Θα ζωγραφίσω τον εαυτό μου στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, Θα σε αφήσω να πλεύσεις στις ακτές του φωτός μου. Στο δέρμα μου η μυρωδιά από όλα τα βράδια σου· Στα χείλη μου η γεύση της νύχτας. Θα ζωγραφίσω το πρόσωπό μου στις αποχρώσεις του δικού σου αστερόφωτος, Θα ελευθερώσω την ανάσα μου από τα πνευμόνια του σήμερα. Στο ρολόι μου οι περασμένες μέρες κλαψουρίζουν Ενώ περνώ στην αυγή. Θα μεγαλώσω τα φτερά μου μέχρι τα άκρα του νυχτερινού ουρανού, Θα ακουμπήσω το κεφάλι μου στα χωράφια του ήλιου· Μέσα στα λόγια μου ο κίνδυνος της ασφάλειας, Μέσα στο θέλημα μου, ελθέτω η βασιλεία σου. Θα κάψω τον εαυτό μου μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξης μου, Θα καθαρίσω τα όνειρα μου από το άρρωστο χθες. Ενώ πεθαίνω, τα πλήθη απλώς σκορπίζονται: Όταν ζήσω, θα υποχωρούν. P.S. They say it is in line with the aging. Sometimes noise is just your mind.
Προμήνυμα
Μου αρέσει να σκέφτομαι τα καλύτερα πράγματα Σαν μικρούς φιλντισένιους πύργους Τόσο σπίτια όσο και μνημεία Μεγαλωμένα με τις πράξεις μας Διακοσμημένa με την καλοσύνη μας Χτισμένα πάνω στην αποφασιστικότητά μας Φτάνοντας ψηλά Για καλύτερη θέα Για καλύτερη κατανόηση της καταγωγής μας. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα χαρούμενα πράγματα Σαν καθήκον και δώρο Που αναπαράγεται από τις ανάγκες μας Που το τροφοδοτεί η φιλοδοξία μας Που εξελίσσεται από τη δική μας κοινωνία Που καλλωπιζεται από τις υποσχέσεις μας Για ένα καλύτερο τέλος Ένα καλύτερο κλείσιμο στην αναζήτησή μας. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα πάντα Σαν ένα μπρούτζινο ρολόι τσέπης Συνδεδεμένο με τη δίψα μας για φωτιά Σημειώνοντας και μετρώντας την ευδαιμονία μας Καταγράφοντας και καταμετρώντας την τάξη μας Μέχρι να υποχωρήσει ο άνθρωπος Μέχρι να πιάσει ο σκοπός Για τίποτα καλύτερο Τίποτα καλύτερο από μια και μόνο στιγμή. Αυτό είναι που μαίνεται Στο τέλος όλων των ερωτήσεων Αυτό είναι που βρυχάται Η απάντηση στην παρουσία μας Αυτός είναι ο λόγος, αυτός είναι ο τρόπος Αυτό είναι το πότε και το γιατί Η κατανόηση της καταγωγής μας Το κλείσιμο της αναζήτησής μας Τίποτα πέρα από αυτό το σημείο σχάσης Εκεί που λιώνουν οι φιλντισένιοι πύργοι στη σάρκα μας Εκεί που φλέγονται σπίτια και μνημεία Όταν το καθήκον καίγεται και τα δώρα καταστρέφονται Όλα αυτά είναι καλύτερα πράγματα Όλα αυτά είναι χαρούμενα πράγματα Βράζοντας τους ωκεανούς των πράξεων Ισοπεδώνοντας βουνά θέλησης Η στιγμή να αγαπήσουμε επιτέλους Τα εύφλεκτα θαύματα που φτιάξαμε Ξανά και ξανά και ξανά Να δούμε τον καπνό να πνίγεται Τα πράσινα λιβάδια του ουρανού Τα κορμιά μας να ιδρώνουν, να λάμπουν από τις στάχτες τους Το κεφάλι μας να στηρίζεται στα κόκκινα καυτά συντρίμμια Τα χαμόγελα μας να κόβουν πιο πέρα από το πρόσωπο μας Και τα χέρια μας μετά βίας να θυμούνται Πώς να κρατούν Το τσιγάρο ακίνητο. Αύριο το πρωί Θα φτιάξουμε τον κόσμο ξανά Αύριο το βράδυ Θα ξέρουμε τι να κάνουμε.
2022
Because you regretted your secret wishes
and you took your guilt seriously
Because you could not stand the small moments
and you draw deep long lines on your palm
You will never get enough from a dead horse
you will never shout so long as your noose is tight
you will forever embrace a life of delusion
so tell me, since I ask.
Tell me why you are so afraid of the ground since you will lean to it.
Tell me why you are still born since you are just a visitor.
Tell me why your arms are empty – was the promise cheap or just wrong?
Tell me why your heart freezes even if they fill you with light.
Tell me, one day, when you read this, will you regret the time lost that we’re never getting back?
Happy New Year.
P.S. Ξανά σα να ‘μαστε παιδιά.
Ζω(η)
Εκεί που οι άλλοι αναζητούσαν την ευτυχία
Εσύ αναζητούσες την ειρήνη.
Εκεί που άλλοι απαίτησαν τη λήθη
Έψαξες την ηρεμία.
Μια άγονη ζωή τερματικής γαλήνης
Ένα αντίβαρο σε όλα τα φευγαλέα πράγματα
Ένα άνυδρο σχέδιο ολοκλήρωσης
Από νερομπογιές στην κλίμακα του γκρι.
Και προσπάθησες να το θέσεις ως εντολή
Σε εκείνους που κόμπιασαν στην αγκαλιά σου
Προσπάθησες να δια-γράψεις την αρχιτεκτονική σου
Για εκείνους που έμοιαζαν σαν να είχαν ανάγκη από καταφύγιο
Ίσως για αυτούς, ίσως για πάντα
Ίσως για μένα, ίσως για τόσο
Καθώς οι δομές είχαν νόημα
Στη χρονική τους εκπλήρωση.
Και εγκατέλειψες τις στιγμές
Ακόμα κι όταν σου έλειπαν περισσότερο
Και εγκατέλειψες τους ορίζοντες
Ακόμα κι όταν λαχταρούσες να φύγεις.
Ως πράγμα μόνιμο
Ονόμασες τα όνειρα σου πεπερασμένα
Ως λάθος ανεπαίσθητο
Ονόμασες τα δικαιώματα σου ελλιπή.
Όχι άλλο, όχι πια.
Θα χωρέσεις τις απαιτήσεις σου
Στο διάστημα του κάθε καρδιακού παλμού
Και δεν θα κατηγορήσεις το αίμα
Σε περίπτωση που οι αρτηρίες δεν αντέξουν
Και σκάσουν.
Άφησέ το να ρέει, αν πρέπει
Άφησέ το να πονέσει, αν θέλει.
Κάψε τον κόσμο αν παγώνεις
Κάθε ώρα, ή ζωή, ή νύχτα
Κάθε φορά, οποιαδήποτε στιγμή.
Αλλά δεν θα τραβηχτεί πλέον η γραμμή
Ούτε στην άμμο, ούτε στην πέτρα.
Δεν θα τεμαχίζεται πλέον η θέληση σου
Ούτε για ευδαιμονία, ούτε για δέρμα
Ούτε για όλο τον κόσμο.
Αν έχεις γεύση από στάχτη, ας είναι
Αν προαναγγέλλεις μια φλόγα, θα έρθει
Μπορείς να τρέξεις, μπορείς να σε διεκδικήσεις
Μπορείς να γκρινιάξεις, να κλαψουρίσεις ή να σταθείς.
Αλλά δεν θα σκέφτεσαι πλέον
Κατόπιν παραγγελίας, δομής, ηρεμίας.
Δεν είσαι για να σε έχουν σύμφωνα με
Δεν είσαι για τόσο όσο
Όχι πεπερασμένο, όχι διαρκές, μη μετρημένο
Όχι ένα λάθος που πρέπει να διορθωθεί
Ούτε ένα σωστό εσφαλμένο.
Αν θέλεις κάτι άλλο
Κοίτα αλλού
Για μια ζωή ορκισμένη στην τάξη και την ειρήνη.
Αυτό είναι το μόνο που μπορούν να σου δώσουν
Και σίγουρα δεν θα είναι τίποτα που δεν μπορείς να πάρεις.
Holydays
I dreamed today that I had no wings
And from my shoulders two hands lifted
A cage that had no sky
And in cold columns high they landed it
And I saw my feet treading on the ground
Fog walls hid the horizon
And from the black sheet high in the ethers
All the stars were lost and gone.
I dreamed tonight that I had no god
And that black clouds opened the world
And damaged houses through fire and wind
And the insidious hopes died and ended
And I saw people break into pieces
And come out of purple blazing bursts
Flames shone from the black sky
Hymns reflected from the fallen city.
I dreamed yesterday that there were no more days
And from the red fog black lights glimmered
That the destitute sun was dethroned
And now lies there where it was broken with hammers
And I saw blood clotting in children’s toys
Heavy sand flying in bursts of machine guns
And my love was lying on the ground
With blood lost crimson like everyone else’s.
I dreamed yesterday that I had no hope
And I was marking the wounds on my shoulders black
I was on my doorstep with fires and blades
Staring at the empty and burning streets
And in my hands I saw the blood of a thousand people
Their lost souls became entangled in my hair
And my love was now a black heartbeat
That erased everything that I dreamed of as myself.
I dreamed yesterday that my wings were burned
My golden love that they dressed with death
The happy days that they bathed with sulfur
And that they watered the blue sky with tar
I dreamed yesterday that the world was on fire
That I kept my small life in ashes
And the black mornings you did not wake next to me
A crimson absence for all I did not love.
Mercury
We often wonder if now that we are older we must choose
Between aquatic plants and wet violent bodies
Or if as children we can still have both and everything
That’s exactly why we frivol
We hide under the marble table
Like siblings constructing some punishment
So that they can hide from it
We write new sentimental nonsense in every room
Of this old heavy unbearable house
Although it never happened I remember you
Pulling me by the cord around my arms into your closet
To dress me with your favorite clothes
And trying to read the delirium under my skin
As I carved fresh incomprehensible symbols on your ankles
This conversation
This large carnivorous pet
Inspires our most original escapes
Go away we shout, we inhale come and go
On the table with the dust
You tell me it will transform me into a particle
At the end we become two mirrors
Smooth soft silver
And we play ping pong
The same ping liquid pong slow ping mercury fantasy pong
Until I or you or reality cracks
Filius Perditionis
Απαντημένα από πολλούς, στον περίεργο ύπνο
Τα έρημα ωμέγα που έμοιαζαν
Πολύ γεμάτα για την απεραντοσύνη της
Διαχρονικής και άκαιρης φθοράς μας
Έτσι που τέσσερις ιππείς μόνοι
Δε θα μπορούσαν ποτέ πραγματικά να ισοπεδώσουν περισσότερο
Από έναν παράδεισο τη φορά
Σε εκείνα τα όνειρα της απώλειας και του φωτός
Αντηχούσαν οι πολλές γλώσσες του κάτω κόσμου
Αυτού που σπάνια αναφέρεται ως
Το έσχατο βάθος
Γιατί οι λέξεις έχουν μεγαλώσει κι έχουν
Δεσμευθεί και φθαρεί και ξεπεραστεί
Και φημολογείται ότι τα πρόσωπά τους
Έχουν γίνει πέτρινα
Σκληρά
Ακίνητα
Άνευ όρων νεκρά
Ούτε καν ο φόβος δεν τα παραμορφώνει
Ούτε καν ο πόνος
Ούτε ο θάνατος
Και πρέπει να παραδεχτείς πως
Πήραν λάθος παράδρομο
Αλλά τα κατάφεραν
Πραγματικά
Καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Έτσι κρίθηκε
Ποια θα μπορούσε να είναι η λέξη
Σωστό, υποθέτω, σωστό είναι η λέξη
Αν και ξεφεύγω από το μονοπάτι μου
Απαρέγκλιτα
Ήταν σωστή, η στιγμή δηλαδή
Για να ξεκινήσει η ομαλοποίηση
Και σε θυμήθηκαν, ξέρεις
Ναι, ναι, έκλαψαν για σένα
Όλα πίστεψαν
Όλα κατανόησαν την κάθε υπόσχεση
Έπρεπε να τα δεις
Ένας ωκεανός από βρώμικα, εύθραυστα μικρά όνειρα
Ένα χαλί από ψυχές για τα σκουλήκια
Ψάλλοντας έναν μόνο ήχο, το όνομά σου
Και σε κάλεσαν, όλα θυμήθηκαν
Ανόητα μικρά πλάσματα
Νόμιζαν ότι θα ήταν αμοιβαίο.
Έφτασα στο σημείο να τους το πω, ξέρεις
Τους είπα, δεν σας γνωρίζει
Δεν θυμάται
Κανένα βλέμμα δεν είναι πάνω σας
Κανένα χέρι δεν είναι στην καρδιά σας
Δεν μπορείτε να ελπίζετε, δεν υπάρχει ελπίδα
Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα εσείς που μπήκατε εδώ
Δεν συμμορφωθήκαν όμως
Ωστόσο, με άκουσαν
Κάτι που έκανε όλο αυτό το θέαμα πολύ πιο θλιβερό
Και με φώναζαν με ονόματα
Πολύ άσχημα ονόματα, απάνθρωπα σχεδόν
Και ευχήθηκαν να με πατάξεις
Και να με κάψεις
Και να μου κάνεις όλα αυτά που συνήθιζαν να κάνουν το ένα στο άλλο
Καμία πρωτότυπη σκέψη πουθενά
Και στο τέλος τα ρώτησα
«Πού είναι η συγχώρεση σας για να
συγχωρεθείτε και εσείς;”
Το τόνισα
Και πάγωσαν από τρόμο
Και μπορούσα να τα ακούσω να ουρλιάζουν
«Έχει δίκιο»
«Έχει δίκιο»
Τα παιδιά, τα μικρά δηλαδή
Έκλαιγαν και φώναζαν
Το ίδιο και όλα τα άλλα
Έκλαιγαν και ούρλιαζαν
«Συγγνώμη, συγγνώμη»
Και ένας ωκεανός από μαριονέτες ύφανε το τραγούδι τους
Και έψαλλαν με ένα θειούχο χαμόγελο
“ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΑΣ”
Ήταν ένα τέλος που το θυμάται κανείς, πιστέψτε με
Πίστεψέ με
Και είναι κρίμα που δεν θυμάσαι
Ότι ένα τέτοιο μέρος υπήρχε κάποτε
Και τόσα απλά μικρά πράγματα
Προσπάθησαν να σε καταλάβουν
Και οφείλω να ομολογήσω
Σχεδόν το κατάφεραν
Πήραν λάθος παράδρομο
Σχεδόν όμως το κατάφεραν
Αν όχι τόσο καθ’ εικόνα
Αναμφισβήτητα, σίγουρα
καθ’ ομοίωσιν.
Scar Tissue
Στηρίζω το κεφάλι μου στο παράθυρο
Κλείνω τα μάτια μου
Και σκέφτομαι τις φωτιές
Σκέφτομαι τα χέρια στο πάτωμα
Τον ήχο της σταγόνας
Τον φόβο των ημερολογίων
Και τους λευκούς λόφους του ουρανού.
Σκέφτομαι την απαλότητα σου
Και τον μύλο πίσω από το χαμόγελο σου
Σκέφτομαι την ανάγκη σου
Το μικρό σου χέρι που ψάχνει την παλάμη μου
Τα κόκκινα σημάδια που αφήνει στο δέρμα μου
Και τους λευκούς λόφους του ουρανού.
Σκέφτομαι το θωρακισμένο τσιμέντο
Και τα τούβλα δάχτυλα της πόλης μας
Σκέφτομαι ψύλλους και τσιμπούρια
Και ρολόγια και τον ήλιο στο μαξιλάρι σου
Σκέφτομαι ένα φιλί χωρίς όνομα
Και τους λευκούς λόφους του ουρανού.
Σκέφτομαι τους καρπούς σου
Σκέφτομαι περισσότερο αλκοόλ
Σκέφτομαι τις ευτυχισμένες μέρες
Πόσο εύκολα έπεσαν
Σκέφτομαι κόκκινες, κόκκινες σκέψεις
Και τους λευκούς λόφους του ουρανού.
Τρέχουν οι σκέψεις μου μέσα από τις μέρες
Σπάζοντας τον εαυτό μου
Καθώς συγκρούομαι με φαντάσματα
Αλλά δεν υπάρχει επιλογή, όχι πια
Ελπίζω ότι αυτός ο δρόμος φτάνει στο σπίτι
Και στους λευκούς λόφους του ουρανού.
Προσπαθώ να τελειώσω μια για πάντα
Οτιδήποτε μπορεί να σου επιβληθεί
Αλλά θεραπεύεται πολύ γρήγορα
Και θα υπάρχει πάντα περισσότερο, περισσότερα για σένα
Μια άλλη μέρα όταν ο ήλιος θα λάμπει πίσω μου
Και στους λευκούς λόφους του ουρανού.
Στηρίζω το κεφάλι μου στο παράθυρο
Προσπαθώ να θυμηθώ κάθε ψίθυρο
Αλλά το μόνο που μπορώ να μουρμουρίσω είναι τα λόγια
“Στο τέλος, θα είναι
σαν να μη συνέβη ποτέ. ”
Και ένα χαμόγελο για να κάψει όλα τα χαμόγελα
Ένα χαμόγελο για να κάψει ολόκληρο τον κόσμο
Και τους λευκούς λόφους του ουρανού.
Point Blank
Welcoming the old attendants
Who were lost on the surface of our eyelids
In the oceans behind our back
And the straight lines of our lips.
Love, we are told dialectically
Is born in hospitals
It is of them and for them
An end on its own of an aesthetic quarantine
Which is kindly limited
So to leave room for the seconds
That do not tolerate being spent
On the simple and the beautiful.
Welcoming the old attendants
Still remembering the name of the mistake
We leave the helpless world trapped
With our solid nuclear selves
And without mitigating factors or admissions
We shoot at newborn sobs
Point blank.
ReJoyce
Ξέρω ότι αυτό το γράμμα έρχεται απροειδοποίητα. Λείπουν τα πομπώδη σημάδια που συνήθως δηλώνουν την αμοιβαία υπόσχεση μιας αναπόφευκτης μετάβασης. Ξέρω ότι είναι μια κάποια προδοσία για τις λέξεις που σπαταλάμε σε άλλα αυτιά, αλλά αυτό το βράδυ θέλω να μιλήσουμε μαζί μόνο – μια παράξενη επιλογή λέξεων θα πουν κάποιοι.
Δεν υπάρχει τίποτα να σου πω που δεν το γνωρίζεις ήδη, αλλά αυτές οι μέρες είναι πολύ μνημειώδεις από τη φύση τους για να μείνουν αδιάφορες. Η παλιά μου ανάγκη για κατήχηση έχει φύγει, η συνεχής μου επιθυμία για καταναγκαστική πειθαρχία έχει χαθεί. Σου γράφω, χωρίς οποιασδήποτε δίψα, έξω από οποιαδήποτε μετάβαση, χωρίς να περιμένω καμία υπέρβαση και μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις τη σπανιότητα, τη μοναδικότητα μιας τέτοιας συνθήκης.
Έχω μεγαλώσει πολύ για να το ονομάσω πληρότητα και έχω αρκετή απερισκεψία ακόμα για να το ονομάσω ειρήνη. Νομίζω ότι θα μπορούσε να είναι ελευθερία, αν και όχι η ίδια ελευθερία με αυτή που κάποτε επιθυμούσαμε γιατί ούτε η διαφυγή ούτε η σωτηρία δε ρυπαίνουν το χαμόγελό μου. Και σίγουρα δεν είναι ένα ακόμα κομμάτι μιας αποκατεστημένης ασυλίας.
Όμως, οι όροι δεν έχουν πια σημασία, οι όροι μπορούν να βασίζονται σε αυτούς που ακόμη προσπαθούν να τους θέσουν.
Υποθέτω ότι μπορώ να το συνοψίσω σε μια πρόταση, απλή και σύντομη, αλλά τόσο καινούρια για εμάς, τόσο καινούρια ακόμη και για εμάς, που δεν ξέρω αν μπορώ να το γιορτάσω αρκετά με απλά λόγια. Δεν πειράζει,
Όλα τα πρόσωπα έχουν φύγει.
Όλοι οι ασημένιοι αριθμοί που πυροβολήσαμε πάνω στη σάρκα και όλα τα πορφυρά χτυπήματα που θόλωσαν τον σκοπό μας απροσδόκητα συμμάχησαν ενάντια στην ατομική τους βιωσιμότητα. Πάρα πολύ μεγάλο για να ταιριάζει στη χαρά μας, πάρα πολύ για να χωρέσει στα ποτήρια μας. Ένα σπίτι, μια αλήθεια, ένα ζευγάρι φτερά, κάτι ανάμεσα σε ένα δώρο και μια ανταμοιβή, όλα τα πρόσωπα έχουν φύγει.
Στο λέω ξανά, με μια φωνή που τώρα γίνεται υπερβολικά δαπανηρή:
Τα πρόσωπα έχουν εξαφανιστεί και μόνο οι στιγμές παραμένουν και
Έχει πια έρθει η σειρά για τους άλλους
Να υφάνουν τραγούδια για εμάς.