, φιλί, γλώσσα, συνενεργούμενο ως όλο ψυχοσωματικό γίγνεσθαι σ’ ερωτογόνες γραμμές κι ορίζοντες ενδοχώρας. Με κέντρο τις πραπίδες και μαθαίνουμε πως ο άντρας είναι στα φρένα του τυφλός άνευ Μουσών. Οι Μούσες δίνουν το μουσικό τόνο και Μούσες θα πει ερωτικές, ποθητές και πρέπει κι οι εννιά να μπούνε στο μυαλό μας, αν όχι δέκα, την ώρα που πόθος έχει ενεργώς συναρπάσει όλες σου τις άρπες από τα κατάβαθα σου να! Και να χορδίσουν μουσικά, να εμπνεύσουν, να χύσουν εκείνο τον ίμερο που κάνει τα μάτια μας να πονάνε. Ο έρωτας είναι μουσική. Αυτό συνοπτικά ήρθε κι είπε η σύμπηξη με τη μαγική παρουσία εκείνης. [Και γιατί τόσες μέρες να λες και να ξαναλές για έρωτα μιας δοξαριάς, τι είδους μαντέματα είναι αυτά που σου τις κλέβει η Καλυψώ τις όμορφες; Από που τρυπώνουν στη ψυχή τούτα τα μυστήρια μου λες ;] Στο βαθύ της χάδι το όστρακο του στήθους έγινε μουσικό όργανο και σε τραγούδησε. Αναδύθηκε σε μιαν αρμονία με μαέστρο εκείνη, τη μαστοριά της, την ερωτική των χεριών της, του κορμιού της, των χειλιών της, της ανάσας της που βάθυνε τη σωματική επιφάνεια κι έκανε τις αόρατες χορδές να ηχήσουν μοναδικά. Μουσικό ερωτικό φως. Τραγούδι του σώματος. τραγούδι απαρχή του έρωτα που σε φώτισε με ερωτο-οπτία. Ερωτολαμψία. Εισαγωγή στην αθανασία. Γιατί ο έρωτας αν μείνει να καίγεται στα σεντόνια του, τίποτε δεν είναι παρά ένα βουβό κύλισμα στο στάδιο του καθρέφτη και στο βάθος κλιναριού που φάτνης προσομοιάζει. Αν δεν πετάξει με τη βοήθεια των μουσών μέσα στα λόγια μας προς την αγαπημένη για χίλιες και μια νύχτες σχίζοντας πλάθοντας ορίζοντα διατλαντικό γιατί από αυτά τα κύματα ήρθε κι εκεί θέλει να επιστρέψει σε εκείνο εκεί το πέλαγος της απέραντης ομορφιάς που είναι τόσο ψηλά που σπάει ο σβέρκος μας για να δούμε. Ένταση και κορύφωση διάταση και όγκωση στήθους ένα μαγικό κοράλλι μπλε και διάφανο ιδρύει μέσα μας μιαν αίγλη καταδική μας με υμενόπτερη φτιαξιά και μας μιλά αθέλητα, μας εκφέρει μας εκφράζει γιατί κάνει το στόμα μας μεθυσμένο της χαράς και της έκστασης. Είναι η στιγμή που σε άδραξε το πραγματικά ωραίο, η στιγμή του κάλλους, της τρανταχτής Κ α λλ ο ν ή ς, ιδού αυτό το κάλλος με τη κρουστή του υπόσταση που με φρίκη σε κρούει αινιττόμενο την άλλη αλήθεια! Νερό στα ρω, ροή του έρωτα υγρή, υδάτινα σεντόνια και της Βάσιας τα αιμάτινα από ουρανό θε μου! Της γελαστής αυτής αοιδού που την άκουγες με κατάνυξη ένα βράδυ να υφαίνει στη φωνή της τον κόσμο μουσικά. Ζήλεψαν οι σειρήνες τη φωνή. Ουράνια των μολπών κι οι άγγελοι σκίρτησαν. Ένα σύννεφο κόπηκε από τον ουρανό κι έπεσε μες το διάβα, κοκκίνισαν οι μηλιές από πόθο και μας δώρισαν τα μήλα τους, οι άγγελοι του βοριά υποκλίθηκαν, τούτη η αοιδός δεν έχει όμοια της! Θα ξαναπάμε στο κλαμπ της ,θα γευτούμε τους καρπούς της φωνής της σύκα και ρόδια αναμμένα μες στο μπαχτσέ και λατρευτά δαμάσκηνα στον κόρφο της αναμμένα κι ένα παράξενο φως να κάνει το σώμα της διάφανο κι από το στόμα της να στάζει η κερήθρα μέλι. Θα σε ξανακούσουμε γλυκιά φωνή! Εδώ έπρεπε να λαβαίνουν χώρα οι ιερογαμίες κι οι τελετές μύησης των εφήβων -όταν θα σεβόμαστε τα μυστήρια της ζωής κι όταν το ανάλογο δέος γίνεται οδηγός κι οδός ψυχαγωγικής. Στους ύμνους θείων ερώτων πετυχαίνει να συμβεί ό,τι θα όφειλε να συμβαίνει κάθε μέρα για να γίνεται το ταξίδι της ζωής γλυκό κι όχι να κόβεται σαν το γάλα, να ενώνει δηλαδή τούτος ο θείος αοιδός έρωτα και θρησκεία σ’ ένα μαγικό συνδυασμό που όμοιος του δε βρίσκεται. (Να χω αυτές τις ενοράσεις, σαν τώρα που καταλαβαίνω τι θα πει ασκώ τέχνη. Τι θα πει καλυτερεύω και τούτη την καλυτέρευση τη δίνω στο έργο των χεριών. Προσθέτω της ύπαρξης. Και με το νόημα του Πλωτίνου από βάθος μέσα μου προκύπτω σε κείνο τον αναβαθμό όπου η ψυχή θυμάται τη προέλευση της από το πολύ του κόσμου! Θα επανέλθουμε σ’ αυτά τα λόγια για να τα δούμε στην προοπτική εκείνη που αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια μας. Θα πάρουμε τούτη την άποψη μες στον κόσμο της ανάδυσης του ατόμου. Εδώ που τώρα αξιώνεται ένα άλλης ελευθερίας πρόσωπο, πνευματικότητας στο ύψος των δικών μας ματιών. Ετούτη η δουλειά είναι δουλειά μνήμης, αλλά μνήμης που θυμάται και το μέλλον. Εκείνο το μέλλον της φράσης ετούτης «τι ην είναι » του Αριστοτέλη. Τότε όταν η ψυχή σ’ αυτήν εδώ τη φύση όπου πρέπει να είναι κι ο θεός σμίγει το νου κι εκεί λαβαίνει χώρα το «νόησις νοήσεως « το «θείο εν ημίν» που αν μη τι άλλο, τι είναι πιο άξιο να σκεφτεί παρά τον εαυτό του; Εαυτόν θεωρεί το θείον [άρα εμάς γιατί να μας κοιτάξει;]. Κι εμείς που είμαστε κάτι από το θείο όταν η διαφάνεια θα μας δείξει, θα μας φανερώσει του εαυτού μας τα βάθη, όταν θα πλησιάσουμε στα χείλη της εσωτερικής αβύσσου και δούμε πού ο άγγελος μας φοβόταν να πατήσει, δε θα βάλουμε τις φωνές θα κάνουμε ένα βήμα πίσω για να κρατήσουμε την εικόνα αυτή ζωντανή μη μας καταπιεί η διαφάνεια .Θα σεβαστούμε τούτη την ανοιχτή σαν περιπέτεια θεοφάνεια εκείνα τα βάθη του εσωτερικού επέκεινα.
*
Το τοπίο έρχεται προς εμάς ως υποκείμενο, όσο το κοιτάμε και το καλούμε άλλο τόσο μάς κοιτά και μάς καλεί κι εκείνο, καθόσον έρχεται. Σε όλα του τα δοκίμια αγνόησε τούτη την πνευματική διάσταση του τοπίου, ο δοκιμαστής γλυκών απ’ το ράφι, ώστε σε αυτό του καταλογίστηκε αστοχία στην πρόσληψη του Σαίρεν.
Το σπήλαιο δεν είναι καθόλου σκοτεινό για το φιλόσοφο. Γι αυτό μπορεί και εξαγγέλλει το μύθο του. Εξάλλου ο φιλόσοφος περνά τόσο γρήγορα από το σκοτάδι στο φως ,καi αντίστροφα, ώστε με αυτή του την εξοικείωση οι οφθαλμοί του, τα μάτια του νού, είναι διαπεραστικά σαν του Λυγκέα. Ο φιλόσοφος στη νύχτα είναι σαν προβολέας ,φωτίζει όσο δεί και ό,τι δεί. Σαρώνει το σκοτάδι η ακτίνα του και ιονίζοντας το, το κάνει να φωσφορίζει .Και τότε τα φώτα σμίγουν υποκείμενο και αντικείμενο δεν υπάρχει πια σκοτάδι ούτε φως, ένα είναι όλο και δεν επιδέχεται περαιτέρω ουδέν. Σ’ αυτό έγκειται το σκοτεινό του φιλοσόφου προσομοιάζει την αυγή ( είναι αυτό που λένε φανερώνει κρύβοντας, γιατί το βλέμμα δεν συναντά μόνο το αντικείμενο το παράγει κιόλας, ώστε ενώ το μάτι βλέπει τα εμπρός εκείνο συμπληρώνει και και νοεί και τα πίσω).
Όσο και να φανερωθεί ο φιλόσοφος το πλησίασμα του διατηρεί τη νυχτερινή όψη ,γιατί με όλο του το φως τυφλώνει και το πολύ σιμά του καίγεται, πλησιάζεις αφομοιώνεις με τέχνη. Τούτο δηλοί ο μύθος του σπηλαίου που είναι η εικόνα της παιδείας. Το μάθημα αυτό είναι δια βίου.
* Τι μου είπε η Βάσια; Ένα στοιχείο θηλυκότητας, τρυφερότητας ήθελε πει; -η πρώτη φιλοσοφία έχει τα θεμέλια της μέσα της, ράβει το ψηλόκορμο φόρεμα της μόνη δεν πάει σε ράφτες και μοδίστρες ,κάπως αργεί τελευταία το ράψιμο κι ίσως συμμαζεύει κι εκείνη όπως κι ποίηση τα ράκη της κι η γύμνια μας δεν έχει τέλος. μήπως αγαπητέ μου σκεπτικιστή, γυμνό σε θυμηθείς καλύτερα;
TΡIΦΥΛΛΟ Η ηδονή της ποίησης έγκειται στο ρυθμό, μάλιστα ο ρυθμός συγκινεί καταδυόμενος σε βάθος ψυχής. Η ηδονή της αφήγησης εγείρει πρωτόφαντα την εκφραστική ενδοχώρα. Η ηδονή της ζωγραφικής έγκειται στην πρωτογνώριστη εικόνα κι όταν μάλιστα πετύχει αρμονική χρωμάτων και γεωμετρία στέρεα αρχίζεις να τραγουδάς. Η ηδονή της σκέψης χαρά και γιορτή άφατη, μετέχει σε όλα με κατανόηση. Η αφήγηση ξανανοίγει τον έρωτα. Ανοίγει πνευματικές περιοχές έτοιμες να ηχήσουν στο συναπάντημα της έκφρασης συναισθημάτων. Και λες: Μην ξεχνάτε οι χορδές οι φωνητικές, είναι ισαρχέγονες. Το μυστικό στην άρθρωση έχει να κάνει με την απόσταση φωνητικών χορδών, ήταν το πλεονέκτημα του χόμο σάπιενς απέναντι στο Νεάντερταλ.. Γιατί άραγε; Για να ακούγεται το κλάμα; Και πότε ο άνθρωπος έπιασε το γέλιο; Λέτε να περίμενε την εξέλιξη της συγκίνησης; 252 μυς συνεργούν στο γέλιο! Όλα τα κάνει το θυμικό. Θα ήταν απαράδεκτο ν’ αφήσουμε τον έρωτα σε έργο του μοναδικό να βαθαίνει κρεβάτια. Πριν ακόμα αφήσουν τα κρεβάτια οι εραστές, επιδίδονται σε πλήθος ενέργειες ερωτικών περιβαλλόντων. Περιβολή του έρωτα δεν είναι η γύμνια. Από τα χαμηλά κατώφλια πάει στα πιο ψηλά μπαλκόνια. Από την πιο υλική προσήλωση στις πιο λεπτές άυλες περιοχές και φτερουγίζει. Απ’ το πιο φτηνό τραγούδι στο πιο περίπλοκο στων ιδεών τη χώρα. Σε καμία τέχνη δεν αστοχεί. Επιθεωρεί όλα τα έργα. Γονιμοποιεί τα πιο λαμπρά μυαλά. Κάνει τα πιο μεγάλα σχέδια. Και πουθενά δε σταματά. «Άντε τώρα εσύ πες μου αν είναι ποτέ εφικτό με τέτοιο θόρυβο να σου τρυπά το μυαλό, δεν πρόκειται για κάναν έρωτα, μιλώ για το σκαπτικό που τρυπάει τα νεύρα της γειτονιάς και τα δικά μου φυσικά. Ποιος νοιάζεται για τη γειτονιά».
Μερικές φορές σου ‘ρχεται να φιλήσεις το μολύβι σου, τόσο σε λευτερώνει αυτό που γράφτηκε. Νιώθεις μια άφατη γαλήνη. Γαληνά Γιάννινα κι ερωτική κυρά-Φροσύνη. Πλαταίνει ο κόσμος σαν τη λίμνη κι αφήνεται σ’ όλα τα πλεούμενα ο Μόλος. Ο οβελός του τεμένους δείχτης στο ρολόι του ουρανού και δείχνει όλες τις ώρες μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα στον Κασαμπά κι ο πασάς διαβαίνει αόρατος, περήφανος με τις πολύχρωμες γούνες του στιβαρός, βλοσυρός, πάντα με ξεκαρδιστό και πονηρό γέλιο γαλίφικο και τρανταχτό που σφάζει! Τον βλέπει ο δερβίσης και ξεχνά το νάι. Τον βλέπει η κυρά-Βασιλική και γίνεται Σουλτάνα και χλιμιντρίζουν τα άλογα «Ένας πασάς διαβαίνει μες στον Κασαμπά». Τραγούδι ηπειρώτικο, κλείνει έναν κόσμο μέσα του. Μπαίνει ο σκοπός του απ’ τα παράθυρα και σε ξυπνά, ψαύεις στο πλάι σου το γυμνό της κορμί λες και ψαύεις τη Φροσύνη, τη μάγισσα της ομορφιάς, την εταίρα στο γιαννιώτικο έρωτα, μήλο κόκκινο κορμί, δίπλα σου εκείνη οδαλίσκη, από τα χαρέμια του Ενγκρ ή μήπως του Ντελακρουά; Λευκή επιδερμίδα μάτι γραμμένο, ερωτική λαχτάρα, χείλη βύσσινο σφιχτό ηδονικά χορτασμένο και πάντα έτοιμο για νέα ηδονή, καμπύλη του κορμιού ελαφριά σαν τον ορίζοντα της λοφοσειράς, η χλόη στη συμβολή των μηρών γλυκιά υπόσχεση συντριβής στο σκιερό λειμώνα των ηδονών. Ηδύτης μικρής γαζέλας που άραξε στην ακροποταμιά και σιγανασαίνει την ποταμίσια αύρα από τα ρουθούνια της σ’ αρχαία ώρα αυγής του παλαιόκαινου. Σχεδόν βλέπεις τα βότσαλα βλέπεις τις όχθες, καθρεφτίζεται στις κοίτες του αρχαίου ποταμού. Κρατάς την αναπνοή σου μη ξυπνήσει από την ηδονική της κοίτη η νύμφη. Μικρή γαζέλα, μην της στερήσεις το αρχαίο βάπτισμα, τη βαθιά μνήμη του σώματος, τον ωκεανό των πρώτων αστεριών όπου αναπαύεται.
*
Με το σκέφτομαι άρα υπάρχω ,ήδη ο άνθρωπος στράφηκε μέσα του για να στηρίξει τον κόσμο. Με αυτήν την κίνηση ,πράξη ,έδωσε στη φιλοσοφία το νέο δρόμο. Δεν αφήνουμε το είναι να συντριβεί στον τεχνικισμό τον επιστημονισμό ,τη χρόνωση τη μηδένωση όπως οι θεμελιακοί οντολόγοι, εντομολόγοι.
Μια πυκνή επί τροχάδην έκθεση, με διασταύρωση όλων των ρευμάτων σκέψης των αρχών του εικοστού κυρίως της πρώτης Ρωσίας και των Γερμανών με επιπλέον κάποιους Ευρωπαίους, το αίτημα είναι κοινωνικό οντολογικό περσοναλισμός υπαρξιακή φιλοσοφία, με προτεραιότητες ενόρασης μέθεξης πνεύματος. Ο στοχασμός μετριέται με τα εμπόδια τις αβύσσους το κακό, ανοίγει δρόμο παραδίνει ελεύθερα μονοπάτια , ματιά που πρόλαβε τις ρωσικές κατακρημνίσεις, και έγινε ρωσική διασπορά. Διασπορά που γνώρισε προς στιγμή κι ο Έλληνας το πενήντα εξήντα με τα άδοξα Παρίσια.
Ο ελληνισμός είναι τραγωδία. Κατάφερε στα νέα χρόνια να έχει ένα θρησκευτικό πάγωμα, ένα νοητικό χάσμα. Παραδόθηκε στην κατώτερη βαθμίδα σκέψης, τον υλισμό. Οι Έλληνες κλειδώθηκαν στο Ναό κι έχασαν τα κλειδιά . Οι ωραιότατες ψαλμωδίες τον αποπνευμάτωσαν κι έγινε παρωδία.
Μπορεί έτσι να λέει και να καυχιέται: Ένας εκφραστικός εξπρεσιονισμός στα κατώφλια του υπαρξικού .Αυτό είναι η φωνή μου.
* Νιώθεις σαν αρχαίος θεός, που γέρνει το κεφάλι πάνω από τους ώμους του και κατασκοπεύει κι εκτιμά την ομορφιά κάποιας άγνωστης του νεράιδας που έχει σπίτι το ποτάμι και βάζει στο μυαλό του να σμίξει μαζί της νεροποταμός θεός. Μεγαλώνεις να νιώσεις τη δύναμη του θεού, γίνεται το σώμα σου μια ροή, ένα ποτάμιο ρεύμα ν’ αρδεύσεις τη θηλυκή γόνιμη γη της. Κρέμεσαι όλος πάνω της. Νιώθεις την υγρή της φύση, κόρη των νερών, σμίγετε δυο σταγόνες, γίνεστε μια, του υγρού στοιχείου απόλυτη ροή προς τους ωκεανούς των υδάτων, ροή κινούμενη, ροή ακίνητη, απολυτότητα ρεύματος. Η Μαρίκα Νίνου μπαίνει από το παράθυρο με μέταλλο φωνή: «Γεννήθηκα, γεννήθηκα για να πονώ». Ξύπνημα στη φωνή της γης. Ξύπνημα στον πόνο και στο βάσανο. Στο λέει η γη μ’ ένα τραγούδι, στο λέει με μάσκα ομορφιάς η Μαρίκα απ’ το παράθυρο. Μην πέσει ο ουρανός και σας πλακώσει, μη γείρει όλος πάνω σας. Πέσανε σε πρωινό έρωτα, στο δροσερό αεράκι έρωτα πονεμένο. Στο δόκανο των αισθήσεων πάντα. Με μικρή φροντίδα να αφεθούνε στην αγωγή των αισθημάτων. Ανήμποροι να πάρουνε τα μάτια τους, μάτια που τα νοικιάσανε και δεν ωφελούνται μήτε το νοίκι. Τα μάτια και τις άλλες αισθήσεις που ρέπουν ασύστολα προς τα κει, ακολουθεί κι ο νους μαγεμένος. Στο δόκανο των αισθήσεων πάντα. Προσηλωμένοι. Αισθησιασμένοι. Μαγνητισμένοι από την ηδονική κρούση των σωμάτων. Κρούση που μεταβαίνει στο μυαλό. ο παλμός της καρδιάς, το αλαφιασμένο αίμα, η ασθματική ανάσα, πανικοβάλλουν το πνεύμα, το δεσμεύουν στο θόρυβο τους με τον κυριαρχικό ρυθμό τους επεμβαίνουν σαν κλείστρο νου, έχουν το πάνω χέρι στην κίνηση των νευροδιαβιβαστών κι οι φερομόνες φρυάζουν… θα τα πάρει το πνεύμα αργότερα τούτα τα κεκτημένα των ηδονισμένων νευρώνων… Όπως μετά από μια μεγάλη καταιγίδα ο ουρανός αποκτά μια διαφάνεια, μια καθαρότητα, μιαν αίγλη αποκαλυπτική, που τον σκούπισε η ορμητική καταιγίδα, τον αποφόρτισε από τα ηλεκτρισμένα νέφη κι όλα τα νερά κατέβηκαν στη γη και ξανάγιναν ποτάμια, έτσι ένιωσαν ελεύθεροι, καθαροί, ανάλαφροι, διάφανοι κι ενθουσιασμένοι. Το χέρι του στο χέρι της με καμάρι στην Κόνιτσα-κασαμπά περπάτησαν στη μικρή αγορά της και ρούφηξαν με τα μάτια τους τη λιτή ομορφιά της κωμόπολης, της οποίας το προσωνύμιο Κασαμπά μαρτυρά περασμένα μεγαλεία. Γαληνεμένοι και πιο ωραίοι από ποτέ, με χαρά κι ικανοποίηση που ξάστραφτε πατόκορφα σαν ευφυΐα που τους είχε διαπεράσει σε όλους τους πόρους του κορμιού με μετάγγιση ηλεκτρισμένης επαφής. Καθίσανε στο μικρό καφενεδάκι, ήπιαν καφέ, γλυκό κουταλιού και τσίπουρο μ’ αυτή τη σειρά. Ο κόσμος έλαμπε, η χαρά τους ήταν άφατη, ερχόταν ο άλλος έρωτας τοξοφόρος και φτερωτός να τους τυλίξει στο μαγνάδι του. Είχαν εκθέσει ανεπανόρθωτα τα κρυφά περάσματα της ψυχής τους. Στον ερωτικό αυτό χορό θα γινόταν παρανάλωμα υπάρξεως. Απόλυτο δόσιμο, απόλυτη ασυδοσία του μικρού θεού. Τα βέλη του τους τόξευαν αδιόρατα, αδιάκοπα. Σαϊτιές από γλυκόλογα, από ματιές παθητικές, από γλυκά φιλήματα, από άγγιγμα. Κάθε εξωτερικό βήμα πάει βαθιά την αισθηματική αγωγή τους. Το μάθημα ανεβαίνει, παιδεύει, ανάγει, ο έρως τους ομορφαίνει. Ποτίστηκαν, αρδεύτηκαν απότομα με καταιγιστικά νερά, τώρα τραβάνε τους χυμούς, χυμώνονται,βλασταίνουν τα κλαδιά, αμολάνε άνθη στη ψυχή. Η σφοδρή άρδευση δίνει σειρά στο γλυκόλογο, στο γλυκοκοίταγμα κι ανεβαίνει ο έρως ολοδύναμος στη γλώσσα, παίρνει πνευματική τροφή μεγαλώνει, κραταιώνεται. Το πρωτογενές βίωμα πολλαπλάσια γόνιμο γίνεται στο άγγιγμα της αόρατης ράβδου του πνεύματος, δοκιμαστήρι του έρωτα το λεπτό πνεύμα. Στην ελευθερία του πνεύματος εκδηλώνει τους νόστιμους καρπούς του. Πρέπει να εισχωρήσουμε σε τούτα τα πνευματικά μποστάνια, αυτούς τους ολάνθιστους κήπους, όπου ο ελαφροπόδης έρως στήνει χορό ανάερο. Να ονοματίσουμε τις πνευματικές κλίσεις. Από το αίσθημα, στον αισθησιασμό, την αισθηματική αγωγή του, στην πιο λεπτή περιοχή της μονής του. Στου ύψιστου μυστήριου την εμβίωση. Θα δαγκώσει η Εύα το μήλο της γνώσης, θα γευτεί ο άντρας στο άκουσμα του κόσμου που ηχεί μέσα στο ένα μήλο. Θα αισθανθεί τη γυναίκα-ευαγγελισμό στην αγνιστική εκείνη μορφή που θεμελιώνει την επίγνωση του ένθετου νοήματος; Γυναίκα επαγγελία που συνεπαίρνει και πλαγιάζει την επιθυμία τόσο όμορφα ώστε η κατάκλιση είναι ονειροβασία ένα βήμα από τον παράδεισο όπως είπε ο Γρηγόρης.
πλούτος να μπει στο τραγούδι πελώριος ενθουσιασμός.
—
# Με αυτή τη φωτογραφία πειρασμό ανεβάζω κάτι δικό μου από το παλαιόκαινο της μνήμης ,σαν τα χιόνια δε λέγανε οι παλιοί που είχανε χρόνια να σμίξουν ;Κάπως έτσι .
# Η φωτογραφία από Ariadni Papaioannou στην ομάδα We adore museums
Σιωπή:Το άβατο μέσα μας μυστήριο. Στερνή μου γνώση ,ξέρεις ότι είσαι ενοχλητική;
Μόνο οι απαραίτητες γραμμές,ο αισθησιασμός σκιρτά, ίσως γιατί κρύβεται στο χάδι της πένας.Χάδι που σχεδίασε σγουρό ηβαίο.Το βουνό,της Αφροδίτης, που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη παρά σε κείνο των παθών.
Το αληθινό έργο έχει τη δύναμη να αλλάζει κάτω από το φώς του βλέμματα πράγματα καταστάσεις. Έχει τη δύναμη να παρασύρει μές στη ζωή. Είναι ρεύμα ζωής.Απαλά έρχεσαι όπως σύρεται η σαγήνη στο ήρεμο κύμα.
Είναι οι άνεμοι,σηκώνουν κύματα,σηκώνουν φουστάνια,ξεσηκώνουν τα μυαλά.Όλος ο θρίαμβος δικός τους.Για μας έμεινε μόνο ο μιμίαμβος. Μετά την καταιγίδα όλα είναι καθαρά σαν κατάμαυρο μάτι φωτεινό.
Ασήμωσα την εικόνα σου πολυφίλητη.Με τα πολλά καράβια ,καραβίτισσα Κυρά, ασπάζομαι των χειλιών σου το μύθο ,το μύθο σου τ’ αχείλι σου,να δω το γιασεμί του κορμιού σου να τραγουδείς ρόδο και ίριδα και αυλή και κανελόριζα .
Στάζει το κόκκινο της ακουαρέλας στο λευκό κύμα.
Άηχο φως, προσγειώθηκε το φεγγάρι, μπαίνει κρυφά στο σπίτι τη νύχτα ,στρώνει τα όνειρα ασήμι δέντρο φεγγάρι λίγο νερό ξεπλένει το βαθύ του ύπνου τινάζει νύχτα απ τα μαλλιά αποχτενίδια φεγγαριού δώ όνειρο κεί μέρα ένα βλέμμα δρόμος πόρτα γιόμα δρόμοι σαν ουρά παγονιού, χιμούν στον αέρα,κι εγώ σακατεμένος σου.
Το φεγγάρι που δεν χρειάστηκε να σπάσει το τζάμι για να μπει στο κρεβάτι σου σπάει όμως τόσο σκοτάδι και χύνει το ασήμι στο σώμα σου και παντού στο πάτωμα στα σεντόνια
μέσα απ το νερό σου περνώ στ’ ονειρό σου σκιρτώ αναδεύω τα φύλλα σου ξεδιψώ ο πόθος σου με αλλάζει.
Τις λέξεις θα τις βάλει στη σειρά το πάθος,και θα σε βρούν,σμιλεμένες απ την υπέρβαση,πέρα από μένα πέρα από σένα.
Ελληνιστικό χαϊκού (τα καρφιά στα πέδιλά σου χαράζουν στο χώμα: ακολούθα με).
» Θα συμβούλευα τον καθένα να πορεύεται στον δρόμο που χάραξε και να μην επηρεάζεται από την αυθεντία, να μην υποχωρεί μπροστά στην καθολική ομοφωνία και να μην παρασύρεται από τη μόδα» . ΓΚΑΙΤΕ – Στοχασμοί
Έπιασα τη Νήσο να λικνίζεται αυτάρεσκα ,-σαν παλιά αριστοκράτισσα να μην το’χει το χούι ;- πάνω στα γυαλιστερά κύματα. Σπίτια άσπρα πουλιά στ’ ακροθαλάσσι ,μαργαριτάρια στην κλωστή του ανέμου, με φόντο τον ωχροκίτρινο λαιμό της και μωβ πινελιές που έδεναν το κάδρο για τη θύμηση. Ποδόγυρος φουστάνι αέναος χορός κυμάτων, Μέρες Σεπτέμβρη εκεί στη σχισμή του χρόνου.’Ολη καθόταν πάνω στα νερά λευκά θαλασσοπούλια που τα σάρωνε ανεμοσούρι στη χέρσα γη στ’ ακροθαλάσσι σαν έγερνε η θάλασσα κατά το κατάστρωμα. Ένας πίνακας με μιά αναστάτωση που γαλήνευε μόνον των σπιτιών το λευκό στο κίτρινο και μωβ φόντο των λόφων που πάνω τους έπεφτε κι άνοιγε μαργαριταρένιο φως, ζαφειρόπετρα που γέννησε κόχυλας αγκαλιά λιμάνι. Έστεκε η μέρα ακίνητη πάνω απ’ τα νερά των ερωτευμένων τους στροβίλιζε γαλάζια θύελλα, χλωμά ρόδια με χαρακιές χειρουργημένες καρδιές στο τραπέζι του Χειρούργου.
Πελιάδα στη στέγη εκκλησιάς τα κύματα γαλάζια κεραμίδια, γαλέρα της γαληνοτάτης έσφυζε χρώμα έπηζε καιρό ,το ακέραιο μαγνήτιζε με ρυθμό στρέφοντας τη βελόνα της πυξίδας κατά τα κέφια των εθνών. Όπως σκάει το κύμα στις αποβάθρες και τυλίγει τα γυμνά πόδια των κοριτσιών γοητευμένο, κι εκείνα δεν θ’ αργήσουν να ενδώσουν στον πειρασμό των φιλημάτων του. »Η πράξη μας ανοίγει τον χρόνο σαν φύλλο κι εκείνος τα βλέπει όλα», ώρα που τα κορίτσια στο Κηδάρ πλέκουν όνειρα με τις πλεξίδες τους λυμένες και δροσίζουν το φιλί με το άγουρο σάλιο τους.
Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, αυτά τα καταχωρούμε στη μελωδία της Νύχτας, μελωδία του Είναι, με το νί και το σίγμα, ναϊάδες σκιρτούν στα καρνάγια ,ξώστηθες στις πρύμνες σφίγγες αινιγματώδεις με φίδια στα χέρια σαν κύματα. Το ποίημα είναι σαν το τσεκούρι που πελακάει μόνο του τις λαβές του, παρότι είναι αχάριστο αφού κόβει το δέντρο που του δάνεισε το ξύλο για το στειλιάρι του, γιατί όπως λένε, δεν φταίει μόνο το τσεκούρι φταίει και το δέντρο που του έδωσε το ξύλο. Θάβει το τσεκούρι και αφήνει τη λαβή απέξω, λένε οι Κινέζοι για κάποιον που δεν σταμάτησε να θέλει να εκδικηθεί, που δεν αποποιήθηκε το μίσος, ο φθόνος είναι φόνος λένε και οι κινέζες με τα μικρά πόδια και το σιγανό βήμα. “Ό,τι πετυχαίνουμε εσωτερικά μπορεί να αλλάξει την εξωτερική πραγματικότητα» έγραφε ο λόγιος πρόγονος μας.
-το πινέλο βουτάει στα κύματα και σύρει τον αφρό ως πέρα ,κάνει τη θάλασσα καθρέφτη μ’ ένα γαλάζιο ήλιο να ακουμπά στην εφαπτομένη του ορίζοντα .Τα μπλέ σκιρτούσαν. Το βουητό ήταν των ανέμων.
Το σάλπισμα ήταν των ερώτων.
Το ρόκ των βράχων
Τα χρώματα αλλάζουν όταν το ζητούν τα μάτια. Ένα τοπίο μπορεί και μια φωτογραφία να το δώσει, αλλά τοπιογραφία μόνο ο ζωγράφος-η αντήχηση στην καρδιά προηγείται του πινέλου,
Ωραίο το νησί, ωραίο φως ωραία θάλασσα και όλα, όλες οι αποχρώσεις του μπλέ, εσύ θα βρεις την καλή σου στιγμή όταν συγυρίσεις εκείνο το σπίτι κι από κάποια του γωνιά θα βλέπεις τη θάλασσα θα την ακούς θα σε ψιχαλίζει ,ν’ αφήσεις και λίγα με ξερολίθι ,για να μαθαίνομε , και μερικά θαλασσόξυλα να κρατήσεις απ’ το καρνάγιο να μας θυμίζουν την πατρίδα των νερών και ανάσταση έρως χαρισάμενος. Έπρεπε να περπατήσουμε εκεί απέναντι στο κύμα, επί πτερύγων ανέμων. Αλλά αυτά θά’ρθουν στην ώρα τους.
Δεν λογοτεχνώ, ζωγραφίζω, δεν αφηγούμαι .Κάνω ορατό το πράγμα. Στον κόσμο, αυτή τη σάρκα απ’ τη σάρκα μου, που όπως κάθε σάρκα ακτινοβολεί. Ηρεμώ πάνω στη μεταβολή. Σαν φύλλο που το πάει το ποτάμι. Ροδίζει η νύχτα στο φιλί με την αυγή το στόμα σου γεμίζει ρόδα. Χρειαζόμαστε τη λέξη να λέει, «ο λόγος φανερώνεται στο λέγειν», κι όπως είπε ο Σωκράτης: κοιτάξτε μη σας φύγω και ρούφηξε το κώνειο, ο δαιμόνιος, όμως εγώ δεν είπα μιμήσου φτάσ’τον είπα, δεν υπάρχει δε παρθενογένεση ,ακόμη κι αν είσαι παρθένος όπως εσύ, μιλάω για κτίστες της γλώσσας «κάτ εμον στάλαχμον…» «σταγόνα τή σταγόνα ο πόνος μέσα μου…». στάλαχμος στην αιολική είναι η οδύνη, σταλαματιά σταλαματιά ο πόνος με γεμίζει σαν στάμνα στα σταλάματα κάτω απ’ τα κεραμίδια.
Για να αντιληφτείς το ύψος, χρειάζεται από βαθύ πηγάδι να κοιτάξεις ψηλά όπου το φως από το φιλιατρό μοιάζει με ένα που τρεμολάμπει αστεράκι, γιατί κι ο μιναρές πηγάδι της ερήμου γυρισμένο ανάποδα είναι, μια όαση ύψους όπως την ονειρεύτηκε ο προφήτης, ψυχεδέλεια που τη λένε ζωή,
Η απόσταση δίνει το χαρακτήρα στο μεσονύχτι, η απόσταση από το μεσημέρι, αλλιώς δεν θα είχες τη θερμή αίσθηση όταν σε αγκαλιάζω μες στη νύχτα, στάλαχμον, όποια δοκίμασε την πίκρα, γεύεται τη γλύκα του φιλιού, γλυκόπικρο το φιλί θέλω, θέλω σκέτο υδροκυάνιο νά ‘ναι. Πάντως για να έρθει στα ίσα του ο διασκελισμός μια ποιήτρια ξέρει καλύτερα απ’ όλους τι χρειάζεται: Τζόυς Μανσούρ «Ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω ν’ αστράψεις».
Έτοιμος ο ναργιλές φτου και βγαίνω στις αγορές. Το ίδιο ήταν και η ιωνική και η αττική και όλες, λίγα διέσωσε η ορθογραφία λίγα οι τόνοι, τα πολλά χάθηκαν της προφοράς, η κοινή μπορεί να σώζει κάτι, για ποιό μέλλον μιλάς , θα’χουν καταργηθεί τα γράμματα τότε θα τους τα διαβάζουν λέιζερ της εποχής εκείνης.
Της αγάπης τάξε δηλητήριο στάξε άγριο των γκρεμών από αγριοβότανα να σε βοτανίσω βοτάνι άγριο μώλυ /βουτάω κι ας με βγάλει στων φιλιών σου την κραιπάλη (ρεφραίν)
Στη φωνή του ποιητή όλα παίρνουν την όψη της ψυχής του. Οι θερμοκρασίες σε σημείο ανάτηξης, η κράση αναμορφώνεται ,ψυχικά τοπία που δίνουν τόνους ψίθυρου στο μυστήριο. Το μύθευμα και η κλήτευση έρχονται με λέξεις παλιές και νέο ήχο. Βγάζουν ένα κρυμένο εαυτό συνομιλούν με της διάθεσης το πέρα.More mare,όπως το παγοθραυστικό ανοίγει δρόμο για τους πόλους έτσι κι ο έρωτας σπάει τις παγωμένες θάλασσες μέσα μας, ακόμα κι αν είναι έρωτας για τη λογοτεχνία. Τις λέξεις θα τις βάλει στη σειρά το πάθος, και θα σε βρουν, σμιλεμένες απ’ την υπέρβαση, πέρα από μένα κι εσένα, με των ψυχών το γόο. Ξέρεις η Σαπφώ είχε καταγωγή πατρική απ’ την Τρωάδα, γι αυτό έκανε εκείνα τα επιθαλάμια της Ανδρομάχης που την φέρνουν οι μούλες με την πλούσια προίκα της από την Πλακία κι έλαμπε σαν αυγερινός δίπλα στην πούλια. Πού πάει η αγάπη όταν νυχτώνει; λύνει τα μαλλιά της δένει το αίσθημά της; Αν ήμουν πουλί θα πετούσα γύρω από τη γη αναζητώντας διαδοχικά φθινόπωρα.George Elliot ,κι άσε το κοκκίνισμα στις ντομάτες όρπαξ ραδινός λυγερός χλωρό ζουμερό χυμώδες βλαστάρι .
Πού είναι το είναι; Το μυστικό είναι το Υπάρχειν, το να υπάρχεις, Είναι θα πεί Να είναι σχεδόν προστάζει, ύπαρξε. Το ποίημα κάθε φορά θέλει να το πει αυτό κάνει το χρέος να πει το είναι, απαρέμφατο ,Να είναι. Κι εγώ ρόδο, στο βροχερό φθινόπωρο λούστηκα σ’ όλο το μήκος της διαδρομής του όπως κι εσύ, κάπως έτσι το γράφει ο Ντύλαν Τόμας σ’ ένα του ποίημα.
And I rose
In rainy autumn
And walked abroad in a shower of all my days…
καθώς σε βρέχει το φθινόπωρο της ζωής στην κάθε σου μέρα
κάθε μέρα εμείς στη βροχή.
Η Ιταλιδούλα που σου έλεγα είχε σχεδόν την κράση της κοπελιάς αυτής, αυτής της μικρής που με χαιρέτησε στην παραλία στο χωριό ,στο κορίτσι στο Cavatina εκεί στο Kaos των Taviani εννοώ μοιάζει, το Χάος του αγαπημένου Ακράγαντα του Εμπεδοκλή ,του επίσης αγαπημένου Πιραντέλλο του Αγκριτζέντο. Αν σου φαίνεται ότι κάνει άλματα η γραφή ,είναι γιατί με άλματα περνάς κανείς τα χαντάκια, οπότε προσπέρνα το κι ας είναι ανάγνωση μετ’ εμποδίων.
H ευφυΐα είναι η ικανότητα προσαρμογής στην αλλαγή, Στέφεν Χώκινγκ/ πάρε τα μολύβια σου χάραξε τη λίνια σου τίναξ’ την ποδιά σου λύσε τα μαλλιά σου κι άσε το τσεμπέρι να το πάει τ’αγέρι κάνω το γύρο του κόσμου ακούω ακούω τον κόσμο σου κι ήταν η γάμπα που έφεξε μια στάλα και κατεβήκαμε αφού ανεβήκαμε τη σκάλα κι είναι ο Σεπτέμβρης τοίχος κήπος ανοιχτός. -«Ώσπου το βλέμμα μου έσμιξε με τη ζεστή νύχτα των χειλιών.» Ποίηση είναι ο ίσκιος ενός ρόδου. Ακόμα και η γη παίρνει στροφές, αλλά είναι μερικοί που χλωμό το βλέπω να πάρουν έστω μισή στροφή το εικοστετράωρο.
κλείσε τη νύχτα
ησυχία και σιωπή και νύχτα
στον κόρφο της νύχτας από μούστο σίγουρη μέθη. Το κακό έρχεται από μέσα μας όπως κι ο επαρχιωτισμός από τη γειτονιά μας Psyche Opening the Golden Box «Ο,τι συμβαίνει με τον άνθρωπο ψυχή το λένε» «Οι Μούσες τώρα και γενικά η Μουσική ωνομάσθηκαν έτσι απ’ το μώσθαι , απ’ την αναζήτηση για την Φιλοσοφία και την Γνώση», μώσθαι μούσες μουσική ίμερος πόθος πάθος μεράκι, της Ιώς που διάβηκε το Βόσπορο, βοός πόρος, αυτή ήταν η Ιώ ξελογιασμένη σαν τη Σαπφώ, για τους εραστές της, εκείνη για τις κοπέλες της. Όλο το αίνιγμα είναι το κακό δεν υπάρχει τραγωδία με πυρήνα το καλό. Όλοι χρυσάφι θέλουν , αν τους χαρίσεις πέτρες τι να τις κάνουν κι ας λένε για ημιπολύτιμους λίθους.
Στη γειτονιά της όμορφης πολλοί γαμπροί τυχαίνουν, όποιος ξέρει να βαδίσει ξέρει και να πετάξει κατά το πέρασμα του ανέμου κάνε τον πόθο σου πανί ,θαλασσοπούλι θαλασσοταραχή όλος ο κόσμος μια φλέβα, η βραδύτητα στοχασμού αφήνει το μάτι να γλιστρά πάνω στη λέξη καθώς τα χείλη προφέρουν με ηδύ σκοπό ,προφέρουν τη λέξη με το νόημά της τον ήχο της όλο, έτσι όπως διπλά κινείται ο κόσμος ως σύμπαν ως ψυχή, έτσι όπως το βέλος, η σαΐτα κινείται ακίνητη να σε βρεί στην καρδιά που πάλλει.
Υμηττός βουνό κινούμενοκάμπια μαβιάπρος το γαλάζιο φύλλοτης θάλασσας
Στα βυθίσματά σου τα υγρά όταν κόβεται αυγερινός σαν κίτρο, μυστική των κήπων κοιτίδα τρυγάς στίλβον φέγγος ή όταν στα χείλη της αυγής περικάθηται δρόσος ο Λόρκα στίβει λεμόνια από χάραμα, τις αυγές στίβω γυαλιστερές και πεταλίδες και σε ταΐζω στη γλώσσα σαν νεοσσό, προσεύχεσαι στον ήλιο γυμνόστηθη στον άνεμο γυμνόποδη στην άμμο βρέχονται οι πατούσες σου στο κύμα σε ταΐζω μυγδαλάκι, πράσινο αλατισμένο, ξεκινάμε τα παραμύθια έτσι: Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν, το αναγκαίο είναι αδύνατο, η πάχνη διαλύεται τα μάτια ανοίγουν.
Το χρόνο; Τον πραγματώνουμε,τον κάνουμε να μας ικετεύει τον κάνουμε να αργοκυλά σαν μέλι, και βάζει τις στιγμές σαν μέλισσες να χτίσουν ένα κόσμο με διάφανη κερήθρα σε κάθε σχήμα και μέγεθος ,από μέσα προς τα έξω όπως τα ποιήματα. Επιστρέφω τα πράγματα προσδίδω υλικά από τις καταστροφές, δημιουργώ,παρότι ο κότσυφας είναι μαύρος έστω και σε μιά σκιαγράφηση, όμως θα μπορούσε να είναι λευκός όταν μαυρίζει καθολικά το φόντο των ερειπίων, με τον κότσυφα απροσδιορίστου χρώματος μαύρο και άσπρο, κάνω πτέρυγες με της φιλοσοφίας τα νερά φτερά.
Η παρθενική ζωή των αγγέλων είναι το σμάλτο της ψυχής ότι και να ζεις ,είναι από τη μεριά της ζωής ,στη μεριά του θανάτου ούτε ο θάνατος υπάρχει. Εκεί δεν ανασαίνει τίποτε. Στο λόγο κάνουμε άπειρη χρήση περατών μέσων σε μια εποχή που η μυθολογία είναι λευκή δεν έχει χρώματα, όπως ο κότσυφας , το φόντο είναι τόσο μαύρο που είναι λευκή, το λευκό δεν είναι χρώμα, λευκό είναι μόνον, όπως λέμε λευκός στίχος. Αυτή η εκκλησία, δεν είναι εκκλησία δεν έχει αγίους, την αύρα των αγίων την έχουν προσεταιριστεί οι λέξεις, η εικόνα των λέξεων στη θάλασσα των λέξεων, παίζει αυτό εδώ ,οι θεοί έχουν φύγει, τα πήραν όλα μαζί τους, η πολιτεία έχει φύγει ότι ήταν δικό τους, ο πολίτης έχει αποσυρθεί μέσα του, ελλείψει πόλης. Φαίνεται σαν να είναι όπως παλιά, αλλά αυτό είναι μόνο ένα μετείκασμα. Με τον τρόπο που λέμε βίος και πολιτεία ,θα μπορούσε. Αλλά δεν μπορεί. Έχει ταυτόχρονα διασπαστεί το άτομο έχει πολλούς εαυτούς πλήθος υποστάσεων στη διάρκεια του βίου, παλιά ήταν στατικός, έπαιρνε τη ζωή του από την ομάδα, ήταν προσδιορισμένος, θρησκευτικά πολιτικά εθνικά οικονομικά οικογενειακά δεν είχε δικαίωμα στη διαφορά, ακόμα και στο πώς θα ντυθεί, κάθε τόπος είχε τη στολή του με διακριτικά υποχρεωτικά, τώρα είναι ένα ηλεκτρονικό πλάσμα με κάρτα από διάφορα νούμερα. Δεν υπήρχαν νόμοι για το άτομο , η ισότητα απέναντι των νόμων είναι πρόσφατο θέσπισμα, νέοι προσδιορισμοί,τότε ήταν κοινωνίες ομάδος, ούτε ψωμί δεν δικαιούνταν έξω από το χώρο τους. Ούτε τα ζώα τους δεν μπορούσαν να βγουν από τα όρια, κοιτάμε να δούμε τη φορά που έχουν τα τωρινά πράγματα με όρους περιγραφικούς της κατάστασης.
Η παιδική ηλικία σταματάει όταν το μολύβι γίνεται στυλός,ο γραφίτης μελάνι.«Για να περάσουμε από το ενδιάθετο στο προφορικό χρειάζεται ένας δάσκαλος να επισύρει την προσοχή. Ο ταξιδευτής που χρησιμοποιεί τη θάλασσα και τον άνεμο ελέγχει αυτά τα στοιχεία, αλλά δεν τα μετατρέπει σε πράγματα, η θάλασσα και ο άνεμος δεν είναι πράγματα», και ειδικά σήμερα της Χινοπωρινής Ισημερίας.
Να πως σέρνουν το χορό οι νέοι στα πανηγύρια ,και τα κορίτσια δεν πάνε πίσω, αυτά να τα βλέπεις εσύ να τα μάθεις στις χωριανές σου, στο σκίσιμο του φουστανιού και το πλούσιο μαλλί έγκειται η χάρις της πρωτοχορεύτριας, κατ’ αρχήν φορά ωραίο χρώμα υπόδημα καστανόχρωμη κόμη βρες τις διαφορές τους έπρεπε να παίζει με τα περιστέρια για να την καταλάβεις;
Όταν λέμε πάρω, βουτάει η ψυχή και βγαίνει στο μπλέ του κοχυλιού. Ίσα μέρα ίσα νύχτα ίσα βάρκα ίσα κουπιά. Φώκιες στ’ ανοιχτά πουκάμισα αδειανά. Ιδού η απορία απ τους Φωκαείς , μ έκαψες που να καείς σαν το κεράκι της λαμπρής σαν λυχνάρι σαν καντήλι εσύ είσαι από παριανό μάρμαρο ή από μπρούτζο; μία μυτιά αλάτι ξεναγός με ξένισε την ξέντυσα ξεφλουδίζω το φιλί μέχρι τη ρίζα της γλώσσας έχει υποψία από πράσινο σε αποδρομή Το μπλε κοβαλτίου και πάνω μάργαρο απ’ την ψυχή του κόσμου,ο κόλπος υγρός εισέρχεται στο σώμα της νήσου, το αλάτι τσιμπάει το ρουθούνι, το νησίδιο ,βαθύς υπαινιγμός, φλοισβίζει στις παρυφές, λιπαίνει τη διείσδυση,το ήβωμα γέμει τούφα κι αφάνα εγώ σε νιρβάνα στείλε όταν, στύλε της ΣάνταΚρούζ,γυμνοί στην άμμο πότε ήταν που σε είχα στο γαλάζιο που μας έντυνε αφρό με μια παράκρουση κρυμμένοι απ’ το μεσημέρι να σου παίρνει την ψυχή κι ο έρωτας εσωτερικόςνα ψιχαλίζει στα έσω κόκκινα τοιχώματα των σπλάχνων στη σκιά των βλεφάρων σου να φτερουγίζει θάλασσα. Το φόρεμά σου να σαρώνει τα κράσπεδα το χέρι σου να χαϊδεύει τα λουλάκια, το λευκό γίνεται στοίχημα του ήλιου όλα γύρω να καμπυλώνουν ασημένιο ρυάκι πειρασμός για το χέρι, θρίαμβος του ρίγους περιφέρομαι στις ακτές σου η μελαγχολία στη φωνή του δίνει το βάθος το χαμήλωμα του ήλιου κάνει νερά ίαμα ψυχών τε σωμάτων.
Μη γίνεσαι φορμαλίστρια μπες στο εσωτερικό του σύγχρονου λόγου και αναπροσάρμοσε τη μυθολογία, κάν’τη λίγο λευκή όπως τα σπίτια γύρω σου, για λάβα μόνο στη Σαντορίνη με φειδώ αυτά, θέλουμε σύγχρονα αληθινά πράγματα, να αγγίζουν το αρχέτυπο, μια καλντέρα ,πιο εύκολο, τη γεμίζεις αμέσως θάλασσα την εικόνα να κοιτάς σαν καθημερινή μας σταύρωση. Γιατί είμαι έτοιμος να σε θυσιάσω στο κρεβάτι ,για τον έρωτα, το δικό μας και μόνον, αλλιώς δεν τελείται μυστήριο μένουμε λειψοί, κι η Λέρος πέφτει μακριά, εμένα με ενδιαφέρει η όψη που έχω μέσα από το νησί με τρία σημεία θάλασσας, εκεί στο καφενείο την τελευταία μέρα κι έχω δυό πρύμνες να λικνίζονται χαριεντιζόμενες καθώς τις μαστιγώνει το φως στις πράσινες αποβάθρες.
Το φοντάνα ,κάτι λέει ,μου θυμίζει και την εξαιρετική μας χορεύτρια αυτό το μελανούρι που μάγεψε κόσμο και κόσμο ρίχτηκαν πολλοί στα πόδια της δεν έκανε όμως και τις καλύτερες επιλογές στο ροζάριο με τ αρσενικά, εκεί πως το λένε στο γεφυράκι και φυσικά εκεί στο χάλασμα από τη μέσα μεριά στο δρόμο σε άνοιξα μικρή μου σε άνοιξα. Τα λιθάρια του μουσκεύει, τ’ αγκωνάρια του ,καλύτερα , στέκουν περήφανοι στο χρόνο φύλακες των κοριτσιών της .
Ρωτήθηκα αν έχουν επίδραση στο γράψιμο κάποιου τα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Κι η απάντησή μου ήταν ότι πάντα το άγριο επιδέχεται βελτίωση, όπως είδα με τα μάτια μου μια αγριοαχλαδιά μέσα σε ένα χρόνο έχει γεμίσει αχλάδια αφότου την κέντρισαν.Το κέντρισμα με νέο υποκείμενο λαβαίνει χώρα στο κάμβιο του παλιού υποκειμένου. Το ποίημα δένει όταν η λέξη πλευρίσει στο κάμβιο ,όπως το κέντρισμα των δέντρων, δένει στο αρχέτυπο φλούδα και τον κορμό, να πετύχω το μπόλι στο κάμβιο, να ενοφλαμίσω, είναι ωραίο να δένει το ποίημα όπως η φλούδα με τον κορμό, όπως εγώ με το κορμί σου, δεν είσαι φλούδα ,είσαι φλόγα, η φλόγα του κάμβιου, η χυμώδης όταν αλίκτυπες λαγόνες σφαδάζουν, κόρη ευευδής με το χυτό μηρό, νά’βλεπα αν ήσουν από χυτοσίδερο τι θά’κανες. Κινούμενες στοές, πέτρινα και σιδηρά τόξα, αγκαλιασμένα ζευγάρια βαδίζουν από φιλί σε φιλί. Κάτω από πολλά φύλλα κόκκινα μυστικά τραγουδιέται ένα καρδιοχτύπι. Καθρεφτίζουμε το πρόσωπό μας στην κούπα του πρωινού το νερό της αυγής μάς εξάγνισε. Εραστές, από σάς γεννιέται κόσμος, δώστε του γλώσσα από τη γλώσσα των ερώτων σας στολίδι σας. Ντύνω τη γύμνια σου χάδι αναταράζεται η θάλασσα, ανατριχιάζουν του Πύργου οι αντηρίδες. Ο αφρός πλένει τα παλιωμένα του τειχιά. Τα παραθυρόφυλλα ανοίγουν διάπλατα. Η θάλασσα αναδεύει το σκοτάδι. Καινουργιωμένα τα κορμιά στα λουτρά του ύπνου και της αγκαλιάς ρίχνονται στη μέρα. ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΟΥΝ ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑΝ ΠΕΙΡΑΤΕΣ
Πελιάς στη στέγη εκκλησιάς τα κύματα γαλάζια κεραμίδια νησί γαλέρα της γαληνοτάτης έσφυζε χρώμα έπηζε καιρό ,το ακέραιο μαγνήτιζε με ρυθμό στρέφοντας τη βελόνα της πυξίδας κατά τα κέφια των εθνών. Έστεκε η μέρα ακίνητη πάνω απ’ τα νερά των ερωτευμένων τους στροβίλιζε γαλάζια θύελλα. Νησί περήφανη φρεγάτα, κουνούσε τη γάστρα σαγηνευτικά ,ζήλευαν τα νιάτα. Δέλεαρ για μάτια η ομορφιά κομμάτια. Δίνεις το χέρι σου στο χάδι ηλεκτρίζεται η νύχτα τα σύννεφα, η ράχη του σκοτεινού ανέμου, την ώρα που τα κορίτσια στο Κηδάρ πλέκουν όνειρα με τις πλεξίδες τους λυμένες και δροσίζουν το φιλί τους με το άγουρο σάλιο τους.
Μια μαρίνα σου λείπει για τα ιστιοφόρα σου να μπαίνουν σαν κύκνοι και μετά να μπαίνω εγώ.Σου χαϊδεύω την πλάτη ,σηκώνεσαι σαν κόμπρα, όχι για να χορέψεις ,αλλά για να πάρεις περισσότερη ηδονή. Βάζω στις παραλίες σου φωτιά, το φιλί μου κυλάει πάνω στο σώμα σου όπως το σαγαπώ και το χνούδι το πολλαπλασιάζει. Βγάλε τη ρίμα πρόσθεσε ρήμα κοίταξε σε μια άλλη μορφή ν’ αλλάξεις τεχνική, ή μάλλον να την αφήσεις πίσω, πιο σύντομο δοκίμασε όπως έχει αρκετά με μια μόνη εικόνα δούλεψε ,κάν’το άσκηση σαν cantos.Σαν Κινέζα πειρατής της γλώσσας των ιδεογραμμάτων, ένας σκόπελος ήταν τώρα είσαι στα ανοιχτά σε ξεμοναχιάζω στο βράχο, ανοίγεις τα πόδια σαν βιβλίο και με καλείς σε ερωτικές αναγνώσεις.
Του Μπρετόν το εικαστικό με τη γούνα ,στα οικιακά σκεύη μην κρυώνουν όταν τα κοιτάμε,και πικρό σχόλιο στα ασημικά.Αφού ασήμι και πορσελάνη γιατί όχι γούνα.Εγώ έτσι διαβάζω.Έχει κάτι που με γοητεύει η φράση ,η φωνή έρχεται με ένα ενδιαφέρον γρέζι και με ξύνει ,ταυτόχρονα η εικόνα αγριεύει με ανατροπές που δίνουν ένα κλίμα και ιδιαιτερότητα ματιάς. Κάτι λίγο σε κάποιες φράσεις ,μπορεί και να αποτελούν ιδιοφωνία, αυτό θα φανεί στη συνέχεια, δε θέλω να διορθώσω. Οι πυρήνες νοήματος νομίζω αυτοί δίνουν. Αυτό που θα δώσει βγαίνει από δω. Από δω δηλ από ψυχικά κοιτάσματα. Θέλω μορφή. Στο ποίημα θέλω μορφή. Αυτό που χαρακτηρίζει να το δω στη μορφή του ποιήματος. Δική φωνή, έκφραση. Ιδιοφωνία. Τα αναγνωριστικά ίχνη. Αυτό εδώ, θα μπορούσα να πω ότι είναι πιο κοντά σε σένα. Και αυτό εννοώ μορφή. Κατεβαίνει με μια ματιά σαν πρόταση, σαν εσύ όρθια. Αυτό είναι, η επανάληψη λειτουργεί το ποίημα και ταυτόχρονα με το να έχει κάτι άλλο εκεί που το αναμένει ο αναγνώστης ξανά ,τον κάνει να προσέξει την επίκαιρη φράση : καύλα στίχοι κατακαλόκαιρο στις αμμουδιές σου!
como Dios ha te verte ! Το κρούζ θα είναι ένας σταυρός πάνω στο νησί μαρμάρινος με λευκό και μαύρο μάρμαρο σαν φυσικό πένθος θάνατος, ο κόσμος σκηνή, ο βίος πάροδος. Ήλθες , είδες , απήλθες με αυτή τη έννοια. Ξημέρωσε,η μέρα σου στέλνει φιλί και κάτω απ’ τα βλέφαρα φως ,χρυσό και γαλάζιο ,νησαίο στεφάνι. Έχει θυμώσει η θάλασσα το κύμα χορεύει. Κοχυλάκι τ’ αχειλάκι , ξεφυλλίζω το φιλί σου λύσου λύσου. Ξημέρωσε, η μέρα σου στέλνει φιλί και κάτω απ’ τα βλέφαρα φως ,χρυσό και γαλάζιο ,νησαίο στεφάνι. Γαλάζιο νησαίο κοβάλτιο βάφει τα στήθη λουλάκι κελαηδάς σαν πουλάκι στο κλαδί .στάλαχμον
στην Παροικιά και στη Φοντάνα κι έλα των φιλιών το μάνα καθώς με αναπτέρωνε της Νάουσας το βιολετί βάλσαμο με ένα βάλς στο κύμα βουτάγαμε στο ονείρεμα στα κοβάλτια των ακτών σου έλιωνε βύσσινα το φιλί σου παφλάζαμε στο γλεύκος ασήμι και πιπερόριζα της αγκαλιάς τα απεριόριστα έσταζε η καρδιά γαλάζιο μέλι σε φιλώ στον αγιασμό στον πράσινο κάμπο στο Μαθράκι βαπόρι δεν έχει για κει δεν πειράζει θα κοιμάμαι όρθιος τέχνη μας η εγκοίμηση τα έμαθα αυτά στ’ ασκληπιεία σε αρχαιότερες εποχές, σου χρωστώ μια πρωινή αγκαλιά απ τα περασμένα, θ αφήσω τη θάλασσα να μας το πει που για την ώρα είναι η μόνη που μας ενώνει, εσύ βάστα τη μια της άκρη εγώ την άλλη του γαλάζιου σεντονιού της, όχι δε μας χωρίζει μας γνωρίζει όσο είμαστε ζωντανοί μετά θα μας ρωτάει ,θα μας γυρίζει γύρω γύρω και θα ρωτά, τι είσαι εσύ;
και το χρυσάφι στη φωτιά δένεται ρώτα το αμόνι μετά από ολοήμερο σφυροκόπημα σε ένα σπειράλ επιθυμιών να μας ανεβάζουν καψίζεις τα ματόφυλλα στις δοτικές σου στιγμές
οψιδιανός πολύτιμο στην νεολιθική έφτιαχναν τα κοπτικά εργαλεία νομίζω η Μήλος έκανε εξαγωγές αυτό θέλω να χαράζει το περίγραμμα της νήσου μέχρι τη Σάντα Κλάρα ,εσένα θα σε αναλάβω εγώ να σου κάνω το περίγραμμα
Το περίγραμμά σου στην αμφιλύκη ψάχνεις να επωφεληθείς πίσω μακριά ουρλιάζουν λύκοι σε ανεμίζουν αληγείςν,αυτό είναι στον πίνακα ένα μαχαίρι που κοιτάει προς τα πάνω. Είναι αντίγραφο από πίνακα του εγγονόπουλου και από ότι καταλαβαίνεις έχει μέσα στοιχεία αρχαίου χριστιανισμού κάτι κοπτικά σύμβολα και τα λοιπά.
Δος μου τα χείλη σου την πληγή μου,Θαλασσινή μου λαχτάρα.Ο κήπος σου έβγαινε στη θάλασσα και εγώ έμπαινα Να κόψω ένα φιλί σου κοραλλένιο.Όλα τα λόγια θα στα πω. Για αυτό σου στειλα εκείνη τη ζώνη ουρανού. Να έχω και εγώ τέτοια λάμπα. Μου αρέσουν αυτές οι τούφες που έχουνε κάτι χωμάτινο
, στην Αγκάλη σου χάνομαι στην κραιπάλη σου Ξοδεύομαι στα κάλλη σου . Θα ζωγραφίσω τα γυμνά σου μάτια ,είδα το φεγγαράκι το πρωί λεπίδα γυριστή να κόβεις το μέλι να τα σκορπάς στις πέντε θάλασσες Θυμός και μέντα και σέλινοδρέπανο Νόμισμα στην τσέπη σου το φεγγαράκι για την πολλή τη νύχτα.
Εντάξει κράτα τους οψιανούς σου Τρώω κόκκινα σταφύλια σαν τα δύο γλυκά σου χείλια. Για την ακρίβεια φράουλες είναι σταφύλι φράουλα.Στη σκοτεινιά τραγούδι τα αστέρια μακρινά είναι. Ου πίετε εξ αυτού πάντες-χαμοκέρασαΗ αγάπη μου είναι νησί,κι η φλόγα της τρελής ροδιάς μεταδόθηκε στα φιλιά.
Το μελετώ στο μυαλό μου μεγάλης πνοή. Είναι δίκαιο υπεύθυνο ηθικό προσωπικό.Τι νομίζεις θέλει ο άνθρωπος ,αγάπη και έρωτα-αν έχει και όλα τα άλλα. Μου τελείωσε το λευκό.Ηθελα να ζωγραφίσω αυτό.Όλα τα άλλα και της Αυγής το γάλα. Ναι είναι πολύ ωραίο,ε δεν σηκώνει κάτι άλλο.Χτυπάς και ανοίγει Χωρίς να πεις δεύρο έξω.
Βούτα τα χέρια στο λουλάκι βάψε τα μάτια άνθος του κόσμου.Άνθος στην αρχαία θα πει φως. Χαίρε μοι φίλον φάος.Τη φωτεινή δέσμη την κάνουν οι κιμωλίες Ζαφείρι Λάπις λάζουλι Η πέτρα του Αφγανιστάν. Φως Ιλαρόν Λάρωμα.Τότε σε παίρνω Στο λάρωμα. Μέσα στα τιρκουάζ και έβαψαν τα ματάκια σου.Φιλώ τα ζεστά χείλη της νύχτας σου ανέτειλες αγάπη ανατολή. Τώρα τα χρώματά σου διαμαντένιες ζώνες του Θεού. Σαπώ Arc en ciel Αν προσέξεις θα το δεις εκεί δεξιά Rainbow Το πλαισιώνω με δύο πίνακες . Είναι όλο ερωτικό υπαρξιακό ΥπόστασηΚοβάλτιο και ασβέστης Υπαρξιακή φωλιά.Μία θάλασσα απτή Πληρότητα. Ένα ηφαίστειο με τα μαγματά του αναβράζοντα κοχλάζoντα. Δεν μπορούμε χωρίς το τριαντάφυλλο και το γαλάζιο να αισθανθούμε την ομορφιά,ακόμα κι ενός γυμνού κοριτσιού στη λίμνη με τα φεγγάρια.
Στις τρυφερές σου όχθες πλαγιάζω ,στενά σ αγκαλιάζω βαθιά σε κοιτάζω ,πιάνω ένα αστέρι ,δροσερό, και στο καρφιτσώνω στα μαλλιά.Αυτό είναι το ταξίδι το τραγούδι του νησιού εσυ το τραγουδας εσύ το γνέθεις σε νήμα δικό σου με βαφή απ τη Μίλητο, τι λες ανεράδα; εσύ είσαι κροκοσυλλέκτρια μπουκιά και σχώριο σεβγκιλίμ.και τα κορίτσια της Μιλήτου ,κρόκην, δουλεύουν την κρόκη.
Ειρήνη υμίν , πρόσταξε ο θεός.Απρόσμενα ορθώνεται σιωπή.Φως το χέρι, φως το πόδι. Κι’ όλα γύρω σου είναι φως. Το σπαθί σου αντισηκώνεις, με της ελιάς το ασήμι ένα μπιρσίμι η κορυφογραμμή. Είσαι η κόρη του Τομπάζη
που όλη την Τουρκιά τρομάζει
λύνει δένει το τσαπράζι;
Τις τερτσίνες σου θαυμάζει
πειρατής από τη μέση σου σε αρπάζει
από τα ρόδινα ακρογιάλια του Παπαδιαμάντη
Άσπρο μου ρόδο ερωτιά αγαπησιά μεγάλη, υποθυμίδες, τα λέγανε αυτά τα γύρω απ’ το λαιμό πλεγμένα ή περασμένα σε κλωστή ,τώρα γιρλάντες να τα πεις; Κοίτα τώρα ένα μηδενικό στρογγυλό γύρω απ’ το λαιμό της, πόσο να αντέξεις τον έρωτά του; Στην αγκαλιά σου Πήρα αγιασμό και στο φιλί σου πειρασμό. Ένα είναι το ένα μετέχει σε όλους τους αριθμούς, μονάδα, ο ποιητής αρκείται σε μιαν ελιά, που είναι όσο γίνεται πιο μώβ σαν μάτι, ει δυνατόν αγριελιάς.
Πού να βρω κάποιον που νά’χει ξεχάσει τις λέξεις, μ’ αυτόν να μιλήσω;
*
Το ήξερες το ξέρεις στον αιώνα και πάντα
Πυκνά πυκνά τ ανθίσματα τρέχουν να παραβγούν στα χιόνια
δεκαπεντασύλλαβος ρυθμός του μέσα έλληνα που ανθούσε
τα σχιστά της μάτια με κόβουν χύνομαι στο βυθό της
*
Άθως του καλλιτέχνη ,και ο επιστήμονας είναι τέτοιος εκεί στις κορυφές του, Άθως του είναι το σκοτεινό δωμάτιο του σύμπαντος, εκεί ασκητεύει εκεί ασκείται ντυμένος ρούχο μελανό ,υλικό του η μέλαινα ενέργεια και το μελάνι πένας οξυτάτης, με το χρέος να βγάλει όλο το υλικό από το καλαμάρι του. Και αυτό ο άθλος. (Τώρα την κυματική η σωματιδιακή φύση του φωτός ας την κοιτάξουμε λίγο στη φύση του νερού. Μια σταγόνα είναι σώμα ,πολλές σταγόνες έχουν συμπεριφορά κύματος. Μια άλλη εικόνα μας δίνουν τα πουλιά τα έντομα τα ζώα. Μια ακρίδα μόνη χάνεται και δεν μετρά, όταν σχηματίσει σμήνος η ισχύς είναι ακαταγώνιστη. Το ίδιο οι αγέλες ,η μάζα !Όταν πρόκειται για άνθρωπο εκεί ο μέγας χαμός!
τα σχιστά της μάτια με κόβουν χύνομαι στο βυθό της
* ‘Ετριξε το σκοτάδι, ένα αστέρι βυθίστηκε στο νότο, η φύση τούς μίλησε, σιωπούσαν πλήρεις. το χάδι ερχόταν απ την καρδιά ,θα παραλύουμε τις παραλίες θα σπάει το φεγγάρι στα κύματα όλη τη νύχτατα σχιστά της μάτια με κόβουν χύνομαι στο βυθό της Όλα είναι αλλιώς χτυπάνε μέσα σου φτερά σε ανυψώνουν θυμικοί θρίαμβοι εαυτού μεμουσωμένα τα σπλάχνα σου ,ερωτεύσιμη γυναίκα όλη ,η κερήθρα σου στάζει τα χείλη φιλούν πλήρη την ευσταλή κορμοστασιά της αγάπης. Σε ασπάζομαι ερωτική μου, ιμερόεσσα! πυκνά πυκνά το αντίδωρο πυκνά πυκνά το χάδι
τα σχιστά της μάτια με κόβουν χύνομαι στο βυθό της
*
Πού να βρω κάποιον που νά’χει ξεχάσει τις λέξεις, μ’ αυτόν να μιλήσω;
Το ξέρεις ότι το νερό των ωκεανών γεννήθηκε τη στιγμή του μπιγκ μπάν, ότι η θαλάσσια σπίθα παράγει μόνη της φως, αρχέγονο φως, που δημιουργεί φαινόμενο παρόμοιο με το σέλας τη νύχτα;
Φεγγαράκι μου εσύ δρομολογείς τη νύχτα κι η δαντέλα γίνεται του βράχου χαμόγελο, τα κρινάκια της άμμου της γοργόνας η περπατησιά. Καρδιά μου λιώσε σίδερα.
Ψάχνει για μπούσουλα ,κλιμάκωση άσβεστου λευκού στο βαθυκύανο που περισφίγγει τη στεριά. Το νησί ,πολιορκούμενο θηλυκό που ενδίδει αρνούμενο στου φλοίσβου τις θωπείες, χέρι του βάζουν οι νοτιάδες, θα αντέξουν τα χιόνια; Όσοι σε βλέπουν λιώνουν, λάφυρό μου ρόγα του Σεπτέμβρη, σείονται οι γόνδολες στ’ αραξοβόλια σείεται η τρανταφυλλιά καίγεται μια γαρουφαλιά σαν δύει ο κουρσάρος της μέρας πίσω από τα αψηλά κύματα πέρα κατά τη Σύρα, μπουκαμβίλια πορφυρή πορφυρώνει η δύση να γαληνέψουν τα μίση.
Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει
Την πήγε στη βρύση την παρθενιά της να θησαυρίσει
στη Φοντάνα
και βούτηξαν αμφότεροι να λυτρωθούν στο νάμα
εξαγνισμένοι να ξαναδωθούν σε όργια αγάπης
Εργάτρια των πόθων εσύ,το μέλι του χρόνου δικό σου,και μεις μεσα του,μέσα στο λαρύγγι του χρόνου.Ένας πίνακας με μιά αναστάτωση που γαλήνευε μόνον το λευκό των σπιτιών πάνω στο κίτρινο και μωβ των λόφων που πάνω τους έπεφτε κι άνοιγε μαργαριτάρι λες κι είχαν εκραγεί τα βότσαλα απ’ το πέρασμα της το δαιμονικό κι άφησε πίσω την ψυχή μας χερσότοπο, μας κατερήμωσε.Το γαλανό της πέρασμα μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει ούτε με θαλασσινό νερό.
Και μας άφησε μια πυράδα που δε σβήνει.
Η χρυσοβελονιά η πάρια λέξη αρχιλόχιο βέλος, μια ματιά στην Πάρο μια στις παρειές της καλλίσφυρης κόρης απ’ τη ΣανταΚρούζ. Να σε ψήνω πάνω στο βράχο και να βουτάς για να σβήσεις το χάλκινο απ’ την παραφορά χρώμα σου. Αγνό ,είναι το φως στην παλαίστρα Νάουσα, που τη λιώνει το κύμα κι ο νεφρίτης τη σφάζει. Παφλάζει. Το μωβ κατεβαίνει και σ’ αρπάζει. Ένα στενό ,πέρασμα βαθύ ντεκολτέ. ένας λαιμός θάλασσα. Τα σμιχτά σου χείλη μοιάζουν φθινοπωρινό φύλλο μετά τη βροχή που το’χει παρασύρει ο άνεμος στις πλάκες της αυλής, ένα τέτοιο φύλλο με κοιτάει σαν τα χείλη σου. Και μόλις ξεδιπλώνει τα πόδια ο κόσμος ξαναβρίσκει το φως του ή το χάνει για πάντα.
Το φιλί χρυσό φύλλο πέταξε κι ήρθε μέχρι τις πλάκες της αυλής μετά το απόβροχο να δροσιστεί.
Οι Πύργοι κι αν χαλάστηκαν πάλι το μηδέν θ’ ανθίσει. Αλλά και όποιοι πύργοι δε μας χαλάει. Το μηδέν ανθίζει σαν τα ηλιοτρόπια.
Απόψε η νύχτα φέγγει στα μάτια σου .Το ίνδαλμα δεν παραβιάζεται παραμένει στο ειδωλικό του βάθρο απρόσιτο απρόσβλητο αμόλυντο αβαρές αιωρούμενο αιθερία μορφή ,πλάσμα ονείρου, ιδέα μοναχή. Μέχρι να του πει: Είμαι η πόρνη σου.
Το βίωμα ανάβει μόνο του το φως του .Ο Φρίντριχ αποδεικνύει ότι η φιλοσοφία λέγεται πολλαχώς. Αλλά πληρώνεις με τη ζωή σου.
Το φυσικό τοπίο ξετυλίγεται ως ψυχικό τοπίο, με όρους βιώματος έχει πάρει τις αποχρώσεις της νοσταλγίας της βίωσης της επιθυμίας, της λίμπιντο. Το όνειρο του κακού όπου θέλει πνεί .Και γύρω οσμίζεσαι παντού θάλασσα. Την αισθάνεσαι δεν τη βλέπεις. Διαπερνάει τα κύτταρα σου. Είσαι σαν βάρκα που έχουν ποτίσει τα σανίδια της ,ξύλα θαλάσσια. Κουπί και λιχνιστήρι ένα .Αλώνι και θαλάσσιος κήπος ένα . Το πέτρινο αλώνι κυματίζει στο φως, πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι γυναίκα που ψάχνει να φωτίσει τα σκοτάδια που της έριξε η νύχτα. Γυμνή με τη νύχτα για εσώρουχο και το φως τη γδύνει. Η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά. Εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα. Γυναίκα γυμνή η θάλασσα ιερουργεί, κάτω από φιλιά φωτός τα βήματα του εραστή, ανοίγουν οι καταπακτές γιορτάζει ο πόντος οι ακτές.*
Στο χλιμίντρισμα των αστεριών η νύχτα καταφτάνει μαύρη φοράδα οιστρηλατημένη. Αφρίζει η θάλασσα, του Ποσειδώνα τα άλογα φρουμάζουν, η χαίτη τους κύμα θυμωμένο, βάρβαροι κέλητες ορμούν, κούρσος φοράδων..
Στα θαλασσινά λιβάδια τις θαλασσοσπηλιές κρυφές αντηλιές στο μεθυστικό λαχταριστό τυλιγμένο στα κύματα κορμί γενικευμένη ορμή ερωτική φλόγα. Νύχτωσε και κοιτώ τη νύχτα που έχουν τα μάτια σου και χαϊδεύουν. Με ραπίζουν οι καμπύλες σου.
*
Δε μας λείπουν τα έργα μας λείπουν οι συνθέσεις που να έχουν το ύφος της μεγάλης τέχνης. Όπως άλλωστε και στην παγκόσμια σκέψη οι φιλοσοφικές συνθέσεις με το πλάτος το ύψος το ήθος της μεγάλης έναρξης . Στην κάθετη κεραία του ποιητή ο στοχαστής θα σύρει οριζόντιες αυλακιές ακεραίωσης. Σταυρικό πέρασμα αιμάσσουσας πληγής. Απαλλάσσεις το τραύμα από τη μονολιθικότητα του, στη μοναχική σκοτεινιά του , “Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο ”.
Καθώς σαπίζουν τα φύκια το χαμήλωμα του ήλιου βάφει τα νερά στο χρώμα του ιώδιου. Οι βιολέτες που μαράθηκαν καθώς πέφτει το βράδυ γίνονται φεγγάρια πίνει το κορμί σου χύμα, κύματα ηδονής. Ίσως προκάλυψη στα πρωινά στη βαθιά σου νιότη αγάπη θαλασσοταραχή Το κορίτσι είχε στα μάτια την καταιγίδα , δαψιλή χορηγία στο φιλί. Περισσά δαιμονισμένο.Ζώσα περιπέτεια θέρος έρος πράγματα αφρού θαύματα βυθού μωρό μου αφού,πυρακτωμένη σταγόνα στα σωθικά σου. Τα φρύδια σου σαν γιαταγάνια στα υγρά σου μάτια που με σφάξανε. Σου εκμυστηρεύομαι το φως.
Μέσα στο στίχο χτυπάει η φλέβα του ποιητή ,η ζώσα πνοή, θαλασσοπόρφυρη αλκυόνα ή την κιτρινογάλαζη γεντιανή , βουνίσια θαλασσινή; Στροβιλισμός των δέντρων γυμνώνει τα κλαδιά , γεμίζουν τα λούκια χρυσάφι , στο βάλς των κίτρινων φύλλων θορυβώδες το βήμα των εραστών σκεπάζει το χτυποκάρδι τους. Η αιχμή στη σαΐτα της αγάπης βάφεται στην επιθυμία. Κάθε Νοέμβρη τέτοια μέρα ξαναρράβω στα δέντρα τα φύλλα που ξήλωσε ο βοριάς. Θηλές ανάβουν σαν βατόμουρα σαγήνη πέρα απ’ την μαγεία δελεασμός γήτεμα πρόκληση, θαλασσοταραχή,ψηλαφώντας γνωρίζουμε το πρόσωπο της νύχτας και όλα είναι τόσο φανερά που τα μάτια τα χάνουν.
Η πέτρα που μας στοίχειωνε. Είναι η αιμορραγία των λέξεων το πεδινό βήμα και επί των υδάτων. Ανασκαμμένοι όχτοι. Νήσος θα πει στεριά μετά από πολυήμερη κωπηλασία στα πελάγη. Αγαπώ το χώμα που ονειρεύεται το ύψος. Πέτρα της Ρέας, Βρεφοκρατούσσα,φασκιωμένη πέτρα.
Φθινόπωρο, η εποχή που κάθε φύλλο γίνεται άνθος, φύση, δεν μπορείς να σηκώσεις τον πέπλο της όπως εγώ τον ποδόγυρό σου.
Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου. Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου, όλα ρούζ νοτ ρόουζ λίγη δαντέλα λίγο ρόδινο χάραμα όπως ανοίγουν χείλη, συνάντηση σύγκρουση του έξω με το μέσα, έπιασες το πολυσυλλεκτικό ρόδο και το μέθυσες βουτώντας το στις νύχτες σου κέρασες νεφώσεις νυχτερινές.
Μιά σταγόνα το άρωμα, δυό για το ζευγάρωμα γδέρνεται ο άνεμος στα βράχια σκούζει Σκίζονται οι σμέρνες στους μυχούς .Στην καταπακτή θάλασσα ζεστή. στη ζεστή του κόγχη, κοχυλάκι μοναχικό υγρή επιθυμία
Πανοραμική ανατολή πίσω απ’ το εκκλησάκι ,η θάλασσα κοιμάται κι η αυγή της πλέκει ρόδα στα μαλλιά, εκκλησιαζόμαστε στον ψίθυρο των κυμάτων κάτω απ’ το χάραμα.
*
γαμήλιο φως σελασφόρος νύχτα
σ’ ένα γυαλένιο μαστραπά πίναμε έρωτα φωτιά
στον ουρανό της τρέλας στα πόδια σου το σέλας
σε πυροβόλησα στο δόξα σοι
γέμισε η γούνα σου σάρκα κρουστή
μέσα στο σπίτι από γαλάζιο πάγο Δωδώνη συντρόφευε
Όπως θέλει σκοτάδι το κερί να δείξει τι μπορεί ,έτσι κι η αλήθεια δείχνει με φόντο το ψέμα τί αξίζει
Μελαχρινά τα μάτια της διότι ο ήλιος τα είχε θαυμάσει, βαθυλάγνο, στις παραλίες σου έρωτας. Ίο τε άμο στην Ίο στην άμμο σε απαγάγω σε βγάζω απ’ τ αγκάθια, σου κλέβω συμπάθεια.
Πόσο γρήγορα χάθηκε το φως ,το λυκόφως. Θαμποχάραμα και λυκόφως στο ίδιο δράμα. Στο κάστρο το είδα που νύχτωνε και οι αρμοί ζωντάνευαν σαν αρτηρίες των βενετσιάνων αφεντάδων με το στεγνό αίμα στη βασιλική τους φλέγα, Ήθελες να πέσει η νύχτα νά ,που νύχτωσε.
Πώς το επιδιώκει ένας και πως το σκέφτομαι εγώ, κοιτάζω κάποιες γραφές με αυτό εικονίζουν πολλοί τη γραφή, μετά θέλω το δέντρο το ποιητικό θρόισμα με τους υποφήτες, αυτό που είναι στα βάθη του το μυστήριο της εμπνοής όταν η θρησκευτικότητα είναι εκεί φύλακας του ιερού,όχι η θρησκεία όχι τα συστήματα το ανοιχτό οι ρωγμές το αναθρώσκων χάσμα τα θραύσματα, το καθημερινό που είναι ταυτόχρονα στο βάθος του ιερό, όπως το καθημερινό ψωμί, το νυχτέρι κρασί, το άλλο φως που είναι η νύχτα ,αυτά είναι γύρω απο κάθε δοκίμιο λόγου. Κάθεσαι στη σκιά του κανονιού και συντάσσεις κανόνες ζωής καθ’ ήν ώρα εκείνο βομπαρδίζει σκορπώντας θάνατο. Η ποίηση ως γνωστόν είναι η παλιότερη τέχνη ,είναι καθολική ,και θα είναι και η τελευταία .Μόλις φτάσω στο ρυθμό το ρήμα είναι σε μένα ,ως να συντελείται αρχή του σαμάνου. Το αιθερικό αραιώνει γίνεται δοξικό. Αναφέρομαι στα αρχέτυπα αυτά που άρπαξαν τον άνθρωπο από τα μαλλιά και πλάστηκε σαν με δικά του χέρια .Προβαίνει αρχέγονα με το τραγούδι της γλώσσας, εκεί ανθρωποποιείται, προβαίνει στην ύπαρξη,αν δεν πιάνεις το πράμα από τις πουτάνες της θεάς, αυτά είναι μετά, στον πολιτισμό. Αλλά το εντελώς άλλο είναι υπαρξιακή κατηγορία .Το έτερον δεν είναι το φύλο,το πλατωνικό έτερον λέει κάτι άλλο. Δαιμονισμένες κοπελιές στριφογυρίζουν στο κρεβάτι τους ταμένες της Αστάρτης μέχρι να εξαγοραστούν από τον εραστή τους. Αυτά είναι προς εαυτόν, για κανέναν άλλο δεν ισχύουν ως γνωστόν. Κάθε νέο ζευγάρι αναλαμβάνει την εντολή πάνω στο κρεβάτι της πρώτης νύχτας του γάμου όπου εξαφανίζεται η νυχτερινή όψη του κόσμου με τη μορφή της ηδονής .“Σύντρισι λαβών κάλλει και συμμετρία και αληθεία ως τούτο οίον έν»
Cras amet qui nunquam amavit, quique amavit cras amet
Το μυαλό δημιουργεί την άβυσσο, η καρδιά τη διασχίζει, μη χαράζεις προκρούστεια κρημνά. Ωραία ας δούμε τη σύγχρονη γυναίκα που όχι μόνο έχει περιορίσει το θύσανο αλλά το ξυρίζει όπως οι αρχαίες ,αυτό απαγορευόταν στις δούλες. Ο Μ. ζει την εποχή της στέρησης, κι έτσι κινείται σε μια φτώχια εικαστική, επωφελείται το λιτό μεν, χάνει όμως σε βάθος όπως δείχνουν τα αφαιρετικά αποτυχημένα έργα του . Εύγραμμο, βαθύ στενό και γρήγορο, έχει εκεί και φαλλούς παρατεταγμένους. Οι ντάπιες του Μεσολογγιού και οι φαλλοί της Δήλου. Ξέρεις στις ντάπιες είναι τα κανόνια με τις μπάλες σεξουαλικά σύμβολα κραυγαλέα Τα ποιήματα του με τον αποκαλυπτικό τους τόνο μπορεί να σε κάνουν και να ερωτευτείς με τον τρόπο του τα κοριτσάκια.
Ω υπερωκεάνιο τραγουδάς και πλέχεις. Σε υπερωκεάνιο που τραγουδά και πλέχει.
Δεν είναι για μάθηση ,είναι κακοτράχαλος ανηφορικός δρόμος όπου σκοντάφτεις στα ίχνη όσων τον διάβηκαν και καθώς τον διαβαίνεις μπορεί να βρεθείς πιο κάτω απ’ όταν τον ξεκίνησες. Δεν αρκεί να έχουμε μόνον σύνδεση με τα πράγματα χρειάζεται να έχουμε και συνείδηση τους .Το στόμα της αγάπης τη νύχτα, του έρωτα πίνει το κρασί. Ψηφιδωτό της Αφροδίτης στην «Οικία της Αμφιτρίτης”, Bulla Regia, Τυνησία. Παίρνω τον πόθο σου στο χέρι θερίζω άνθος ξερακιανό , βαθύ στενό και γρήγορο. Οι εραστές βουλιάζουν στης ευδαιμονίας τους το μέλι ο χρόνος τους έχει τη ρευστότητα του μελιού, είδα μια μέλισσα πνιγμένη στο μέλι ,είπε ο Καζαντάκης και κατάλαβα τι είναι ζωή. Οπότε πρόσεχε .Ψύλλοι στ’ άχυρα η χήρα ανάσκελα.Όμορφα ήρθε στη Σάντα ηρωικός φλεβαρίσιος κι ο ήλιος, έχει τέτοια ο θεός; Ποίηση είναι μια δεύτερη ευκαιρία .Ό ,τι δεν ειπώθηκε λάμπει .Θέλω τον κραδασμό στο φύλλωμα της αγάπης. Να χαράζεται η νύχτα στο φυλλοκάρδι.
Τα υπαρξιακά δημοτικά έχουν το βάθος, την αρχέτυπη μητριαρχία, το μαράζι δεν είναι έρωτας πόνος είναι, αυτό δίνει το πραγματικό βάθος ,και σε πνίγει στο ρυθμό του, ο θάνατος για την ακρίβεια η απώλεια, παναγιά κι αηνικόλας αυτό σημαίνει, ξωκλήσι σε κάθε ακρωτήρι και τάματα ,τάματα πολλά. Άνθίζεις σιγά σιγά όπως η θάλασσα λίγο πριν γεννήσει την αναδυόμενη, κι είναι το σμάλτο της ψυχής που φτιάχνει την αγάπη απ’ την πληγή όπως το κοχύλι μαργαριτάρι. Για να δέσουν οι εικόνες όπως τα στρείδια μια ενότητα από δύο μισά.
Μας περιβάλλει το άγνωστο με την προστασία του, γιατί η γνώση μας ένα ξέρει να κάνει να ναυαγεί και τότε η ύπαρξη ευπλοεί όταν ναυαγεί. Γι αυτό λένε πως τα πιο καλά ταξίδια είναι εκείνα που γίνονται σε άγνωστες θάλασσες, στις γνωστές τι να τα κάνεις;
Σελήνη μου απόψε. Μα πόσο κρύο το ασήμι σου στάζεις πάνω στις στρώσεις του χιονιού ,κι αργοκινείται το σκοτάδι μέχρι το πρωινό ; Τάχα κρύβεις ελλείψεις απουσίες λησμονημένα; Τι στάζεις πάνω στον πόνο αυτό;
Απόκρημνο ρήμα. Αυτό δείχνει η εικόνα των απρόσιτων κάθετων βράχων όπου οι μονές ,σαν φωλιές από μοναχοπούλια θαλασσινά που θάλπουν τους νεοσσούς τους. Έτσι είναι και η προσευχή ένα κάθετο κοίταγμα σαν να πίνεις βροχή στην άνυδρη ερημία. Γιατί πόθεν το ερημίτης αν όχι τς ερ’μιάς κλωνί σειόμενο στον άνεμο;
Τότε ανασύροντας αυτό το βάθος προς τα έξω, φέρουμε την ευθύνη που μοιάζει με την πρώτη ύλη ,τότε το σκοτεινό αυτό βάθος ,διαβάζεται αλλιώς ,έχει ένα πυρετό του αλλιώς.
Σονέτο για τα μάτια σου Με το ζεστό της θάλασσας δέρμα το μεσημέρι σε αγκαλιάζει .Μικρές Κυκλάδες πεζούλι του καλοκαιριού, η στιγμή για το ζωγράφο μια μονοκοντυλιά, η ραχοκοκαλιά υπάρχει διακριτικά παντού στο φτερό, στων κοριτσιών τα όνειρα, στη Ναυσικά φοινικιά Ιόνιο αποχαιρετώντας τις άσπρες πικροδάφνες της .
Υλικά σχήματα, να αποφεύγεται η φενάκη το ψέμα η αναπλήρωση, όπως ξέρεις αυτά ξεκινάν και σε λίγο ξεκινάν πάλι. Η ομορφιά δεν αφήνει να κοκκινίσεις μέχρι τις ρίζες των μαλλιών και η πνευματική ομορφιά και η ψυχική. «Εγώ που οδοιπόρησα/ Με τους ποιμένες της Πρεμετής/ Είχα τα μάτια μου/ Παντοτεινά στραμμένα/ Στο εωθινό σου πρόσωπο…».Γ. Σαραντάρης
Σκούζουν τα σκούρα θαλασσοδερμένα βράχια στοιχειά μοναχά, Με ένα φύσημα του αέρα πάνε περίπατο όσοι είναι άγευστοι φιλοσοφίας και μούσας. Γκόμενα μαυρομάτα η πένα σε βγάζει ασπροπρόσωπο αν τό’χεις , η γλώσσα είναι ήθος όπως και η σκέψη.
Δε βρίσκω ιδιαίτερα έξυπνο την καταφυγή δίκην καλογήρου στην αμάθεια. Η παιδεία είναι δύσκολη και υποχρεωτική, τα πνευματικά ζητήματα έχουν ιεραρχία δεν είναι ασύδοτα, η κριτική κατανόηση είναι απαραίτητη συνθήκη και η διάκριση.
Δίνεις το χέρι σου στο χάδι ηλεκτρίζεται η νύχτα τα σύννεφα, η ράχη του σκοτεινού ανέμου.
είναι ότι είναι και ότι δεν είναι
είναι
“Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο. Ήταν ένας τόπος που έγινε για μένα περισσότερο οικείος και από σπίτι μου. Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο. Αλλά ο πόνος όσο μεγαλύτερος είναι τόσο πιο αόρατο σε κάνει. Αρχίζεις να εξαφανίζεσαι, μολονότι εξακολουθείς να αναπνέεις. Η ήσυχη ομορφιά του νησιού σού προκαλούσε πόνο”.
Εμβληματική φράση για το νησί, δίνει το χαρακτήρα του. Δεν με ενδιαφέρει αυτό που είπε ο Σ. πολύ περισσότερο η γυναίκα του. Αντίθετα με ενδιαφέρει να δω πώς προκύπτει αυτή η ήσυχη ομορφιά ,ήσυχη ομορφιά που προκαλεί πόνο. Ποιό μέτρο ελληνικό έκοψε αυτό το ύφασμα άκρη την άκρη της χώρας .Μοίρασε με την πιο λεπτή μεζούρα, όπως τα κοσμήματα και σε κάποια σημεία της η υπεροχή αυτής της ήσυχης ομορφιάς είναι καταθλιπτική, και έρχεται με το χρώμα με το φως με τον ασβέστη με τον αέρα ,και με τη νύχτα. Σαν κάτι που παφλάζει σε ένα απόκρυφο μυχό, το μυστικό θέλω όχι το φανερό, αυτό υπάρχει και αλλού, Πώς όμως πέρα από γενικότητες, ας πούμε υπάρχει στην επιφάνεια του στίχου του Σολωμού, αυτό το ίδιο την ουσία θέλω όχι τη συσκευασία.
Εντάξει, το τσίπουρο βγαίνει απ’ τα σταφύλια, αλλά δεν βγαίνει μόνο του. Αυτό θέλω να μου πεις. Αυτός δε φοβήθηκε. Βρήκε. Αν έπιασες το μυστικό της φράσης είναι αντίστοιχη με τη διατύπωση του Λε Κορμπυζιέ για την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων. Δεν ψάχνω τι πονάει, αλλά, τί κάνει αυτή την ήσυχη ομορφιά που κάνει να πονάει, το μυστικό είναι εδώ μέσα, κυκλωμένο, το μυστικό σώμα της νήσου, δεν το λες με κομψές κι άτεχνες περιγραφές, θέλει κάτι ανάλογο της ουσίας της, που ο τύπος το είδε το βρήκε το είπε, σαν αντίδοση θέλουμε τον ανάλογο λόγο και να του πούμε, να πού πόνεσες μικρέ!
Έξω τα συνήθη δεν έχουν ουσία, θέλω ασβέστη που ενσωματώθηκε πάραυτα είναι λειτουργικός, και χρειαζόταν για να πληρωθεί το ρηθέν, όπως ο χρόνος έγδυσε τα αγάλματα και τους Κούρους, έτσι και ο Όθωνας έντυσε τα κυκλαδίτικα σπίτια με επίχρισμα υγείας ελευθερίας ,και λευκότητας σαν άσπρα περιστέρια της Αφροδίτης σαν να τα έπλυνε το κύμα της λεφτεριάς. Το κύμα της ελευθερίας, η νεωτερικότητα, ο αέρας ,η νέα πνοή και φυσικά το κύριο χαρακτηριστικό είναι το ενιαίο της δόμησης το συνεχές με λειτουργική οικονομία ,μεσογειακό χαρακτηριστικό, από τα σπίτια βγαίνει ο χαρακτήρας όπως τα αστέρια και τα καράβια απ’ τον ορίζοντα.
Η Αμοργός, γράφτηκε χωρίς να πάει ο ποιητής ποτέ εκεί, δεν χρειαζόταν. Γιατί είναι παντού, η ήσυχη ομορφιά ,σχεδόν μέσα στην ονομασία Κυκλάδες και τις επί μέρους ονομασίες των νησιών της, αυτό είναι ο πόνος σαν νήμα που δένει το νόημα. Έλαβαν το χρίσμα από τον Όθωνα σαν να ξαναβαφτίστηκαν. Στην τελευταία φωτογραφία το κυπαρίσσι παραχωρεί τα πρωτεία του ύψους στο εκτυφλωτικό λευκό. Ακόμη και ο ορίζοντας συμπλέει σ’ αυτό σαν σκοτεινός αρχάγγελος που έδωκε τον κρίνο στη Μαρία, το τοπίο ανήκει σε όποιον το εκφράζει. Το πνευματικό στοιχείο εκείνος το δρέπει, όπως ο Γκάτσος άρπαξε την Αμοργό, όπως η Σαπφώ την Ερεσσό. Δε γίνεται αλλιώς. Τα πνευματικά έργα ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους, τα επιμέρους στοιχεία δεν μετράν εδώ. Ο Αρχίλοχος είναι μισθοφόρος Θάσιος στην ποίησή του, κι όχι Πάριος αυτό να το λάβουμε υπόψι. Η χωρική μετακίνηση δίνει νέες λαβές και όψεις στα πράγματα, κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει στον αρχιλυρικό αυτό. ( Όπως μας τα καταχώρησε η γραφίδα παραγνωρισμένου συγγραφέα παραθέτω μια δική του εικόνα: ”Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα γλεύκος ναουσαίο, που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή). Δες την Παναγία Μακρινή, πώς σηκώνει το βράχο ,κάτι τέτοιο.
Γεμάτα τα μαλλιά σου πευκοβελόνες η καρδιά σου ρετσίνι καθώς ανάσαινες πεύκο και καλοκαίρι. Και έρωτα, τρία σημεία θάλασσα δυό πρύμνες λικνίζονται χαριεντιζόμενες καθώς τις μαστιγώνει το φως
πώς να σε πάρω που σε κλείνει ολόκληρη Πάρο σμιλεμένη μου στο μάρμαρο,
να μου προσέχεις την Ευβούλη.
Έχω τον Άρη φίλο κι οι μούσες μου πρόσφεραν τα πρόσχαρά τους δώρα. Με το στίχο βγάζω το κρασί μου με την ασπίδα το ψωμί μου ,αρχιλόχεια, δε δίστασε να πετάξει την ασπίδα, παίρνω κι άλλη είπε, αλλά ζωή άλλη δεν αγοράζεται, μόνο με τον πεθερό του δυσκολεύτηκε, άλλαξε το φρόνημα της ποίησης, όντας Αχιλλέας και Όμηρος ενταυτώ, κι άμα σε λένε κι Αρχίλοχο γράφεις ποίηση με βέλη, αν και στο λόχο ελλοχεύει κι ο λόγος, το λόγος έπεται του legen, που σημαίνει συλλέγω, σε πήρα μέσα στην καταιγίδα όλα γύρω ήταν ένας στρόβιλος κι εμείς για μας στο σημείο που ηρεμούσε, είχε αγάπη ήσυχη μέσα στο στρόβιλο το γυμνό σου σώμα με αφαλατώνει πέφτω στο φιλί σου κεραυνοβόλα.
Αν και οι αρχαίοι εδώ δεν έχουν θέση εδώ μιλάμε για το νεοελληνικό, άλλος πολιτισμός εν εξελίξει, δεν έχει νόημα να περιγράψει, αλλά να γράψει, όπως ο Π”διαμάντης το “Όνειρο στο κύμα”.
Γράφουν την παρουσία, το φως του είναι, τον ασβέστη, το λειασμένο ειδώλιο, μια αμάχη φωτός, είπαμε, πόνος, έχει πόνο, αλλιώς τι να νοιώσεις, άλγος πολέμου, μας πολεμάει θάνατος μας παραλύει έρωτας μας λύει αγάπη τυλιγμένα στην ομορφιά ήσυχη σιωπή το βαθύτερο είναι.
Ξεφεύγω από τη σκιά της αρχαιολατρείας, δεν αφήνει να πάρουμε καθαρές ανάσες. Θέλω νέα Ελλάδα, στον καθαρό της αέρα όλο το φως γι αυτή. Είναι νεαρή και ανανάπτυκτη, αλλά προέχει, χωρίς αυτή είμαστε μηδέν, εκεί πνίγεται. Ο νεοελληνισμός είναι νέος πολιτισμός, γεννιέται, εντάσσω όλο το παρελθόν σε τούτο εδώ το γίγνεσθαι, έτσι θα αναστηθεί και κάθε μεγάλο που πέρασε με το σήκωμά μας, αυτός είναι ο πόνος ,η ήσυχη ,η άλλη ας πάει στα καλλιστεία,μην της φορτώνουμε μαλάματα, φιοριτούρες κορδελίτσες.
Είναι αυτός, το καινούργιο το λίαν απαραίτητο σε μας:
/η σιδεροδεσιά
έχει την πιο πλούσια σκουριά/καθώς σαπίζουν τα φύκια το χαμήλωμα του ήλιου βάφει τα νερά στο χρώμα του ιώδιου
οι βιολέττες που μαράθηκαν καθώς πέφτει το βράδυ γίνονται φεγγάρια
Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα, γλεύκος , που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή./Γεμάτα τα μαλλιά πευκοβελόνες η καρδιά ρετσίνι καθώς ανάσαινες πεύκο και καλοκαίρι.
Και έρωτα /Τρία σημεία θάλασσα δυο πρύμνες λικνίζονται χαριεντιζόμενες
καθώς τις μαστιγώνει το φως
σμιλεμένη μου στο μάρμαρο/ μέσα στην καταιγίδα
όλα γύρω ένας στρόβιλος
κι εμείς για μας
στο σημείο που ηρεμούσε/ήταν όμορφα
είχε αγάπη ήσυχη
μέσα στο στρόβιλο
Το έχουμε ξαναδεί αυτό. Αλλά ήθελα να πω πώς ανασαίνει το ήσυχο, από πού βλασταίνει η συναντίληψη με τα αναρίθμητα κάλλη στη σιγαλιά και τον ψίθυρο του ζέφυρου όταν στραφταλίζουν τα ζαφείρια στους μώλους
ησυχασμένη σιωπή
Έστεκε η μέρα ακίνητη πάνω απ’ τα νερά των ερωτευμένων τους στροβίλιζε γαλάζια θύελλα.
ήταν όμορφαείχε αγάπη ήσυχημέσα στο στρόβιλο./θέλω να πω πως η αντιστοιχία είναι εμφανής με την ήσυχη ομορφιά, αυτό συνεπώς μας πήγε στο νησί ,
γιατί όπου ομορφιά εκεί αγάπητων ησυχαστών
στρόβιλος ήταν ό,τι γεννούσε το κοβάλτιο και το χρυσάφι
παρά δήμον ονείρων
πάρος (ουδ., το ) είναι αυτό που παρουσιάζεται είναι η ουσία άνθρωπος, το Εόν
γιατί μόνο ο άνθρωπος απαντά στην κλήση του είναι, θα μπορούσε να είναι θαλάσσιος ποταμός
στην ήσυχη ομορφιάράγει
η καρδιά μου σαν γυαλί κι ο κόσμος εξεράγει
φοβερό πράγμα η ντοπιολαλιά ένταση συντομία συναίσθημα που σε αποσβολώνει
δες και δείγμα ήχου γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! “).
**
Εξαιρετική στιγμή σαν που ο έρωτας εμμένει στα καθεαυτό, ό,τι συμβαίνει στη κλίνη συνουσίας άπτεται το σώμα σε καλεί, η ερωμένη αφηγείται μακραίνει τις νύχτες του έρωτα η νύχτα αποκτά ένα επιπλέον χάδι, ερωτική απαιτητική λάγνα ασύδοτο κρεβάτι. Αγγίζονται τα λόγια σαν σώματα, κορμιά σε έλξη αφυπνιστική ,να πως αφηγούνται τους κεντάει ο έρωτας είναι δικό σου ,η αμφιβολία σου, όπως ταιριάζει όταν η επιθυμία συνταράζεται δε θέλει την ονείρωξη ποθεί τη διείσδυση, το δόσιμο, το πάθος στο κρεβάτι, όλο το πραγματικό, όλο μαζί. Σουΐτα για έρωτα σε δέκα νύχτες, χορεύοντας στου έρωτά τους ρυθμούς, κρασί τα χείλη μέθη το κορμί, η απορία πάντα ονειρευόταν και με ανοιχτά μάτια πόδια δεν ξέρω.
Χάθηκα μέσα σε ένα λευκό δάσος μασάω φύλλα σημύδας αφομοιώνω την ουσία του δάσους ,κλέβω δαδί ,το κάνω δάδα, ζήτω Ελλάδα. «Εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα» λέει μια αφρικανική παροιμία.
Το γράψιμο δεν είναι σκοπός, όχι για σένα, σε σένα, δεν υπάρχει γενική στη γραφή, μόνο δοτική, κι επίρρημα, σαν δαγκωματιά στο λαιμό. Η αγκαλιά σώζει δεν είναι πρόσχημα, η αγκαλιά έρωτα γεμάτη, βαθύ κρεβάτι. Μη φοβηθείς της νύχτας το μαύρο κύμα έρχεται να σε ρίξει στον έρωτα αποκαλυψιακά σε γδύνει απ’ το ψέμα σε δίνει σε σένα. Στο φιλί ένας κόσμος στα χείλη γραμμένος μελαχρινό πέλαγο καρποφόρα μελτέμια, γδύνει κορμί λύνει επιθυμία όλο το μελαψό γίνεται ηδονές, όπου γλείφει το μελτέμι ο πόθος ανάβει δεν έχει περιστροφές έχει στροφές χορευτικές μοτίβα θερμά ,αγάπες, με τις αύρες τις απαλές τράνταγμα σαν το νερό στο βάζο. Οι δρόμοι ολάνοιχτοι προς εσένα Οι ωκεανοί κατηφορικοί προς εσένα Μια ομορφιά πέρα από τα σγουρά κύματα.
Η αγάπη νησί , να γίνουν όλα θάλασσα με ψίθυρο που σπάει τζάμια, λαχταριστό νησί και γύρω του σε πολιορκία παραδίνονται αντιστεκόμενοι οι γνήσιοι εραστές.Έρωτα όσο κρατάει αυτό, δοσμένοι γιατί όσο είναι έξω είναι και μέσα μπορούμε να το πούμε αυτό, τίποτε άλλο, αυτό, για να μη σκορπίσουμε και σκορπιστούμε.
Συμφωνικό ποίημα πάνω στο Requiem του Ligeti
με ύπατη Συγκέντρωση υψόθεν σαν Μετάληψη. Άνοιξε τις Πύλες του Είναι γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! Χίλια ντέφια οπάλινα ματώσανε το λυκαυγές κι αιμορραγούσε μέλι και τριαντάφυλλο σαν το φιλί σου το φιλί σου που’χει τη φλούδα του ψημένου μήλου, η μελωδία φάλτσα σε τρυπά, πώς ξέχασα τα μάτια της ήταν γιατί το υποσχέθηκα και δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με θυμούνται τα μάτια της. Και υπάρχω. Αγκαλιές σε μέλλοντα ποιητικό.
Γαλάζια σιωπή Εγώ κι Εσύ! γυμνή κοιτάζεις τις φλόγες με όλο σου το σώμα.
Δεν μπορούν να γίνουν εδώ αυτά τα ευρωπαϊκά , έχουμε νευρικότητα δεν διαθέτουμε την απαραίτητη συγκέντρωση να κάνουμε κάτι με το συγκεκριμένο, γενικά στις μεγάλες συνθέσεις είμαστε απόντες, χώρα περιθωρίου. Αν κάποια στιγμή γίνει κάτι, θα είναι από τα απόνερα του τουρισμού .Το καινούργιο έρχεται τη στιγμή που το παλιό τελειώνει. Και το βλέπουμε να συμβαίνει αυτό τώρα, σε μας. Εδώ είναι η πηγή του νέου. Σε αυτήν την αναγκαιότητα.
Αλληλοκαταβροχθιζόμαστε σαν γνήσιοι εραστές που ποθούνται σφοδρά, σού΄ρχεται να χώσεις τη σπάτουλα και να τα βάψεις όλα γύρω σου καθώς βρέχει και ξεπλένει τον κόσμο ο θεός. Η Αστυπάλαια είναι μια άσπρη πεταλούδα μέσα στο γαλάζιο έτσι το σώμα του νερού που δεν παλεύεται συμπαγές, σαν αρχαίο νταμάρι, για τολμηρούς λατόμους ορυκτό χρώμα. Έχω μια αίσθηση από ένα φως θαλασσινό, σχεδόν σωματικό, μια πλημμύρα γλεύκος , που έχει κάτσει σαν στεφάνι στην ψυχή. Έχουμε τα αποτυπώματα, βαθουλώματα στην πέτρα, από τα γόνατα του ασκητή στα κράσπεδα του Άθω, γιατί έργο του είναι ο ίδιος.
Η διάθεση αλλάζει, κάποτε θα το βρει, και θα μείνει. Ο μονόλογος μέσα μας είναι ανεξάντλητος κι ασίγαστος ,νά που έγκειται η δύναμή του ,έλεγε ο Σελίν. Αφέσου,αφέσου στους ανέμους, δεν τους ακούς που σου χτενίζουν τα μαλλιά δε βουΐζουν στ’ αυτιά σου τα τραγούδια των ναυτών απ’ τα πέλαγα με το πλοίο στο χρώμα του μούστου;
Επανεγγράφονται μετά από κάθε ανάκληση. Αυτό είναι το στοιχείο όπου πετυχαίνει η ψυχανάλυση,εγκαθιστά το μνημονικό ίχνος,έτσι περιορίζει το τραύμα, εκεί όπου έχει γίνει παθολογία φυσικά, αλλιώς γίνεται λογοτεχνικός χώρος. Η εμπειρία ανάβει μόνη της το φως της, αυτό θέλει να πει, πως όσα και να μάθεις και ν’ ακούσεις ,χωρίς να πάθεις δε θα τα μάθεις τα δικά σου.
Θέλω ένα πεζογράφημα από καθημερινότητα, τα ασυνήθιστα, από εκεί που ζεις, διανθισμένο με φαντασία μύθο και όνειρο, σε κόκκινο και γαλάζιο. Κόκκινο της βουκαμβίλιας γαλάζιο κοβαλτίου. Κόκκινο, και στη μέση κενό, η πηγή των ήχων, δεν είναι ανάγκη να είναι τωρινό, η καθημερινότητα με το διαχρονικό της στοιχείο, θα το αφήσουμε να κολυμπάει σαν βάρκα. Για να μπορούν οι εραστές να πορεύονται οδό άνευ, κομματιάζοντας την ηδονή.
Ο αναγνώστης ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό του. Στο νησί Κέρος, πριν από 5.000 χρόνια η γη σκάφτηκε σε σχήμα κώνου,΄για να γυαλίζει στον ήλιο καλύφθηκε με χιλιάδες τόνους εισαγόμενης λευκής πέτρας, το 2018, οι ερευνητές, όταν κοίταξαν μέσα, ανακάλυψαν ένα περίτεχνο σύστημα αποχέτευσης. Χρονολογείται χίλια χρόνια πριν το αξιοθαύμαστο σύστημα αποχέτευσης της Κνωσού. Ο σκοπός του οικοδομήματος αυτού παραμένει άγνωστος.
Όταν το μοντέλο αργεί
Ακόμα είμαστε στη στροφή που πήρε
το δόρυ ,υπό διωγμό και μεταμόρφωση
μυρέλαιο στάχυς στεφάνι μυρτιάς
ανοιχτά της σελήνης
όστρακα θραύσματα και βότσαλα
Σαν σάρκες απλώνονται βουνά πλαγιαστές λαγόνες
μορφάζουν σαν πρόσωπα πόνου και εγκατάλειψης
Είδα το φάσμα τους να λέει:
ο θάνατος στριμμένο κέρατο οργώνει ξεοργώνει
Γιατί πως λάμνει δεν το’ ξερες ώσπου το είδες
Κατάστηθα σε χτύπησε η πίκρα στην αντηλιά
H Ευρυδίκη συνομιλούσε με τον άγγελο της δροσιάς
Της Κέρου άκρα κορυφή σαν των στηθειών της ρώγα
χυνόταν τα μαλλιά της στο γυαλί της θάλασσας
Ακροκέραμο η ομορφιά που είδα
από μοσχομηλιά από αντίκλαρο
Ο ήλιος σε δίσκο κερασμένο μήλο
Τι θα σήμαινε να μου παραδώσουν το σχήμα τους τα πράγματα
Τι θα σήμαινε να παρηγορηθούμε στη μορφή;
Γύρω από κενό κοχύλι στριφογυρνά η παρουσία.
*
Πέτρα διάφανο νερό , σαν κουκουνάρι αναφλέχτηκε η καρδιά. Κέρος Δήλος Πάτμος Τήνος, η Ιερή Κυκλάς
«Πάτμος».
«Ο Θεός είναι κοντά
Αν και είναι δύσκολο να Τον συλλάβεις-
αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος,
Εκεί αναδύεται και το σωτήριο.» Χαίλντερλιν
Δεν βλέπεις τον αέρα που περνά ανάμεσα στα φύλλα χαλκοράχη στα μαύρα του ήλιου σεντόνια καταμεσήμερο ώχρες στα βαρυχειμωνίτικα χωριά ώχρες κατεβασιές πέφτουν στον ποταμό με τις πηχτές λάσπες τη νύχτα χάνονται, οι άμαθοι χωριάτες. Μη τα σκαλίζεις, κάνε μια περιοδεία Από το Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε ανώτερης πρόζας, έγραφε πενήντα επιστολές την ημέρα, δεν υπάρχουν σβωλαράκια στα σοβαρά έργα.
Κι έσταξαν τα αρμυρίκια ένα τάληρο ρετσίνι και το αλάτι της θάλασσας μαύρο γέμισε η στάμνα δάκρυ κι ας είχε γινάτι
θέλω πικρό άγριο μέλι από γκρεμών τα χείλη κι εσένα στα περγιάλια στα κάστρα θα σε πάω να δεις τον ουρανό με τ άστρα
μυστικό κοχύλι την ανεβάζει κάθε νύχτα στον αφρό η ένταση περνάει στα χείλη αφήγηση από την αναδίπλωση της νύχτας σπασμένο ρόδι στο στόμα σου σάρκινο βελούδο.
Είμαι του νου σου ο πειρατής έλα μπες στο πειρατικό να σε πάω για ψαρικό να πιούμε το κρασί σε ασημόφεγγη κύλικα να πάρουμε το λουτρό μας στην ασάμινθο κύλικα
Τίποτε η νύχτα
‘Ω Αιγαίο, γιατί επιμένεις να λες πως είσαι γαλάζιο;
Τον ήλιο μαυλίζουν αλυκές κρέμεται σαν λινό ρούχο στο αρμυρίκι
μεθυσμένοι γύμνια ρουφώ το μύδι πεταλίδα στο βράχο
και πέρα η θάλασσα ώ νησιά μου ώ γλώσσα μου
Μες στο μυαλό μου μια αετοφωλιά σγουρή ασημένια μια ελιά
ψάχνει τόπο να σταθεί στο τοπίο με τα καψαλισμένα σπάρτα
αγκαλιασμένοι πετάμε πάνω από δάση έχει δυό μήλα της μηλιάς
ξινά και κόκκινα να με δοκιμάσει.
Έληξε ο χρόνος, το αμόνι από το ολοήμερο σφυροκόπημα κι αν καίει, καίει που με τον ήχο αυτό βγαίνουν ανδριάντες, η μεταφυσική αρχίζει με το θάνατο, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή γινόμαστε όλοι Άμλετ. Το εγώ σου σού κρύβει τα πάντα, πομφόλυγες για μένα που είμαι σνομπ.
Να, τι δίνει στην ποίηση το όνομά της, το αντίβαρο του θανάτου, σχεδόν αντίδοτο, Τη μόνη ζωή μας, Ύπαρξη, τη μαρτυρία της, με τη μορφή καλλιτεχνήματος, δε σταματάει εκεί, συνεχίζει χωρίς τελεία, ο συγγραφέας πάει για αθανασία, αν αντέξει το έργο του, ο φέρων οργανισμός κερδίζει ένα τάφο με πλάκα αρραγή που μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί, Εφτά ζωνάρια κρατάει το αίμα το λέει ο νόμος των ηθών εφτά γενιές μπορείς να κληρονομήσεις. Ο συγγραφέας, είπαμε, αθανατίζεται, στα κόκαλά του σπάνε τα δόντια του Κέρβερου, ό,τι ήταν χώμα ξαναγίνεται χώμα, το σώμα ήταν χώμα ίδια λέξη είναι άλλωστε το υπαινίσσεται αυτό ο μύθος του Υγίνου για τη μέριμνα.
Σε ότι μας αφορά λέγεται Νεοελληνικός πολιτισμός ξεκίνησε με το Έπος του Διγενή ,δηλ το Κλέφτικο Τραγούδι, είναι αυτό που σήκωσε την επανάσταση του 21,δεν μπορεί παρά να είναι σε ρήξη με το μεσαιωνικό ελληνισμό οπωσδήποτε είναι, δεν περνάμε αυτονοήτως, οφείλουμε να κάνουμε κτήμα το δικό μας χρόνο, και να δημιουργήσουμε χρόνο, χωρίς ιστορικότητα οι κοινωνίες είναι σκοτάδι σκέτο.
Ξαναπιάνουμε τον Όμηρο από την αρχή έτσι όπως εκδηλώθηκε στις ηρωικές φιγούρες και το ήθος τους το εικοσιένα. Εμείς είμαστε στον Νεοελληνικό πολιτισμό, που ακόμα δεν βρήκε τη μορφή του την ανάπτυξή του γιατί ανεκόπη από την υποδούλωσή μας στον ανατολίτη δυνάστη και από το σοκ του δυτικού παραδείγματος. Πλέουμε στους νεωτάτους χρόνους που έχει αναδείξει τον εσωτερικό εξατομικευμένο άνθρωπο στον οποίο μόλις και μετά βίας βαίνουμε. Αυτό μας τυραννά, ο ομαδισμός, παίρνουμε εικόνα και εαυτό από την ομάδα, η κοινότητα απωθεί μονίμως την κοινωνία, τον οργανωμένο δημιουργικό βίο. Κι αυτό μας κρατά βουτηγμένους σε προνόμια και συντεχνίες, ιδιοτέλεια σημαίνει μαρασμός, ώστε ο δημόσιος βίος να πολεμάται , και πολιτισμικά παραμένουμε ισχαιμικοί.
Το άγριο ρόδο είναι ήθος. Υπάρχει ποιότητα ηθική στο στίχο. Αισθητική ηθική. Η ομορφιά το υψηλό, είναι ήθος,στη βάση της αισθητικής είναι η Λογική. Στη βάση της λογικής η Ηθική. Κι όλα ένα. Υπάρχει το βέβηλο υπάρχει το ιερό. Στη τελευταία διάκριση κρίνεται το ποιόν μας. Η ποιότητα καθεαυτήν είναι ηθικού ποιού. Πρόσεχε την ηθική απελευθέρωση των τελευταίων πενήντα χρόνων τη χαλάρωση των ηθών το λύσιμο των καταναγκασμών. Αλλά και τους πολέμιούς της.Το πνεύμα παρατήρησε οξυδερκής μας διανοητής δεν φτάνει στα κάτω στρώματα όπως στα πυκνά δάση στην υπόρροφη χλωρίδα δεν φτάνει το φως.
Στα παγκόσμια πολιτισμικά δρώμενα δεν υπάρχουν πια νεωτεριστές όπως δεν υπάρχουν πια ρομαντικοί ή κλασικοί ή μπιτ ή πρωτοπορία ή σουρεαλιστές. Όλα αυτά κατέρρευσαν και είμαστε ενώπιον ενός ολισμού. Υπαγόμαστε εκόντες άκοντες στον Τεχνοθεό και τη θρησκεία του. Δεν έχει πια «μέλι το εκ πέτρης » -που είχε ο Μπουζιάνης και πήγε να το δει ο Καρούζος,- όπως έχει ωραία κεράσια στα χείλη κοριτσιών. Τρεχάτε ώ λόγια μου πικρά επί πτερύγων ανέμων του Π. τη γνώμη δεν τη σκιάζεις, Μασάγαμε φύλλα ταμπάκο κοιτάζαμε καπνά. Μαζί σου να πλαγιάσω λέει μέχρι ν’ αγιάσω. Ρομφαία μέσα σου ο κρίνος, γράφει ο Καρούζος ή έπρεπε να γράφει. Νίκο Καρούζο νύχτωσε Και τα τσούζω. Σε ξέστρωτο κρεβάτι, πετούσα πέτρες στο γιαλό,μάζευα αλάτι;
Χορεύοντας στην ακτή. Η δαντέλλα της παίζει με το ακρογιάλι. Αποθαλασσία ονομάζεται ο κυματισμός εκείνος που δεν οφείλεται σε καιρικά φαινόμενα στο χρόνο που παρατηρείται , αλλά σε άνεμο που έπνεε σε προηγούμενο χρόνο, ενίοτε και ημέρες πριν, ή σε άλλη περιοχή. Αποθαλασσία ή Ρέστια αλλά εγώ έχω Ορέστεια.
Να πάρω το μέλι απ’ τις σιωπές τους .Ν’ αφήσω ένα γρέζι στην αφήγηση τέτοιο που να κολλά στην ψυχή του αναγνώστη. Όχι παραμυθίες, ο αφύσικος ίσκιος του βουνού, καθώς πρωταγωνιστεί ο χώρος, τα πιο σταθερά αντικείμενα ως όχθες του χρόνου. Ο φόνος ως μία των καλών τεχνών. Ο θάνατος είναι καλλιτέχνης. Το καλλίτερο μέσα στον τάφο είναι ο νεκρός. Η ύψιστη ομορφιά το άρρητο κάλλος. Και τα κτερίσματα τόσα όσα ένα σώμα εν ζωή δεν φέρει.
Ο μηδενισμός δε βρήκε το μυθιστοριογράφο του εν Ελλάδι έναν Καμύ ας πούμε. Μας βγήκε το λάδι λογοπαίχτη η περιπέτεια ,μόνο σε κενές λέξεις κούφιες έξεις, τα κείμενα του έχουν την ίδια ρίζα, τα κλαδιά αυτού του δέντρου προσκρούουν στους τοίχους αυτού που θα μπορούσε να είναι σπίτι, του ανέστιου σπίτι κάτω από τα ηφαίστεια του αλκοόλ. Το φως είναι ένα ζώο που με καταδιώκει σαν όταν στου Ντουϊνο τους γκρεμούς πέφτει μαζί με τη Μπλανς των βράχων.
Όπως το όνειρο ολοκληρώνεται στην αφήγηση έτσι με τη σειρά της και η αφήγηση του συγγραφέα πριν το βιβλίο μπει στο ράφι της λογοτεχνίας περνάει από τα έντερα του αναγνώστη, για να τιμηθεί η γραφή του. Το ίνδαλμα δεν παραβιάζεται παραμένει στο ειδωλικό του βάθρο απρόσιτο απρόσβλητο αμόλυντο αβαρές αιωρούμενο αιθερία μορφή ,πλάσμα ονείρου, ιδέα μοναχή. Μέχρι να του πει: Είμαι η πόρνη σου!
Το βίωμα ανάβει μόνο του το φως του. Το φυσικό τοπίο ξετυλίγεται ως ψυχικό τοπίο, με όρους βιώματος έχει πάρει τις αποχρώσεις της νοσταλγίας της βίωσης της επιθυμίας, της λίμπιντο. Το όνειρο του κακού όπου θέλει πνεί ο Όμηρος χορεύει δεμένος με τις αλυσίδες του, τη σημασία δεν τη περιμένω από τον όποιον, που δεν την έχει και δε θα την αποκτήσει ποτέ. Εμείς έτσι γλεντάμε. Και δε ρωτάμε.
Μικρές Κυκλάδες μεγάλοι μπελάδες, μπαλκόνια που ανοίγονται στο πέλαγος κάτασπρα και μελαχρινά στήθη που θήλασαν τη νύχτα. Κόκκινο αχείλι κι έτοιμο να πυρώσει να πάρει φωτιά από ένα μάτι λαμπερό που το αιχμαλώτιζε η μαύρη άλως του σκοτεινού του έρωτα. Ό,τι πολεμάς, αρχίζεις και του μοιάζεις. Καλύτερα να γίνεις πειρατής Κατάρτια και πανιά σκαριά από λακαρισμένο ξύλο λάσκα οι αντένες όλα σε υπερέκθεση στο αζούρι, το φιλμ της παρθένας, χειρονομίες εκστατικές ωχρόλευκες φλόγες τα σώματα ,κάθετα το εκστατικό πάθος, μυστική φλόγα, όλα τ’ αρπάζει ,τα σηκώνει ψηλά. Μια γιρλάντα από φωτεινές στάλες στο γυρόλαιμα μυστικής θάλασσας αδιάρρηκτη διαφάνεια πελαγίτικη. Ντροπαλοσύνη. Ερύθημα. Η παρθένα κοκκινίζει γιατί είναι αγνοτέρα των αγρών. Ως παπαρούνα. Αυτό είναι η έπαρση να νομίζεις, κλινοπάλη στου κορμιού σου την κραιπάλη, κύστος στο κεφάλι.
Εδώ το μεσημέρι είναι μακρύ σαν οι μηροί και οι γάμπες της .Στη Σάλιαγκο πλάθεται το αλάτι σε κατωφερικό παλάτι. Μπαίνουμε στο σκάφος βγαίνουμε απ’ το λιμάνι σκίζονται οι ατάραχες επιφάνειες. . Εισέρχομαι στα άδυτα. Στο γυμνό φως.
Μπροστά και ψηλά κοίτα. Και θα τα δεις όλα. Στο κατάρτι του πόθου, κίτρινος πόθος του καλοκαιριού .Κι αν το πετύχω στη βαφή. Αν μπορείς κάνε κι εσύ θαύματα να σου χτίσω εκκλησιά κι όχι αναμασήματα χωρίς γόνιμο τίποτε, χωρίς νέα εικόνα, μακριά από ομορφιά κι αλήθεια, γνωστικισμός που είχε χαστουκίσει ο Πλωτίνος τι να μας πει σήμερα. Κράτα τον στα σεντούκια σου με τις ναφθαλίνες δεν’ ενδιαφέρουν αυτοί οι σωβινισμοί, είναι για νήπια της σκέψης. Δεν είμαι ερτ. Ούτε δάσκαλος. Χαστούκια μοιράζω. Ραπίζω τα βλέμματα. Όπως με ραπίζουν εμένα καμπύλες αθεόφοβες.
Παρατηρώντας το μπλε κοβαλτίου. Όνειρο στο καφασωτό. Χρυσαφί. Στη ΣανταΚρούζ θάλασσα απτή σαν γυναίκα στο χάδι. Για άλλο λόγο κάθε φορά μια άλλη σημασία στο ρήμα. Δίχτυ κορμί αλίευμα η αγάπη. Σαν πέσει η νύχτα τα κάλλη σου δείχτα. Να σου στείλω λίγο ηλιόσπορο καθώς θα οργώνεις τη θάλασσα να σπείρεις φωτιά στο γαλάζιο κορμί σου. Όπως το έγραψες στην ούγια του μεσημβρινού με αλάτι και άμμο στιχάκι στο κορμί σου το φτιαγμένο από αχάτη. Καράβια είναι οι ψυχές βάσανα φορτωμένες φιλί και φιλί από τα ίδια χείλη μετά το ψιλόβροχο, μυρουδιές ανήκουστες. τα ρόδα αστράφτουν η τριανταφυλλιά έγκλημα κατακόκκινο. Στις ακτές σου τα ρόδα είναι άμμος αλάτι κύμα κι εσύ στου Γιούνη τη βεράντα να σε ξεκαλοκαιριάζω .
Η μέρα φεύγει η εικόνα μένει. Υδάτινη σάγκα στην πατρίδα. Είναι δουλεμένο με μάρμαρο που τώρα έχει γίνει σκόνη. Έμεινες εσύ όμως το πιο πολύτιμο.
Να σε φωτίσουν τα ηλιοτρόπια μου
Πέφτει νύχτα του θεού Χρυσάφι και χρυσάφι Και το γαλάζιο πάνω στα φύλλα
Εγώ είμαι από δω Από εκεί εσύ Να σε χαϊδεύει το κύμα Να ζηλεύω
Πάρε μια γεύση από αθάνατο νερό Η θάλασσα πίσω απ’ τις βλεφαρίδες σου κλειδώνει
Η ηδονή σου ξεκλειδώνει
Τον κόσμο
Καθώς Το νερό απόσταγμα από της καταιγίδας τα μαλλιά
Στο τσακ του κόκκινου γεννιέται το πράσινο
Σκάει ο τζίτζικας απ’ το κουκούλι του χλωρός , θα κελαηδήσει πράσινο φύλλο.
Σκίζεται το γαλάζιο Ανατριχιάζει ο άνεμος Ριγεί η ράχη της θάλασσας
Στ’ αυλάκι του κορμιού σου χύνεται όλο το μέλι Μαυλίζει τις γλώσσες
Σαν τη μαλάγρα
Που αφιονίζει τα ψάρια και δαγκώνουν το αγκίστρι
Το νερό ,ειδικά το θαλασσινό, είναι λυρισμός αυτό κρατά το λα
της σκοτεινής θαλάσσης μουσική το θα
ανασπάω πρύμνη για να σε δω στην πλώρη
Σώμα που γλείφει η αρμύρα βελούδινο δίχαλο στο μυχό ρίγος της γλώσσας
στη μέθη του καλοκαιριού κύμα το φιλί ώσπου η ακτή να υγρανθεί
η πόλις εάλω κι εμείς ξεςάλω
Να σε ντύνει η δαντέλα της να σε γδύνει αγωνία του μπλε
Στο περβάζι του το νησί έδεσε θέρος τον πόθομιλιταρισμός του θήλεος μυχού, κολπίσκοι απάνεμα θαλασσοσπηλιές, στενά του πόθου, αλός σχισμές.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Το ύστατο εσώρουχο σου κρέμεται στον ιστό ψηλά πολύχρυσος ύμνος στον ήλιο. Κι εγώ στο κατάστρωμα. Σε έχω γυναίκα λάφυρο του καλοκαιριού τρυγώ των μηρών σου την αρμύρα κολυμπάν στο αίμα αμαρτίες του έρωτα το μύδι γλίχεται, σχισμές στο ροδάκινο ,η αμαρτία τα κάνει όλα ,το βέβηλο αλλιώς δε βρίσκει της αρμονικής τ’ αχνάρι κι ο έρωτας ‘πομένει στέρφος
Τον έπιασε θάλασσα ναυτία στον έρωτά της αυτό έπαθε, θαλασσοδάρθηκε στην αγκαλιά της τον έγλειψαν οι χίλιες γλώσσες της αρμύρας “Άλλος τρόπος από το σώμα δεν υπάρχει” έλεγε ο ψυχίατρος.
Μέσα στο στίχο χτυπάει η φλέβα του ποιητή ,η ζώσα πνοή. Στροβιλισμός των ΄δέντρων γυμνώνει τα κλαδιά τους, γεμίζουν τα λούκια χρυσάφι , στο βάλς των κίτρινων φύλλων θορυβώδες το βήμα των εραστών σκεπάζει το χτυποκάρδι τους.
Είναι η αιμορραγία των λέξεων το πεδινό βήμα και επί των υδάτων. Ανασκαμμένοι όχτοι Νήσος θα πεί στερέωμα μετά από πολυήμερη κωπηλασία στα πελάγη. Αγαπώ το χώμα που ονειρεύεται το ύψος. Τα παιδιά της Ίσιδος , δεν μπορείς να σηκώσεις τον πέπλο της όπως εγώ τον ποδόγυρό σου.
Στην ακροποταμιά των λέξεων βρέχω τη γλώσσα μου, ακούω ,ακούω τον κόσμο σου. Ακούω τον ήχο της αποδερματισμένης πέτρας σου. Αγάπη στο μεταίχμιο, γη ουρανός θάλασσα, σε μια μουσική δεμένα , λύνεις την κορδέλα δίνεσαι μαλλιά λυμένα.
Ήταν ρόδο η αυγή μέσα στο αίμα άλικο έσκιζε τη νύχτα, ήταν αβρό ήταν αύρα ρόδινη συμφορά το λουλούδι ξεπάγιασε ή το μάρμαρο άνθισε;
ανάβουμε με κληματόβεργες φωτιές στην άμμο ,το κύμα ριγεί στο βλέμμα μαρμαρυγή στενάζουν τ αλίκτυπα βράχια ανάστα η ακτή εμείς εννεοί
ήγγικε η βασιλεία των οργασμών των ταραγμών στη στεριά κι η τρικυμία δε σ’ αφήνει σε δένει σε λύνει σε έχω το σώμα σου κατέχω στη θαλασσοταραχή σου εξέχω λάμνοντας στο κορμί σου
τα χέρια πριμάτσες έρωτα δένουν ταράζουν τη θάλασσα σου σχίζονται τα ύδατα σε πάω στα ύφαλα γίνεσαι η πλατυτέρα των βυθών τρυγώ τα βένθη σου ρίχνω το φιλί μου στην ψυχή σου αντλώ νερό που ξεδιψά
πηδώ επί του τόπου, μια τούφα ,γενετήσια φύση ,θηλυκό , η άμμος σώμα μυστικόκι εσβήστηκε η γραφή Μπες μες στους κρόκους τρύγα ανθρώπους, γι αυτό λέμε την κροκόπεπλη αυγή
να σου πιάσω το ζουμερό πορτοκάλι σου στη θηλυκή σου μεριά να σ ανέβω εκεί που σ έπιασε η βροχή
ανατριχιάζεις ριγεί το κορμί οργάς
στα κοφτερά βράχια σκίζεται το κύμα σε τυλίγει αφρός θυμός από στίχο του αρχίλοχου αγριεμένη θάλασσα γύρω απ’ το καράβι
κάτω απ’ τη βροχή το σώμα σου γόνιμο χώμα μια καράβι μια αλέτρι
στέρφα να’σαι άγρια του βουνού στ ακροθαλάσσι δαγκώνω κορόμηλο ξινό σαν άγουρο σταφύλι αγριοκάτσικο γλείφει τους ασβετωμένους τοίχους για λίγο αλάτι θάλασσας και δίνεται στον οίστρο
εκεί έξω από ερείπια του αρχαίου ναού μαύρο στίγμα ιερό θύμα σ ερωτικό βωμό
άνεμος βουΐζει στις κρύπτες αυτό είναι το άγριο πνεύμα που σε σηκώνει στον αέρα οι ιερόδουλες το γνώριζαν, το μεταφυσικό πάντα είναι το αυτονόητο
οι παρθένες ξεπλένουν το ξόανο της θεάς στα φαληρικά δέλτα
**
Το μυστικό είναι ακόμα αρχαίο όπως και τα σύμβολα. Η ύπαρξη κομματιάζεται. Στην τελετή της ζωής. Στην τέλεση της ύπαρξης ο θεωρός τελείται τελεσιουργείται. Κι η γλώσσα Βουτά το καλαμόφτερο της και στους αχινούς.Με το χυμό αυτό όλη η ουσία των θαλάσσιων όντων ξεβράζεται στην ακτή της σελίδας. Το ον μας φωτίζει με γνήσιο σκοτάδι. Έπεσε αιωνιότητα στη μέρα μας, το μαύρο λέπι της νύχτας. Να σε πάρουν οι ακτίνες στο λίκνο τους κι εκεί να σε κοιμίσουν μες το χρυσάφι όνειρο.
Του ήλιου ζοφερό τρυγάς σταφύλι αναδεύτηκαν οι θησαυροί του κόσμου ,σείστηκε η χαίτη σκόρπισαν επιθυμίες και αρώματα. Στις αλατόπετρες τα κοριτσόπουλα κρέμασαν τα πορτοκαλί μαγιό τους στ αρμυρίκια που κάρπισαν σαν πορτοκαλιές κι άνθισαν ήλιους. Ρουφάνε πεταλίδες κι αχινό και το στόμα τους γίνεται αλμυρό για το φιλί το φιλί σου.
Στις καμάρες του νησιού ένα κυμάτιο φως, κέντημα στη φτέρνα η σαϊτιά κινούνται και τα σπίτια ,τα σηκώνουν τα πανιά στο ελαφρύ τους λευκό/όπως κινούνται στη στέγη των σπιτιών τα περιστέρια, έτσι πετάνε και οι φρεγάτες πάνω στο κύμα. Σαν πέρασα την Άγια Πύλη με συνοδεία απλόχερη /λευκή αχιβάδα χωμένη μες στο γαλάζιο και στον αφρό/
η πένα χτυπάει στην ψυχή χορδή μυστική, θάλασσά μου κοβάλτιο κι αψέντι χάνω το μυαλό μου σε βρίσκω στο πλευρό μου. Αυτό το επίγραμμα: «Πάντα να παρατηρείς πού έγινε η σφαγή. Γιατί ο καμβάς τεντωμένο δέρμα της χώρας είναι, κι από το κορμί μας.» Για την Ασάμινθο Κύλικα.
πώς τον λεν τον ποταμό; Δίψα τον λένε ισοδιψής με τις καρδιές μας. Με τις εικόνες σε ροή αναταράζει το ψυχικό μας /κοιτάω το κύμα κάθε ένα σε θυμιζει /έλα σαν κύμα
Όταν λέει εν πάντα το είναι με την απουσία του φανερώνει τη φτιάξιά του πώς ως είναι τε και μη είναι ταυτόν ως ένα άγνωστο της φανέρωσης . Πάνω από το χάσμα ανέπνεε η προφήτιδα την ιερότητα/Το φιλί δίνεται πάνω από το χάσμα. Εκεί που αιωρούνται οι εραστές. Αυτό είναι δυσβάστακτο για τους αναχωρητές. Τους στεναχωρεί το φιλί.
Με το μπόλι τη ρωγμή πληγή το δέντρο από άγριο γίνεται ήμερο καλλιεργημένο αυτό κάνει η τέχνη στο κάμβιο/
Στα χείλη σου αναπαύεται η αγάπη Ο άνεμος παύει/Η αγκαλιά πονάει. Όσο πιο πολύ αγκαλιάζει τόσο πιο πολύ πονάει. Ο μύθος δεν είναι κάποιος που δεν γνωρίζει το δρόμο του ούτε ανήξερος/
Θροΐζουν οι βελανιδιές σαστισμένος ο άνεμος σκορπάει τις προφητείες του.
Οι ναϊάδες σκιρτούν αστροπελέκι έρωτας Σε ένα καρνάγιο ένα μυστικό.
Η ύπαρξη δεν γνωρίζει τίποτε για την ανυπαρξία και η ανυπαρξία τίποτε για την ύπαρξη. Κι όμως είναι ένα.
Στέκονταν η ψυχή σαν ξωκλήσι σε Ακρωτήρι, και το πέλαγος τη μια του έριχνε το κύμα σαν μαστίγιο την άλλη σαν χάδι. Παφλασμός γαληνός, φλοίσβος, και την άλλη τυφώνας. Μας τύλιξε γαλάζιο χρυσάφι. Και σιωπή και άφατο. Ένα τραγούδι που ακουγόταν μακριά τσίμπησε την ψυχή μας με τη μελαγχολία του. Και τη νύχτα του.
Η αγάπη σου πυράκανθος Είναι ωραίο που το ζώνει θάλασσα από τις δύο πλευρές. Μου θυμίζει πως σε αγκαλιάζω. Σου στέλνω αγαποβότανο. Με το αστέρι στο χέρι Σου να τα κάνεις και τα δυό είσαι ξεναγός καλή, ξέρω από μένα που ναυάγησα πάνω σου, κάν’ το με τρόπο που σε ενθουσιάζει αφού θα σε περιέχει, είναι αυτονόητα ενδιαφέρον θα έχει κάτι από την ενέργειά σου και νομίζω ότι το χρειάζεσαι ξανασκέψου το, μπες στα πράγματα
/η νύχτα γλυκά μας σταυρώνει/τα αδέσποτα κορίτσια που κρύβουν το σύννεφο στην τσέπη του πρωϊνού και τον άσο στο μανίκι της μέρας/
Από το παράθυρό μας πέρναγε το καλοκαίρι τύφλα μες στο μεσημέρι εμείς, φύσαγε στο στενό το αγέρι ,πάφλαζε το κοβάλτιο στου κάστρου τα τειχιά, χρύσιζε στη φοντάνα ο ανεμοδείχτης, με ξεναγούσες στα σωθικά της μεσοχώρας ,τα βελουδένια φτερά της πορφυρωμένης βουκαμβίλιας σκιρτούσαν. Αγάπη πού έχεις τα μετόχια; και σφάδαζε ο μικρός θεός
Αγάπη πού έχεις τα Μετόχια; Τί σφάδαζε ο μικρός θεός. Αυτό το λεπτό βάθος ,είναι όλη η ουσία του νησιού και για τα περαιτέρω. Αυτό που παίρνει απ το στενό σου πέρασμα όπου θροΐζει ένα λευκό φουστάνι με πράσινο σμαράγδι στο στήθος.
Γαλάζια σύνεση στο φιλί σου της Κέρου αγκάλες . Κέρος χερουβική κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια, στην αγκαλιά των Σεραφείμ σεραφικά γαλάζια, τα παιδιά θηλάζουν κοβάλτια/
Στρογγυλοποίηση και λείανση, το επέβαλλαν αυτό οι μέθοδοι και τα εργαλεία κατεργασίας, έχει απαιτητικό το απτό, το άγγιγμα με φτερό, απαιτητό λείο τορνευτό σαν στήθος σαν γλουτοί, όρχηση και ορφικό μυστήριο. Να τη βρεις μες στη γιορτή, Πάτμος Τήνος Δήλος αποκαλύψεων. «Η θεραπεία για όλα είναι αλμυρό νερό: ιδρώτας, δάκρυα, ή η θάλασσα.» Karen Blixen
/ένα μαβί μια τρυφερότητα που σ αφήνει άφωνο κυρίως για τη διπλή διάθλαση οι ευεργετικές σταγόνες της βροχής για τη βιόλα, θολώνουν το βλέμμα όραση του σπιτιού, όμως ο δόλος είναι σε μας/ποίηση σφυρίζει μέσα σ αυτή τη ραχοκοκαλιά/
Καθώς περνάει μια νύχτα από πάνω της η σελίδα είναι έτοιμη να ξαναγραφτεί στο φως της μέρας, η ποίηση γράφεται με στροφές κι αυτό είναι εύστροφο στις σκιές των ασβεστωμένων τοίχων βολτάρει΄ στίχος ερωτικός κορίτσι του Εμπειρίκου, σκιά κυκλαδίτικου ασβεστωμένου τοίχου κορίτσι στίχος ερωτικός το κορμί της κιθάρα, ήχος πνιχτός λυγμός, κρεμάς το λινό σου ρούχο στο αρμυρίκι σημαία των καημών σου
Άν δεν αιφνιδιαστεί από μιά έλλειψη ζωής πώς θα σταθεί με δέος να γράψει αυτό που είδε. Έχει ένα πλεόνασμα αισθήσεις ο συγγραφέας.Το ακινητοποιημένο πρόσωπο του θανάτου,δεν είναι μόνον αφημία,νά!του πέφτει ο στυλός!(στις 24,12.ο2). Ενώ είχα υποχρέωση να μετρήσω το συγγραφικό χρόνο, καθυστέρησα την πλησίαση των νεωτέρων,όπου θα εύρισκα το νήμα. Γιατί δε γίνεται να πλησιάσουμε το μυστικό εαυτό μας έξω από τον τρόπο που ιστορίστηκε η εσωτερική ζωή από τους συγγραφείς μας του περασμένου αιώνα. Τους παραμελήσαμε, πιστεύοντας κακώς σε κάποια πράγματα εξώφθαλμα ξώπετσα και επηρμένα.Η αλήθεια όμως είναι πως ετούτοι είχαν υψώσει τη στάθμη της τέχνης μας .Και να φανταστεί κανείς πόσοι αμελέτητοι στέκουν και μόνοι,παρά τη βαθιά αξία και σημασία. Πώς να το πείς; Περικλείουν ένα πολύτιμο χρόνο,πολύτιμη περιπέτεια συγγραφής,πολύτιμη γλώσσα και νόημα. Ανακαλύπτεις βέβαια και τούτο το σημαντικό,πως κινήθηκαν απαράλλακτα γύρω από σύμβολα που πολλές φορές σκόνταψες πάνω τους.Αυτό που μπορεί να ονομαστεί κάπως προβληματισμός,έγνοια της ύπαρξης,είναι ένα πέρασμα μέσα απ το οποίο μόχθησαν να διαβούν και εκείνοι,αυτό τους κάνει σημαντικούς.Πώς λοιπόν τους έχουν συκοφαντήσει τόσο; Ίσως θα πρέπει να ψάξω βαθύτερα να βρώ γιατί δεν μας αρκούν οι συγγραφείς μας όταν ίσα-ίσα είμαστε εμείς που οφείλουμε να αρθούμε στο ύψος τους. Μήπως είναι συκοφαντημένοι γι αυτό ακριβώς από τους λεγόμενους προοδευτικούς;Το λεγόμενο και συβιβάστηκαν;Μέσα στο μεγάλο διχασμό δεν θα έπρεπε να προφυλλαχτούν;Εδώ χρειάζομαι κάποιες πληροφορίες ,κάποιο βιοεργογραφικό τους ,κάποια συμφραζόμενα του πνευματικού κλίματος,άν και το ουσιαστικό στοιχείο είναι η πνευματική ανεπάρκεια,ανεπάρκεια που πάει βαθιά και τώρα,όπου βλέπουμε δα ποιοί προωθούνται ή ποιοί ποδηγετούν,άν και οι μεγάλες αξίες πάντα βρίσκουν δρόμο να περάσουν με το σπαθί τους. Διαφαίνονται πιά κάποιες ελπίδες,κάποιος τόνος πνευματικής χειραφέτησης;Διαφαίνονται; Το ζήτημα είναι να βρώ χρόνο να αναπληρώσω τις ελλείψεις και να μπορέσω να μιλήσω γι αυτούς εδώ.Τους χρειάζομαι όσο ποτέ άλλοτε,με όλη τους την προσπάθεια. Δεν ήταν επαρχιώτες ,είναι η γλώσσα μας που μας δείχνει τέτοιους ,ο πειρορισμός σε κοινό. Και οι καλλίτεροι τους που δε θέλησαν να συμβαδίσουν με κινήματα του συρμού ,παραγκωνίστηκαν και γι αυτό.Και βέβαια δεν ήταν από αλλαζωνεία,αλλά από εντιμότητα κι αξιοπρέπεια.Γνώριζαν καλά το διεθνή χώρο,κατείχαν γλώσσες κι όμως αρκέστηκαν στην ελλαδική φήμη τους,δεν φιλοδόξησαν να προωθήσουν παραπέρα το έργο τους.(Με αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμελήσουμε τα εμπόδια όπου σκόνταψαν κι ίσως αυτά μας ανοίγουν δρόμους σαν εκείνο που περιγράφει η φράση:¨Αν δεν είχαμε χαθεί δεν θα είχαμε σωθεί). * Είναι η μικροαστική διάλυση της Αθήνας που δεν άφηνε να παραχθεί κάτι έντονο και αδρότερο; Είναι η ίδια μικροαστική διάλυση που στοιχειώνει και την ανάπτυξη του ίδιου του συγγραφέα για βλέψεις μακροπνοότερης σύνθεσης; Ο ήρωας για παράδειγμα εδώ κινείται χωρίς όνομα και εξωτερικά χαρακτηριστικά ,λές και έχει μόνο εσωτερική φωνή, και βέβαια αρχίζει τη μυθιστορηματική του ζωή άσχετος και εκεί καταλήγει δηλ χωρίς σχέσεις κι απρόοπτος.Βέβαια δηλώνει ρητά ότι δε θέλει να μυθιστορήσει ή να λογοτεχνήσει ,μα αυτό θέλει όμως να είναι. Θάλεγα πως είναι μιά μικρή τομή σε ένα συνοικιακό χώρο και χρόνο μικροαστικής διάλυσης της τότε μισοεπαρχιακής Νεαπόλεως π.χ. Ο άνεμος της ζωής της μικροαστικής Αθήνας της εποχής τόσο επιτρέπει; Δε λέω πως δεν έχει ποίηση,όμως τούτοι οι συγγραφείς κάπως δεν πάτησαν σωστά τα συμφραζόμενα του καιρού τους ίσως. * Θέλω να πω πως είναι ο δυναμικός και φουριόζος Ζορμπάς που κερδίζει γιατί δίνει ένα αρχέτυπο Έλληνα.Ήρωα που ο αναγνώστης με ευχέρεια κάνει δικό του και ταυτίζεται.Εδώ μέσα όμως έξω από μια υποβλητικότητα το έργο τον εγκαταλείπει τον αναγνώστη, τον κοινό αναγνώστη ,αυτόν που χρειάζεται τον καθρέφτη του αρχετυπικού για να ταυτιστεί και να αισιοδοξήσει. ΑΡΓΩ-(πριν αντιστίξει με πλού αεροστάτου ,ο Εμπειρίκος) (metaphy 3 δεν έχει απλά είναι αλλά είναι είναι ένα εκρηκτικό είναι) Η Μόρφω αντιρροπεί ως άλλη Μήδεια ;Καταφεύγει σε μια ξένη ,μιά Αία; Ποιό σχισμό υπαινίσσεται ; Την μετανάστιδα ψυχή μας την αγίνωτη; Τον ανέφικτο έρωτά μας,την άπιαστη αγάπη,την απάρνηση της πατρίδας ;Το ά-νοστον; Ή να πούμε ότι επέστρεψε στον τόπο του το μόρφωμα που έπλασε η νεωτερική μας φαντασία; Γιατί εν τέλει ο Σκυριανός βρίσκει τη Φόνισσα και το βλέμμα του εκεί πλαντάζει: κάνε το χρέος σου. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΕΜΙΣΕ ΓΑΛΗΝΗ; _____________________ Αργώ όπως Άργυρος όπως Άργος όπως Αργυρή Σχεδία ,χιλιόμματος Άργος και ξέφωτο.Εκεί που συναντάμε θεό.Μάς νίκησε ένας άλλος θεός ,το άλλο του θεού .Αντίθεο; Ο διχασμός; Διχασμός κυρίως πνεύματος, η πάλη στα σπλάχνα του νεώτερου Έλληνα που δε βρίσκει την αθανασία του,δεν αθανατίζεται,όσο κι άν τον προειδοποιούν μεγάλοι του μύστες οι συγγραφείς του ,εκείνοι που κατενόησαν και πολεμήθηκαν. (Ξύλινα λουλούδια σιδερένιος αφρός γύρω από πέτρινο νερό). Βέβαια το σύμβολο,ο πρωταγωνιστής ,είναι η Αργώ.Αυτή η ακατάλυτη σχεδία του Έλληνα. Κι όμως αυτή η Αργώ πέρασε τις μεγάλες συμπληγάδες και αυτή τη φορά ο Δούρειος Ίππος ήταν ο διχασμός πού έκαψε τη Σμύρνη. Μέσα από αυτή τη φωτιά και την τέφρα της … * Σήμερα θα διαβάσουμε την αδυναμία του Έλληνα εκείνων των χρόνων να ερωτευτεί και ν’ αγαπήσει από το ύψος της δικιάς μας ανημπόριας, που η εγκατάλειψη του Έλληνα είναι βαθύτερη,κι ο διχασμός του έχει άλλες προτεραιότητες . Γιατί η έλλειψη του καιρού μας δεν έχει συμπτωματικές αιτίες δεν αφορά χωρικά ύδατα,είναι η συρρίκνωση του πλανήτη και η πύκνωση που κάνει πρωτάκουστα κάποια φαινόμενα.Πάσχουμε μειώσεις και απαξιώσεις πιεστικές που αφανίζουν τον αέρα,τον ήλιο,το χώρο,το χρόνο,εν ολίγοις καθιστούν αβίωτο τον κόσμο,θίγουν την υλική βάση στη βαθύτερη ιερή της ουσία,και για πνεύμα ούτε λόγος να γίνεται έχει πληγεί βαθιά η ίδια η ρίζα της ζωής παρότι ο άνθρωπος έχει κερδήσει ως άτομο άλλου είδους μοίρα.
Θάλεγε κανείς πως ο συγγραφέας κινείται σε μια ποιητική εξύψωση του στίχου του Κήτς, πάνω στην υποβλητική του μουσικότητα. Και όντως δίνει αρκετές σελίδες που απηχούν τον τόνο του ποιητή,εικόνες της Αθήνας κυρίως αν και σε ύφος δρυάδος. Όμως και εδώ οι χαρακτήρες είναι αβαθείς.Ίσως δεν ενδιαφέρουν το συγγραφέα.Δεν το ξέρω.Κυρίως δεν βλέπουμε τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών.Γιατί; Μήπως επειδή οι Έλληνες δεν έχουμε ατομικό χαρακτήρα;Μήπως κινήθηκαν εκείνα τα χρόνια όπως και άλλα δυνάμεων υπεράνω,στις δίνες του χρόνου με τον οποίο εκείνος στάθηκε ένας απόμακρος; Κι η κοσμοχαλασιά του αιώνα που πέρασε πώς θα εξηγηθεί έστω της μικρής Ελλάδας;Ποιοί πήραν την ιστορία πάνω τους ,πώς; Άν δε μάθουμε γι αυτά τα πράγματα από τους συγγραφείς που κρατήσανε την πένα τους σα χειρουργικό νυστέρι της εποχής τους ,τότε από ποιούς; Ζητάμε τον ψυχισμό που οδήγησε την Ελλάδα σε ένα τόσο βαθύ σχισμό, όπου τυφλώθηκε ο άνθρωπός της.Εκεί πάσχουμε ,στις βαθιές τομές και τη ματιά που αγκαλιάζει τα δρώμενα ,με χαρακτήρες που επωμίζονται το έργο,όπως θέλει να το στήσει και όπως οφείλει ο δημιουργικός συγγραφέας. Αυτός που είναι τόπος φανερωτικός με το κοινωνικό μυθιστόρήμα. Τί χρόνο είχαν τούτοι οι ήρωες ; Πώς να ερμηνέψουμε τον άνθρωπο που κληρονομήσαμε και τί μάς άφησε ,που οφείλουμε να το ξέρουμε για να μάθουμε κι εμείς ποιοί είμαστε; Είναι ερωτήματα στα οποία με ανοίγουν τούτοι οι συγγραφείς με τους οποίους πιάνω κουβέντα. Γιατί θέλω μέσα από το χτίσιμο του λόγου του Έλληνα των δυό τελευταίων αιώνων να συναντήσω κάποια άλλα αινίγματα της τέχνης μας.Και εννοώ τη μεγάλη απαξίωση της γραφής της ελληνίδας και γιατί συμβαίνει να λοξοκοιτάμε τόσο πολύ χωρίς να μελετάμε όσο τους αξίζει τα δικά μας. Κι ακόμα οφείλω να αναπτύξω τη ματιά μου στο συγγραφικό μας γίγνεσθαι ,παίρνοντας από τούτα τα πολύπλεχτα νήματα αρχές σε γλώσσα,μύθο,σκέψη,προοπτική και πνευματικό ζήτημα.Επειδή επιπλέον είναι και υπόθεση καρδιάς,άν δεν είναι ένας αέρας ,μιά ποίηση που έχει να κάνει με το ανείπωτο που μόνο η γλώσσα φέρει.Την άλλη μουσική του βάθους. * ….immortal bird ” σελ.88 Χαρά της ζωής .Που τη βλέπει και τη δικαιώνει ο ποιητής κινούμενος με λέμβο θάνατο.Κινούμενος με καρδιά που πάσχει,καρδιά τσακισμένη έως θανάτου.Ξέρει όμως αυτή η καρδιά να αγαπήσει,να διαπεράσει με το μυστικό του στίχου τον κόσμο της αγάπης. Ξέρει να στάξει δυνατό ποτό έρωτα και αθανασίας γιατί ο ποιητής έχει αθάνατη ψυχή .Μελετώντας θάνατο πάει τον κόσμο πέρα από το θάνατο.Με τα φτερά του πνεύματός του οδηγεί ένα κόσμο,οδηγεί τη ζωή της χαράς στη χαρά της ζωής.Ατόφιος κι αγέρωχος ,ελευθερωμένος από αναγκασμούς του φθαρτού ,αναστρέφεται το βαθύ θαύμα του απέραντου,η διαίσθησή του τρυπά το άδειο του κόσμου για να μπεί ο άνεμος του θεού.Κοιτώντας τον κόσμο από τη δαιμονία περιοχή βλέπει ομιλεί την ουσία,την ομορφιά που τον συνάρπαξε προς την αλήθεια.Αισθάνεται το αθάνατο που πετάει πέρα από το πρόσκαιρο και το λέει παμβέβαιος συνομιλητής ιεροφάντης νοήματος. * Και για να το πούμε αλλιώς αρκεί και μόνη η αθανασία των στίχων του,αυτή η μόνιμη δόξα. “Thou wast not born for death ,immortal bird..” Δίνει ένα τόνο αθανασίας σε τούτη τη ζωή:Ζήσε είσαι αθάνατος,αθάνατος όπως ο ήρωας ενός μυθιστορήματος κι αληθινός όσο αυτός.Γιατί όσο κι άν πεθαίνουν οι ήρωες σε όλες τις τραγωδίες του κόσμου πεθαίνουν αθάνατοι,αποθεωμένοι. Τα αθάνατα λόγια του ποιητή,αυτή η διαφάνεια φωτός είναι ένα πέρασμα μοίρα του ανθρώπου κάτω από το αδιανόητο.Οι ιερείς του Διονύσου ,ηθοποιοί πίσω από τη μάσκα του θεού ,δανείζουν τη φωνή τους σε στίχους αθάνατους,οικουμενικούς.Στο φόντο του μύθου η σιλουέτα τους γράφει ,λέει τα μεγάλα γράμματα,ρήματα κόσμου,που δονούν το δοχείο σώμα στο αντηχείο σύμπαν.
Εκεί στην κοιλάδα της Επιδαύρου ,κοιλάδα καθάρσεως και ποίησης των αιώνων εν μέσω πεύκων και ελαιών όπου σώματα πάλλουν σε τόνους αθανασίας .Φώς εκ φωτός στην απεραντωσύνη του αινίγματος ,”εσύ δε γεννήθηκες για θάνατο,αθάνατο πουλί¨.. όπως έγραψε ο νέος ποιητής ωραίος σα θεός και που το όνομά του γράφτηκε πάνω στο νερό.
(Σεπτεμβριάτικη πανσέληνος η φλόγα του σκεπτικισμού κατακαίει τα σπλάχνα)
Άκου το κύμα ,άκου το χρόνο που κυλάει στην καρδιά σου ,αθάνατη η ροή ,αυτή η μέρα είναι αθάνατη να το θυμάσαι.Να θυμάσαι που βάδισες σα θεά σε τούτα τα μάρμαρα των αθανάτων.Κοίτα το κύμα της φωνής σου πώς αντηχεί ανεβαίνοντας παφλάζοντας τις κερκίδες πώς πλέχεται στο μετασχημαστιστή τούτο από μάρμαρο στόμα ανοιχτό σε δέηση ενώπιο του δέους του ουρανού. Κοσμογυριστή του αινίγματος ,αθάνατο πουλί,ώ αθάνατο μυστικό,πνεύμα αθάνατο ανθρώπιο με πόσο πόνο και ομορφιά είσαι κτισμένο,κατακτημένο και αδιόδευτο.
Κοιτάζω τώρα εκεί μακριά στο όνειρο των απαρχών,τότε που κουνήθηκε η πρώτη πέτρα, τότε που ήχησε ο πρώτος αυλός,τότε που ανάψανε οι πυρσοί και μας μαντέψανε στην αρχή του τραγουδιού τους,πώς ενώνει με τούτο το τραγούδι ,το δικό μας ήχο στη χοάνη των γαλαξιακών χορών. Αγαπήστε στόματα κόκκινη η φωτιά σας μάς ταξιδεύει στα άστρα. * “Πονώ άρα υπάρχω”.Τούτο το χαμένο μονοπάτι είναι προς επανεύρεση.Περιπλανώμενοι οδυσσείς που αυτοσχέδιοι πλανήθηκαν θαλασσοδάρθηκαν στο κύμα σύγχρονων μεγαπόλεων ,στο τσιμεντένιο κύμα.Το χρήμα δεν μπορεί να εξαγοράσει γεύσεις. Σε τούτα τα ξεραμένα χώματα δεν είναι όλα εξαγορασμένα,το κρυφό πέρασμα οσμίζεται το σκυλί που,αυτό,με την όσφρηση του βλέπει,σχεδόν βλέπει με τη μύτη όπως εμείς με το μάτι και την αφή,οσμίζεται την έφοδο του μέλλοντος που θα αναστήσει τη ζωή του τοπίου.
ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΠΟΥΛΙ ΣΥΧΝΟΠΛΑΝΑΡΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΑ ΜΑΣ
* Ακρωτήρι
Κριτής χρόνος ανοίγει το γρανίτη το απολιθωμένο ψάρι που κολυμπούσε μέσα του γίνεται ένα με το κενό. Σκάβω στο μάρμαρο καταγράφω. Κλαδιά φηγού σαν δρυάδας χέρια με τυλίγουν δανείζομαι το ξύλο της σκίζεται συμπληγάδα πέτρα πελειάδα φτερακίζει παίρνω φτερό της το βουτώ στο καλαμάρι αφρίζει το μελάνι η αργώ αδειάζει το φορτίο της. Καρπίζουν τα κατάρτια μαυροστάφυλο ξύλινα δελφίνια στο τέμπλο βουτάνε στην κύλικα με το κώνειο χορεύουν σε αγγειογραφία μελανόμορφη χάνονται σε αρχαίες επαύλεις στο Ακρωτήρι Κροκοσυλλέκτριες δρέπουν χρυσούς στήμονες. Βουτάς στους κρόκους μελισσούλα σαν ήλιος σε βασίλεμα Όλα ντύνονται αστρόστικτο νύχτας βελούδο καρφιτσωμένο στην οροφή.
Το φιλί κυλάει πάνω στο σώμα της όπως το σ’ αγαπώ και το χνούδι το πολλαπλασιάζει
Πού θα βρεί τόπο η μέρα να χωρέσει τις καμπύλες της
να γευματίσουν το φιλί
όμορφη γυναίκα με τα σκοτεινά μαλλιά
στα αναρίθμητα σγουρά γαλάζια της μεγάλης πράσινης κύματα, λικνίζεται αυτάρεσκα η απεραντοσύνη.
Όσο πιο πικρό το κύμα τόσο πιο γλυκό το φιλί .
Τι δε θα’ δινε να τη συναντήσει στου έρωτα της τα ανάκτορα
Το τικ τακ της καρδιάς τον έσπρωχνε να καβαλικέψει να γίνει ο ρυθμός ενός καλπασμού που φέρνει γρήγορα στην αγκαλιά της
αγάπη είναι αυτή η ατέλειωτη αγκαλιά που ξεπερνά το χρόνο και τις αποστάσεις η επανάληψη είναι στήριξη
όταν κυλάει βαθιά η αγάπη ,φανερώνεται άθελητα
Εκείνη δεν το ξέρει, αλλά αυτός την αγαπά. Κάθε του ποίημα σαν αυγό στη φωλιά , γαλάζιο όπως του κοκκινολαίμη στο κόκκινο στις ρεματιές (όπου την φύλαγε χωρίς εκείνη να το ξέρει).Φόραγε πράσινο με μαύρο, κι ήταν ο έρωτας η αγάπη, στα μάτια της το φως γινόταν γόνιμο το ψιθύριζαν τα χείλη της μ’ ένα ρυθμό αγαπητικό.
Τώρα τα ποιήματά του την περιέχουν, εκείνη τους δίνει όγκο παρουσία , την αποζητούν όπως τα χείλη της προφέρουν τ’ όνομά του. Εκείνη το κόκκινο κρυφή αγάπη.
Μια ταραχή στη φλέβα στο αίμα στο μυαλό που καίει,
δαγκώνει στα χείλη της βατόμουρα ματωμένα.
Η κρίση του υπαρξιακού όταν το μολύβι ξύνει τον ασβέστη, πιάσε το χρόνο, πιάσε το νερό, πιάσε το μήλο πιάσε το φιλί του σαν κόκκινο μήλο .
Γεύεται τα μαύρα της μάτια τα κόκκινα χείλη, το φλογερό της στόμα
σώμα αγαπημένο σώμα και δεν έχει απάντηση ψιθυριστά η αγάπη του έρχεται την ακούει σιγανή βροχή του τραγουδά βαθιά.
Είναι χελιδόνα του και φεγγίτης του, κι όλα μαζί τα χελιδόνια και οι φωλιές τους, ένα μπουκέτο πράσινα φύλλα ,μπορεί και κόκκινα, ακόμα και ροζ,, που κελαηδάει, μελωδία ωδός πρός εκείνη, μέλαν ύδωρ του φιλιού τους
έστεκε η μέρα ακίνητη πάνω απ’ τα νερά των ερωτευμένων τους στροβίλιζε γαλάζια θύελλα
»κάθε του ποίημα σαν αυγό στη φωλιά του, γαλάζιο όπως του κοκκινολαίμη στο κόκκινο στις ρεματιές (όπου την φύλαγε χωρίς να το ξέρει) φόραγε πράσινο με μαύρο, κι ήταν ο έρωτας του η αγάπη του. Στα μάτια της το φως γινόταν γόνιμο το ψιθύριζαν τα χείλη της μ’ ένα ρυθμό αγαπητικό. Τώρα τα ποιήματά του την περιέχουν τους δίνει όγκο παρουσία ,την αποζητούν όπως τα χείλη της προφέρουν τ’ όνομά του. Εκείνη το κόκκινο κρυφή αγάπη. Μια ταραχή στη φλέβα στο αίμα στο μυαλό που καίει.» ‘Ολα είναι εδώ κι εμείς και οι λέξεις κι ο χρόνος που με διακριτικότητα μας προσέχει. Είσαι η αδυναμία μου. Αυτό είναι και η δύναμή σου.»
Πυρπολημένα σύννεφα, μόνο για τα μάτια της και πάνε, πώς καίνε!
μέσα στο στόμα της ακούγεται το σ’ αγαπώ κάτω απ’ το φιλί τους ,
τον έκλεισε μέσα της ωραία τον φλόγιζε η πλάτη της ωραία
καιγόταν τα χείλη του στο ερωτικό της δέρμα, μέσα της ένιωθε την έρπουσα φλόγα
στο σώμα της η ανάσα του, φιλά τη θάλασσα που κρύβει μέσα της
το κορμί της λιβάδι ανάβει τις παπαρούνες και τον καίει
αν φυσήξει θα καεί θα πυρποληθεί θα τυλιχτεί στις φλόγες στα φλογισμένα κύματά της, θα ξαναβρεθεί μαζί στη λαχτάρα της.
Στη φούρια της αγάπης με το φιλί της τον ξαναφτιάχνει
*
έχει έναν τρόπο που και άφωνη μένει και να του πει πολλά θα’ θελε
Κάτι επιμένει δικό τους
κάτι πολύ που τους ξεπερνά τους ορίζει
πόσο της λείπει δε λέγεται αχ τίποτε πιο δύσκολο απ’ το να της λείπει να της ανοίγει την αγκαλιά στα φιλιά του
Δεν μπορείς να πείς ήταν,ούτε θά είναι γιατί τώρα είναι μαζί όλο , ένα ,συνεχές-
Νιώσε την πανσέληνο στα χείλη σου,λέει ο Γ.Σαραντάρης _______________
Χρειάζεται να είσαι επιφυλακτικός σε κάποια ζητήματα ,όπως για παράδειγμα στην υπό στενή έννοια πολιτική ,ήτοι και ακτιβισμό ,που είναι πλήρως αντιπνευματικό γεγονός, όποιος δίνεται στη δράση έχει αλλεργία στα ζητήματα παιδείας καλλιέργειας.
Η πολιτική είναι καλά να την κρατάς σε απόσταση,να ξέρεις τα ζητήματα το χειρισμό τους, μαθαίνεις πολλά γι αυτήν και μέσα από το μυθιστόρημα,αλλά των κορυφαίων.Ο Μουζίλ έλεγε ότι είναι πιο εύκολο να κυβερνήσεις μιά χώρα από το να γράψεις ένα Μυθιστόρημα Σε αυτή τη φράση του μπορείς να αναγνωρίσεις τον άνδρα.
*
Αφήνεις το βιβλίο πάνω στο γραφείο,ο δείχτης είναι ακόμα στην
τελευταία σελίδα σελιδοδείκτης που πια αχρείαστος είναι.
θαλασσαετός βουτά για ψάρι
από τον κόσμο του το βλέμμα σου
δεν μπορεί να αποχωριστεί τη σιωπή του-
τα μονόξυλα πάνε σταθερά με ένα κουπί να ράβει το νερό
Λεπτομέρειες κόσμων.
-επειδή το βουτά είναι σχήμα ,βούτημα στον αέρα, ο θαλασσαετός θέλει ένα σχόλιο:πιάνει τη φράση όπως θαλασσαετόςαπρόοπτα- ψάρι κάτω απ το νερό
(το ψάρι δεν μπορείς να το ψαρέψεις σε καμιά γλώσσα)
τι ψάρια έπιασες θα σου το πουν οι αλιείς ανθρώπων.
η χορδή ήχησε το βέλος πετά δεν σημαδεύει δεν στοχεύει
*
((Λυγίζουν ατσάλινες λεπίδες ,νερά σε χαρακίρι.
Σείεται η γη ιδρώνει του κόσμου το μέγα.
Ανάστροφα το καλάμι αποβρέχεται
με σινικό μελάνι κι αναμετρά.
Κι επειδή τσακίστηκαν τα νερά σ αυτό το βλέμμα κοίταγμα,
η παραμόνιμη απειλή βρίσκει τα ίσα της.)
Δεν χωρίζονται αυτά ένα είναι ,όπως καλό κακό ,γιατί δεν είναι στα πράγματα ούτε είναι πράγματα, αλλά στη διάνοια ,και είναι διαθέσεις,ηδονή και λύπη το ίδιο συναίσθημα είναι στο βάθος,απλά κοιτάμε τις άκρες του και μας θαμπώνει ,αν δεις τον Ηράκλειτο που έχει συλλάβει πρώτος τη σύμπτωση των αντιθέτων, coincintendia oppositorum, θα το καταλάβεις και μεσότης δεν είναι το μέτριο,είναι η κορυφή της αναλογίας στη μέση.
Δεν μπορείς να ζωγραφίσεις έναν Πικάσο,(ας έλεγε ο Γκωγκέν :” κάνουμε τώρα ένα Σεζάν”,ήταν μετωνυμία σήμαινε ,στην ζωγραφική αργκώ του, ζωγραφίζω), δεν πας τόσο εύκολα στην ευδαιμονία αυτών των πραγμάτων .Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για τις κρύες κορυφές και πηγές.Δεν είναι ο κόσμος γεμάτος φιλοσόφους,όπως στα αρχαία χρόνια που για το Θαλή ο κόσμος ήταν πλήρης θεών Είναι σαν να σκαλίζεις το γρανίτη με τα νύχια για ν ανέβεις
*
άλλο το συναίσθημα του ποιητή σύμφωνα με το Σίλερ,υπάρχουν δυο τρόποι ,δύο ύφη το αφελές και το συναισθηματικό αφελές ύφος είχαν οι αρχαίοι συναισθηματικό οι ρομαντικοί.Αυτά ήταν στο γερμανικό μεταίχμιο κλασικισμού και ρομαντισμού,όταν οι Γερμανοί άρχισαν να κατανοούν το γοτθικό, και στη θεωρία της λογοτεχνίας κάνανε τα μεγάλα βήματα,όπως και στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία την ποίηση.
Τότε έχουμε και τη συγγραφή της Τρίτης Κριτικής από τον Καντ ,περί αισθητικής,πάνω που είχε καταλήξει ότι δεν μπορεί να γραφτεί κάτι τέτοιο,άρχισε να κατανοεί μέσω του Υψηλού,κατηγόρημα που δεν είναι το ως τότε μόνο κατανοούμενο ωραίο αλλά κάτι άλλο.
*
Τον εθνικισμό τον εισήγαγε ο Φίχτε,παράλληλα εισήχθηκε η εθιμικότητα,με τη μελέτη της λαϊκής τέχνης από τον Χέρντερ ,που μας ήρθε εμάς ως λαογραφία .
Αφελές είναι το ύφος στην ποίηση των αρχαίων,κατηγόρημα είναι ,δε σημαίνει τον αδαή, το χωρίς συναίσθημα ύφος ,χωρίς τη σύγχρονη εκδοχή της μετοχής στα δρώμενα .Ο Φίχτε επεξεργάστηκε φιλοσοφικά την έννοια εγώ.Σημαντικός φιλόσοφος,αμέσως μετά τον Καντ, οι μετά από αυτόν μπορούν να θεωρηθούν μαθητές του, ο Χέγκελ ,ο Σέλινγκ,γιατί με τη θεωρία του περί Εγώ μη Εγώ συνέχιζε από εκεί που είχε μείνει ο Καντ, κι ο Χαίλντερλιν τον παρακολούθησε από κοντά. Οι τρείς αυτοί ήταν φίλοι συμφοιτητές στην Ιένα,όπου φύτεψαν και δέντρο Ελευθερίας κατά τα τότε ειωθότα του μεγάλου έτους 1789,μετά Μανιφέστου του Γερμανικού Ιδεαλισμού δια χειρός Χέγκελ. (Τώρα που το θυμήθηκα,σημείωσε ότι ο δικός μας ο Τάκης Κονδύλης,που υποκλινόταν στον ανθρωπισμό του Σπινόζα, από εδώ εισχώρησε στα γερμανικά γράμματα,με κάτι σαν διπλωματική του σ’ αυτή τη θεματική).
Αυτά,είναι βασικά,Καμιά συζήτηση δεν μπορεί να γίνει στο χώρο των Ιδεών χωρίς τα βασικά της. Ακόμα και η συζήτηση γι αυτά δεν χρειάζεται,εκείνο που χρειάζεται είναι η συνέχεια .Όποιο έργο να τα περιλαμβάνει ,έστω κάπου να βρίσκονται στα περιθώρια.οι σκιές τους.
Ο Χαίλντερλιν,ο κατά Χάιντεγκερ ποιητής των ποιητών,δεν μπορεί παρά να είναι στο ράφι μας,έστω να εποπτεύει με τα Άπαντά του.
Γιατί αλλιώς δύσκολα θα καταλάβεις τι λέει ο Ρίλκε,ο Νίτσε,Ο Τσέλαν ο Τρακλ και πολλοί άλλοι. Είναι σαν να αγνοείς ένα πλανήτη,τον Χ πχ που επηρεάζει τις τροχιές όλων των άλλων.
Αλλά απ την άλλη μη μας αποσβολώνουν τα υψηλά νοήματα και τα μεγάλα ονόματα εδώ έρχεται αυτό που είπαμε στην αρχή και κολλάει να μας ελευθερώσει από τη βαριά κατάθλιψη της υπερφιλοσοφίας, αφέλεια, να η χρησιμότητα της .
Τα χέρια θέλουν λύσιμο και οι ψυχές και το πνεύμα να γυρίσει στον εαυτό του αυτοσυνείδηση είναι αυτό,να μη σε δένουν σαν δαιμόνοι επιρροές που δεν κατανοείς. Φτάνει να έχεις μελετήσει έναν τομέα για να μην σε πτοεί τίποτε.Πχ ένας καλός λαϊκός τραγουδιστής ,δεν έχει ανάγκη από τίποτε πέρα από το τραγούδι του.Το οποίο κάποια στιγμή,όταν φτάνει να είναι ο εαυτός του τον ελευθερώνει και σε όλα τα άλλα.Ένα καλός ψάλτης,το ίδιο.Ένας καλός τεχνίτης .Θυμίζω το θυμόσοφο των χωριών κάτι χρόνια πριν.(Αυτό το νόημα έχει και η διδακτορική μελέτη,μελέτη βαθιά και πλατιά μιάς περιοχής του επιστητού ,που μετά είναι κανείς έτοιμος να επιθεωρεί όλα τα πελάγη σαν θαλασσοπούλι).
Με αυτό δε σημαίνει πως έχουμε όλα όσα χρειάζεται μια μεγάλη Πολιτεία με τα μέσα του χωριού!Άλλο το παραμυθάκι που χορταίνει την ψυχή των χωρικών και άλλο το Μυθιστόρημα που θεμελιώνει τον Ευρωπαίο(Θερβάντες πχ)
Το μυθιστόρημα,είναι ο τρόπος που οι σύνθετες κοινωνίες του σήμερα μπορούν να δουν ,υπαινικτικά, το βίο και πολιτεία τους,τον τρόπο που συμβαίνει η ζωή ανθρώπων και κοινωνιών.Δεν υπάρχει άλλο μέσο πρόσβασης στη ζωή τους. Είναι ένας καθρέφτης να μας δούμε.
Ο καλλίτερος θα το δείξει καλλίτερα,η πιο καλή πένα δηλ θα το χαράξει ανεξίτηλα.Και ούτω συνέχεια γιατί η ζωή ο βίος προχωράει και νέα πράγματα έρχονται που πρέπει να ειπωθούν.
Και υπάρχουν πτυχές λεπτές που δύσκολα τις παρατηρείς αλλά που αλλάζουν ανεπαίσθητα και βαθιά τη ζωή.Ο μυθιστοριογράφος αυτό το βλέπει.θέλει να προσδιορίζεται το θέμα ,και εκεί να ακροθίγεις κάποια σημεία ζουμερά :
Πεδιάδα
Μια αγχόνη γεμάτη κρεμασμένες σκιές
που σείονται στα άπληστα ράμφη των κισσών
Χορευτές στον μαύρο αέρα αμίμητων ορχήσεων,
Σε πορεία, ενώ το ατσαλένιο τους δίκαιο, σα σίδερο αξίνας,