.
.
.
.
το κειμενο αυτο για τον νικο κουρκουλο (τον «μπουκανιερο», οπως κυριως τον ξεραμε απο την εδω ζωη των μπλογκ, οταν υπηρχε ακομα ζωη των μπλογκ) γραφτηκε λιγο μετα τον θανατο του, που επεσε στο κεφαλι μας σαν βαρυ (και αναπαντεχο – ειχαν περασει ηδη 10 χρονια που (φαινοτανε και) νομιζαμε οτι ειχε νικησει πια τoν καρκινο) ναι, σαν βαρυ κι ασηκωτο κι αναπαντεχο αστροπελεκι στις 6 του αυγουστου που μας περασε
και δημοσιευτηκε στο τευχος 157 του περιοδικου books’ journal – που κυκλοφορει ακομα –
(και ειναι πιθανως το πιο δυσκολο κειμενο που χρειαστηκε ποτέ να γραψω
το οποίο δεν θα γραφοτανε χωρις την προταση του «περιοδικου των βιβλιων», και κυριως την δημοσιογραφικη ετοιμοτητα και ευαισθησια του ηλια κανελλη – τον οποίο δεν γνωριζω καν προσωπικα – ας το πω κι αυτο – κι ας τον ευχαριστησω γι’ αυτο κι απο δω)
ακριβως επειδη δεν μπορουσα με τιποτα, στην αρχη, να το γραψω, ενημερωσα το περιοδικο οτι αν καταφερνα να το φερω σε περας θα ηταν ενα ειδος «αναμνησεων απο τον νικο κουρκουλο ως ΄μπλογκαριστικον μπουκανιερο΄» και δεν θα περιειχε τα τυπικα βιογραφικα στοιχεία που εχει συνηθως μια «νεκρολογια» (τι φριχτη λεξη – μου φαινοταν απιστευτο να αφορα τον Νικο) : το περιοδικο ξεπερασε την αδυναμια μου βαζοντας στο τελος (θα το δειτε μεσα στο ροδινο πλαισιο) ενα συντομο αλλά καιριο και ακριβολόγο βιογραφικο σημειωμα :
.
.
.
.
.
«Μ’ αρέσει ο ύπνος, μ’ αρέσει νάμαι πέτρα
όσο βαστάει η συμφορά και η ντροπή.
Να μην ακούω, να μη βλέπω, είναι τιμή.
Μη με ξυπνάς: μίλα σιγά και πέρνα.»
Μιχαήλ Άγγελος σε μετάφραση Νίκου Κούρκουλου
Κι όμως, δεν ήταν οι μεταφράσεις του αυτές που θα χρωμάτιζαν την πρωτοτυπία κι ακόμα και τη μοναδικότητα του προσώπου του – για την ακρίβεια ο Νίκος Κούρκουλος ήταν φτιαγμένος λες ολόκληρος από το υλικό τού πεισματικά εκείνου αντισυμβατικού ανθρώπου που σχεδόν εκλείπει – υλικό που το έβλεπες να αναδύεται τόσο μέσα από την απέχθειά του για όσους οργανώνουν καριέρες στα κέντρα και στα περιθώρια, όσο και μέσα από την άρνησή του προς την πανταχού παρούσα στη χώρα σοβαροφάνεια – το έβλεπες δηλαδή να αναδύεται και από την αγάπη του προς το παιχνίδι
γιατί σαν παιχνίδι είχα πάντα την εντύπωση πως ήταν για αυτόν κυρίως η ιστορία με τα μπλογκ και τα ψευδώνυμα στο διαδίκτυο (παιχνίδι άκρως χαμογελαστό και γι’ αυτό ακόμα ισχυρότερο) (όπου εκεί, σ’ αυτές τις πλατφόρμες, θα τον γνώριζα και γω, ως τον περίφημο και μονίμως αμφισβητία και ειρωνικό ενίοτε «μπουκανιέρο», που το ίδιο το όνομα ήταν ένα άλυτο – ώσπου κάποτε λύθηκε αν και εγώ ξέχασα τη λύση του, γιατί έτσι έπρεπε – αίνιγμα)
μολονότι είχε προηγηθεί βέβαια ο Δάντης – τη Vita Nuova τού τοσκανού την είχε μεταφράσει και εκδώσει, ως «Νέα Ζωή» το 1996 (αυτή τη γενναία νέα τολμηρή και πρωτοπόρα για όλη την ευρωπαϊκή πεζογραφική μας παράδοση, ερωτική, παραληρηματική, τολμηρή κι ανεπανάληπτη, νέα ζωή) (το βιβλίο στη μετάφραση τού Νίκου θα εκδιδότανε το 1996, από τις «εκδόσεις του 21ου») και τέσσερα χρόνια μετά θα έβγαζε και τη δαντική «Ευγλωττία της Κοινής Γλώσσας» στον «απόστροφο» της κέρκυρας (έτσι που εγώ τουλάχιστον να μάθω για πρώτη φορά πόσα χρωστάει στον Δάντη ο Σολωμός και να διαβάσω καλύτερα και τον «Διάλογο» τού Ιερομόναχου)
ο οποίος άλλωστε ξεκινάει με μότο από τον Δάντη ( : A voce più ch’al ver drizzan li volti; / E cosi ferman sua opinione, / Prima ch’arte o ragion per lor s’ascolti) το οποίο βρήκα συμπτωματικά πάλι κάπου να το έχουμε σε μετάφραση – καθόλου περίεργο – τού Νίκου :
«Στη φήμη στρέφουν, κι όχι στην αλήθεια / το βλέμμα και στεριώνουν έτσι
γνώμη / προτού την τέχνη ή το νου ν’ ακούσουν»
Όμως προσωπικά δεν θα γνωριζόμαστε εξαιτίας τού Δάντη γιατί αν ήταν έτσι θα μέναμε να αλληλοδιαβαζόμαστε μόνο – εμείς θα καταλήγαμε να γνωριστούμε πάνω απ’ όλα εξαιτίας τού αναπάντεχου, σπάνιου, και σχεδόν προκλητικού για την ενγένει χώρα, και κατάσταση τής χώρας, φεμινισμού του
που με άφησε κατάπληκτη, γιατί δεν περίμενα να βρεθεί άντρας να το πει αυτό – αν το ’λεγα εγώ θα ’ταν σχεδόν άνευ σημασίας, ή προϊόν γυναικείας, κατανοητής ή ακατανόητης, εμμονής : αλλά το 2009 να συναντήσω στην ψηφιακή νέα ζωή (μας) τον επιθετικό φεμινισμό ενός άντρα που έγραφε στην πλατφόρμα των happy few για την απεχθή συνήθεια των ελληνόφωνων βαρβάρων να μην χρησιμοποιούνε θηλυκά ουσιαστικά αλλά να κολλάνε απλώς ένα «η» στο ήδη «υπάρχον» αρσενικό και να τελειώνει το άρθρο του : «μ’ αυτή τη λογική δεν χρειάζεται καν στην ελλάδα να λένε η γυναίκα, μπορούνε άνετα να καταλήξουνε να λένε “η άνδρας”»
αυτό επέβαλλε θα έλεγα διά ροπάλου να γνωριστούμε καλύτερα – τον βρήκα, το ζήτησα, το εισηγήθηκα, και καταλήξαμε να συναντηθούμε κάποια στιγμή μετά από καιρό σ’ ένα καφενείο – κοντά στη λέσχη όπου ο ένας του γιός έπαιζε σκάκι (κάποια στιγμή μού εκμυστηρεύτηκε ότι σκάκι έπαιζε κι ο ίδιος, αλλά ότι ο γιός του ήταν πολύ μεγάλο ταλέντο) – όμως εκείνη η συνάντηση σ’ εκείνο το καφενείο είναι χρωματισμένη από την ξαφνική και ανεξήγητη σχεδόν τότε για μένα (δεν θυμάμαι καν να είχε γίνει ούτε μια νύξη περί αυτού πιο πριν) διάθεσή του να μιλήσει για τον Κώστα Γεωργάκη και για το άγαλμά του στην Κέρκυρα και για τη στάση που διάλεξαν να τον διαιωνίσουν με πρότυπο μια φωτογραφία του πριν την αυτοπυρπόληση, όπου ήταν μισογονατισμένος, και χαμογελαστός – και αγνοώντας τους λοιπούς θαμώνες άφησε την καρέκλα του και γονάτισε ο ίδιος δίπλα της για να μού δείξει πώς είχε γονατίσει ζωντανός και χαρούμενος ακόμα ο Γεωργάκης στην ελλάδα πριν πάει στην ιταλία, πριν δηλαδή την αυτοπυρπόληση – είναι τυλιγμένη μ’ ένα σαφώς ονειρικό μυστήριο αυτή η σκηνή, και μολονότι συναντηθήκαμε έκτοτε κι άλλες φορές όποτε σκέφτομαι τον Νίκο τον βλέπω πάντα να προσπαθεί να ξαναζωντανέψει τον Γεωργάκη και το εφηβικό του γονάτισμα σε κείνη την εφηβική παραλία πριν φύγει για την ιταλία και καεί ολόκληρος
σκέφτομαι ότι ήταν η μοναδική φορά που τον είδα να είναι περήφανος για μια καταγωγή – η κέρκυρα, το άγαλμα, ο Γεωργάκης (αργότερα θα μού έστελνε και μια φωτογραφία τού αγάλματος για το μπλογκ μου)
δεν ήταν λοιπόν ακριβώς μεταφραστής αν και αποκλειστικά ως μεταφραστή τον ξέρουνε όλοι σχεδόν που τον πενθούνε σήμερα, και αυτόν τον μήνα, και θα τον πενθούνε ες αεί υποθέτω με θυμό για όσο ζούνε (πένθος και κατάπληξη μαζί, κυρίως για όσους όπως εγώ τον είχαν χάσει τα τελευταία χρόνια, ελπίζοντας ότι γλύτωσε – ήταν όμως ύπουλος ο ρυθμός με τον οποίο τού επιτέθηκε η αρρώστια μετά από μια δεκαετία νικηφόρας, όπως αρχικά φαινότανε, μάχης)
(καμμιά κατοσταριά τις υπολόγισε τις μεταφράσεις του στο μοναδικό βιογραφικό σημείωμα που έγραψε, με αφορμή το τελευταίο – και πρώτο κατάδικό του βιβλίο, το «ουελελέ»)
γιατί δεν τον άκουσα ποτέ να μιλάει για σπουδές και άλλα τέτοια τυπικά πράγματα – και τώρα, λίγο πριν το τέλος, τώρα που έβγαλε το δικό του βιβλίο διαπίστωσα ότι το μόνο τυπικό που αναφέρει είναι απλώς τόπος γέννησης και ημερομηνία ( : Κέρκυρα, 1960) – και έπειτα συνεχίζει μιλώντας αποκλειστικά για τις μεταφράσεις του
δεν γίνεται να θυμηθώ άλλα – είμαι ακόμα πολύ κοντά στον θυμό περισσότερο ακόμα κι από τη θλίψη, και προτιμώ να κλείσω αυτόν τον μονόλογο (αντιφατικό από μόνο του το πράγμα, να μονολογώ εκεί που ξέρω ότι θα είχε τόσες αντιρρήσεις ή διορθώσεις να κάνει) με μια άκρως χαμογελαστή συνεισφορά του μέσω ενός σχολίου που μού έστειλε όταν στο μπλογκ μου μετέφερα κάποια σονέτα τού Μιχαήλ Άγγελου μεταφρασμένα όπως εγώ μπορούσα από τα αγγλικά :
(αντιγράφω το σχόλιό του χωρίς ν’ αλλάξω ούτε στίξη ούτε ορθογραφία) :
«χάρη, μόνο για το επίγραμμα του Μικελάντζελου.
Γράφω απέξω τη δική μου πρόχειρη απόδοση, πριν εικοσι κάτι χρόνια αλλά δεν κατάφερα ποτέ να τη βελτιώσω:
Μ’ αρέσει ο ύπνος, μ’ αρέσει νάμαι πέτρα
όσο βαστάει η συμφορά και η ντροπή.
Να μην ακούω, να μη βλέπω, είναι τιμή.
Μη με ξυπνάς: μίλα σιγά και πέρνα.
Το πρόσωπο (τέλος πάντων) που μιλάει εδώ είναι θηλυκό, συγκεκριμένα το άγαλμα της Νύχτας.
Κάποιος Στρότσι του είχε αφιερώσει (του αγάλματος) ένα επίγραμμα, κολακευτικό για την τέχνη του Μπουοναρότι, πάνω στο μοτίβο: «Μίλα της, διαβάτη, και θα ξυπνήσει να σου απαντήσει!» (παναπεί, τόσο ζωντανή έμοιαζε).
Κι αυτή είναι η απάντηση του Μικελάντζελου, με το στόμα της Νύχτας.
(ελπίζω να τα θυμάμαι, μέσεις-άκρες, σωστά.)»
(«σχόλιο από Μπουκανιέρος — 24 Οκτωβρίου 2011»)
(και ακολούθησε σύντομη συζήτηση που την παραθέτω ολόκληρη – νομίζω θα καταλάβετε στο τέλος γιατί) :
(κάποιος (η «χαρη») τού λέει) :
«αυτό τό «πέρνα» στο τέλος, που παραπέμπει ευθέως στο guarda e passa, το βρίσκω εξαιρετικό – υπάρχει άραγε ο δαντικός αυτός υπαινιγμός και στο πρωτότυπο;»
και η απάντηση τού «Μπουκανιέρου», είναι εξόχως χαρακτηριστική : παραθέτει καταρχάς, το πρωτότυπο, κι ακολουθεί επεξήγηση – άκρως αυτοκριτική και παιχνιδιάρικη – και γι’ αυτό κιόλας την παραθέτω και γω (για να θυμηθούμε, τώρα που τελειώνουμε, το σύνολο, και για να επανέλθουμε, με λίγο περισσότερα λόγια, και στο τετράστιχο τής αρχής) :
«Caro m’ e’ ‘l sonno, e piu’ l’esser di sasso,
mentre che ‘l danno e la vergogna dura;
non veder, non sentir m’e’ gran ventura;
pero’ non mi destar, deh, parla basso.
Όχι στο πρωτότυπο, όπως βλέπεις. Το “πέρνα” ήταν μια αποζημίωση για την αποτυχημένη προσπάθεια μου να ριμάρω 1ο και 4ο στίχο – η έμπνευση φυσικά ήταν απ’ το guarda e passa)»
Δηλαδή, είτε γλυκά δαντικός είτε θυμωμένα φεμινιστής είτε ήρεμα πολιτικός, ο Νίκος Κούρκουλος έβλεπε καθαρά, κι έκρινε πάνω απ’ όλα με την απαραίτητη ειρωνεία τον ίδιο του τον εαυτό – κι αυτόν δεν θα τον χάσουμε, ούτε θα τον ξεχάσουμε, ποτέ.
.
.
.
.
.
.



















































