Θυμίστε με που εν να πα να κάμω μωρά …να μετανιώσω!

Έσσει ένα σπαστικό μες το γραφείο μου τζαι κατσιαρίζει τζαι από λεπτό σε λεπτό θα βρεθεί το μάους πας τη τζεφαλήν του. Ήντα να του πω; Λάμνε στην ευτζή; Αν με φύεις εν τα βουττήσω πάνω σου; Κόφκεις με που τη συγκέντρωση μου! Φύε. Ναι κάμνω ότι είμαι κουλ τωρά τζαι τάχα δακτυλογραφώ αλλά εν θωρείς το μάτιν που αληθόρισεν τζαι παει να γυρίσει ανάποδα;

Έφυεν.

Τούτα τα νεύρα ξέρω πόθεν εξεκινήσαν. Που τους μαθητές του Γυμνασίου. Τζείνα τα παραθκιάνταλα κινούμενα, που τα άκρα τους εν δυσανάλογα με το κορμί τους, που η φωνή τους εν σαν την μισοπεθαμένη πουρού τζαι πιάνουν μόνο χαμηλές τζαι πολύ ψηλές μέσα σε μια μόνο λέξη. Σπυρκά τίγκα. Κυκλοφορούν σε αγέλες. Μέσα που την αγέλη τους πιάνουν τη δύναμή τους για να περιπαίξουν τη καθηγήτριά τους, αλλά αν τους φκάλεις που μέσα, χάνουν αμέσως τις δυνάμεις τους τζαι γίνουνται πουλλούθκια. Άμαν τους αρέσκει μια κορού ή εν να της χτυπήσουν (αφορμή να της τζοίσουν) ή εν να την περιπαίξουν.

Αλλιώς…έφηβοι.

Σο μπόριγκ. Τόσο προβλέψιμοι. Τόσο μη-εκλογικεύσιμοι.

Φαντάστου 150 ποτούτους. Μαζεμένους. Σε μια αίθουσα.

Μαζί μου ήταν φρόνιμοι εν η αλήθκεια διότι κάμνω τους αστεία τζαι προσπαθώ να κάμω όσο πιο φυσική τη παρουσίαση. Αλλά μετά; Εν εσκάζαν να ακούσουν τους άλλους. Τζαι εσύ ρε κοπέλα μου. Τάχα καθηγήτρια πανεπιστημίου. Θωρείς εν ακούεται η φωνή σου. Θωρείς εν σου διούν σημασία. Κάμε κάτι. Με θωρείς μόνο τα σλάητς.

Πφφφφ…

Έτσι ήρτε μου να εκτονωθώ με αυτό το παλιό χιτάκι (δυνάμωσε ηχεία τζαι φκάρτο κοτσούι):

Εεεεε…εσύ; Όλα καλά;