Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Γενέθλια

[Ενότητα Η καταγωγή της ομορφιάς]

Γενέθλια

Κι εγώ δεν ονειρευόμουν
παρά ένα σερβίτσιο τσαγιού
να θορυβεί στα παιδικά μου γενέθλια.

Η νύχτα
αγρυπνούσε έξω απ’ τις εκκλησιές
κουρασμένη,
όπως στα γκριζογάλανα πιάτα
τα ζωγραφισμένα κορίτσια που αγάπησα.

Λοιπόν, θυμάμαι, γιατί όλα αυτά
μικρός τα είχα ονειρευθεί.

Από τη συλλογή Το ξύλινο πουλί (1960) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Αφύπνιση

Αφύπνιση

Όλο το καλοκαίρι περίμενα.
Έλεγα θά ’ρθει, έλεγα δεν ξεκίνησε ακόμα.
Διψούσα πολύ∙ περίμενα τ’ αποδημητικά.

Εκεί προς το τέλος, σήκωσα τη φωνή μου.
Κινούσα τα χέρια, τ’ άδεια μου χέρια.
Αν είχα μια λέξη, σκεπτόμουν, θα τη μοιραζόμουν
με τα πεινασμένα πουλιά.
Ήρθε η ανάμνηση, μαζεύτηκαν τ’ άστρα,
οι νύχτες αχνίζαν γλυκές.
Τότε ξέχασα τις φωνές στα φυλλώματα.
Παράξενο, δεν αιστάνθηκα λύπη.
Σα να ’χε περάσει δροσερός γαλαξίας
κι άστραψε μέσ’ απ’ το βλέμμα μου.

Ξύπνησα.
Έξω η μέρα ανέβαινε φωτεινή
κολλώντας στους τοίχους αφίσες πολύχρωμες.

Από τη συλλογή Το ξύλινο πουλί (1960) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Άρνηση

Άρνηση

Εσύ, που δεν είσαι πια δέντρο,
δεν είσαι, ποιος ξέρει, ούτε αχτίδα, δεν σκέπτεσαι,
μπορεί να ’χεις περάσει σ’ έναν άλλο ουρανό
σε μια ελπίδα που εμείς δεν ελπίζουμε.

Γιατί με τόσο φως που γνωρίσαμε
κάνοντας να χορεύουν τα λίγα μας βήματα,
να μη σου κακοφανεί, μπορεί να ξεχάσουμε
από πού ήρθαμε κι αν μπορεί να φύγουμε ξαφνικά.

Από τη συλλογή Το ξύλινο πουλί (1960) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Άνοιξη

[Ενότητα Η καταγωγή της ομορφιάς]

Άνοιξη

Άνοιξη, που ερχόσουν να με συναντήσεις κάθε πρωί
σηκώνοντας τα πουλιά μες στον κήπο
σηκώνοντας τη δροσιά μες στα χρόνια.
Στην τάξη έπεφτε χιόνι ψιλό απ’ τις ανθισμένες μηλιές
κι ο δάσκαλος έλεγε, δεν έβλεπε
τα παιδιά που τρέχαν στον κάμπο
σμίγαν με το γλυκό στήθος της μέρας.
Ανυπότακτα σπάζαν τις αλυσίδες
γελούσαν διάφανα σαν τα κρεμασμένα κεράσια του ήλιου.

Ύστερα έρχονταν ο ύπνος
αλαφρώνοντας την ευδαιμονία της κούρασης,

ενώ η σελήνη ανέβαινε ψηλά
σαν ένας ζωγραφισμένος πετεινός
πάνω στη στέγη του κόσμου,

περήφανη.

Από τη συλλογή Το ξύλινο πουλί (1960) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Ψευδαίσθηση

Ψευδαίσθηση

Το ημερολόγιό μου, σταματημένο σαν ένα ρολόι,
στο τελευταίο φύλλο της άνοιξης∙
δεν τολμώ να το αγγίσω,
φοβάμαι,
λες και θα σωριασθούν νεκρές οι ελπίδες μου.

Προτιμώ την ψευδαίσθηση
τη σκηνοθεσία απ’ την πραγματικότητα,
τη μουσική που συντηρεί
και προεκτείνει τα αισθήματά μας
μες στ’ όνειρο.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Υποψίες

[Ενότητα Μεταμορφώσεις]

Υποψίες

Από μια πτώση ανεβαίνεις πιο εύκολα,
αναδύεσαι καθαρός, συμπληρώνοντας την έκσταση,
δένεις τη λάμψη με μια λάμψη ζεστή.
(Φοβάμαι, δεν ξέρω αν σφάλλω
αν έσφαλα κορεσμένος απ’ τη συγκατάθεσή μου.)

Καθώς μ’ ακολουθούν οι γαλαξίες και τα όνειρα
δεν ξέρω αν θα μ’ αναγνωρίσουν.
Με τυραννούν οι υποψίες, τα πράγματα που αγαπώ.
Όταν ο ήλιος ξημέρωνε, κυλιόμουν
σαν ένα παιδί μέσα στα χώματα,
κι ύστερα περίμενα, βιαζόμουν να φορέσω τα ρούχα μου
καθαρά.

Αγαπούσα το φως, αγαπούσα τη φλόγα που έτρεμε
σα μια βαθιά γαλάζια μέρα.

Θα ’θελα πολύ ν’ ανάψω μια λάμπα, να τριγυρίσω τις κόχες
εδώ που μεγάλωσα και γνώρισα τους δικούς μου
έμαθα να ψηλαφώ, να ξεχωρίζω τα πράγματα,
ν’ ανοίξω παράθυρα, να ξεκλειδώσω κασέλες
να ξαναβρώ τη στυφή γεύση της θάλασσας.

Όμως το πνεύμα μου δεν έχει καμιά κατοικία.

Τι να το κάνω το φως;

Εδώ, που θα πεθάνω μια μέρα
δε θα ’θελα να ονειρευτώ τους ίδιους ανθρώπους
τα σπίτια που πάλιωσαν και μου πληγώνουν τα μάτια.
Τα μυστικά τους δεν είναι πια μυστικά
και φλυαρούν
στα ξετραχηλισμένα παράθυρα.

Σκόνη πολλή μας κλείνει τα μάτια.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Της αναλήψεως

Της αναλήψεως

Σήμερα ανελήφθης.
Αύριο θα ’σαι η ανάμνηση και η προσμονή,
η ακριβή γεύση της Άνοιξης
η αγάπη που μας ετραγούδησε
κάποτε,

αλληλούια.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Της αθωότητος

[Ενότητα Γαλαξίες]

Της αθωότητος

Χαίρομαι που ξαναβρίσκω τα ίχνη σου,
τη θάλασσα που με νανούριζε
κάτω απ’ τον ουρανό.

Περνώ, ξαναπερνώ στα δάχτυλά μου το γέλιο σου
αστραφτερό δαχτυλίδι του κάμπου
που μ’ έμαθε να σ’ αγαπώ, να ξαγρυπνώ,
να σ’ αγαπώ σαν ένα φεγγάρι
σαν ένα αστέρι, σαν όλα τ’ αστέρια που κουβεντιάζουν τις νύχτες,
γιατί δεν έχουν, δεν ξέρουν τη λύπη,
ταξιδεύουν μονάχα
δροσερά μουσκεμένα απ’ το φως.

Αύριο,
θα κοιμηθώ σαν ένα πουλί,
η αθωότητά σου
ας με ξυπνήσει.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Συναλλαγή

Συναλλαγή

Ο ουρανός είναι ένα εξαίσιο ριπίδι
με τα πρόσχαρα πουλιά
ζωγραφισμένα στο καθαρό του γαλάζιο.

Ο ουρανός που αγνοεί τις ευαισθησίες μας
αδειάζει συχνά, σαν μια λίμνη, από χρώματα και πουλιά
δείχνοντάς μας τη λάσπη,
που ενδημεί στην καθημερινή μας ενασχόληση.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Σε κλείνω

Σε κλείνω

Δεν μπορώ να σε κλείσω,
δε χωρείς πουθενά
μουσική και ξεφεύγεις.

Σε κλείνω στους στίχους μου
στις πληγωμένες ανταύγειες
των χαδιών μου.

Σε κλείνω
και σε τραγουδώ
στην καρδιά μου,
σε κλείνω στη μυστική φυλακή
των φιλιών μου!

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Περνάς

Περνάς

Περνάς,
όπως περνάν τα πουλιά
και δεν τα ξεχωρίζεις.

Μόνο κάτι οσφραίνεσαι,
σα να ’ναι το δάσος κοντά,
σα να ’ναι η σκόνη της εξοχής
ακόμα στα ρούχα σου
και δεν τολμάς να την τινάξεις.

Όμως
σιγά σιγά ξεχωρίζεις,
θυμάσαι,
κι η καρδιά σου χτυπά
σαν τις κωδωνοκρουσίες της αγάπης.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Όταν έρθεις

[Ενότητα Γαλαξίες]

Όταν έρθεις

Έρχεται σαν ένα φύλλο να πέσει στα μάτια μου.
Θα ’θελα να φωνάξω: Ποιος είναι;
Όμως εξακολουθώ να σιωπώ.
(Φυσά τότε σαν από ανθισμένες μηλιές…)

Το κοιμισμένο μου πνεύμα σα να πρωτοξυπνά.

Ήταν ωραία πολύ όμορφα τότε.
Ο παράξενος ψίθυρος κάτω απ’ τα πράα φυλλώματα,
τα παιδιά που θορυβούσαν το βράδυ
κι εκείνη η καρδιά που δεν έβρισκε χώρο
να κρύψει τον φαιδρό της λυγμό.

Όταν έρθεις, ο αέρας θα ’ναι πάλι ζεστός
σαν ένα προσκεφάλι που μόλις εγκαταλείψαμε
και τα όνειρα θα βομβούν…
Όταν έρθεις, θα ’χουμε τα χελιδόνια
θα ’χουμε το τραπέζι ανοιγμένο
σαν τα φτερά της αγάπης.

Όταν έρθεις
θα ’χει μεγαλώσει κι η μέρα
σαν τα παιδιά μας που δε θ’ αναγνωρίσεις
και τη χαρά στρωμένη
στα πόδια μας να σου χαμογελά.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Ο φράχτης

[Ενότητα Γαλαξίες]

Ο φράχτης

Ίσως αυτό να ’ναι πολύ, να μην είναι και τίποτε
που κάθομαι κι αναπολώ
χασομερώ σαν ένα παιδί, κλειδωμένο στην κάμαρα,
ενώ θα μπορούσε να τρέξει να βγει
να πηδήξει ένα φράχτη — πάντα πίσω από ένα φράχτη
υπάρχει ένας κάμπος και πιο πέρα ένας ήλιος
κι ένα άλλο παιδί που σε προκαλούν τα παιχνίδια του
ή ένας άλλος φράχτης κι ύστερα άλλος
που θα ’θελες να προσπεράσεις, σαν ένα πουλάρι τρελό,
σαν ένα δελφίνι, πλάι σ’ ένα πλοίο που φεύγει
να ξεκόψει περήφανο μπρος απ’ την ανύποπτη πλώρη του.

Τώρα τι κέρδισες, βράδιασε κιόλας
κι όλα εκείνα που σκέπτοσαν, που σ’ απασχολούσαν
δεν μπορείς να τα ιδείς,
σα να ’πεσες ξαφνικά κι οι αισθήσεις σου σ’ άφησαν,
δεν μπορείς να φωνάξεις, έτσι ανάπηρος που έμεινες
χωρίς συντροφιά, χωρίς μνήμη σχεδόν
σαν σ’ ένα πηγάδι στεγνό.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Νεκρή φύση

[Ενότητα Γαλαξίες]

Νεκρή φύση

Το καλοκαίρι τα φρούτα
ο ήλιος
και η βρεγμένη σου κόμη,
αναπαυμένη σε φλούδες και φύλλα
αναπαυμένη σε όνειρα.

Έκτοτε
καίω τα φύλλα,
τις φλούδες μέσα στο τζάκι
κι οσφραίνομαι
τη χαμένη ευωδιά του κορμιού σου.

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης

Γ. Ξ. Στογιαννίδης, Μεταμόρφωση

[Ενότητα Γαλαξίες]

Μεταμόρφωση

Ήθελα να ιδώ το πρόσωπό σου
σαν όπως βλέπει κανείς το φεγγάρι τον Αύγουστο,
ν’ αγγίσω μια φορά ακόμα τα χέρια σου
καθώς μου διαφεύγουν στη συχνή επανάληψη,
τη φωνή σου ν’ ακούσω, όπως την άνοιξη ακούς
την καινούρια βροχή να πέφτει στα φύλλα,
να βγω στο κατόπι σου, να στήσω το αυτί μου στον άνεμο
που θα ’ρχεται δροσερός απ’ τη θάλασσα,
να μεταμορφωθώ σαν μια σταγόνα νερό
που συνουσιάζεται με το φως,
όταν κινήσεις να ’ρθεις
όταν κινήσω για να σε γνωρίσω ξανά!

Από τη συλλογή Εαρινά εγκώμια (1956) του Γιώργου Στογιαννίδη

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Γ. Ξ. Στογιαννίδης