.
Τη μέρα που ο Τακιτζάφης πέθανε, το πρωί έβρεχε αλλα το μεσημέρι βγήκε ήλιος.
Τα είχε κακαρώσει ξημερώματα και κατα την αυγούλα έφτασε
η Θειακούλα, η σαβανώστρα να τον αναλάβει.
Θα έπρεπε να ειχε καταφθάσει ενωρίτερα αλλά την βρήκαν σε αδυναμία, αποβραδίς την πείραξε ο γαλέος που έφαγε και την είχε πιάσει κόψιμο. Τρεις φορες που ξεκίνησε να βγει στα Τακιτζαφαίικα γύρισε πίσω, κατευθείαν στον απόπατο, όπου και έβγαλε τα άντερά της. Για την ακρίβεια την τρίτη δεν πρόφτασε και έκατσε παράμερα στα χορτάρια να χέσει βλαστημώντας το γυιό της, τον Ανανία, ο οποίος είχεν εγκολπωθεί όλα τα ελατώματα του μακαρίτη του πατέρα του, και όταν η καλάδα δεν του γέμιζε το μάτι τά άφηνε τα
Εισερχόμενη στην χθαμαλή οικία η Θειακούλα έσπευσε κατ ευθείαν στην κουζίνα πριν ή αναλάβει τον νεκρόν. Την τρίτη φορά που έκατσε μεσ΄τ΄αρκουδόβατα να αποπατήσει, ως μη έχουσα διότι πρόχειρον τεμάχιον Αθηναικής εφημερίδος ή έστω φύλλον τετριμένον του Ερωτόκριτου να σφογγίσει τον κώλον της, έκοψε φύλον παρακείμενης παραφυάδος συκής και τούτο το άτιμο διατρηθέν εγέμισεν την αριστερή παλάμην της με υδαρές σκατομάζωμα.
Την εσφούγγισεν βέβαια επιμελώς στα χορτάρια έχοντας κατα νού μην την χώσει, συνομοτούντος και του λυκαυγούς, σε τιποτε τσουκνίδες, διοτι η ανάγκη την εκάθισε σε γνωστόν τσουκνιδοχώραφο οπου συχνα ήρχετο να τας κορφολογίσει και να ψήσει τσουκνιδόπιττα. Επασπάτεψεν λοιπόν ελαφρώς τα χορτάρια διπλα της υπομειδιούσα, διότι ο φόβος μη και κατατσουκνίσει την ήδη κατασκατωμένην αριστεράν της, της έφερε κατα νου παλαιό παρόμοιο συμβαν.
Τότε που ο μακαριτης ο αντρας της, μεσ΄το γλυκοχάραμα, επιστρέφοντας απο γουρσούζαν πεσκαρίαν εσυναντήθη μεσοπέλαγα με τον κουμπάρον τον Λιώρο. Και αφού εδιπλάρωσαν και αλληλοεσυγχίσθησαν καθυβρίζοντας αλλήλους και άπαντα τον λαόν, ο Λιώρος, έχοντας το βαρκίδιόν του φίσκα ως τα μπούνια από πρώτα ψάρια, προθύμως εφιλοτιμήθη και άρχισε να του ρίπτει εναερίως καμπόσες οκάδες ούγενες οπού τας είχε ήδη διαπεράσει με νήμα εις μάτσα ο παραγυιός του ο Κούλης για 'λιαστές.
Ο μακαρίτης, τραμπαλιζόμενος λογω της πρωινής επερχομένης φρεσκαδούρας, τας εναγκαλίζετο εν τη σκοτία, πλήν ομως το τέταρτον ματσέτο, την τελευταίαν στιγμή και ενω είχε ήδη εκφύγει των χειρών του, αντελήφθη ο Λιώρος ότι επρόκειτο για μια ντουζίνα δράκαινες πελαγίσιες, και ''Βάρδα κουμπάρε!!!'' επρόφθασε να κράξει πλην όμως ο μακαρίτης το εξέλαβε, παρασιτούντων και των ντουκου-ντουκου-ντουκου-πρίτς..ξξξξ... ντουκου-ντουκου-ντουκου... ως ''Πάρτα κουμπάρε!!'' και τάφαγε κατα πρόσωπον και κατα το στηθος το δασύτριχον και τον ειχανε μια βδομάδα να ανεβοκατεβαίνει στον Αδη.
Ευτυχως σε τσουκνίδες δεν έπεσε. Ελαβεν ομως άλλην έκπληξιν οταν εισερχόμενη στην κουζίναν, αντικρισεν δύο περίεργους και ξενοφανείς νέους άνδρας να καταβροχθίζουν την προχθεσινή φασολάδα, μακράν και λεχράν έχοντας την κόμην και ταινίαν κατα το μέτωπον αυτών εσφιγμένη και φορεμένους τετριμένας στρατιωτικάς φορεσιάς ανευ διασίμων.
Την εχαιρέτισαν ευγενεστατα οι νέοι άνδρες εκφέροντες κατι ακαταλαβίστικα ΄΄τσε τσε΄΄ και άλλα, πλην όμως η Θειακούλα ουδαμώς εταράχθη. Έφτυσεν τρίπαξ και σταυροκοπήθηκε γνωρίζουσα και εξ άλλων περιπτωσεων πως οσάκις ο συχωρεμένος είχεν υπάρξει μέγας μπήχτης και αμαρτωλός σαν τον Τακιτζάφη καθόλου παράξενο να τον ξενυχτάει και ξενολαός, κομπάνια που χαλέβει τη σκατοψυχή του. Δεν κώλωνε με κατι τετοια, ταχε ξαναδει κατα την μακράν σταδιοδρομίαν της ως αποκλειστική σαβανώστρα όλων των χωρίων του Κατω Δήμου. Εξ αλλου η εννοια της ηταν το λείψανο , οτι είχε αργήσει με το χέσε-χέσε και θα της κοκάλωνε. Εβιάζετο να το πλάσει ορθώς.
Ως εκ τουτου ουτε που ειχε καν καλοσυλυπηθεί τους τρεις πενθούντες εισερχόμενη. Και βέβαια ούτε και που επρόσεξε την προκείμενη παρα την εξώθυρα μπισυκλέταν, μαύρη κι άραχνη, όμοια με αυτή που είχε κάποτε εξάδελφος ο Ποσταμάνος και εμοίραζε τα γράμματα στα χωριά.
Άρχισε να σιγοψιθυρίζει οσα εγνωριζε απο την εξώδιον ακολουθίαν, εφταρνίσθη γερά διότι τα λιβανια την ανακάτευαν και κίνησε δρομαία προς στην κάμαρην να αναλάβει τον αχα΄ί΄ρευτο.
Πόσον μάλιστα ότι είχε και καμιά εικοσαρέα χρόνια να του σφίξει τον πούτσο και το είχε άχτι. Απο τοτε οπου την ειχε καταστήσει έγγειο στο έκτο της τέκνο, την Ιωάννα, και έκτοτε της ειχε κοψει και την καλημέρα. Σα ραδίκι κάρτικο θα είναι τωρα το καβλί του. Αλλα χαλάλι του, θα του τ΄ορθοκαβλώσω τώρα εγω, ψυθίρισε. Τετοια πσωλάρα να της καίει τα κωλοβάρδουλα δεν ειχε ενοήσει ουδέποτε στον βίο της η Θειακούλα σαν του Τακιτζάφη. Ούτε καν με εκείνους τους Αγαρηνούς που ειχαν ξωκοίλει τότε, στα νειατα της , με το πράσινο σαν παπαγάλο κα΄ί΄κι τους στη Γκροσσαπόντα και τους πήγαινε καθημερινα φαγητό επι ένα μήνα.
Για να ιδούμε τι του εχει απομείνει τώρα, εσυλλογίζετο η Θειακούλα άμα σιγοψάλουσα ''..Εμνήσθην τού Προφήτου βοώντος, Εγώ ειμι γή καί σποδός, καί πάλιν κατενόησα εν τοίς μνήμασι, καί είδον τά οστά τά γεγυμνωμένα, καί είπον, Άρα τίς εστι βασιλεύς, ή στρατιώτης, ή πλούσιος, ή πένης, ή δίκαιος, ή αμαρτωλός; Αλλά ανάπαυσον Κύριε, μετά Δικαίων τούς δούλους σου, ως φιλάνθρωπος. ..'' οπότε και εισελθούσα τον αντίκρισε. . ..
. Η θειακούλα πρώτον έπτυσεν τον κόρφον της και ανηύρεν σταμνάκι ζαχαρί αγελαίον δίχρωμον γέμον φίσκατις ρακήν. Εσιχάθη να το πιάκει δια της σκατωμένης λαιάς χειρός της, καθ όσον χριστιανοί τε και αγαρηνοί μπορεί να ησφάζοντο αλλα ουδέποτε ήγγιζον κώλους διά της δεξιάς,και ανοίξασα ως σκούπα την παλάμη και τα δάκτυλα, επτυσεν στερρώς τας χειρορρυτίδας και είτα εθώπευσεν του νεκρού τας τρίχας. Νερόν να ξεπλυθεί, το είχεν γρουσουζιά, ως ευρέως επιστεύετο νοτίως της Μολδοβλαχίας. Ηρξατο του σαβανώματος. Πρώτον τον έγδυσεν, είτα τον εζωγράφισεν εύμορφον. Μετά, είδε τον μπούτζον.
. Η θειακούλα πρώτον έπτυσεν τον κόρφον της και ανηύρεν σταμνάκι ζαχαρί αγελαίον δίχρωμον γέμον φίσκατις ρακήν. Εσιχάθη να το πιάκει δια της σκατωμένης λαιάς χειρός της, καθ όσον χριστιανοί τε και αγαρηνοί μπορεί να ησφάζοντο αλλα ουδέποτε ήγγιζον κώλους διά της δεξιάς,και ανοίξασα ως σκούπα την παλάμη και τα δάκτυλα, επτυσεν στερρώς τας χειρορρυτίδας και είτα εθώπευσεν του νεκρού τας τρίχας. Νερόν να ξεπλυθεί, το είχεν γρουσουζιά, ως ευρέως επιστεύετο νοτίως της Μολδοβλαχίας. Ηρξατο του σαβανώματος. Πρώτον τον έγδυσεν, είτα τον εζωγράφισεν εύμορφον. Μετά, είδε τον μπούτζον.
-Α, αξέχαστε τουμπιθεκλόκ, του είπεν. Θυμάμαι που με βάτευες πρωί και βράδι.Και μοι ήρεσκεν. κι έπειτα εγκάμουνες την Βιρδίλω μάπα, του λέγει και τον ζουπάει στα κάκαλα. κι έπειτα βίδωνες βιδάνια στην ξαδρέφη μου την Συγκλητική, του λέγει και του βγάζει το μάτι κια το χώνει στην βαλανοπουτσάκλα, σαν σακούλι. κι έπειτα γάμησες την κόρη μου και την θεία της και την γραία γειτόνισα την ασθματικιά και έκαμε δυό μέρες τσουφ και τσουφ, σαν σιδερόδρομος. λέγει και του κόπτει ένα χέρι και το χώνει στο νεκρόπετσι με βία.
Ετσι ο νεκρός έμοιαζεν πουτσακλωμένος και στυσικός, αυτή δε εχάρη.
Του έρριψε δε την ρακήν και της ήβαλε φωτίτσα, και κάηκε ο αποθανείς..
.
.
Του έρριψε δε την ρακήν και της ήβαλε φωτίτσα, και κάηκε ο αποθανείς..
.
.
[[- τελεολογικΟΝ ΓουφΠετικΟΝ συνεργατικΟΝ κειμενΟΝ ]]
.











