Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Κραυγή από σιωπή

Κάποιος σε ψάχνει και δεν σε βρίσκει. Δεν ξέρεις τι θέλει και δεν θα χάσεις τίποτε αν δεν μάθεις. Εκείνος; Σκέφτηκες ποτέ τι χάνει εκείνος;

Άδεια

Ζω.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Και η σιωπή πρέπει να παίρνει ανάσα κάποτε!

Αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία παραίτηση, αποτυχία. Ποιο είναι χειρότερο; Το πρώτο ή το δεύτερο; Σίγουρα το δεύτερο. Μα ποιο είναι το πρώτο και ποιο το δεύτερο; Γαμώτο... Πάμε πάλι. Παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση. Ποιο; Ουφ. Παράτα τα. Κουράστηκα. Αυτό τώρα τι είναι; Παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία.
Και να φανταστείς πως μέχρι πρότινος δεν είχες έρθει ποτέ αντιμέτωπος με καμιά από τις δύο. Παραίτηση, αποτυχία, παραίτηση, αποτυχία.
Μην παιδεύεσαι. Συνώνυμες είναι. Βρες μου μεγαλύτερη αποτυχία από την παραίτηση και σου χαρίζω τη μισή από την πανσέληνο που έχω κρυμμένη στο συρτάρι μου.
Μα τότε δεν θα είναι πανσέληνος πια.
Θα είναι. Μισή. Όπως μισή θα με βλέπεις να περνάω στο νερό και μισή θα με κλαις μες στον παράδεισο. Θυμάσαι; Α, όχι συγγνώμη. Αυτός δεν ήσουν εσύ. Εσύ ήσουν που τις ημέρες μου άθροισα και δεν σε βρήκα, πουθενά, ποτέ, να μου κρατάς το χέρι.

Αποτυχία, παραίτηση, πανσέληνος, συρτάρι, παράθυρο, πουλιά, ζωή. Το αντώνυμο της ζωής ποιο είναι; Σίγουρα όχι ο θάνατος. Το αντίθετο της ζωής δεν αρχίζει όταν τελειώνει αυτή. Υπάρχει δίπλα της, όπως όλα τα αντίθετα. Το κρύο και το ζεστό, το φως και το σκοτάδι, η αγάπη και το μίσος. Όλα είναι πλάι-πλάι ή και μπλεγμένα ενίοτε, μα ποτέ τόσο μακριά το ένα από το άλλο. Μακάρι να ζούσα σε εκείνη τη μεριά τη γης που τώρα είναι νύχτα.
Μη ζωή. Αγάπη. Φαντασία. Όνειρο. Τίποτα δεν σπαρταράει πια. Τίποτα δεν σπαρταρούσε ποτέ.
Μπορώ να πάω σε εκείνη τη μεριά της γης που τώρα είναι νύχτα. Μπορώ να γυρίσω πάλι εδώ εάν το θελήσω. Μπορώ να αγαπήσω κάποιον, μπορώ να πάψω να τον αγαπώ και να τον μισήσω, μπορώ να τον αγαπήσω ξανά μετά, κουρασμένη από το μίσος. Μα δεν μπορώ να πεθάνω και να γυρίσω μετά πάλι στη ζωή κουρασμένη από το θάνατο. Το αντίθετο της ζωής είναι μέσα στη ζωή όπως όλα τα αντίθετα είναι μέσα στη ζωή. Το παράδοξο με τη ζωή είναι ότι αυτό που κλείνει μέσα του όλα τα αντίθετα, άρα και το δικό της, είναι η ίδια. Μα το χειρότερο παράδοξο που τη διαφοροποιεί από όλα τα αντίθετα είναι ότι ακόμη κι αν δεν είναι ο θάνατος το αντίθετό της και πάλι δεν μπορεί κανείς να το εγκαταλείψει για να γυρίσει στη ζωή. Σαν γεράκι σε γραπώνει με τα νύχια του και σε πάει.... Αν θέλεις να ζήσεις μην ονειρευτείς ποτέ. Τα όνειρα δεν διαφέρουν πολύ από τους λωτούς – κι είναι ακόμη πιο βασανιστικά γιατί δεν μπορούν να εξαλείψουν την επιθυμία σου να γυρίσεις πίσω. Θέλεις να γυρίσεις πίσω στη ζωή και δεν θυμάσαι πώς. Δεν θα χτυπούσα. Δεν θα χτυπούσα! Μπορούσες να μου μιλήσεις. Ήταν αστείο που είπες ότι το έκανες για να μη χτυπήσω. Ήταν τόσο αστείο που έπρεπε να γελάσουμε κι οι δύο, μα αν γελούσα σίγουρα δεν θα ήταν επειδή είπες κάτι χαζό.

Θέλω να μου βάλουν τα αντίθετα μπροστά μου. Θέλω να ξέρω τι διαλέγω. Θα κάνω ντους με κρύο νερό και όχι με ζεστό, θα αφήσω το μαύρο χρώμα στα μαλλιά μου και το άσπρο στους τοίχους, θα μείνω εδώ στο μηδέν και θα σου χαρίσω το άπειρο, γιατί εμένα από τη στιγμή που το άγγιξα με φοβίζει πιο πολύ κι από το απόλυτο κενό, ενώ εσύ είσαι φτιαγμένος για το άπειρο, δεν αξίζεις τίποτε λιγότερο από αυτό. Διαλέγω ζωή. Με ακούει κανείς; Διαλέγω ζωή. Θέλετε τον καφέ σας με ζάχαρη ή χωρίς; Διαλέγω ΖΩΗ. Η κοπέλα με κοιτάει σαστισμένη. «Εεε, άσπρη ζάχαρη ή μαύρη;» συμπληρώνει ανεμίζοντας στο ένα χέρι της το άσπρο φακελάκι και στο άλλο το μαύρο. Διαλέγω ζωή, λέω πιο ξεψυχισμένα αυτή τη φορά και δεν ακούγομαι τόσο τρομακτική. Αλλά γρήγορα βρίσκω ξανά τη ζωντάνια μου. Να μην μου την τυλίξετε. Θα την πάρω εδώ. Θα αρχίσω να την απολαμβάνω και πάλι από τούτην εδώ τη στιγμή κιόλας, λέω με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά κοιτώντας την απηυδημένη ευγενέστατη κυρία που πλέον δεν έχει καμία αμφιβολία πως είμαι εντελώς παλαβή! Συνεχίζω να της χαμογελάω. Θέλω να τη φιλήσω. Να της δώσω ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο! Μα φοβάμαι μήπως λιποθυμήσει απ’ την τρομάρα της και το αφήνω. Θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάει από σήμερα! Θέλω να συλλογιέται πως παλάβωσα τελείως, αλλά χαμογελώντας αυτή τη φορά! Θα γινόμουν ένας απίθανος παλιάτσος! Πάντα το ήξερα! Έπρεπε να υπήρχε σε εκείνο το καταραμένο το μηχανογραφικό. «Παλιάτσοι και άλλοι τσαρλατάνοι των ονείρων – ξεπεσμένοι ή λιποτάκτες της ζωής» ή κάτι τέτοιο. Μπα, ατάλαντη θα ήμουν... ούτε σε εμένα δεν πετυχαίνει. Η αθυμία έχει θρονιαστεί καταμεσής του δωματίου μου.

Τα αντίθετα παρελαύνουν προκλητικά μπροστά από τα μάτια μου, κοροϊδεύοντας με που με τόσες επιλογές δεν έχω αυτό που θέλω. Θέλω να ορμήξω πάνω τους και να διαλύσω αυτή την ηλίθια, εκνευριστική παρέλαση, μα νιώθω τόσο κουρασμένη. Βουλιάζω στην καρέκλα μου και κοιτάω τους επισήμους. Με μια ραθυμία βάζω στο στόμα μου το παιδικό σημαιάκι που από την κάτω πλευρά είναι σφυρίχτρα και ετοιμάζομαι να φυσήξω, όταν ένα παιδί, που ένας θεός ξέρει που βρέθηκε στο σαλόνι μου, μου το αρπάζει σαν μανιασμένο κι αρχίζει να το κουνάει πέρα-δώθε μπροστά στα αντίθετα που παρελαύνουν καμαρωτά. Το κοιτάω δυσανασχετώντας, τα χείλη μου μάτωσαν από τον τρόπο που μου άρπαξε το σημαιάκι. «Γέλα, γέλα, γρήγορα θα καταλάβεις πως οι επιλογές υπάρχουν μόνο για να είμαστε σίγουροι στο τέλος ότι κάναμε τη λάθος επιλογή και η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική μας!» του λέω χαιρέκακα. Δεν μοιάζει να θορυβείται. Γυρίζει απτόητο και με καταβρέχει γελώντας – καλά, αυτά τα σημαιάκια τώρα εκτός από σφυρίχτρες τα έκαναν και νεροπίστολα; Τις έχουμε εξευτελίσει τελείως αυτές τις εθνικές εορτές, φωνάζω θυμωμένα, και σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να πάω να αλλάξω την βρεγμένη μου μπλούζα. Περνώντας μπροστά από τον καθρέφτη, βλέπω πόσο αστεία είμαι και σκάω στα γέλια. Γυρίζω στον πιτσιρίκο που τώρα καταβρέχει γελώντας τους επισήμους και του ανακατεύω χαμογελώντας τα μαλλιά. Έξω έχει ήλιο, δεν χρειάζεται να αλλάξω, θα στεγνώσω, σκέφτομαι και κλείνω την πόρτα πίσω μου αφήνοντας τις επιλογές να παρελαύνουν, ένα μικρό παιδί να τις κοροϊδεύει, ξέροντας καλά πως καμιά λάθος επιλογή δεν μπορεί να σε κάνει να πάψεις να χαμογελάς αν το λέει η καρδιά σου, και την αθυμία θρονιασμένη πάντα καταμεσής του δωματίου μου. «Ρίχ’ της μικρέ! Μην τη λυπάσαι!» φωνάζω κατεβαίνοντας τα σκαλιά.