
Φωτό: Pinterest
Τον έλεγαν Πλούτο, μα όσοι τον γνώριζαν τον φώναζαν αλλιώς: Μαμωνά. Δεν είχε φωνή, κι όμως μιλούσε ασταμάτητα. Δεν είχε καρδιά, κι όμως αγκάλιαζε σφιχτά. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χαρτονομίσματα, ραμμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν πανοπλία. Σε κάθε φύλλο, το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο βλέμμα: ουδέτερο, άχρονο, αδιάφορο. Ένα βλέμμα που δεν αγαπούσε—μόνο ζύγιζε.
Η Άννα τον αγκάλιασε πρώτη. Ήταν δεκαεννιά και κουρασμένη πριν την ώρα της. Είχε μάθει νωρίς πως η αγάπη δεν πληρώνει το ενοίκιο. Δεν το έκανε από απληστία, αλλά από φόβο. Είχε μεγαλώσει βλέποντας τη μητέρα της να μετράει κέρματα και απογοητεύσεις. «Δεν θέλω να ζήσω έτσι», έλεγε.
Όταν ο Μαμωνάς της άπλωσε τα χέρια του, τα μπέρδεψε με σωτηρία.Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το πρόσωπό της στο άκαμπτο στήθος του. Ήταν κρύος, αλλά σταθερός. Δεν θα έφευγε. Δεν θα ζητούσε. Δεν θα την εγκατέλειπε—εκτός αν τον εγκατέλειπε εκείνη.
Στην αρχή όλα έμοιαζαν εύκολα. Τα παπούτσια δεν πονούσαν πια, οι λογαριασμοί πληρώνονταν μόνοι τους, οι αποφάσεις έπαιρναν λιγότερο χρόνο. Όμως κάθε βράδυ, όταν έμενε μόνη, ένιωθε το βάρος του Πλούτου να αυξάνεται. Όχι στις τσέπες—στα πλευρά της. Εκεί όπου άλλοτε χωρούσαν ερωτήσεις.
Η ζωή της μπήκε οικονομικά σε τάξη. Δούλευε πολύ, κέρδιζε περισσότερα, συναναστρεφόταν ανθρώπους που μιλούσαν τη γλώσσα της επιτυχίας. Όμως σιγά-σιγά, άρχισε να αλλάζει το μέσα της. Δεν είχε χρόνο για σιωπή. Δεν είχε χώρο για προσευχή. Όταν κάποτε στάθηκε μπροστά σε ένα εικονοστάσι, ένιωσε αμηχανία—σαν να επισκεπτόταν ένα παλιό σπίτι που δεν της ανήκε πια.
Οι επιλογές της είχαν γραφτεί στο σώμα της με άνεση, μα στην ψυχή της με απίστευτο βάρος.