[Ενότητα Μεταμορφώσεις]
Υποψίες
Από μια πτώση ανεβαίνεις πιο εύκολα,
αναδύεσαι καθαρός, συμπληρώνοντας την έκσταση,
δένεις τη λάμψη με μια λάμψη ζεστή.
(Φοβάμαι, δεν ξέρω αν σφάλλω
αν έσφαλα κορεσμένος απ’ τη συγκατάθεσή μου.)
Καθώς μ’ ακολουθούν οι γαλαξίες και τα όνειρα
δεν ξέρω αν θα μ’ αναγνωρίσουν.
Με τυραννούν οι υποψίες, τα πράγματα που αγαπώ.
Όταν ο ήλιος ξημέρωνε, κυλιόμουν
σαν ένα παιδί μέσα στα χώματα,
κι ύστερα περίμενα, βιαζόμουν να φορέσω τα ρούχα μου
καθαρά.
Αγαπούσα το φως, αγαπούσα τη φλόγα που έτρεμε
σα μια βαθιά γαλάζια μέρα.
Θα ’θελα πολύ ν’ ανάψω μια λάμπα, να τριγυρίσω τις κόχες
εδώ που μεγάλωσα και γνώρισα τους δικούς μου
έμαθα να ψηλαφώ, να ξεχωρίζω τα πράγματα,
ν’ ανοίξω παράθυρα, να ξεκλειδώσω κασέλες
να ξαναβρώ τη στυφή γεύση της θάλασσας.
Όμως το πνεύμα μου δεν έχει καμιά κατοικία.
Τι να το κάνω το φως;
Εδώ, που θα πεθάνω μια μέρα
δε θα ’θελα να ονειρευτώ τους ίδιους ανθρώπους
τα σπίτια που πάλιωσαν και μου πληγώνουν τα μάτια.
Τα μυστικά τους δεν είναι πια μυστικά
και φλυαρούν
στα ξετραχηλισμένα παράθυρα.
Σκόνη πολλή μας κλείνει τα μάτια.
Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη
Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης