Από την υπό εξέλιξη συλλογή διηγημάτων «Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες»
Τσαντισμένος. Δεν του άρεσε καθόλου να του αλλάζουν το πρόγραμμά του. Η ισορροπία του στηριζόταν στη ρουτίνα του και μη του τους κύκλους τάραττε. Το σκεφτόταν τόσο πολύ που δεν έμενε χώρος στο μυαλό του για τίποτε άλλο. Πάλευε με τον εγωισμό και την αδυναμία του μέχρι να χωνέψει το τηλεφώνημα του αφεντικού, την αγγαρεία που του έβαλε η αδελφή του, τα ψώνια της μάνας του. Στριμωγμενος σε ένα μονάρι διαμέρισμα 60 τ.μ., δήλωνε ελεύθερος και ωραίος στα πενήντα φεύγα. Από το ρετιρέ η γειτόνισσα μάταια προσπαθούσε να του αποσπάσει την προσοχή, στέλνοντάς του φωτογραφίες δοκιμάζοντας το καινούργιο της φόρεμα. -Καλο είναι, σου πάει το μαύρο, της απάντησε. -Δεν είναι μαύρο, βαθύ πράσινο είναι με λίγο μαύρο. -Καλό είναι, επανέλαβε. Ο ήχος από το κινητό ακούστηκε και πάλι. Ήρθε άλλη μια φωτογραφία -Δεν είναι βαθύ το ντεκολτέ; συνέχιζε τις απορίες η γειτόνισσα. Στον κόσμο του ο άλλος, ακόμα να χωνέψει την αλλαγή στο πρόγραμμά του, που επέβαλε η αδελφή του, αφού ήθελε να της προσέχει το βράδυ τα παιδιά. Και ξαφνικά αποφάσισε να ασχοληθεί με το φουστάνι. Άρχισε να βλέπει, να ξαναβλέπει τις φωτογραφίες και της έστειλε μήνυμα. -Ζητώ το φουστάνι! Ασπρόμαυρο, μαυροπρασινο, με βαθύ ή οχι ντεκολτέ, όπως να ‘ναι, ζητώ το φουστάνι! – Το θες πακέτο; – Τι εννοείς; -Το θες πακέτο, ή… Πριν προλάβει να απαντήσει, κτύπησε το κουδούνι. Η γειτόνισσα στεκόταν έξω απο την πόρτα με το μαυροπρασινο φουστάνι. Έκανε ένα βήμα, μπήκε μέσα, έσπρωξε με το πόδι της την πόρτα να κλείσει. -Το ζήτησες, στο έφερα. Με μια κίνηση το ξεκούμπωσε, αφήνοντάς το να σωριαστεί στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας στον γείτονα για πρώτη φορά το καλλίγραμμο σώμα τής με τα εσώρουχα. -Τι κάνεις; ρώτησε απορημένος με τα μάτια καρφωμένα στο στήθος και το στόμα του μισάνοικτο. Με αμηχανία, ντροπή και ένα τρέμουλο στη φωνή της σήκωσε το φουστάνι και κάλυψε το σώμα της. -Μου ζήτησες το φουστάνι, σ’το έφερα. Έτσι μου έγραψες. Του έδειξε το μήνυμα. «Ζητώ το φουστάνι. Ασπρόμαυρο, μαυροπρασινο, με βαθύ ή όχι ντεκολτέ, όπως να ‘ναι». -Όχι, ζήτω το φουστάνι, ήθελα να πω!!! – Μα δεν μου έγραψες, ζήτω, αλλά ζητώ! Χαμογέλασε, έκανε ένα βήμα μπροστά και την πήρε αγκαλιά. Έτρεμε. Έβαλε το στήθος του από το μέρος της καρδιάς αριστερά στη δικιά της καρδιά και την κράτησε σφικτά. «Ζήτω το ζητώ» της ψιθύρισε στο αυτί, καθώς το μαυροπρασινο φουστάνι σωριαστηκε για δεύτερη φορά στο πάτωμα.
Οι(Ι)_δανε(ι)κοι άντρες ξέρουν να ζητούν και να διεκδικούν ακομα και άθελα τους.
6 Αυγούστου, 2024 στις 12:46 μμ (Ποίηση)
Tags: ποιηση
Κάθεται τζιαι βρουλλίζει τα άσπρα της μαλλιά, πενήντα κόμπους πενήντα χρόνους, στην τηλεόραση παίζει ένα ντοκιμαντέρ. – Σβήστην ρε μάνα, έθθελω να ακούω. – Να ακούεις γιε μου, να ακούεις, να θωρείς τζιαι να μεν ξιάννεις. Αντάκωσεν το κλάμα πάλε. – Πεήντα χρόνια εν μαύρη η ψυσσιή μου, τη μισήν εμαυρίσαν την οι πραξικοπηματίες, την άλλην μισήν οι Τούρτζιοι. – Μεν κλαίεις τζιαι ‘ννα σηκωθώ να φύω α! – Ετο γιε μου γιατί χαΐριν έθθα δούμε, γιατί πάντα σήκωνούμαστεν τζιαι φεύκουμεν.
Το πατρικό μου εφάπτεται στην Πράσινη Γραμμή, κοντά στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου· μια γειτονιά που οι ιδιαιτερότητές της μου αφήνουν έντονα συναισθήματα κάθε φορά που την επισκέπτομαι, παρόλο που μεγαλώσαμε και θα έλεγε κανείς ότι συνηθίσαμε… Συνηθίσαμε από μικρά παιδιά να βγαίνουμε για παιχνίδι και να βλέπουμε το συρματόπλεγμα κυριολεκτικά έξω από το σπίτι μας, συνηθίσαμε από μικρά παιδιά να κάνουμε συντροφιά στους φαντάρους που φύλασσαν σκοπιά στο φυλάκιο που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού μας, συνηθίσαμε να ακούμε τις φωνές από τα στρατιωτικά γυμνάσια που έκαναν οι Τούρκοι στην περιοχή που στρατοπέδευαν πριν από το 1974 η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ. Μεγαλώνοντας, και αφού άνοιξε το σημείο διέλευσης προς τα κατεχόμενα λίγες δεκάδες μέτρα από το πατρικό μου, συνηθίσαμε τις ουρές αυτοκίνητων που πήγαιναν και έρχονταν που «ποδά» τζιαι που «ποτζιεί». Παρόλα αυτά, τα «συνηθίσαμε», ένα σφίξιμο στο στήθος, κάθε φορά που έρχομαι σε αυτή τη γειτονιά, το νιώθω.
Βρήκα τη μάνα μου να κρατά την εφημερίδα, κάτι διάβαζε και τα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Δεν με περίμενε. Ξαφνιάστηκε που με είδε. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια, σηκώθηκε από την καρέκλα και με αγκάλιασε. Τη ρώτησα γιατί κλαίει. Μου έδειξε ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα, μια καινούρια μαρτυρία για τους αγνοούμενους του χωριού της.
Οι γονείς της περιλαμβάνονται στη λίστα των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής του 1974.
«Ρε μάνα, πέρασαν σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια και ακόμα κλαίεις;»
«’Εν τους έκλαψα, γιε μου, τότες που έπρεπε. Στην εισβολή είχα τρία μωρά μες την ποθκιάν μου τζιαι ένα μες την τζοιλιάν μου, ’εν προλάβαινα με να κλάψω, με να τους γυρέψω».
«Πιλέ μου ’εν εβρεθήκαν ούτε τα κόκκαλά τους, ’εν ηξέρουμε, με αν τους εθάψαν, με αν τους έφαεν κανένας σιύλλος, γιε μου».
«’Εν σας είπεν ποττέ κανένας τίποτε, μιαν την άλλην ανακοινώνουν τζιαι καινούριες ταυτοποιήσεις αγνοουμένων με τη μέθοδο του DNA, δείγμαν εδώκετε;»
«Εδώκαμεν, γιε μου, έσσιει πολλύν τζιαιρόν που ήρτεν που ποδά ο θκειος σου ο Γιωσήφης τζιαι επήρεν με, επιάν γιαίμαν τζιαι που τους θκυο μας».
«Πόσων χρονών ήταν στην εισβολήν ο παππούς τζιαι η γιαγιά;» τη ρωτώ.
«Κοντά στα εβδομήντα ο παππούς σου τζιαι εξήντα πέντε η γιαγιά σου».
Σηκώθηκε από την καρέκλα, στάθηκε, πήγε κάτι να πει αλλά, αντί αυτού, έβγαλε έναν αναστεναγμό που όμοιό του δεν έχω ξανά ακούσει και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
«Έλα, πάμε που ποδά στην κουζίναν να σου κάμω καφέ… Πώς έν’ τα μωρά; Ο Ορέστης, η Μαρία; Η γεναίκα σου έν’ καλά, γιε μου;»
Έφτιαξε τον καφέ και κάτσαμε γύρω από το τραπέζι της κουζίνας.
«Ο πάπας πού είναι, ’εν σε ρώτησα».
«Ο πάπας σου έν’ “ποτζεί”, έν’ με τον Ζεκίν στο Δαυλόν για ψάρεμα».
«Χαράς την όρεξήν του πάντως, ρε μάνα».
«Άης τον να πηαίννει να με αφήννει τζιαι έμεναν λλίον ήσυχην», μου λέει και χαμογελά.
Σχεδόν ταυτόχρονα, με εμφανής την προσπάθεια να «διορθώσει» το παράπονο που ξεστόμισε, πρόσθεσε.
«Έν’ το χωρκόν του “ποτζεί”, γεννήθηκε τζιαι αναγιώθηκεν μες στη θάλασσα, έσιη το ανάγκην»
«Ο Ζεκίν ποιος ένι;»
«Ήξερέν τον που την Τζερύνειαν, έν’ συνότζιαιρος, επήαιννεν στον καφενέν του τζιυρού του, σαράντα πέντε χρόνια μετά ήβρεν τον τζιαμέ που πάει ψάρεμα τζιαι κάμνουσιν παρέαν».
«Ρε μάνα, ’εν τζιαι θυμούμαι τον παππούν μου, ίσως λλίον αμυδρά που με έβαλλεν πας τον γάρον τζιαι έπαιρνέν με περίπατον, αλλά τζιαι τούτην την εικόνα ’εν ξέρω αν την θυμούμαι πραγματικά ή αν μου κόλλησε μες στο μυαλό που τες πολλές φορές που μου είπες ότι άρεσκέν μου να με ανεβάζει στο γαϊδούρι. Ήταν καλός μαζί σας τζιαι με τη μάναν σας ο παππούς; Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια, ’εν εκουβεντιάσαμε ποττέ για τζιείνα τα χρόνια».
«Ήταν ο καλλύττερος, γιε μου, ’εν τον άκουσα να φωνάξει ποττέ, ούτε σε εμάς ούτε της γεναίκας του».
Μιλούσε για τον παππού μου και άρχισαν ξανά να γεμίζουν τα μάτια της.
Έστρεψε το κεφάλι της προς την αρμαρόλλα που έχει τα λιγοστά ποτήρια και πιάτα, κειμήλια από το χωριό. Στο τζάμι με σελοτέιπ, κολλημένη εδώ και χρόνια, μια μαυρόασπρη, σχεδόν κιτρινισμένη φωτογραφία του πάτερα της.
«Έτον τζιαμαί, όπως τον θωρείς, γιε μου, με την βράκαν του, με το ήρεμον το ύφος, ήταν πάντα του έτσι. Ήταν γεωργός, είχαμε τζιαι λλία χτηνά τζιαι λλίες όρνιθες για τες ανάγκες του σπιτιού, για το γάλα, τα χαλλούμια μας».
«Τι εφύτευκεν; Εσπέρναν σιτάρι τζιαι κριθάρι;» τη ρώτησα.
«Που ούλλα, γιε μου, ολόχρονα, τζιαι πότιμα τζιαι άνεδρα. Σιτάρι, κριθάρι, κουκιά, σιφουνάρι πιο μετά έβαλλεν ρεβίθια, ρόβι, φακές, τζιαι τα καλοκαιρινά: παμπάτζιν, παττίσιες, πεπόνια, λουβί. Στο περιβόλιν πίσω που το σπίτιν έβαλλεν τομάτες, αγκούρκα, έτο λλία που ούλλα γιατί ’εν τζιαι είχαμεν μπακάλην μες στο χωρκόν για να αγοράσουμε».
«Ρε μάνα, ήσασταν εφτά παιδκιά, ίνταλως τζιαι εκόψαν “ποτζιεί” οι γονείς σου; ’Εν εβρέθην έναν πλάσμα, έναν παιδίν τους να τους φέρει που “ποδά”;»
«Η γιαγιά σου, γιε μου, την Κυριακήν πριν την εισβολήν ήταν “ποδά”, έφερέν την ο αρφός μου ο Αντρέας που επήεν να βοηθήσει τον παππού σου να αλωνίσει. Άμαν ετελειώσαν, τη νύχτα έφερέν την τζιαι άφηκέν την στον Τράχωνα, στο σπίτι της θειας σου της Σούλλας για να την πάρει την επομένη να δει στο νοσοκομείο τον αρφόν της που είσιεν που τζείνην την μαυρογέρημην την αρώσκιαν στον εγκέφαλον. Δευτέραν πρωίν εγίνηκεν το πραξικόπημαν τζιαι ’εν εμπορέσαν να πάσιν να δουν τον θκειον μου στο νοσοκομείο. Τετάρτην εδοκιμάσαν να πάσιν να τον δουν τζιαι το νοσοκομείον εφρουρούσαν το οι πραξικοπηματίες. Είπεν τους η αρφή μου ότι έφερεν τη μάναν της να δει τον αρφόν της που νοσηλευόταν στον τρίτον όροφον του νοσοκομείου. Ο πραξικοπηματίας ’εν άφηκεν την αρφή μου να πάρει τη μάνα μας, είπεν τους ότι ’εν εδικαιούνταν να φκουν πάνω τζιαι οι θκυο μαζίν, η μάνα μου ’εν τζιαι εμπορούσεν να τα έβρει μόνη της, ήταν τζιαι κοτζιάκαρη, τζιαι αγράμματη, εφύασιν. Ύστερα ήρταν που “ποδά” στον Άην Δεμέτην, τζιαι άηκέν την δαμαί δίπλα στο σπίτι της άλλης μας αρφής, της Ελένης, γυρισόντα μέρα με το έτσι θέλω, γιατί είσιεν έννοιαν του παππού σου που τον αήκεν μόνον του με τόσες δουλειές, εβάλαμέν την μες στο λεωφορείον για να πάει στο χωρκόν».
«Επήεν με το κομβόι που το Κιόνελι;» τη ρώτησα.
«Όι, όι, το κομβόι έρεσσεν που το Κιόνελι τζιαι επήεννεν Τζιερύνεια με τη συνοδεία των Ηνωμένων Εθνών για προστασία, επειδή έρεσσεν μέσα που τον τουρκικόν θύλακα. Τούτον εγίνετουν θκυο φορές τη μέρα, πρωί τζιαι δείλις. Που το Κιόνελι ήταν ο πιο γλήορος τρόπος να πας Τζιαιρύνεια, αλλά μόνον με τη συνοδεία των Ηνωμένων Εθνών, αλλιώς έπρεπεν να πάεις πογύριν, που τα Πάναγρα ή που τον δρόμον της Κυθρέας. Εμείς, για να πάμεν στον Σύσκληπον, επιάναμεν τη στάση που δαμαί που ήταν η πεζίνα του Μελή, έρεσσεν το λεωφορείον που τον Γερόλακκον, επήαιννεν Άην Βασίλη, στη Σσιλλούρα, στον Άγιον Αρμόλαο, πριν φτάσει στον Σύσκληπον. Τζείνη η μέρα ήταν η τελευταία που είδα τη μάναν μου, γιε μου, τον τζιύρην μου μια δκυο εφτομάες πριν, ’εν θυμούμαι ακριβώς. Τρεις μέρες μετά εγίνηκεν η εισβολή, ’εν τζιαι είχαμεν με τηλέφωνα με τίποτε».
«’Εν άκουσες ποττέ τίποτε που κανέναν, καμία μαρτυρία, κανένας ’εν τους είδεν;»
«Το μόνο σίουρον ένι ότι η μάνα μου επήεν στο χωρκόν τζιαι ήταν μαζί με τον παππού σου όταν εγίνηκεν η εισβολή τζιαι άμαν οι Τούρτζιοι λλίες μέρες μετά εκοντέψαν, οι χωρκανοί αρκέψαν να φεύκουν, αλλά ’εν ηθέλαν να αφήκουν το σπίτιν τους τζιαι τα χτηνά τους… Αλήθκεια, ψέματα, γιε μου, είπεν μας ο μακαρίτης ο Αδάμος, που έν’ ο τελευταίος που τους είδεν, ότι οι Τούρτζιοι εμαζέψαν όσους εμείναν στο χωρκόν τζιαι εχωρίσαν τους νέους που τους γέρους. Ήταν μαζίν τους τζιαι οι δκυο οι γονείς μου, μετά ο Αδάμος εκατάφερε να φύει, να χωστεί τζιαι ήρτεν που “ποδά”. Οι δικοί μου ’εν ιξέρω ίντα κατάληξη είχαν. Λαλούσιν ότι όσοι ’εν εμπορούσαν να περπατούσιν γλήορα τζιαι να ακολουθήσουν την πορεία προς το άλλο χωρκόν, επαίξαν τους. ’Εν ιξέρω, ό,τι σου πω έν’ ψέματα. Το μόνον που εύχομαι είναι να μεν εβασανιστήκαν, τίποτε άλλο».
Την ρώτησα πόση απόσταση είναι το χωριό της από το πατρικό μας.
«Ούτε μισή ώρα δρόμος με το λεωφορείον», μου απάντησε.
Η ώρα ειχε πάει εννιά το πρωί και, αφού βεβαιώθηκα ότι δεν είχε καμία υποχρέωση μέχρι το μεσημέρι, αποφάσισα να της προτείνω να πάμε μαζί μια βόλτα μέχρι τον Σύσκληπο. Είχα πάει άλλες δυο φορές στο χωριό με άλλη αφορμή και με άλλη παρέα. Ήθελα πολύ να επισκεφτώ το χωριό και να έχω μαζί μου τη μάνα μου.
«Θέλεις να πάμεν να μου δείξεις τζιαι έμενα το χωριό; Έταξες μου έναν χωραφούδιν, πάμε να μου το δείξεις», της λέω με αστεία διάθεση.
«Να μεν σε ταλαιπωρώ, γιε μου, επήαμεν τες προάλλες προσκύνημα, κάμνουν διάφορες εκδηλώσεις, μάχουνται να έβρουν λεφτά να σώσουν την εκκλησιάν, γιατί εννά πέσει άλλο λλίον αν μείνει έτσι. Την εκκλησιάν μας, γιε μου, που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα τζιαι εγιόρταζεν στες είκοσι μιαν του Νιόβρη, εβάφτισέν την ο παππούς μου, ο Παρασκευάς Χατζηπαρασκευάς. Έν’ πολλά μεγάλη εκκλησιά, εφορούσεν ούλλον το χωρκόν μέσα».
«Ίντα που λαλείς, ρε μάνα!! Ήταν ιερέας ο παππούς σου;»
«Όι, ’εν ήταν ιερέας».
«Ε, ίνταλως την εβάφτισεν;»
«Το 1902, που κάμαν τα εγκαίνιά της, ο παππούς μου ο Χατζηπαρασκευάς έκαμεν ούλλα τα έξοδα των εγκαινίων, όπως βαφτίζουν έναν μωρόν. ’Εν ηξέρω τωρά αν το κάμνουσιν, αλλά στα χωρκά μας εκάμναν το, γράφει τζιαι το όνομάν του μες στην εκκλησιάν αριστερά πας στον τοίχον, όπως χωρείς το εικονοστάσιν».
«Ε, πάμεν, ρε μάνα ,καλό, μισή ώρα δρόμος ένι τζιαι ώς το μεσημέριν που εννά έρτει ο παπάς έσσω να σου γυρέψει φαΐν, εννά στραφούμεν».
Περάσαμε από το οδόφραγμα του Άγιου Δομετίου και από το Κιόνελι πήραμε τον δρόμο προς τη Μόρφου, περάσαμε από τον Άγιο Βασίλειο και από τη Σκυλλούρα πήραμε τον δρόμο δεξιά προς Άγιο Ερμόλαο και αμέσως μετά σε πολύ κοντινή απόσταση είδαμε την τουρκική επιγραφή «Akcicek», το όνομα που έδωσαν οι Τούρκοι στον Σύσκληπο.
Σε όλη τη διαδρομή, η μάνα μου δεν μιλούσε. Έβλεπε, αναστέναζε, κάτι πήγαινε να πει αλλά δεν έβγαινε λέξη. Μίλησα εγώ, γιατί θυμήθηκα τα άλλα δυο χωριά που συνόρευαν με το χωριό μας: τον Λάρνακα της Λαπήθου και το Αγριδάκι. Αυτά τα τρία χωριά είναι πολύ κοντά μεταξύ τους και ήταν πάντα στις αναφορές της μάνας μου.
«Ο Σύσκληπος, Ο Λάρνακας / στη μέση το Αγριδάκι
έχουν όμορφες κοπελιές / άσπρες σαν το παμπάτζιν»
Θυμήθηκα το δίστιχο που έλεγε ένας συμπαθέστατος παππούς ονόματι Τηλέμαχος, που μετά την εισβολή έμενε στη γειτονιά μας, πρόσφυγας από το Αγριδάκι.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο κοντά στην εκκλησία, μια επιβλητική εκκλησία δυσανάλογου μεγέθους σε σχέση με το μέγεθος και τους κατοίκους του χωριού.
Μετά πίσω στο κέντρο του χωριού, η μάνα μπροστά και εγώ να ακολουθώ και να ακούω όσα είχε να μου πει.
Σταμάτησε στη βρύση του χωριού. Είχε την επιγραφή «1952».
«Το 1952, τον τζιαιρόν των Εγγλέζων, εκάμαν εφτά βρύσες σαν τούτην μες στο χωρκόν, μιαν κάθε λλίες γειτονιές, ήταν μεγάλη ευκολία, πριν είχαμε μόνο μιαν στο κέντρο του χωρκού. Το ρεύμα ήρτεν πολλά πιο μετά, θα ήταν το 1967».
«Θα ήταν μεγάλο γεγονός το ότι ήρτεν το ρεύμα, για να θυμάσαι την ημερομηνία».
«Θυμούμαι το γιατί τη χρονιάν τζιείνην επαντρευτήκεν η αρφή μου η Μαρούλλα, τζιαι είχαμε ρεύμα, γιε μου».
Προχωρήσαμε προς το πατρικό της, ένα ερειπωμένο, πλινθάρινο σπίτι, αλλά για τη μάνα ήταν το πατρικό της, και μου το περιέγραφε σαν να μην πέρασε μία μέρα από τότε που έφυγαν. Όμως οι ανηφορικοί δρόμοι, αφού το χωριό είναι στους πρόποδες του Πενταδακτύλου, την κούρασαν.
«’Εν τα εκαταφέραμεν να γυρίσουμεν παθκιάν-παθκιάν ούλλον το χωρκόν, ρε μάνα.
«’Εν πειράζει, γιε μου, εγώ επιστρέφω συχνά… Γυρίζω μες στον ύπνον μου ούλλον το χωρκόν. Πιάννω που τζει κάτω στον Τζιεφαλά τζι’ έρκουμαι πάνω-πάνω, θωρώ τα σπίθκια έναν έναν. Τούτον έν’ της τάδε, τζείνον έν’ της τάδε, ρέσσω του χωρκού τζιαι πηαίννω ώς τζει κάτω στον Παπάκρεμμο, που έπαιρνα που ’μουν μιτσιά τα χτηνά να βοσσιήσουν».
Σε ένα καντούνι δίπλα από εκεί που αφήσαμε το αυτοκίνητο, συναντιέμαι με έναν ηλικιωμένο, μιλά κυπριακά όπως μιλούν οι Παφίτες. Επιάσαμεν την κουβέντα.
«Εγώ είμαι Παφίτης που τη Σαραμά», μας λέει και συνεχίζει με έναν τόνο θυμού και απογοήτευσης στη φωνή του.
«Τζιαι γιατί ’εν ιβρέθεται λύση; Έν’ τόσο δύσκολο;» λαλώ του.
«Γιατί, γιε μου, μια χούφτα φασίστες που “πόδα” τζιαι μια που “ποτζεί” εκαταστρέψαν τον τόπον μας, τζιαι όι μόνον εκαταστρέψαν τον, αλλά εκαταραστήκαν τον για να μεν δει χαΐριν ποττέ».
Στην επιστροφή, τα λόγια του Πάφιου Τουρκοκύπριου ηχούσαν στα αυτιά μου, κι έψαχνα απεγνωσμένα να βρω δυο λόγια ελπίδας. Τα βρήκα στα λόγια της μάνας μου:
«Επέθανεν η ελπίδα, γιε μου, επέθανεν! Ίσως ύστερα που εκατό, θκιακόσια χρόνια να πλαστούν πιο νούσιμα πλάσματα πας τούντην γη τζιαι να ξαναενωθεί ο τόπος μας. Τωρά, ξίαστο».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Η εκκλησία της Παναγίας της Χρυσελεούσας διασώθηκε, έγιναν οι απαραίτητες συντηρήσεις αποκατάστασεις και παραδόθηκε από τη Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά το 2023. Το έργο υλοποιήθηκε με την οικονομική συνδρομή της ΕΕ και της κοινότητας και με την τεχνική υποστήριξη της UNDP.
ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ: Στρατιωτικά αποσπάσματα Ελλάδας και Τουρκιάς που προνοούσαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, βάσει των οποίων η Κύπρος είχε καταστεί ανεξάρτητο κράτος.
H διοργάνωση θα είναι διήμερη. Σάββατο 23 Μαρτίου θα έχουμε τα 4 km Vertical Challenge και την Κυριακή 24 Μαρτίου το Country Run, 23 και 13 χιλιόμετρα.
Δωρεάν φανέλα ειδικά σχεδιασμένη για όσους/όσες τερματίσουν το 4kmVertical Challenge
Επιπλέων δωρεάν φανέλα finisher για όσους/όσες ολοκληρώσουν την πρόκληση και τις δύο ημέρες. Vertical Challenge και 13χλ Country Run ή Vertical Challenge και 23χλ Country Run.
Όσοι/όσες τερματίσουν, θα πάρουν αναμνηστικό μετάλλιο το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για την εκδήλωση.
Έπαθλα στις τρεις πρώτες γυναίκες και στους τρεις πρώτους άντρες.
Η χρονομέτρηση θα είναι ηλεκτρονική.
Δωρεάν πίτσα και μπύρα μετά το Vertical και Τταβάς Λευκαρίτικος μετά το Country Run.
Σήμερα ήπιε ένα ουίσκι παραπάνω, κάποτε έπινε κονιάκ, τώρα ένα δυο ουισκάκια μια φορά τη βδομάδα. Συνταξιούχος εδώ και μια δεκαετία, με «παράσημα» ένα μικρό εγκεφαλικό και καρκίνο του προστάτη, ο οποίος ευτυχώς αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με ακτινοθεραπεία και ορμονοθεραπεία.
Κάθεται στον καναπέ δίπλα στη γυναίκα του και την πειράζει, απλώνει το χέρι και τη χαϊδεύει στο πόδι.
– Αν ξαναέρθω σε αυτή τη ζωή, εσένα θα παντρευτώ και πάλι.
-Έμενα με ρώτησες αν θέλω; Άσε με να γνωρίσω και κανέναν άλλο! Πενήντα χρόνια σε αυτή τη ζωή μόνο μαζί σου κοιμήθηκα.
Συνεχίζουν εκατέρωθεν τα πειράγματα…
– Πάμε στο υπνοδωμάτιο να θυμηθούμε τα παλιά; Τη ρωτάει.
-Εγώ θέλω, αλλά αφού δεν σου κάνει κούκου, του απαντάει.
– Ξέχασες που ούτε με τα δυο σου χέρια δεν μπορούσες να τη λυγίσεις; -Περασμένα μεγαλεία ,μεγάλε!
Η γυναίκα του σηκώνεται να φτιάξει ένα τσάι. Στην τηλεόραση προβάλλεται διαφήμιση γνωστού σεξολόγου εξ Ελλάδος, ο οποίος επισκέπτεται την Κύπρο βλέποντας ασθενείς μία φορά τον μήνα.
Σηκώνει το τηλέφωνο και πληκτρολογεί. Ρίχνει γρήγορες ματιές προς την κουζίνα, για να βεβαιωθεί ότι δεν ακούει η γυναίκα του.
-Καλησπέρα σας, ιατρείο κυρίου …
-Καλησπέρα, θα ήθελα να κλείσω ένα ραντεβού με τον γιατρό στη Λευκωσία.
– Ναι, ο γιατρός θα εξετάζει στη Λευκωσία το ερχόμενο Σάββατο, τι ώρα σας βολεύει;
-Πείτε μου πόσο κοστίζει η επίσκεψη.
-Εκατόν πενήντα ευρώ.
– Σας ευχαριστώ, άκυρο το ραντεβού…
Η γυναίκα του επιστρέφει από την κουζίνα με το τσάι.
-Ποιος ήταν στο τηλέφωνο ;
-Ήταν ο γιος μας, ο Νικος.
-Και γιατί κλείσατε; Δεν του μίλησα καθόλου αυτές τις μέρες.
– Να, του είπα ότι «κάναμε τρελίτσες » και δεν ήθελε να ενοχλεί , έλα κάτσε εδώ δίπλα μου.
«Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες» γερνάνε και έχουν τον νου τους στο «πουλί » τους, πέταει δεν πετάει.
Από την υπό εξέλιξη συλλογή διηγημάτων «Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες»
Ο κλειδαράς
Οι κλειδαράδες επιδιορθώνουν σπασμένες κλειδαριές, κάνουν,φτιάχνουν κλειδιά και εγκαθιστούν συστήματα ασφαλείας όπως συναγερμούς. Δεν γνωρίζω αν υπάρχει πανεπιστήμιο ή επαγγελματική σχολή που να δίνει δίπλωμα ή πτυχίο σε κάποιον ο οποίος θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα. Είναι ενδιαφέρον το ότι οι περισσότεροι κλειδοποιοί ξεκινούν ως μαθητευόμενοι και μπορεί να καταλήξουν ακόμα και σύμβουλοι σε σώματα ασφαλείας, αφού πολλές φορές ανακριτές της αστυνομίας τούς συμβουλεύονται για τον τρόπο που κατάφερε να διαρρήξει μια κατοικία ή ένα κατάστημα κάποιος κλέφτης.
Έντεκα η ώρα το πρωί και ο κλειδαράς κάνει την εμφάνισή του στο βιβλιοπωλείο για να αντικαταστήσει τις απλές κλειδωνιές με κλειδωνιές ασφαλείας. Βλέπετε, οι καιροί αλλάζουν και στη γειτονιά αυξάνονται τα κρούσματα διαρρήξεων.
Ως αφηγητής θα ήθελα να αποφύγω τους πλεονασμούς και τα κλισέ, αλλά δεν θα μπορέσω να αποφύγω την περιγραφή της αμηχανίας που ένιωσε βλέποντας την υπεύθυνη του βιβλιοπωλείου… Ήταν όμως και αυτή μια γυναίκα με τα όλα της. Πληθωρική, αφράτη και με ένα χαμόγελο που φώναζε από μακριά: «εδώ είμαι», «με είδες;».
Ο κλειδαράς έκανε τη δουλειά για την οποία καλέστηκε και η βιβλιοπώλης ανάμεσα στην εξυπηρέτηση των πελατών αντάλλαζε και κουβέντες μαζί του. «Η σχέση σου με τα βιβλία; διαβάζεις;» τον ρώτησε. «Καμία σχέση, δεν διάβασα ποτέ κανένα βιβλίο», της είπε έχοντας ένα ενοχικό ύφος στο πρόσωπό του, λες και έκανε κάτι κακό.
Η δουλειά του τελείωσε, της έβγαλε το τιμολόγιο και το ακούμπησε στο γραφείο της, εκείνη το πήρε, τον ευχαρίστησε και του έδωσε έναν φάκελο, ένα δώρο, ένα βιβλίο. «Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσεις τον κόσμο μας», του είπε με τρόπο που επιδεχόταν πέραν της μίας ερμηνείας. «Ξέρεις… είμαι δυσλεκτικός, με φοβίζει το μέγεθος του βιβλίου, δεν θα καταφέρω να συγκεντρωθώ να το διαβάσω…» είπε με μεγάλη αμηχανία, μια παύση και συνέχισε με ένα παράπονο: «στο σχολείο όταν με έβαζε η δασκάλα να διαβάσω, με κορόιδευε όλη η τάξη» Η βιβλιοπώλης δεν πρόλαβε να πει κάτι άλλο, ειχε αιφνιδιαστεί, ο κλειδαράς έφυγε με γοργά βήματα αφήνοντας τον φάκελο πάνω στον πάγκο του βιβλιοπωλείου.
Αργά το απόγευμα βρήκε ένα μήνυμα στην εφαρμογή Viber από τη βιβλιοπώλη. «Βρήκα το τηλέφωνό σας από το τιμολόγιο, έχω μια ιδέα για να «διαβάσετε» εύκολα το πρώτο σας λογοτεχνικό βιβλίο. Αύριο πρωί θα σας πω τον τρόπο.»
Την ευχαρίστησε με δισταγμό και περίμενε. Την επόμενη ημέρα κατά τις έντεκα το πρωί, έλαβε μέσω του viber ένα βίντεο πέντε σχεδόν λεπτών. Ήταν η βιβλιοπώλης, η οποία του έλεγε ότι θα του στέλνει κάθε μέρα ένα με δύο βιντεακια διαβάζοντάς του το βιβλίο που του πρότεινε.
Έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι αλλιώτικο, κάθε μέρα περίμενε να τη δει, να την ακούσει, η ιστορία του βιβλίου τού έκοβε την ανάσα, τον κρατούσε σε εγρήγορση, παρακολουθούσε τα σύντομα βιντεακια μόλις έκλεβε λίγο χρόνο έχοντας την προσοχή του τόσο στην τροπή της ιστορίας, αλλά όσο και στην καλοντυμένη νεαρή βιβλιοπώλη που καθημερινά φορούσε το ιδιο βαθύ κόκκινο κραγιόν. Με την πάροδο των ημερών αποκαλύφθηκε και η πλούσια συλλογή της από μεταξωτά σάλια που αγκάλιαζαν το λαιμό της. Ο κλειδαράς την ευχαριστούσε κάθε φορά που τελείωνε τη θέαση ενός «επεισοδίου» και δεν δίσταζε σιγά σιγά να κάνει και παρατηρήσεις για την τροπή της ιστορίας, ενώ δεν έκρυβε την ανυπομονησία του να λάβει το επόμενο. Η νεαρή βιβλιοπώλης, απόφοιτη πανεπιστημιακής σχολής, τμήμα φιλολογίας, «παρέδιδε» καθημερινά το μάθημα με τρόπο που θα ζήλευαν επαγγελματίες ηθοποιοί, και αυτό ήταν κάτι που επισήμανε ο κλειδαράς. «Παράλληλα με τη φιλολογική σχολή σπούδασα και θέατρο», του είπε. Η όλη διαδικασία εξελισσόταν με το πέρασμα των ημερών σε ένα τρυφερό ερωτικό παιχνίδι. Πλέον εκτός από το χαμόγελό της, που φώναζε από μακριά, φώναζε όλο της το πρόσωπο που έλαμπε, φώναζε το βαθύ της ντεκολτέ με το πλούσιο στητό της στήθος, φώναζαν τα μάτια της, φώναζε δυνατά όλο το είναι της: «εδώ είμαι», «με είδες;» Ο κλειδαράς την είδε και την καλοείδε και όσο ξεκλειδωνόταν εκείνη, αυτός κλείδωνε από αδυναμία, έλλειψη αυτοπεποίθησης και ένα κλικ εκ γενετής ντροπαλότητας που τον περιέβαλλε. Μετά από μέρες και ενώ η ανάγνωση του βιβλίου ήταν στα μισά του δρόμου, κάπου εκεί που οι πρωταγωνιστές έκαναν γυμνοί μπάνιο στα καταγάλανα νερά του Ιονίου πελάγους, λίγα μέτρα από τις ακτές των Παξών. Τόλμησε να τη ρωτήσει αν της αρέσει το νερό, το μπάνιο στη θάλασσα. «Έχεις να μου προτείνεις κάτι;» τον ρώτησε και αφού δεν έλαβε ξεκάθαρη απάντηση, συνέχισε: «Πονηρέ, θες να με πας θάλασσα…» Και πήγαν στη θάλασσα και έκαναν γυμνοί μπάνιο με όλα όσα μπορείς να φανταστείς, αγαπητέ αναγνώστη.
Ο κλειδαράς από εκείνη τη συνάντηση αποκόμισε και ένα κάταγμα από γλίστρημα στα βράχια, ψάχνοντας απόμερο σημείο να κρυφτούν από περίεργα μάτια, ένα κάταγμα μετακαρπίου που τον κράτησε για έξι εβδομάδες μακριά από τη δουλειά.
Ως αφηγητής παρακάμπτω τις επόμενες συναντήσεις τους, δίνοντας μόνο μερικά σημαντικά στοιχεία: το αμοιβαίο πάθος, την απόλυτη χημεία, το τέλειο ερωτικό κούμπωμα και την αλήθεια του κλειδαρά ότι ζει στα σαράντα-φεύγα του ότι ποιο όμορφο ειχε ονειρευτεί. Η όποια προσπάθειά της να του διορθώσει έστω και όποια στοιχεία από τη δυσλεξία του, έπεσε στο κενό.
Μπορεί να μην κατάφερε να του μάθει ορθογραφία και ανάγνωση, του παρέδωσε όμως με βαθμό άριστα πτυχίο «ερωτοποιού», ψιθυρίζοντας στο αυτί του:
«Εσυ που δεν ξέρεις ορθογραφία, που η δυσλεξία σου ανεκατευει ακόμη και τους αριθμούς με τα γράμματα, Ξέρεις να χειρίζεσαι τη γλώσσα καλύτερα από κάθε άλλον».
«Οι(Ι)_δανε(ι)κοί άντρες» βρίσκονται σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Από την εκκολαπτόμενη συλλογή μικρόδιηγημάτων «(Ι)δανε(ι)κοί Άντρες»
«Ρε Γιαννηηηηηη. Τελειώννε, ρε , ρεξε εσσο, ενύχτωσε « «Καλαν ολαν, μεν φωνάζεις, επαιζα ππηριλιά με τον Φίλιππο». «Ρε, είσαι χτιτζιον που πάνω ως κάτω. Που ετζιηλιεσουν; « «Εκουτσουφλησα, τζιαι εφατην χαμαι». «Αντηναχτου καλά τζιαι ύστερα να μπεις εσσω, φέρε τζιαι ξύλα να ανάψω τον θερμολουτήρα να λουθείς». Τζιαι με το Φίλιππο να μεν ξανάπαιξεις γιατί εν μου αρεσκει με τζεινος με η μάνα του». Μια χαρά κοπελλουην εν ο Φίλιππος τζιαι η μάνα του». Επαναλαμβανόμενο σκηνικό της μεταπολεμικής νεανικής πραγματικότητας των δυο νέων. Ο καιρός πέρασε, οι νέοι έγιναν άντρες, πήγαν στρατό, σπουδές οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Φίλιππος «έφυγε» νωρίς.
Μετά από χρόνια πάνω από το μνήμα του Φίλιπου ο κ. Ιωάννης μονολογεί: Α ρε φίλε, ακόμα να το χωνέψω. Δεν άντεξες… επέλεξες να μιλήσεις και να φύγεις, επέλεξα να σιωπήσω και να μείνω. Και εσύ νεκρός και εγώ και εκείνο το «που ετζιηλιεσουν» της μάνας να μένει ένα μυστικό θαμμένο στο ουράνιο τόξο που για μας δεν ανέτειλε ποτέ.
Οι (Ι)δανε(ι)κοί Άντρες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πεθαίνουν πρόωρα.
Θα έπρεπε να ανήκουμε στις ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες Θα έπρεπε να είμαστε ληπτες επιδομάτων (τακτικών και έκτακτων) Θα έπρεπε να υπάρχει ένα αρχείο «ευαλωτοτητας» για όσους ο έρωτας δεν τους φτάνει. Φτιάξτε επιτέλους και ένα ταμείο αλληλεγγύης για τους ερωτευμένους. Ανοίξτε τη στρόφιγγα, δώστε ρευστότητα στις αγκαλιές.
Χθες καθώς οδηγούσα σκεφτόμουνα (δεν θυμάμαι την αφορμή) ότι είμαστε άδικοι απέναντι στις λέξεις. Δεν τις εκτιμάμε, δεν τις σεβόμαστε , δεν τους δίνουμε την απαραίτητη σημασία . Πολλές φορές τις χρησιμοποιούμε, ασκούμε βία επάνω τους , τις κακομεταχειριζόμαστε.
Μέχρι να ολοκληρώσω τη σκέψη μου για της «λέξεις» πεταχτήκαν μπροστά στα μου μερικά χιλιόμετρα, ήταν μια διαδρομή από το Κάβο Γκρέκο προς την Άγια Νάπα που δεν την είχα τρέξει.
Αυτή η πάλη λέξεων και δρομικών διαδρομών μέσα στο κεφάλι μου έχει τη γοητεία της .
Πάρκαρα το αυτοκίνητο, πήρα τα αθλητικά ρούχα και παπούτσια από το πίσω κάθισμα, άλλαξα και ξεκίνησα να τρέχω .
Δρομέας στη χώρα των ποιητών να τρέχω να μην με φτάσει η θανατηφόρα ανθρώπινη τοξικότητα.
Μπαίνω στο μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, «αν έτρεχε όλος ο κόσμος τότε θα ήταν όλα αλλιώς, θα ήταν καλύτερος ο κόσμος… μπαίνει η λογική στην εξίσωση να μου τα χαλάσει.
«Πόσο εγωιστής είσαι, γιατί μόνο το τρέξιμο; μπορεί για κάποιους άλλους η διέξοδος τους να είναι ο χορός, η ζωγραφική η μουσική , βάζω νερό στο κρασί μου , «οκ μπορεί να σε κάνει να νιώθεις χαρά , ευεξία , ζωντάνια και κάτι άλλο πέραν από το τρέξιμο, αλλά εγώ το τρέξιμο ξέρω και για αυτό μπορώ να μιλήσω με σιγουριά.
Τελειώνει άλλος ένας χρόνος , το ρολόι που καταγράφει τις προπονήσεις έχει ένδειξη σχεδόν τέσσερεις χιλιάδες χιλιόμετρα , ενώ το folder με τα λογοτεχνικά κείμενα της χρόνιας σχεδόν άδειο.
Τρέχω σκεφτούμε, ανοίγω το τηλέφωνο και καταγράφω με τη φωνή μου τη σκέψη μου.
Χθες έτρεχα στη κορυφή του βουνού, σε μια από τις ψηλότερες κορυφές της Κύπρου, στη Μαδαρή σήμερα ένα βήμα πλάι στη θάλασσα , η δυνατότητα αυτής της εναλλαγή κάνει τη πατρίδα μας μοναδική.
Μια βαλίτσα με αθλητικά ρούχα και παπούτσια είναι μόνιμα στο αυτοκίνητο για να μπορώ να τρέξω ανά πάσα στιγμή. Εμείς που τρέχουμε λέμε συχνά ότι το τρέξιμο είναι το φάρμακο μας , πριν λίγες μέρες άκουσα μια καινούρια εκδοχή από μια φίλη η οποία λόγο τραυματισμού έμεινε εκτός προπόνησης για ενάμιση μήνα.
«Το τρέξιμο είναι παυσίπονο, δεν είναι φάρμακο, σκεπάζει τα προβλήματα και όταν σταματήσεις για κάποιο λόγο να τρέχεις έρχεσαι ενώπιος ενοποιών με τον εαυτό σου και τα προβλήματα σου» Ακόμα ένας καλός λόγος να μην σταματήσουμε ποτέ να τρέχουμε της απάντησα !
Σαν έτρεχα κτύπησε το τηλέφωνο , ήταν ο γιος μου «Βουρω τώρα, αν δεν είναι κάτι σοβαρό να σε πάρω μετά» «Είσαι τέλεια τακουριμενος , πιασμε που να τελειώσεις» «περίμενε, θυμήθηκα μιαν ιστορία που ήσουν βρέφος» «άκου την μόνος σου, έχω δουλεία, γεια…»
Όταν ήταν βρέφος ο Ορέστης πριν είκοσι και βαλε χρόνια , ένα απόγευμα ετοιμαζόμουν να πάω να τρέξω , η γυναίκα μου, μου λέει, «πριν πας να τρέξεις πεταχτού να φέρεις γάλα (σε σκόνη) για το μωρό. Μπαίνω στο αυτοκίνητο και ξεχνώ που ήθελα να πάω , βλέπω ότι φαραώ αθλητικά ρούχα και παπούτσια και λέω «προφανώς τρέξιμο ξεκίνησα» . Επέστρεψα δυο ώρες αργότερα (δεν είχα ούτε κινητό τηλέφωνο εκείνη την εποχή) . «Μα που ήσουν » με ρωτά η γυναίκα μου . «έτρεχα, «το γάλα που είναι;» «μα ποιο γάλα» » απαντώ με απορία!! Το τρέξιμο ήταν υπέροχο και σήμερα….