Τα όνειρα δεν έρχονται πάντα για να ξύνουν πληγές.
Κάποια έρχονται ήσυχα, σχεδόν ευγενικά, μόνο και μόνο για να σου δείξουν πόσο έχεις αλλάξει.
Τον είδα να περνά από τη παλιά γειτονιά μου, εκείνη την αθηναϊκή διαδρομή που κουβαλά τις νεανικές μας ζωές και μια γλυκιά αθωότητα. Μια ανηφόρα που είχα ανέβει αμέτρητες φορές και την ανέβαινε και αυτός. Μου μίλησε. Μου είπε πως έμενε εκεί. Ξαφνιάστηκα. Σαν να είχε εγκατασταθεί μέσα σε μια ανάμνηση που εγώ είχα από καιρό εγκαταλείψει.
Ανέβηκα στο σπίτι του αφήνοντας πίσω τον άνθρωπο του παρόντος μου. Όχι με ενοχή, αλλά με καθαρή συνείδηση. Το διαμέρισμα ήταν ανοιχτό, γεμάτο κόσμο, περισσότερο μπαρ παρά σπίτι. Μουσικές, ποτήρια, φωνές. Μεγάλο μπαλκόνι και τζαμαρία. Ένας χώρος με θόρυβο, με πολυκοσμία. Με αποσυντόνιζε και με ενοχλούσε.
Καθίσαμε κάπου ήσυχα.
Του είπα ότι θέλω να του πω κάτι χωρίς να περιμένω απάντηση. Χωρίς διάλογο. Χωρίς ανταλλαγή.
Του ζήτησα συγγνώμη για τότε και τον τρόπο που δεν ήξερα να αποχωρώ. Για το κομμάτι που μου ανήκε και μόνο και πως δεν θέλω καμία απάντηση.
Μου είπε ότι του το είχα ξαναπεί.
Δεν το είχα. Αλλά δεν είχε καμία σημασία. Το όνειρο δεν ήρθε να καταγράψει γεγονότα. Ούτε να μου δώσει λέξεις από άλλα χείλη που δεν είχα ακούσει και δεν τα είχα πια ανάγκη.
Του είπα ακόμη πως από εκείνη την εποχή έχω κρατήσει μόνο τα καλά. Πως όταν τη θυμάμαι, χαμογελάω. Δεν θυμώνω. Δεν πονάω.
«Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε που χωρίσαμε», είπα, σχεδόν γελώντας. «Το φαντάζεσαι;»
Μου πρόσφερε ένα ποτό.
Ήταν κλεισμένο μέσα σε έναν μηχανισμό, σαν γρίφος. Ένα μικρό τεστ. Τον έλυσα γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Μου φάνηκε αστείο.
Ίσως γιατί μου ήταν γνώριμος ο τρόπος. Οι ερωτήσεις. Τα τεστ γνώσεων που μου έκανε. Οι αποδείξεις. Η αίσθηση πως πάντα κάτι πρέπει να περάσεις για να δικαιούσαι το επόμενο.
Το ποτήρι στάθηκε μπροστά μου. Δεν το άγγιξα.
Με ρώτησε γιατί δεν πίνω και του απάντησα απλά:
«Δεν σε εμπιστεύομαι πια. Λυπάμαι.»
Καμία ένταση. Καμία πίκρα. Μόνο διαύγεια.
Και τότε κατάλαβα πως αυτό δεν ήταν επιστροφή. Ήταν αποχαιρετισμός. Ένας από εκείνους που δεν χρειάζονται τελετουργία, ούτε κλείσιμο πόρτας. Αρκεί ξέρεις ότι δεν διψάς πια.
Ξύπνησα ταραγμένος. Όχι από νοσταλγία, ούτε από πόνο.
Αλλά από εκείνη τη σπάνια συγκίνηση που έρχεται όταν συνειδητοποιείς ότι ο γρίφος λύθηκε. Και ότι αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να πιεις το ποτό.
Ίσως αυτό να σημαίνει ωρίμανση.
Να θυμάσαι, να ευχαριστείς και να πηγαίνεις παρακάτω.