
«this stampeding firmness […] the polar opposite of bleak» O.D.
Όταν πρωτοπάτησα στη Γερμανία το 2000 σκέφτηκα σχεδόν αμέσως ότι θα μπορούσα να είμαι κάλλιστα γερμανοτραφής αντί για αγγλοθρεμμένος αν η ζωή μου είχε εκτυλιχθεί αλλιώς ― ένιωσα μάλιστα πως ίσως θα μου άρεσε να είχα υπάρξει λίγο πιο γερμανόψυχος. Στο μεταξύ εκεί στις ανηφόρες του Μάρμπουργκ με ταλαιπωρούσαν τα βάσανα ενός μέλλοντος που ακόμα μόνον ως σκιές εμφανίζονταν μπροστά μου. Δεν ήξερα τίποτα, δεν είχα πολλή ελπίδα, δεν καταλάβαινα και πάρα πολλά ― πολύ περισσότερο, δεν καταλάβαινα τον εαυτό μου. Ο αιώνας μόλις άρχιζε άλλωστε. Και δεν πειράζει· έτσι δαπανούμε τη νεότητά μας τελικά: μη καταλαβαίνοντας.
Η παραμονή μου στην Κολωνία το 2009 ήταν επεισοδιακή όσο κι αν έμοιαζε νορμάλ κι ακύμαντη. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, και τελευταία, είχα αυτοκτονικό ιδεασμό ή κάτι που του έμοιαζε: αισθανόμουν ήδη πολύ γερασμένος και ένιωθα πραγματικά πως η ζωή ήταν αλλού. Ναι μεν είχα αποφασίσει να κάνω κάτι για να αλλάξω τη ζωή μου αλλά δεν ήξερα ακριβώς τι μπορούσα να κάνω ούτε είχα τη δύναμη να κάνω οτιδήποτε. Από την άλλη, η Κολωνία ήταν συναρπαστική και το Βερολίνο ήταν επίσης συναρπαστικό ― η κάθε μία πόλη με τον τρόπο της. Αντιλαμβανόμουν ότι δεν ήμουν τόσο μεγάλος σε ηλικία και ότι τέλος πάντων δεν υπήρχαν λόγοι να μην έχω ελπίδες, έστω κι αόριστες ελπίδες. Πλην όμως, οι ελπίδες είναι ζητήματα εσωτερικά, όπως και τόσα άλλα, και σίγουρα δεν συναρτώνται με αντικειμενικές πραγματικότητες και τέτοια σαφή κι αισιόδοξα.
Στο Βερολίνο επέστρεψα το 2011. Ήξερα πια τι μπορούσα και τι ήθελα να κάνω αλλά δεν ήμουν πια καθόλου μα καθόλου βέβαιος ότι μπορούσα να αλλάξω τη ζωή μου όπως θα ήθελα ― και δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από το να αλλάζει η ζωή σου με τρόπο που δεν θέλεις, ε; Έφτασα λοιπόν στο Βερολίνο μη περιμένοντας τίποτα, πήγαινα στο ανιαρό και πεθαμένο Πότσνταμ για δουλειά και τα βράδια μέθαγα με φίλους και ανταλλάσσαμε ιστορίες· μετά φάνηκε πως κάτι μαγικό κι απροσδόκητο θα συμβεί, και μόνον η προσμονή του ήταν ίλιγγος· μετά δεν συνέβη τίποτα. Έφαγα λοιπόν τάπας για ακόμα ένα βράδυ στο Que Pasa, ένα μαγαζί με τάπας βεβαίως, μετά πήγα για ύπνο και την επόμενη μέρα έφυγα και πήγα σπίτι μου ακόμα τραγουδώντας το Getting away with it (all messed up).
Δεκατέσσερα χρόνια περίπου μετά από εκείνη τη φορά τα γερμανικά τρένα δεν ήταν πια ποσώς αυτά που θυμόμουν: επιβάτες στριμωγμένοι, καθυστερήσεις μεγαλύτερες από τη χρονική απόσταση μεταξύ δρομολογίων, αγγλικού τύπου αδικαιολόγητες στάσεις στη μέση της διαδρομής. Κι έτσι το να πας από την Κολωνία στο Μπόχουμ αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερος μπελάς απ’ όσο νόμιζα. Και γιατί να πας στο Μπόχουμ άλλωστε, αν δεν πρόκειται να πιάσεις δουλειά σαν γκασταρμπάιτερ ― κάτι που έχω γλυτώσει προς το παρόν. Αλλά πήγα. Φτάνοντας εκεί έπεσα σε ένα ένα υπαίθριο φεστιβάλ υπό τους ήχους κράουτ ροκ και στο πλήθος του, έφαγα σε ένα κινέζικο εστιατόριο και μετά πήγα για προσέκο και άραγμα σε ένα διαμέρισμα γεμάτο τοπικό χρώμα και λοξό διάχυτο φως, όπου έπαιζε βεβαίως το δεύτερο τρίο για πιάνο του Σούμπερτ. Κοίταγα από το παράθυρο την αδιάφορη πόλη και τους αδιάφορους δρόμους που χτίστηκαν για την εργατική τάξη προτού την εγκαταλείψουν κι αυτή· ένιωθα τη διαύγεια και την ευδία και την ήσυχη χαρά της ζωής που ζεις τώρα και όχι πιο μετά ή κάποτε παλιά να διαχέεται εντός μου σαν τέμπερα στο νερό. Και κατά κάποιον τρόπο άξιζε τον κόπο.














